Υπάρχουν στην Ιστορία κάποια ζητήματα που προβληματίζουν τους επιστήμονες. Για παράδειγμα, το ερώτημα που για αρκετό καιρό βασάνιζε τους μελετητές της Ελληνικής Ιστορίας ήταν το εξής:
Άραγε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, κατά το 1453 όπου αλώθηκε η Πόλις, είχε γυναίκα και παιδιά, όταν έπεφτε μαρτυρικά στην Πύλη του Ρωμανού, θυσιάζοντας μάταια τη ζωή του για τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης;
Τελικά, το ζήτημα αυτό, το τόσο περίεργο και πολύπλοκο, με τις διάφορες συγκινητικές εκφάνσεις του, λύθηκε από τους βυζαντινολόγους.
Ο Παλαιολόγος σύναψε τον πρώτο γάμο του τον Ιούνιο του 1428, σε ηλικία 24 ετών, με τη Μαγδαληνή, θυγατέρα του Λεονάρδου Β’ Τόκκου, Κόμη της Ζακύνθου και της Κεφαλληνίας και Δούκα της Λευκάδας.
Η Μαγδαληνή, η οποία ήταν μια όμορφη κοπέλα, με επιβλητικό ανάστημα και έξοχη μόρφωση για την εποχή της, βρισκόταν τότε, εξαιτίας του θανάτου του πατέρα της, υπό την κηδεμονία του θείου της Καρόλου Τόκκου.
Οι γάμοι Ελλήνων ηγεμόνων με θυγατέρες αλλοφύλων και ετεροδόξων ήταν συχνοί και εξυπηρετούσαν πολιτικές σκοπιμότητες. Μετά τον γάμο, όμως, οι Χριστιανοί Αυτοκράτορες φρόντιζαν να κατηχούν τις γυναίκες τους στο ελληνικό πνεύμα και στην Ορθοδοξία.
Ο γάμος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου με τη Μαγδαληνή Τόκκου είχε πολιτικό σκοπό. Από τη μια μεριά, ο Κωνσταντίνος υπάκουσε στη θέληση του πατέρα του και στις επιθυμίες του Πάπα, ο οποίος ασκούσε τότε μεγάλη πολιτική επιρροή. Από την άλλη μεριά, ο γάμος αυτός διευκόλυνε τη λύση μιας περιπλοκής στην Πελοπόννησο, όπου διέμενε τότε ο γαμπρός.
Ο Κάρολος Τόκκος, θείος της νύφης, κατείχε μερικές πόλεις στην Αχαΐα, τις οποίες ματαίως ο πατέρας του Κωνσταντίνου, ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Παλαιολόγος, είχε προσπαθήσει να αποκτήσει, κατεβαίνοντας ο ίδιος προσωπικά στην Πελοπόννησο. Συνεπώς, ο Κωνσταντίνος, με τον γάμο του, έδινε την πολυπόθητη λύση στο θέμα, καθώς έπαιρνε προίκα του τις πόλεις αυτές, για τις οποίες έριζαν./p>
Την εποχή, όμως, εκείνη συνέβη να πολιορκούν τα αυτοκρατορικά στρατεύματα την Πάτρα κι επομένως, ο γάμος του Κωνσταντίνου, που εορτάστηκε πανηγυρικά από όλο τον στρατό του, τελέστηκε στο στρατόπεδο, κοντά στους μύλους, έξω από την πόλη.
Η Μαγδαληνή Τόκκου μετονομάστηκε σε Θεοδώρα, αλλά δεν ευτύχησε να χαρεί τον άντρα της. Ο πόλεμος ανάγκαζε τον νεαρό να μένει ως επί το πλείστον στην οχυρωμένη πόλη Γλαρέντζα, κοντά στην Κυλλήνη.
Δυστυχώς, 18 μήνες μετά τον γάμο της, τον Νοέμβριο του 1429, πέθανε στο χωριό Σανταμέρα της Αχαΐας. Τάφηκε σε μια εκκλησία της Γλαρέντζας, έπειτα όμως τα οστά της μεταφέρθηκαν στον Μυστρά, στη Μονή Ζωοδότου, όπου βρίσκονταν οι τάφοι των δεσποτών Παλαιολόγων της Πελοποννήσου.
Είναι ιστορικώς βεβαιωμένο πως η πρώτη γυναίκα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου πέθανε από δυστοκία και μαζί της πέθανε και το παιδί τους που θα έφερνε στον κόσμο.
Έντεκα ολόκληρα χρόνια έμεινε χήρος και μόλις στα 1440 αποφάσισε να προβεί σε δεύτερο γάμο, με την επιθυμία να αφήσει διάδοχο στον θρόνο του Βυζαντίου. Διάλεξε, λοιπόν, για νύφη την κόρη του αφέντη της Λέσβου Δορίνου Α’ Γατελούζου. Η μελλόνυμφος ονομαζόταν Αικατερίνη.
Ο ιστοριογράφος Φραντζής έλαβε εντολή από τον Κωνσταντίνο να χρησιμεύσει ως προξενητής και πράγματι, τον Ιούλιο του 1441, ο Φραντζής πήγε στη Λέσβο και γύρισε πίσω, φέρνοντας τη συγκατάθεση της κόρης και των γονιών της.
Αμέσως ο Κωνσταντίνος διέταξε να ετοιμαστούν οι βασιλικές τριήρεις, επιβιβάστηκε με λαμπρή ακολουθία κι έτσι, όλος ο αυτοκρατορικός στόλος, διοικούμενος από τον Δρουγγάριο Λουκά Νοταρά, κατέπλευσε στο νησί του Βορείου Αιγαίου, όπου τελέστηκε ο γάμος και έμεινε έως και τον μήνα Σεπτέμβριο.
Έξαφνα, νέοι κίνδυνοι παραμόνευαν και έφεραν αναταραχή και στον γάμο του Κωνσταντίνου. Ο αδελφός του Δημήτριος και οι Τούρκοι με τους οποίους είχε συμμαχήσει απέκλεισαν την Πόλη και ο δυστυχής γαμπρός αναγκάστηκε να τρέξει σε βοήθεια της Βασιλεύουσας. Πήρε, λοιπόν, μαζί του τη γυναίκα του και ταξίδεψε προς την Κωνσταντινούπολη. Αίφνης, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον τουρκικό στόλο και υποχρεώθηκε να επιστρέψει στη Λήμνο.
Το ζεύγος βγήκε στο νησί, αλλά κι εκεί οι Τούρκοι τους καταδίωξαν. Ο Τούρκος στόλαρχος Αχμέτ αποβιβάστηκε στη Λήμνο και τους πολιόρκησε στο λεγόμενο Κόκκινο Κάστρο. Οι Τούρκοι βομβάρδισαν το φρούριο, γκρέμισαν τα τείχη του και το νεόνυμφο ζευγάρι κατέφυγε στην πόλη, η οποία είχε ευτυχώς σωθεί. Κατόπιν, οι Τούρκοι απέπλευσαν από το νησί.
Αλλά οι κίνδυνοι της πολιορκίας και οι βρόντοι των κανονιών τάραξαν την έγκυο Αικατερίνη, την έριξαν άρρωστη και κατέληξε κι εκείνη νεκρή. Για δεύτερη φορά, λοιπόν, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έθαβε μια σύζυγο κι έχανε ένα παιδί. Γύρω από τον τάφο της Αικατερίνης, στο Παλαιόκαστρο της Λήμνου, ο Κωνσταντίνος, περίλυπος και απαρηγόρητος, φύτεψε κυπαρίσσια.
Εν τούτοις, ο θρόνος του Βυζαντίου δεν έπρεπε να μείνει δίχως διάδοχο και οι σύμβουλοί του κανόνιζαν τρίτο γάμο με την Ισαβέλα Ορσίνι, αδελφή του ηγεμόνα του Τάραντα. Αργότερα, ο Δόγης της Βενετίας, ο περιλάλητος Φραγκίσκος Φόσκαρης, πρότεινε στον Κωνσταντίνο να του δώσει την κόρη του και μεγάλη προίκα, αλλά η πρόταση δεν έγινε δεκτή ούτε από τον Κωνσταντίνο ούτε και από τη βυζαντινή αριστοκρατία. Επίσης, ναυάγησαν και οι διαπραγματεύσεις για να πάρει σύζυγό του την κόρη του Αντιβασιλέα της Πορτογαλίας Πέτρου, τη Βεατρίκη.
Ωστόσο, οι Αυλικοί εξακολουθούσαν να μεριμνούν πώς να παντρέψουν για τρίτη φορά τον Αυτοκράτορα. Άρχοντες και αρχόντισσες ενεργούσαν υπέρ τη μιας ή της άλλης νύφης και οι ενέργειές τους αυτές έπαιρναν πολλές φορές τη μορφή αντιζηλιών και καβγάδων.
Το 1449, ο Γεώργιος Φραντζής κατέφτασε στην Ιβηρία και στην Τραπεζούντα, μετά από εντολή του Αυτοκράτορα, προκειμένου να εξετάσει σχολαστικά ποια από τις δύο νύφες που του πρότειναν αυτές οι δύο περιοχές ήταν καλύτερη για τον Κωνσταντίνο. Επρόκειτο να διαλέξει μία από τις θυγατέρες του Γεωργίου, Βασιλέα των Ιβήρων ή τη μοναχοκόρη του Αυτοκράτορα Τραπεζούντας Ιωάννη Κομνηνού.
Αλλά ο Φραντζής ναυάγησε και το γράμμα του άργησε να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη.
Στο μεταξύ, τον Φεβρουάριο του 1451, πέθανε ο τότε Σουλτάνος Μουράτ στην Αδριανούπολη, αφήνοντας χήρα τη Μαρία Κομνηνή. Ο Φραντζής έγραψε τότε στον Κωνσταντίνο πως θα ήταν προτιμότερο αυτήν να πάρει για γυναίκα του. Ο Αυτοκράτορας ζήτησε και τη γνώμη των Αυλικών του, οι οποίοι, όμως, χωρίστηκαν σε δυο αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Εν τέλει, ο ίδιος αποφάσισε να μην τους ακούσει και να παντρευτεί τη χήρα.
Η Μαρία Κομνηνή, μετά τον θάνατο του Μουράτ, ζούσε στο σπίτι του πατέρα της, του Γεωργίου Βράγκοβιτς, Δεσπότη της Σερβίας. Έστειλε, λοιπόν, τον Εμμανουήλ Παλαιολόγο να τη ζητήσει σε γάμο. Οι γονείς της δέχτηκαν με χαρά, αλλά η ίδια αρνήθηκε, διότι επιθυμούσε πλέον να αφιερωθεί στον Θεό.
Τελικά, μετά από πολλές περιπέτειες και διαβουλεύσεις, αποφασίστηκε να νυμφευθεί ο Κωνσταντίνος μία από τις θυγατέρες του Γεωργίου, Βασιλέα των Ιβήρων.
Όλα έβαιναν καλώς και ο γάμος τούτος έμοιαζε πια τετελεσμένο γεγονός. Όμως, ο γάμος δεν έγινε ποτέ και η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Τούρκων.
Ανήμερα της Άλωσης της Πόλης, στις 29 Μαΐου του 1453, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έπεσε νεκρός κοντά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, βαστώντας το σπαθί του, έχοντας δώσει μια γενναία μάχη. Ο τελευταίος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου πέθανε άτεκνος, δίχως να αφήσει διαδόχους της ηρωικής κληρονομιάς του.Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 27/03/1930
0 comments
Δημοσίευση σχολίου