Κάποτε, στα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς, σύμφωνα με την παράδοση, ζούσε στη Λιβαδειά, λίγο έξω από τη Θήβα, μια εξαιρετική μαμμή, που ήταν περιζήτητη για τις υπηρεσίες που παρείχε. Ήταν μια γλυκύτατη και καλόκαρδη γριούλα, που την έλεγαν κυρά Ρήνη και το σπιτικό της το είχε κοντά στη Σπηλιά.
Ένα βράδυ, Ψυχοσάββατο, που έκανε φοβερή βαρυχειμωνιά, η κυρά Ρήνη άκουσε, κατά τα μεσάνυχτα, στην πόρτα της τρεις χτύπους και μια σιγανή φωνή, που τη φώναζε με το όνομά της και την παρακαλούσε να ανοίξει.
Η κυρά Ρήνη, σαν μαμμή που ήταν, δεν είχε να φοβηθεί τίποτε. Ήταν, άλλωστε, συνηθισμένη να την καλούν για γέννες όλες τις ώρες της ημέρας και της νύχτας. Σηκώθηκε, λοιπόν, χωρίς κανένα φόβο και βάλθηκε να ντύνεται. Έπειτα, τράβηξε τον σύρτη της πόρτας και πρόβαλε μπροστά της ένα παλικάρι, που ούτε το γνώριζε, ούτε το είχε ξαναδεί ποτέ της.
Ο άγνωστος ήταν απίστευτα χλωμός, ντυμένος στα μαύρα. Τα μάτια του ήταν ολοσκότεινα σαν κάρβουνα, τα μαλλιά του πεσμένα στους ώμους, μουστάκι λεπτό και μακριά γένια. Αν σφάλιζε για λίγο τα μάτια του, θα τον περνούσε κανείς εύκολα για πεθαμένο. Είχε, όμως, μια περίεργη επιβολή στο βλέμμα του κι έμοιαζε σαν άρχοντας.
«Έχω δυο άλογα, που μας περιμένουν», είπε στην κυρά Ρήνη, μόλις πέρασε το κατώφλι της. «Ετοιμάσου γρήγορα, γιατί τη γυναίκα μου την έπιασαν οι πόνοι και είμαι βιαστικός. Έλα κι έκανες την τύχη σου απόψε. Άιντε, γρήγορα…»
Ο ξένος έφερε κοντά της το ένα άλογο, σήκωσε την καλή γριούλα σαν πούπουλο και την έβαλε επάνω. Πήδησε κι εκείνος στο άλλο και ξεκίνησαν μαζί.
Καθώς έτρεχαν ο ένας πλάι στον άλλον μες στην πολιτεία, τα σκυλιά ούρλιαζαν στο διάβα τους και λάκτιζαν τρομαγμένα. Όταν, δε, χλιμίντριζαν τα άλογά τους, τούς απαντούσαν με στριγκά σκουξίματα οι κουκουβάγιες. Μόλις απομακρύνθηκαν από την πολιτεία, ο άγνωστος άρχισε να τρέχει γρηγορότερα ακόμα. Η μαμμή πάσχιζε να κρατήσει το άλογό της, αλλά δεν μπορούσε. Έτρεχε κι εκείνο σαν δαιμονισμένο.
Η νύχτα απλωνόταν άγρια και πηχτή. Ούτε ένα αστέρι δεν έφεγγε ψηλά στον ουρανό, ενώ ο αγέρας ούρλιαζε παγωμένος. Ωστόσο, τα άλογα κάλπαζαν ανεμπόδιστα, σαν να ήταν μέρα-μεσημέρι. Πηδούσαν ρεματιές, δρασκέλιζαν κούτσουρα κι άφηναν πίσω τους βράχους, χωρίς η γριούλα να κουνηθεί από τη σέλα της. Μες στο πρωτοφανές σκοτάδι, δεν έβλεπε καθόλου τον σύντροφό της, μόνο άκουγε τη βαριά ανάσα του, που έμοιαζε με τραχύ ροχαλητό.
Ύστερα από μιαν ώρα περίπου, μέσα στο έρεβος φάνηκε ξάφνου ένα αχνό φως. Σε λίγο, σταμάτησαν μπροστά σε μια σπηλιά, σκεπασμένη από βάτα και αγκάθια. Κάπου εκεί, λαμπύριζε ένα φανάρι. Ο καβαλάρης πήδησε πρώτος καταγής και βοήθησε και την κυρά Ρήνη να ξεπεζέψει. Κατόπιν, χτύπησε πισωκάπουλα τα άλογά του κι αυτά χάθηκαν σαν καπνός, χλιμιντρίζοντας ζωηρά και ανταριασμένα.
Ο ξένος πλησίασε την καλοκάγαθη γυναίκα και της είπε: «Άκουσέ με προσεκτικά. Αν απόψε η γυναίκα μου γεννήσει αγόρι, σώθηκες. Αν, όμως, κάνει θηλυκό παιδί ή πεθαμένο, αλίμονό σου! Έλα κοντά μου τώρα». Εκείνος μπήκε μέσα στη σπηλιά σιγά-σιγά και η άμοιρη ηλικιωμένη τον ακολούθησε τρομαγμένη, χωρίς να ξέρει πού την πάει.
Παραμέσα, η σπηλιά ήταν μεγαλύτερη και φωτιζόταν από λαμπάδες, στημένες στο χώμα. Έξαφνα, ο άγνωστος άντρας στάθηκε πάνω από μια πλάκα, σαν ταφόπλακα, και την έσπρωξε με το πόδι του. Κάτω από την πλάκα βρισκόταν μια σκάλα, που τη φώτιζε ένα λυχνάρι και η δύστυχη μαμμή αναγκάστηκε να την κατεβεί, ακολουθώντας τον παράξενο οδηγό της.
Μέτρησε, τρέμοντας, δεκατρία σκαλοπάτια, ώσπου βρέθηκαν οι δυο τους μπρος σε μια πόρτα ορθάνοιχτη. Πέρασαν έναν μαρμάρινο διάδρομο κι έφτασαν σε μια πελώρια, ολόγυμνη αίθουσα. Καταμεσής, έστεκε ένα τραπέζι, που πάνω του υπήρχε ένα κερί αναμμένο κι ένας δίσκος με κόλλυβα. Ο αλλόκοτος άντρας άρπαξε μια χούφτα και τα έφαγε σαν λιμασμένος.
Τότε, είπε στην κυρά Ρήνη να ανοίξει την πόρτα, που ήταν στο βάθος, να διασχίσει την κάμαρα κι έτσι, θα έφτανε στον οντά της γυναίκας του. Η ηλικιωμένη έκανε ακριβώς ό,τι της γύρεψε. Σε λίγο, είδε μια πανέμορφη γυναίκα πάνω σ’ ένα κρεβάτι ξαπλωμένη, μόνο που ήταν τόσο κίτρινη και χλωμή, που ανατρίχιασε.
Η μαμμή πλησίασε την ετοιμόγεννη, που σφάδαζε από τους πόνους και έπειτα από περίπου μία ώρα, την είχε ξεγεννήσει. Το μωρό ήταν αρσενικό και αυτό έφερε την καρδιά στον τόπο της. Την ώρα που τακτοποιούσε το νεογνό, εκείνο άνοιξε διάπλατα κάτι μάτια άγρια, που πετούσαν φλόγες κι αντί να κλάψει, άρχισε να χαχανίζει απόκοσμα, που σ’ έπιανε τρομάρα να το ακούς. Η δύστυχη μαμμή το παράτησε κάτω και σταυροκοπήθηκε.
«Πνίξ’ το! Είναι παιδί του Σατανά, παιδί του Βρυκόλακα, που με φυλάει εδώ μέσα κλεισμένη, έχοντας για φύλακες ένα σωρό τέρατα. Αν αγαπάς τη ζωή σου, φύγε γρήγορα», είπε η λεχώνα στη γριά, που είχε μαρμαρώσει απ’ τον φόβο της.
«Τρώει κοντά μου και δε βγάζει μιλιά απ’ το στόμα του. Κοιμάται πλάι μου και μόλις λαλήσουν τα κοκόρια, πετιέται αλαφιασμένος. Κάθε Παρασκευή τον χάνω και ξανάρχεται το Σάββατο τα μεσάνυχτα. Το ίδιο γίνεται τα Χριστούγεννα, τα Φώτα και όλη τη Μεγαλοβδομάδα. Το βλέπεις αυτό το σημάδι στο λαιμό μου; Αυτός μου το έχει κάνει, για να πίνει το αίμα μου. Φύγε αμέσως από αυτό το καταραμένο μέρος», συνέχισε να λέει η λεχώνα στην έρμη τη μαμμή.
Ξάφνου, ένα βαρύ περπάτημα ακούστηκε και η λεχώνα σώπασε μεμιάς, προσποιούμενη την κοιμισμένη. Ο Βρυκόλακας μπήκε στον οντά, έριξε μια ματιά στη γυναίκα και στον γιο του και χαμογέλασε μακάρια. Κατόπιν, έγνεψε στη μαμμή και βγήκε μαζί της έξω. Πέρασαν από τους οντάδες, έφτασαν στον μαρμάρινο διάδρομο, ανέβηκαν τη σκάλα και βρέθηκαν έξω, στον αέρα τον καθαρό. Εκεί της είπε: «Διψώ και σκόπευα να πιω το αίμα σου. Μα, αφού βοήθησες τη γυναίκα μου, σου δίνω χάρη. Αν ζήσει το παιδί μου, έχε καλώς. Αν, όμως, πάθει κάτι κακό, αλίμονο σε σένα και στην οικογένειά σου!».
Και λέγοντας αυτά, ο Βρυκόλακας έγινε καπνός.
Η δόλια γυναίκα, σαν απόμεινε ολομόναχη μέσα στο σκοτάδι, βουβή και σακατεμένη από την ανείπωτη τρομάρα, έκανε τον σταυρό της και σέρνοντας τα κατάκοπα βήματά της, έφτασε σχεδόν χαράματα στο σπιτικό της. Οι γείτονες, που την είδαν σε κακό χάλι, έτρεξαν να τη βοηθήσουν και να την περιποιηθούν. Κάλεσαν τον παπά του χωριού, της έκανε αγιασμό κι έτσι, η ηλικιωμένη μαμμή ήρθε στα συγκαλά της.
Επάνω στον χρόνο, η κυρά Ρήνη βρήκε το σεντούκι της γιομάτο χρυσά φλουριά, μα, σ’ ένα από αυτά, το πιο μεγάλο, ήταν σκαλισμένο ένα μωρό. Η φτωχή γυναίκα επικαλέστηκε την Παναγία, έκλεισε το σεντούκι και τα καταραμένα τα φλουριά δεν τα ακούμπησε ποτέ της.
Αυτή η δουλειά γινόταν για τρία συνεχόμενα χρόνια και κάθε χρόνο, το μεγάλο φλουρί με το παιδί διαρκώς μεγάλωνε. Την τέταρτη χρονιά, όμως, η γριά άνοιξε το σεντούκι και βρήκε μέσα ένα παιδί τεσσάρων ετών πεθαμένο. Η μαμμή ευθύς κατάλαβε πως το παιδί του Βρυκόλακα είχε πια πεθάνει και συνειδητοποίησε πως ερχόταν και το δικό της τέλος. Έτσι, πήγε στον παπά, εξομολογήθηκε και μετάλαβε, για να είναι έτοιμη για τον χαμό της.
Εκείνη τη νύχτα, εμφανίστηκε ο Βρυκόλακας στο όνειρό της και της είπε: «Ό,τι σου ‘ταξα, το έκανα. Όσο ζούσε το παιδί μου, ήσουν η πλουσιότερη γυναίκα του τόπου. Τώρα που πέθανε, θα πεθάνεις κι εσύ και όλοι οι δικοί σου…»
Η κυρά Ρήνη ξύπνησε αναστατωμένη. Φώναξε τις γειτόνισσές της, αλλά μόλις τους είπε το όνειρό της με κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια, σωριάστηκε κάτω ξέπνοη, νεκρή. Μέσα σ’ έναν χρόνο, δυστυχώς, είχε ξεκληριστεί και όλη η οικογένεια της καλόκαρδης μαμμής.
0 comments
Δημοσίευση σχολίου