«Ό,τι είναι καλό για την General Motors είναι καλό για την Αμερική» έλεγε πριν από 66 χρόνια ο πρόεδρος της General Motors, Τσαρλς Ουίλσον - σε μια ιστορική περίοδο όπου η αμερικανική οικονομία εκπροσωπούνταν σε όλο τον πλανήτη από την ισχύ της αυτοκινητοβιομηχανίας της.
Στην σημερινή εποχή, όπου το στίγμα της οικονομίας δίνουν οι πλατφόρμες του διαδικτύου, ίσως έχει έρθει η στιγμή να αναφωνήσουμε: «Ό,τι είναι καλό για την Αμερική είναι καλό για το Facebook». Αυτή τη νέα πραγματικότητα εξέφρασε σε πρόσφατη συνέντευξή του ο πρώην δήμαρχος του Λονδίνου, Κεν Λίβινγκστον τονίζοντας ότι «το ίντερνετ αποτελεί πλέον τμήμα του κατεστημένου της Δύσης».
Ο Λίβινγκστον σχολίαζε ένα νέο κύμα επιθέσεων που πραγματοποίησε το Facebook εναντίον λογαριασμών και ιστοσελίδων οι οποίες δεν αναπαράγουν τις κυρίαρχες αφηγήσεις των δυτικών ΜΜΕ για χώρες όπως η Νικαράγουα, η Βενεζουέλα, το Ιράν και η Ρωσία.
Εδώ και χρόνια, το Facebook λογόκρινε το περιεχόμενο ιστοσελίδων και απέκλειε ολοκληρωτικά χρήστες από την πλατφόρμα του, με το πρόσχημα ότι παραβιάζουν τους κανονισμούς λειτουργίας της συγκεκριμένης πλατφόρμας. Στη συνέχεια τα διεθνή μέσα ενημέρωσης αλλά και αρκετοί πολιτικοί αναλάμβαναν να συνδέσουν αυτούς τους χρήστες (συχνά με σαθρά επιχειρήματα) με συγκεκριμένες χώρες, οι οποίες «τύχαινε» να βρίσκονται σε αντιπαράθεση με την Ουάσιγκτον.
Τους τελευταίους μήνες όμως η συγκεκριμένη διαδικτυακή πλατφόρμα στρέφεται ανοιχτά εναντίον ανεξάρτητων και κυρίαρχων κρατών τα οποία θεωρεί εκ προοιμίου «ένοχα». Η λογοκρισία δεν αφορά πλέον κακόβουλους χρήστες αλλά ακόμη και τα κρατικά μέσα ενημέρωσης κάθε χώρας. Επί του παρόντος στο στόχαστρο βρίσκονται ιστοσελίδες όπως αυτή του Telesur, που χρηματοδοτείται από λατινοαμερικανικές κυβερνήσεις αλλά και του Russia Today.
Όποια άποψη και αν έχει κάποιος για αυτά τα μέσα ενημέρωσης, θα πρέπει να θέσει στον εαυτό του ένα σαφές ερώτημα: «Πώς θα αντιδρούσα αν αύριο το Facebook επέβαλε παρόμοιους περιορισμούς στην ΕΡΤ, το BBC ή την κρατική ραδιοτηλεόραση της Γαλλίας»;
Η συγκεκριμένη αλλαγή στην πολιτική λογοκρισίας συμπίπτει χρονικά με μια ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη στους μηχανισμούς ελέγχου του Facebook: Τη συνεργασία με το Ατλαντικό Συμβούλιο, το οποίο αναλαμβάνει να «φιλτράρει» το πολιτικό περιεχόμενο των θεμάτων που ανεβαίνουν στην πλατφόρμα με τη βοήθεια μια ομάδας «ειδικών», που ακούει στο όνομα Digital Forensic Research Lab (DFRL). Το Ατλαντικό Συμβούλιο αν και παρουσιάζεται σαν ανεξάρτητο ίδρυμα χρηματοδοτείται μεταξύ άλλων από το ΝΑΤΟ αλλά και από πολεμικές βιομηχανίες, όπως η Lockheed Martin, η Raytheon και η Boeing, ενώ στελεχώνεται και από πρώην αξιωματούχους του αμερικανικού συμβουλίου εθνικής ασφάλειας.
Για άλλη μια φορά οι «συμπτώσεις» είναι πολλές για να περάσουν απαρατήρητες. Όταν το ΝΑΤΟ αποφάσισε να εντάξει την Κολομβία στους κόλπους του, με καθεστώς ειδικού συνεργάτη, οι επιθέσεις του Facebook εναντίον κρατικών μέσων ενημέρωσης της Λατινικής Αμερικής κλιμακώθηκαν. Όταν μάλιστα η Κολομβία μετατράπηκε σε προπύργιο των σχεδίων για τη λεγόμενη «ανθρωπιστική επέμβαση» εναντίον της Βενεζουέλας, το Facebook «θυμήθηκε» να διαγράψει μερικές εκατοντάδες λογαριασμούς, που όπως ανέφερε υποστήριζαν την κυβέρνηση Μαδούρο. Ανάλογη ήταν η κλιμάκωση και απέναντι σε ρωσικά ΜΜΕ, όπου βέβαια η αντιπαράθεση με το ΝΑΤΟ έχει ιστορία αρκετών δεκαετιών.
Προφανώς αρκετές από τις χρονικές συμπτώσεις μπορεί να είναι απλώς… συμπτώσεις. Το γενικότερο μοτίβο όμως είναι σαφές: Οι εχθροί των ΗΠΑ είναι εχθροί του Facebook.
Ίσως το επόμενο βήμα θα ήταν μια ημέρα ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ να γίνει υπουργός Εξωτερικών (και γιατί όχι πρόεδρος των ΗΠΑ). Ο πρόεδρος της General Motors πάντως τα είχε καταφέρει αναλαμβάνοντας το υπουργείο Άμυνας.
0 comments
Δημοσίευση σχολίου