Το αγόρι με το αγγελικό πρόσωπο που έγινε ο μεγαλύτερος κατά συρροή δολοφόνος της Αργεντινής

Μπουένος Άιρες, 4 Φεβρουαρίου 1972. Η αστυνομία συλλαμβάνει τον αιμοβόρο κατά συρροή δολοφόνο που επί έντεκα μήνες σκορπούσε τον τρόμο και τον θάνατο στην πρωτεύουσα της Αργεντινής. Οι πολίτες συγκλονίστηκαν όταν αποκαλύφθηκε ότι το τέρας που περίμεναν να αντικρίσουν ήταν στην πραγματικότητα ένα ξανθό αγόρι με «αγγελικό πρόσωπο»!

Ο Κάρλος Ρομπλέδο Πουτς γεννήθηκε το 1952 σε μία εύπορη συνοικία του Μπουένος Άιρες. Ο πατέρας του ήταν μηχανικός, ενώ η μητέρα του είχε αφοσιωθεί πλήρως στο μεγάλωμα του μοναχογιού της. Τίποτα στο οικογενειακό του περιβάλλον δεν παρεξέκλινε από το φυσιολογικό.

Ο Ρομπλέδο φοιτούσε σε καλά σχολεία της περιοχής, έπαιζε πιάνο και σε μικρή ηλικία ήξερε, εκτός από ισπανικά, να μιλάει αγγλικά και γερμανικά. Στην όψη ήταν ένα μικροκαμωμένο αγόρι, με γαλάζια μάτια και ξανθές μπούκλες. Έμοιαζε αρκετά στη μητέρα του, η οποία ήταν Γερμανίδα στην καταγωγή.

Ο πατέρας του, από την άλλη, ήταν απόγονος του Διονύσιο Πουτς, γνωστού στρατιωτικού που έπαιξε σημαντικό ρόλο στον αργεντίνικο εμφύλιο.

Η αρχή έγινε με μικροκλοπές. Ρούχα, χρήματα, ποδήλατα. Σταδιακά, άρχισε να μπαίνει σε σπίτια όταν έλειπαν οι ιδιοκτήτες και να παίρνει αντικείμενα αξίας. Ύστερα, έμαθε να παραβιάζει αυτοκίνητα και μηχανές.

Συνήθως έκανε μερικές βόλτες κι έπειτα τα παρατούσε ξεκλείδωτα σε απόμερα σημεία. Οι γονείς του προσπάθησαν να τον συμμορφώσουν, αλλά ο Ρομπλέδο δεν έπαιρνε από λόγια. Το αθώο παρουσιαστικό του τού εξασφάλιζε την αυτοπεποίθηση ότι ήταν υπεράνω πάσης υποψίας. Και πράγματι, δεν είχε άδικο.

Η μοναδική φορά που δεν κατάφερε να ξεφύγει ήταν σε μία κλοπή στο σχολείο του, λίγο πριν κλείσει τα 18. Ο νεαρός Πουτς αποβλήθηκε και στάλθηκε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στο αναμορφωτήριο. Δώδεκα φόνοι, δύο βιασμοί και δεκαεπτά ληστείες μέσα σε 11 μήνες Το 1971 ο Ρομπλέδο ήταν 19 ετών, αλλά καθώς είχε χάσει χρονιά, πήγαινε ακόμα σχολείο. Εκεί γνώρισε τον Χόρχε Ιμπάνιεζ.

Με τον συνεργό του μπήκαν κατευθείαν στα βαθιά. Στις 15 Μαρτίου του 1971 εισέβαλαν σε ένα νυκτερινό κέντρο και, αφού ο Ρομπλέδο πυροβόλησε και σκότωσε τον ιδιοκτήτη κι έναν υπάλληλο, εν ψυχρώ, πήραν όλα τα λεφτά που είχε η ταμειακή μηχανή.

Ήταν η πρώτη φορά που ο 19χρονος διέπραττε φόνο. Το συναίσθημα που ένιωσε τη στιγμή που τραβούσε τη σκανδάλη εναντίον του ανυπεράσπιστου άντρα ήταν πρωτόγνωρο. Ακολούθησαν πολλές παρόμοιες ληστείες σε σπίτια, κοσμηματοπωλεία, βενζινάδικα και άλλα εμπορικά καταστήματα. Σε κάθε ευκαιρία, ο Ρομπλέδο σκότωνε όποιον βρισκόταν στο διάβα τους.

Σχεδόν πάντα, τα θύματά του ήταν άοπλα, ανυπεράσπιστα και ενίοτε αναίσθητα. Δεν σκότωνε από φόβο μην τον πιάσουν, αλλά γιατί απολάμβανε την πράξη. Χαρακτηριστικά, τον Μάιο του 1971 μπήκαν να ληστέψουν ένα κατάστημα με ανταλλακτικά αυτοκινήτων. Στο πίσω δωμάτιο του μαγαζιού κοιμούνταν οι ιδιοκτήτες, οι οποίοι δεν είχαν καταλάβει τίποτα.

Δίχως να διστάσει, ο Πουτς πυροβόλησε εναντίον του ζευγαριού, αλλά και του νεογέννητου μωρού τους που ήταν ξαπλωμένο στην κούνια δίπλα. Ο άντρας πέθανε ακαριαία, ενώ η μητέρα και το παιδί γλίτωσαν από θαύμα. Μάλιστα, ο Χόρχε Ιμπάνιεζ βίασε την κατάκοιτη γυναίκα, καθώς πίστευε ότι ήταν νεκρή. Ο Ρομπλέδο δεν ασέλγησε σε κανένα από τα θύματά του. Ωστόσο, βοηθούσε τον συνεργό του όποτε εκείνος ήθελε να ικανοποιεί τις διαστροφές του.

Ο Ιμπάνιεζ βίαζε κι ύστερα ο Πουτς αναλάμβανε να εξασφαλίζει τη σιωπή των θυμάτων του. Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, ο Ρομπλέδο Πουτς είχε ομοφυλοφιλικές τάσεις, τις οποίες φρόντιζε να καταπιέζει. Το παρουσιαστικό του ήδη από μικρό τον είχε θέσει στο στόχαστρο της κλειστής και συντηρητικής κοινωνίας της Αργεντινής τη δεκαετία του ’70 και πολύ συχνά γινόταν αντικείμενο χλευασμού.

Το καλοκαίρι του 1971, μετά από μία ληστεία, η αστυνομία συνέλαβε τον Ιμπάνιεζ. Ο Ρομπλέδο προτίμησε να το σκάσει, αφήνοντάς τον συνεργό του αβοήθητο. Από εκείνο το σημείο οι σχέσεις των δύο διαταράχθηκαν. Τον ίδιο Αύγουστο, ο Χόρχε Ιμπάνιεζ σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Πρόκειται για τον ανεπιβεβαίωτο δωδέκατο φόνο του Ρομπλέδο Πουτς.

Ο 19χρονος επέβαινε στο όχημα μαζί με τον πρώην συνεργάτη του, όταν υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες ο έλεγχος χάθηκε και το αμάξι συγκρούστηκε με δύναμη πάνω στο διάζωμα. Ο Ρομπλέδο πήρε την ταυτότητα και τα χαρτιά του νεκρού Ιμπάνιεζ και έφυγε πεζός χωρίς να ειδοποιήσει για βοήθεια. Ωστόσο, καθώς έφερε και ο ίδιος τραύματα και μάρτυρες δεν υπήρχαν, η αστυνομία έκλεισε γρήγορα το φάκελο της υπόθεσης ως ατύχημα.

Για λίγους μήνες, η εγκληματική δράση του Πουτς σταμάτησε. Ήταν μέχρι να βρει τον νέο του συνεργό. Μπορεί ο Ρομπλέδο να δρούσε αυτοβούλως και ατομικιστικά, αλλά ένιωθε την ανάγκη να έχει πάντα κάποιον στο πλευρό του. Αυτή τη φορά τον βρήκε στο πρόσωπο του Έκτορ Σομόσα, ενός νεαρού εγκληματία που είχε γνωρίσει μέσω του Ιμπάνιεζ.

Έτσι, συνέχισε στο ίδιο ακριβώς μοτίβο δράσης: ληστείες για τα λάφυρα, φόνοι για την απόλαυση. Η αυλαία σε αυτή τη συνεργασία θα έπεφτε με παρόμοιο τρόπο, αλλά με πολύ διαφορετική κατάληξη. Κατά τη διάρκεια μιας ληστείας σε ένα κοσμηματοπωλείο, ο Ρομπλέδο, αφού εξουδετέρωσε τον φύλακα, ξεκίνησε να ανοίγει το χρηματοκιβώτιο με τη χρήση φλόγιστρου.

Σύλληψη και καταδίκη
Ο αιμοβόρος δολοφόνος δεν διακρινόταν για τη σχολαστικότητά του. Φρόντιζε να προστατεύει τα νώτα του σκοτώνοντας τους μάρτυρες, αλλά παρέλειπε να μαζεύει όποιο άλλο στοιχείο άφηνε στο δρόμο του. Δίχως την απροσεξία του, η αστυνομία, με τα πενιχρά μέσα που διέθετε το 1970, ίσως να μην κατάφερνε ποτέ να φτάσει στα ίχνη του.

Όταν ο Ρομπλέδο σκότωσε τον Έκτορ Σομόσα ξέχασε ότι του είχε δώσει να κρατά την ταυτότητά του, την οποία είχε τοποθετήσει στην τσέπη του. Την επόμενη κιόλας μέρα, μόλις το πτώμα ανακαλύφθηκε, άντρες της ασφάλειας που βρήκαν το επίμαχο έγγραφο στα ρούχα του θύματος, έσπευσαν στο σπίτι του Πουτς.

Ο 19χρονος δεν αντιστάθηκε καθόλου. Παραδόθηκε στους αστυνομικούς μπροστά στα έκπληκτα και έντρομα μάτια της μητέρας του. Μέχρι να μεταφερθεί στο τμήμα, είχαν καταφτάσει στο σημείο δημοσιογράφοι, αλλά και πλήθος κόσμου, όλοι σοκαρισμένοι με το θέαμα.

Το ξανθό αγόρι με το αθώο πρόσωπο ήταν το τέρας που επί ένα χρόνο τρομοκρατούσε τις εύπορες γειτονιές του βόρειου Μπουένος Άιρες σπέρνοντας τον θάνατο. Ο Ρομπλέδο Πουτς ομολόγησε όλα τα εγκλήματα στα οποία συμμετείχε, υποστηρίζοντας ωστόσο ότι αυτοί που διέπρατταν τους φόνους ήταν οι συνεργοί του.

Φυσικά, οι ένορκοι είχαν στα χέρια τους αρκετά στοιχεία για να μην τον πιστέψουν. Το δικαστήριο τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη. Σήμερα, 47 χρόνια μετά τη σύλληψή του, ο Ρομπλέδο Πουτς βρίσκεται ακόμα στη φυλακή. Πλέον είναι 67 ετών και σύμφωνα με τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους δεν δέχεται ποτέ επισκέψεις.

Post A Comment:

Εγγραφείτε στις ενημερώσεις Push Notifications