Ολοένα και συχνότερα είναι πλέον τα πλημμυρικά φαινόμενα στην Αττική, δεδομένης και της καταστροφής των δασών στα βουνά που περικλείουν την πρωτεύουσα, με βασική αιτία το γεγονός ότι η άναρχη δόμηση της Αθήνας στον 20ό αιώνα οδήγησε στο μπάζωμα άνω των 800 χιλιομέτρων υδάτινων ροών, αλλού για δημιουργία οδών και αλλού για οικοδόμηση.
Κεντρικοί δρόμοι της πρωτεύουσας όπως η Βασιλέως Κωνσταντίνου, η Καλλιρρόης και η Σταδίου δημιουργήθηκαν με βάση τις υδάτινες ροές που η φύση είχε ανοίξει στο λεκανοπέδιο.
Από τις ιστορικές ροές νερού στην πρωτεύουσα έχουν απομείνει ο Κηφισός και ένα κομμάτι του Ιλισού. Μπορεί μόνο οι παλαιότεροι να θυμούνται τα ονόματα Ηριδανός, Λυκόρεμα, Βουρλοπόταμος, Βοϊδοπνίχτης, Κυκλοβόρος, Διαβολόρεμα, Αλασσώνας καθώς και άλλα ρέματα που διέτρεχαν την Αθήνα, αλλά η φύση δεν τα ξεχνά και μας τα υπενθυμίζει όποτε ανοίγουν οι ουρανοί.
Η Αττική ήταν ιστορικά χώρος συρροής υδάτων, ως λεκανοπέδιο που είναι. Χιλιόμετρα και χιλιόμετρα ρεμάτων, χειμάρρων και ποταμών διέσχιζαν τον χώρο που περικλείεται από το Αιγάλεω, την Πάρνηθα, την Πεντέλη και τον Υμηττό. Μετά ήρθαν το τσιμέντο και η άσφαλτος, πήραν άναρχα θέση στην πρωτεύουσα, και τα νερά δεν βρίσκουν διέξοδο, παρά τα όποια αντιπλημμυρικά έργα.
Τουλάχιστον 550 χιλιόμετρα ρεμάτων και χειμάρρων έχουν μπαζωθεί στην Αττική σύμφωνα με στοιχεία από γεωτρήσεις της Ελληνικής Αρχής Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΕΑΓΜΕ), του πρώην ΙΓΜΕ. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα άνω του 80% του υετού, ό,τι δηλαδή πέφτει από τον ουρανό (βροχή, χιόνι ή χαλάζι) να καταλήγει στη θάλασσα και μόνο το 20% ή και λιγότερο να απορροφάται από το έδαφος, αντιστρέφοντας τα αρχικά ποσοστά στην Αττική.
Σύμφωνα δε με μελέτη του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου, τα ανοιχτά ρέματα της Αττικής το 1945, είχαν μήκος 1.280 χιλιόμετρα, ενώ προσφάτως υπολογίζονταν σε μόλις, 434 χιλιόμετρα, κάτι που σημαίνει ότι περί τα 850 χιλιόμετρα ρεμάτων έχουν μπαζωθεί, σκεπαστεί και χτιστεί.
Υπολογίζεται ότι στις αρχές του προηγούμενου αιώνα την πρωτεύουσα διέτρεχαν περί τα 700 ρέματα, ρυάκια, ποτάμια και χείμαρροι. Καθένα έχει την ιστορία του, συχνά… πονεμένη και σπανίως τρανή. Ο ιερός κατά την αρχαιότητα Ιλισός ξεκινά υπογείως από τον Υμηττό και καταλήγει στον φαληρικό όρμο στην Καλλιθέα, στο μόνο του ανοικτό κομμάτι.
Καθ’ οδόν ο Ιλισός συλλέγει υπογείως νερά από πολλά ρέματα, όπως αυτό του Ηριδανού, η αρχαία κοίτη του οποίου έγινε αντικείμενο αρχαιολογικής μελέτης προ μερικών δεκαετιών όταν γίνονταν στην Αττική τα έργα δημιουργίας του μετρό της Αθήνας. Τα νερά του, μεταξύ 20 και 60 κυβικών μέτρων την ημέρα, περνούν και σήμερα από την Αρχαία Αγορά προερχόμενα υπογείως από τον Λυκαβηττό.
Επίσης στον Λυκαβηττό είχε την πηγή του και ο Βοϊδοπνίχτης, ενώ από τα Τουρκοβούνια κατέβαινε ο Κυκλοβόρος, με κατεύθυνση το κέντρο της Αθήνας. Από τον Υμηττό κατέβαινε τον Βύρωνα και το Παγκράτι ο Αλασσώνας.
Στο Φάληρο ακόμη έβρισκαν την έξοδο προς τη θάλασσα, πέρα από τα ποτάμια Ιλισός και Κηφισός, και πολλά ρέματα όπως αυτό της Πικροδάφνης, ο Βουρλοπόταμος και άλλα.
Πιο γνωστό είναι το ρέμα του Ποδονίφτη, με νερό από τους πρόποδες της Πεντέλης, που διασχίζει Χαλάνδρι, Ψυχικό και Νέα Ιωνία για να καταλήξει υπογείως στον Κηφισό.
Ο έλεγχος της μετατροπής των υπέργειων οδών ύδατος σε υπόγειες δεν έχει μόνο σημασία για την πρόληψη πλημμυρών, αλλά και για την ευστάθεια κτισμάτων και την κατασκευή υπόγειων δικτύων κάθε είδους. Την περασμένη άνοιξη η ΕΑΓΜΕ τοποθέτησε σε συνεργασία με την ΕΥΔΑΠ σταθμηγράφο σε γεώτρηση στις εγκαταστάσεις της εταιρείας, στην περιοχή της Μαυροσουβάλας, στη βόρεια Αττική. Αυτή η εγκατάσταση αποτελεί σταθμό παρακολούθησης του «Εθνικού Δικτύου Παρακολούθησης Υδάτων», για το υπόγειο υδροσύστημα της ΒΑ Πάρνηθας.
0 comments
Δημοσίευση σχολίου