Φέτος, συμπληρώνονται 23 χρόνια από το θάνατο της εθνικής μας σταρ, Αλίκης Βουγιουκλάκη, που έφυγε από τη ζωή στις 23 Ιουλίου 1996, στα 60 της χρόνια.
H Αλίκη Βουγιουκλάκη γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου 1936 στο Μαρούσι. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι γεννήθηκε 2 χρόνια νωρίτερα, το 1934.
Η ίδια δεν αποκάλυπτε την ακριβή χρονολογία γέννησής της και το αντιμετώπιζε με νάζι ή χιούμορ και διακριτική ειρωνεία.Σε συνέντευξη της το 1977 στον Ζάχο Χατζηφωτίου για το περιοδικό «Ταχυδρόμος» είχε πει:
«Μερικές φορές έχω την εντύπωση πως η ηλικία μου είναι πιο φλέγον ζήτημα από την ελληνοτουρκική κρίση. Στο κάτω-κάτω, είμαι όσο θέλω! Είναι σαν να αποκαλύπτω το όνομα του δολοφόνου σε αστυνομική ταινία πριν το τέλος της».
Όταν ο δημοσιογράφος σχολίασε ότι διατηρείται μια χαρά, εκείνη απάντησε:
«Τι θα πει "διατηρούμαι", βρε παιδάκι μου; Σφαχτό είμαι; Η Κολέτ έλεγε πως "ένα σώμα καλής ποιότητας διαρκεί πολύ"».
Η νεκροβάπτιση
Λίγους μήνες μετά τη γέννηση της, η Αλίκη είχε αρρωστήσει βαριά από βρογχοπνευμονία. Οι γονείς της, επειδή φοβήθηκαν ότι θα πέθαινε χωρίς να έχει όνομα, τη βάφτισαν άρον άρον στο σπίτι, κάτι που στην εποχή εκείνη-με την τεράστια παιδική θνησιμότητα ήταν συνηθισμένο και ονόμαζαν το μυστήριο «νεκροβάπτιση».
Η βάπτιση του μικρού κοριτσιού χαρακτηρίστηκε από ένα ευτράπελο, που τελικά την «ανάστησε».
Κάποιος από τους παρευρισκόμενους έβαλε φωτιά στην κουβέρτα του μωρού, την οποία είχαν απλώσει πάνω από την κολυμπήθρα. Μετά το επεισόδιο η μικρή Αλίκη άνοιξε τα μάτια της και άρχισε να κλαίει, σημάδι ότι γινόταν σιγά σιγά καλύτερα. Αρχικά, οι γονείς της έλεγαν να δώσουν στο μωρό το όνομα της γιαγιάς της, Σταματίνα.
Επειδή όμως δεν τους άρεσε ιδιαίτερα, την ώρα του μυστηρίου η μητέρα της πετάχτηκε και είπε:
«Πες πρώτα Αλίκη και μετά Σταματίνα».
Έτσι, επικράτησε το πρώτο όνομα, που την έκανε γνωστή σε όλη την Ελλάδα. Η Αλίκη από μικρή ηλικία είχε δείξει το πάθος της για την υποκριτική. Έδινε μικρές παραστάσεις μαζί με τα δύο αδέρφια της στη βεράντα του σπιτιού τους. Έγραφε και σκηνοθετούσε μόνη της τα έργα που θα έπαιζαν μπροστά στο κοινό τους, δηλαδή τους γονείς και τους φίλους.
Παιχνίδια και γλυκά ήταν το εισιτήριο για να παρακολουθήσει κάποιος τα έργα τους. Πολλές φορές αναπαριστούσαν αποσπάσματα από ταινίες, που είχαν δει κρυφά στον υπαίθριο κινηματογράφο. Όπως είχε αναφέρει και η ίδια:
«Οι αναπαραστάσεις των ταινιών ήταν πιστότατες. Ακόμη και ο διάλογος γινόταν σε ξένη γλώσσα. Κι επειδή δεν ξέραμε καμία, μιλούσαμε μια αλαμπουρνέζικη διάλεκτο που δεν την καταλάβαινε κανένας, ούτε κι εμείς οι ίδιοι. Άναρθρες συλλαβές, μόνο που ήμασταν βέβαιοι ότι απέδιδαν θαυμάσια τα γαλλικά ή τα εγγλέζικα και προπάντων την ατμόσφαιρα του έργου».
Η εκτέλεση του πατέρα της
Τα παιδικά χρόνια της σημαδεύτηκαν από την απώλεια του πατέρα της. Ο Ιωάννης Βουγιουκλάκης ήταν νομάρχης στην Τρίπολη και δολοφονήθηκε στην Κυνουρία από δυνάμεις του ΕΛΑΣ το 1943, όταν η Αλίκη ήταν 6 ετών.
Ο δημοσιογράφος Δ. Αγγελόπουλος είχε πει, σύμφωνα με τις εξομολογήσεις της ίδιας της Αλίκης, ότι την ημέρα της δολοφονίας του γυρνούσαν από την Τρίπολη.
Ο πατέρας της είχε παραιτηθεί από τη θέση του νομάρχη και όταν νύχτωσε, πήγανε σε συγγενικό σπίτι. Είχαν σκοπό να μείνουν εκεί δύο μέρες για να προμηθευτούν διάφορα τρόφιμα.
Αργά το βράδυ χτύπησε η πόρτα. Όταν ο πατέρας της Αλίκης άνοιξε, είδε τρεις άντρες, οι οποίοι του ζητούσαν να τους ακολουθήσει, υποτίθεται, για να του δώσουν λάδι. Εκείνος πήγε μαζί τους. Η Αλίκη, λίγο πριν φύγει, τον παρακάλεσε να μην πάει, αλλά εκείνος της υποσχέθηκε ότι θα επέστρεφε σύντομα. Δεν γύρισε όμως ποτέ. Η Αλίκη, σε συνέντευξη που είχε δώσει στον Νίκο Χατζηνικολάου το 1993 είχε πει ότι έμαθε το θλιβερό γεγονός από τη γιαγιά της.
Γυρνούσε από το νηπιαγωγείο και όταν άκουσε ότι ο πατέρας της πέθανε, της έπεσε η τσάντα από τα χέρια. Ο θάνατος του πατέρα της της κόστισε πάρα πολύ, Η μητέρα της έμεινε χήρα και τα τρία αδέρφια μεγάλωσαν σε άσχημη οικονομική κατάσταση.
Όλα αυτά όμως της έδωσαν δύναμη να κυνηγήσει το όνειρό της. Όπως είχε πει η Αλίκη:
«Από πολύ μικρή είχα να επιλέξω ή μαύρο ή άσπρο. Προτίμησα το άσπρο».
Σε κάποια άλλη συνέντευξη της είχε πει: «Ποτέ δεν υπήρξα το ξένοιαστο κορίτσι. Ήμουν το κορίτσι που στα 6 χρόνια του του έβαλαν μαύρες κορδέλες, γιατί του σκότωσαν τον πατέρα. Ύστερα πέρασα μια ζωή μελαγχολική και στερημένη συναισθηματικά. Και οικονομικά ακόμα. Η μοναδική μου χαρά εκείνα τα χρόνια ήταν τα παιχνίδια μου με τα αδέρφια μου, Τάκη και Αντώνη, τα καλοκαίρια που παίζαμε θέατρο με τα σεντόνια του σπιτιού με έργα δικά μου ή από τΐς ιστορίες του Ταρζάν. Εγώ έκανα την Τσίτα»!
0 comments
Δημοσίευση σχολίου