Ένας ιερωμένος πέφτει νεκρός έχοντας δεχθεί χτυπήματα από πυροβόλο όπλο έξω από το σπίτι του στη Νέα Σμύρνη. Το αρχικό σοκ γίνεται ακόμη μεγαλύτερο καθώς ξετυλίγεται το κουβάρι των αποκαλύψεων για την ερωτική σχέση που διατηρούσε με την γυναίκα που αποφάσισε να σκοτώσει τον «επίγειο Θεό της», όπως τον αποκαλούσε…
Η γυναίκα λέγεται Κάτια Γιαννακοπούλου και κατά την διάρκεια της ομολογίας της και στη συνέχεια της δίκης φέρνει στο φως τις λεπτομέρειες της θυελλώδους σχέσης της με τον ιερωμένο. Καθ’ όλη την διάρκεια της διαδικασίας έχει στο πλευρό της τόσο τον σύζυγό της όσο και το παιδί τους, οι οποίοι την στήριξαν παρά τα όσα είχαν προηγηθεί.
Ξεκάθαρα σε τραγική ψυχολογική κατάσταση, μιλά για τα βήματα που προηγήθηκαν μέχρι να βρεθεί απέναντι στον άνθρωπο που λάτρεψε όσο κανέναν άλλον και να τον «γαζώσει», νιώθοντας προδομένη από εκείνον.
Στην πορεία γίνεται ολοένα και πιο φανερό ότι η Γιαννακοπούλου, με τον εύθραυστο ψυχισμό της, μετατράπηκε πολύ εύκολα σε υποχείριο του Αρχιμανδρίτη Άνθιμου Ελευθεριάδη και όταν εκείνος αποφάσισε να δώσει τέλος στην παράνομη στα μάτια Θεού και ανθρώπων σχέση τους, ουσιαστικά όπλισε το δικό της χέρι.
Λίγα χρόνια νωρίτερα η Γιαννακοπούλου ήταν μια μάλλον συνηθισμένη σύζυγος και μητέρα που ζούσε με την οικογένειά της στην Καλλιθέα. Για προσωπικούς της λόγους αναζήτησε στήριγμα στην εκκλησία, ψάχνοντας έναν πνευματικό στον οποίο θα μπορούσε να μιλήσει , παρά το γεγονός ότι μέχρι τότε η σχέση της με την θρησκεία ήταν τυπική.
Μια φίλη της της συνέστησε τον Άνθιμο, που τότε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 βρισκόταν στην ενορία της Παναγίτσας στο Παλαιό Φάληρο. Μια γνωριμία που τελικά άλλαξε την ζωή της για πάντα…
Σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά αργότερα, η σχέση του ξεπέρασε τα όρια με δική του πρωτοβουλία. Αφού για καιρό οι δυο τους περιορίστηκαν στους ρόλους που υποδείκνυε το είδος της σχέσης τους, με τον Αρχιμανδρίτη να μαθαίνει κάθε λεπτομέρεια της προσωπικής της ζωής, τους προβληματισμούς και τις ανάγκες της, ο Άνθιμος έκανε το επόμενο βήμα.
Σε μια από τις συναντήσεις τους της μίλησε για τον έρωτα και την φίλησε στο στόμα… Την επόμενη μέρα τον επισκέφθηκε ξανά, αντιμετωπίζοντάς τον σαν τον πνευματικό της και του εξομολογήθηκε το μεταξύ τους περιστατικό, σαν να επρόκειτο για κάποιον άλλον. Ενδεικτικό κι αυτό της αρρωστημένης τροπής που είχε πάρει η υπόθεση.
Η ερωτική τους σχέση κράτησε για πέντε ολόκληρα χρόνια. Και μέσα σε αυτό το διάστημα ο κληρικός δεν την εκμεταλλεύτηκε μόνο σ@ξουαλικά και ψυχικά. Έκανε το ίδιο και σε καθαρά οικονομικά όρους. Όπως υποστήριξε η Γιαννακοπούλου, μέσα σε αυτή την πενταετία του έδωσε συνολικά 27.000.000 δραχμές, κατορθώνοντας να αποκρύψει από τον σύζυγό της όχι μόνο την απιστία, αλλά και την «υπεξαίρεση» των οικογενειακών αποταμιεύσεων.
Τα συναισθήματά της για αυτόν τον άντρα έγιναν τόσο ανεξέλεγκτα που ακόμη κι όταν αυτός βρέθηκε στο Λονδίνο, εκείνη έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να διατηρήσει ζωντανή αυτή τη σχέση, κάνοντας συχνά ταξίδια στην Αγγλία, προκειμένου να μπορεί να τον βλέπει. Ήταν ξεκάθαρο πως πλέον είχε μετατραπεί σε άτομο απολύτως εξαρτημένο από τον ιερέα, ο οποίος την χειραγωγούσε και εκμεταλλευόταν την απόλυτη επιρροή που είχε στο κορμί και κυρίως στο μυαλό και την καρδιά της.
Από το Φθινόπωρο του 1996 άρχισε να γράφεται ο επίλογος, ο οποίος κορυφώθηκε σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, τον Ιούλιο του 1997. Η Γιαννακοπούλου τηλεφωνεί στην ενορία του Άνθιμου στο Λονδίνο για να του μιλήσει, αλλά μαθαίνει ότι εκείνος έχει ταξιδέψει στην Ελλάδα, για άλλη μια φορά χωρίς να την ενημερώσει. Η προδοσία και η εγκατάλειψη, όπως αντιλαμβάνεται την στάση του, θολώνει το μυαλό της. Από την Ομόνοια αγοράζει ένα περίστροφο, το οποίο αρχικά σκέφτεται να στρέψει στον εαυτό της.
Ωστόσο αποφασίζει να κάνει ακόμη μία απόπειρα για να φέρει ξανά κοντά της τον άντρα που έβλεπε ως Θεό. Επί δύο μέρες επισκέπτεται το σπίτι του στη Νέα Σμύρνη και τον εκλιπαρεί να της ανοίξει. Θέλει να τον δει, να του μιλήσει, να τον αγκαλιάσει. Εκείνος απειλεί ότι θα καλέσει την αστυνομία και την αντιμετωπίζει με εχθρότητα. Από την πλευρά του όλα είχαν τελειώσει, αλλά η Γιαννακοπούλου αποφασίζει να γράψει εκείνη το τελευταίο και πιο τραγικό κεφάλαιο μιας ολέθριας σχέσης.
Στις 22 Ιουλίου πηγαίνει ξανά στην οικία του. Τον περιμένει με το όπλο της γεμάτο σφαίρες. Το αδειάζει πάνω του και στη συνέχεια μπαίνει στο αυτοκίνητο του κουνιάδου της, το οποίο χρησιμοποιεί και ακολουθεί ένα τριήμερο στο οποίο η Γιαννακοπούλου λειτουργεί δίχως σχέδιο. Πετά σε κάδους το όπλο, τις σφαίρες και εγκαταλείπει το αμάξι.
Επιβιβάζεται σε ταξί και καταλήγει στην Ομόνοια. Από εκεί συνεχίζει πεζή την περιπλάνησή της. Ένα ανθρώπινο ράκος, η Κάτια κοιμάται το πρώτο βράδυ σε μια εγκαταλελειμμένη οικοδομή στην Καλλιθέα. Το επόμενο θα το περάσει σε ένα πάρκο στην Ελευσίνα. Κουρασμένη και δίχως άλλα κουράγια, στρέφεται ξανά στην εκκλησία.
Καταλήγει σε μοναστήρι στην Μάνδρα Αττικής όπου εξομολογείται την πράξη της. Η μοναχή ενημερώνει την αστυνομία κι έτσι μπαίνει ένα τέλος στο δράμα της. Η Γιαννακοπούλου λυτρώνεται όταν ομολογεί. Επιτέλους μπορεί να αδειάσει την ψυχή της από το δηλητήριο που την έτρωγε. «Αν μπορούσα να τον αναστήσω με πέντε φιλιά ποτισμένα από το αίμα της μετανιωμένης καρδιάς μου θα το είχα κάνει», παραδέχεται.
Το δικαστήριο την καταδικάζει σε 20ετή κάθειρξη, όμως μετά από έφεση του εισαγγελέα, η ποινή της μετατρέπεται σε ισόβια. Τα τελευταία λόγια της ήταν «πείτε στον άντρα μου να συνεχίσει με ή χωρίς εμένα, για τον γιο μας», λέει η Κάτια Γιαννακοπούλου. Όμως και οι δύο έμειναν εκεί στο πλάι της, καθ’ όλη την διαδικασία. Σε αντίθεση με τον «Θεό» της, δεν την εγκατέλειψαν την πιο δύσκολη ώρα.
0 comments
Δημοσίευση σχολίου