Ήταν ένας άνθρωπος που είχε πάει με όλες τις γυναίκες της πόλης στην οποία έμενε. Μια μέρα, όμως, τον συνάντησε ένας φίλος του και του λέει:
– Εντάξει ρε συ έχεις πάει με όλες τις γυναίκες της πόλης μας αλλά αυτό δεν είναι και τόσο σπουδαίο. Με την βασιλοπούλα δεν θα μπορούσες να πας ποτέ.
Το μάτι του χωρικού αστράφτει.
– Πάμε ένα στοίχημα; λέει αυτός.
– Πάμε, του λέει ο φίλος του.
Την άλλη μέρα λοιπόν το πρωί πηγαίνει στο παλάτι και παρουσιάζεται σαν μάγειρας. Τον βλέπει ο βασιλιάς και τον ρωτάει:
– Ποιος είσαι εσύ παιδί μου;
– Ο καινούριος μάγειρας, απαντάει αυτός.
– Και πως σε λένε παιδί μου;
– Αχ, βασιλιά μου, λέει τότε αυτός, έχω πολύ παράξενο όνομα και ντρέπομαι να σας το πω μπροστά σε τόσο κόσμο. Να φύγει πρώτα ο κόσμος και μετά θα σας το πω.
Διώχνει, λοιπόν, ο βασιλιάς όλο τον κόσμο από την κουζίνα και τότε αυτός λέει στον βασιλιά ψιθυριστά:
– Με λένε Πouτσo.
– Α! Τι παράξενο όνομα! λέει τότε ο βασιλιάς. Εντάξει παιδί μου σου υπόσχομαι να μην το πω σε κανένα.
Μετά από λίγο κατέβηκε στην κουζίνα η βασίλισσα.
– Ποιος είσαι εσύ παιδί μου; τον ρωτάει.
– Ο καινούριος μάγειρας, απαντάει αυτός.
– Και πως σε λένε παιδί μου;
– Αχ, βασίλισσά μου, λέει πάλι αυτός, ο νονός μου μου δωσε πολύ παράξενο όνομα και ντρέπομαι να σας το πω μπροστά σε τόσο κόσμο. Να φύγει πρώτα ο κόσμος και μετά θα σας το πω.
Διώχνει λοιπόν η βασίλισσα όλο τον κόσμο από την κουζίνα και τότε αυτός της λέει ψιθυριστά:
– Με λένε Μouvί.
– Α! Τι παράξενο όνομα! λέει τότε ο βασίλισσα. Εντάξει παιδί μου σου υπόσχομαι να μην το πω σε κανένα.
Τελευταία κατέβηκε στην κουζίνα κι η βασιλοπούλα. Τον ρωτάει λοιπόν κι αυτή:
– Ποιος είσαι εσύ;
– Ο καινούριος μάγειρας, της λέει αυτός.
– Και πως σε λένε;
– Αχ, βασιλοπούλα μου, λέει τότε αυτός, έχω πολύ παράξενο όνομα και ντρέπομαι να σου το πω μπροστά σε τόσο κόσμο. Να φύγει πρώτα ο κόσμος και μετά θα σου το πω.
Διώχνει λοιπόν ο βασιλοπούλα όλο τον κόσμο από την κουζίνα και τότε αυτός της λέει ψιθυριστά:
– Με λένε Κεφτεδάκια.
– Α! Πράγματι το όνομά σου είναι πολύ παράξενο! λέει κι η βασιλοπούλα.
Εντάξει σου υπόσχομαι να μην το πω σε κανένα.
Πάει λοιπόν αυτός το βράδυ στο δωμάτιο της βασιλοπούλας κι αρχίζει να την ξεντύνει. Βάζει η βασιλοπούλα τις φωνές:
– Μαμά, μαμά! Γρήγορα τρέχα. Με πασπατεύουνε τα Κεφτεδάκια.
– Τρελάθηκες παιδάκι μου τι είναι αυτά που λες;
– Όχι, μαμά δεν τρελάθηκα. Έλα και θα δεις.
Πηγαίνει η βασίλισσα στο δωμάτιο της βασιλοπούλας να δει τι συμβαίνει κι εκείνη την στιγμή ο χωρικός κέρδιζε το στοίχημα που είχε βάλει με το φίλο του. Τρομαγμένη η βασίλισσα φωνάζει τον βασιλιά:
– Βασιλιά, έλα να δεις το Μouvί είναι ανάμεσα στα σκέλια της κόρης μας.
– Ε, στη θέση του είναι ρε γυναίκα, τι φωνάζεις; λέει εκείνος – που να πάει το μυαλό του!
– Τρέξε, τρέξε βασιλιά να δεις.
Ανεβαίνει κι ο βασιλιάς στο δωμάτιο της βασιλοπούλας να δει τι γίνεται και βλέπει τον χωρικό που μόλις είχε τελειώσει την δουλειά του και ντυνόταν. Μόλις ο χωρικός είδε τον βασιλιά, αμέσως πήδηξε από το παράθυρο. Φωνάζει τότε ο βασιλιάς στους φρουρούς:
– Φρουροί, φροροί! Πιάστε μου τον Πouτσo. Και γρήγορα!
– Ναι, απαντάνε όλοι μαζί οι φρουροί.
– Ωραία, λέει ο βασιλιάς. Μόλις τον πιάσετε, βαράτε τον!
0 comments
Δημοσίευση σχολίου