Αν και μετά το 2000 άρχισε να αραιώνει τις εμφανίσεις του στη μεγάλη οθόνη, ο 90χρονος σήμερα Κλιντ Ίστγουντ δεν έπαψε στιγμή να «πρωταγωνιστεί» στο χολιγουντιανό κινηματογραφικό στερέωμα, όχι μόνο μπροστά, αλλά και πίσω από τις κάμερες.

Η τελευταία σπουδαία ταινία του είναι αναμφίβολα το «The Mule», το οποίο δυστυχώς δεν είχα προλάβει να απολαύσω στο σινεμά, γεγονός που ακόμα με στεναχωρεί. Αυτό γιατί δεν έχω χάσει καμία σκηνοθετική ή υποκριτική απόπειρα του κινηματογραφικού αυτού «θρύλου» τα τελευταία 15 χρόνια.

Πώς, άλλωστε, μπορείς να παραλείψεις οποιοδήποτε δημιούργημα του ανθρώπου, που έχει μείνει στην ιστορία ως ο «Man with no Name» στα σπαγγέτι γουέστερν του Sergio Leone, ως ο Harry Callahan στα «Dirty Harry» και ως ο William «Will» Munny στο «Unforgiven», που του χάρισε και τα δυο πρώτα βραβεία Όσκαρ της καριέρας του.

Τη λύση, λοιπόν, σε αυτό το «πρόβλημα», που με απασχολούσε από την πρεμιέρα της ταινίας στην Ελλάδα τον Ιανουάριο, μου την έδωσε για ακόμα μία φορά το Vodafone TV, στο οποίο βρήκα διαθέσιμο όχι μόνο το «The Mule», αλλά και ένα αφιέρωμα με τις καλύτερες στιγμές της φιλμογραφίας του, στο on demand τμήμα της απολαυστικής συνδρομητικής πλατφόρμας.

Πριν, όμως, εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους αξίζει να δεις και αυτήν την εκπληκτική τελευταία προσθήκη στο «ιστγουντικό σύμπαν» θα «καταχραστώ» πέντε λεπτά από το χρόνο σου και θα σε ταξιδέψω στο χρόνο με τις ταινίες, που εκτός του ότι τον καθιέρωσαν ως έναν από τους σημαντικότερους Αμερικάνους σκηνοθέτες και ηθοποιούς, θα σου «ανοίξουν» παράλληλα και την όρεξη για τηλεκοντρόλ, ποπ κορν και καναπέ.

Ιστγουντικός «μαραθώνιος»
Το πλήρωμα του χρόνου άρχισε να αφήνει τα σημάδια του στο διάσημο κινηματογραφιστή με το «Space Cowboys» του 2000, όταν και σκηνοθέτησε, αλλά και πρωταγωνίστησε μαζί με τους Τόμι Λι Τζόουνς, Τζέιμς Γκάρνερ και Ντόναλντ Σάδερλαντ, σε μία διαστημική περιπέτεια μιας ομάδας τεσσάρων ηλικιωμένων και πεπειραμένων πιλότων της NASA. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 2004, μετέφερε στη μεγάλη οθόνη το ομότιτλο μυθιστόρημα του Ντένις Λιχέιν, «Mystic River», το οποίο έλαβε έξι υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας, κερδίζοντας εκείνα των Α' Ανδρικού ρόλου για την ερμηνεία του Σον Πεν και Β' Ανδρικού ρόλου για τον Τιμ Ρόμπινς.

Στη συνέχεια είδα τα «Flags of Our Fathers» το 2006 και το «Letters From Iwo Jima» το 2007, τα οποία είναι αφιερωμένα στην αμερικανική και ιαπωνική εκδοχή της περιβόητης μάχης στο μικρό νησί της Ίβο Τζίμα. Έχοντας αποσπάσει για αυτές τις σκηνοθετικές δουλειές ακόμα μία υποψηφιότητα για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και δύο χρυσά αγαλματίδια για Καλύτερο Μοντάζ Ήχου και Μίξης Ήχου, ο Ίστγουντ επιστρέφει το 2008 με το «Changeling» και την Αντζελίνα Τζολί να πρωταγωνιστεί σε μία δραματική παραγωγή, διεκδικώντας το Όσκαρ του Α’ Γυναικείου ρόλου.

Ένα χρόνο αργότερα, ο πολυβραβευμένος κινηματογραφιστής μου ξαναθύμισε το «τι θα πει μεγάλος ηθοποιός», καθώς σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε σε μία ταινία, που κατά την άποψή μου, αλλά και των περισσότερων κριτικών κινηματογράφου, αδικήθηκε, αφού δεν ήταν υποψήφια για κανένα απολύτως βραβείο Όσκαρ, παρά το γεγονός ότι, τόσο η ερμηνεία του, όσο και η υπόθεση έκλεβαν την παράσταση.

Το «Gran Torino» αφηγείται τα κακώς κείμενα των ΗΠΑ και την έλλειψη ανθρωπιάς, η οποία έχει αντικατασταθεί από εγκληματικότητα και ρατσισμό, μέσα από τα μάτια του Γουόλτ Κοβάλσκι, ενός βετεράνου του πολέμου της Κορέας, που βλέπει τη γειτονιά του να κατακλύζεται από Ασιάτες μετανάστες.

Το 2010 και το 2011 ο Ίστγουντ βάζει στο κάδρο του τον Ματ Ντέιμον εις διπλούν, στις ταινίες «Invictus», μαζί με τον εξαιρετικό Μοργκαν Φρίμαν -ο οποίος κέρδισε το Όσκαρ Α’ Αντρικού ρόλου- και «Herafter» αντίστοιχα.

Στην πρώτη πραγματεύεται το μεγαλείο του Νέλσον Μαντέλα και του αθλητικού ιδεώδους και στη δεύτερη το αιώνιο ερώτημα για το αν υπάρχει ζωή μετά το θάνατο. Τη σκυτάλη των χολιγουντιανών αστέρων, που πρωταγωνίστησαν σε ταινία που σκηνοθέτησε ο Ίστγουντ, παίρνει το 2012 ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο, ο οποίος υποδύθηκε τον «J. Edgar», διευθυντή του Γραφείου Ερευνών και αργότερα του FBI επί πέντε δεκαετίες.

Αφού απόρησα για δεύτερη φορά, που μία ταινία του Ίστγουντ, όπως η προαναφερθείσα, δεν απέσπασε τουλάχιστον μία υποψηφιότητα για Όσκαρ, παρακολούθησα το 2014 μια ακόμα βιογραφική-δραματική παραγωγή, το «Jersey Boys», το οποίο παρουσιάζει τον αγώνα, τις δυσκολίες και -τελικά- το θρίαμβο τεσσάρων νεαρών από τις υποβαθμισμένες συνοικίες του Νιου Τζέρσεϊ, που αναδείχθηκαν σε ροκ είδωλα με το συγκρότημα The Four Seasons και λίγους μήνες αργότερα, την, επίσης, βιογραφική ταινία για τον πιο φονικό ελεύθερο σκοπευτή στην στρατιωτική ιστορία των ΗΠΑ, «American Sniper», που χάρισε στον Μπράντλεϊ Κούπερ το Όσκαρ Α' Ανδρικού ρόλου.

Μία εικοσαετία, 10+1 εξαιρετικά φιλμ
Και κάπως έτσι, μετά από μία 20ετία και έντεκα φιλμ, φθάνουμε στο σήμερα και στο τελευταίο αριστουργηματικό κινηματογραφικό του «πόνημα», «The Mule», το οποίο έφερε στην οθόνη μου το Vodafone TV.

Ήταν η τρίτη φορά που απόρησα με την ανεξήγητη απουσία ταινίας του από τις φετινές υποψηφιότητες για Όσκαρ, καθώς τόσο η ερμηνεία, όσο και η σκηνοθετική ματιά του Ίστγουντ ήταν υποδειγματικές. Απόλαυσα, λοιπόν, τον μεγάλο Αμερικανό ηθοποιό να υποδύεται τον 89χρονο Ερλ Στόουν, ο οποίος έχοντας χρεοκοπήσει ως ανθοκαλλιεργητής, δέχεται να δουλέψει ως σοφέρ-βαποράκι ενός μεξικάνικου καρτέλ ναρκωτικών. Πρόκειται για την αληθινή ιστορία του Λίο Σαρπ, που συνελήφθη για την παράνομη διακίνηση ουσιών το 2011 σε ηλικία 87 ετών. Άραγε, πόσες ακόμα κινηματογραφικές συγκινήσεις θα έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε από τον τελευταίο μεγάλο «θρύλο» του Χόλυγουντ;

Follow Share:

Post A Comment: 0

Blog

Disqus

O ιστότοπος χρησιμοποιεί cookie,για να διασφαλίσουμε ότι έχετε την καλύτερη δυνατή εμπειρία,με τη χρήση αυτού του ιστότοπου αποδέχεστε τη χρήση των cookie.Περισσότερα

_ Εγγραφείτε στις ενημερώσεις Notifications