Ο μύθος του Ηρός που αναφέρει ο Πλάτωνας στο δέκατο βιβλίο της «Πολιτείας» είναι ένας από τους πιο πολυσυζητημένους μύθους τις αρχαιότητας.
Μέσα από αυτό τον μύθο βλέπουμε τις μεταφυσικές απόψεις του Πλάτωνα, τις απόψεις του για την μετενσάρκωση και τις επικρατούσες μεταφυσικές απόψεις εκείνης της εποχής. Βλέπουμε τις ηθικές αξίες της εποχής, τους μύθους που επικρατούσαν και πολλά άλλα.
Ο φιλόσοφος έχει αντλήσει στοιχεία από κάποια προφορική παράδοση, από τη λαϊκή πίστη, από τις θεωρίες των ορφικών και των πυθαγορείων για τη μετεμψύχωση, και από τις τελετουργίες των Ελευσινίων μυστηρίων. Σύγχρονοι ερευνητές έχουν επισημάνει στον εσχατολογικό αυτό μύθο και επιδράσεις από τον Ζωροαστρισμό, την Ινδική φιλοσοφία και τον ασιατικό σαμανισμό.
Ο Μύθος του Ηρός
Ο Ηρ, ο Αρμένιος σκοτώθηκε στον πόλεμο. Όταν μετά από δέκα μέρες ήρθαν να πάρουν τα σώματα των νεκρών, ήταν όλα σε πλήρη αποσύνθεση, εκτός από το δικό του που ήταν ακόμα σώο και ακέραιο. Το μετέφεραν τότε στη πατρίδα του για να το κάψουν, αλλά ενώ βρισκόταν στη πυρά τη δωδεκάτη ακριβώς μέρα από το θάνατό του, ξαναγύρισε στη ζωή και διηγήθηκε στους έκπληκτους παρευρισκόμενους όλα όσα είχε δει στον άλλο κόσμο. Με το που βγήκε λοιπόν η ψυχή του από το σώμα του ξεκίνησε μαζί με πολλούς άλλους κι έφτασαν σε ένα θαυμάσιο τόπο όπου είδαν δυο χάσματα στη γη, κοντά το ένα στο άλλο, και δυο άλλα πάνω στον ουρανό, απέναντι ακριβώς από τα πρώτα.
Οι μεταθανάτιες δοκιμασίες των ψυχών
Στον τόπο της κρίσεως τους περιμένουν οι αυστηροί δικαστές, γνωρίζουμε τα ονόματά τους, είναι ο Μίνωας, ο Ραδάμανθυς και ο Αιακός, οι οποίοι αποφασίζουν με δικαιοσύνη για την τύχη τους. Οι δίκαιοι διατάσσονταν να ακολουθήσουν το δεξιό μονοπάτι προς τον ουρανό, αφού προηγουμένως τους κρεμούσαν μπροστά μια πινακίδα που σημείωνε την απόφαση των δικαστών.
Οι άδικοι από την άλλη μεριά διατάσσονταν να πορευθούν προς τα κάτω και αριστερά, αφού κρεμούσαν και σ' αυτούς μια παρόμοια πινακίδα, αλλά η οποία σημείωνε από πίσω όλες τις πράξεις τους. Όταν παρουσιάστηκε και ο ίδιος του είπαν ότι οφείλει να ξαναγυρίσει στη ζωή και να πει στους ανθρώπους όλα όσα συνέβαιναν εκεί και για το σκοπό αυτό τον διέταξαν να παραμείνει για κάποιο διάστημα για να μπορέσει να παρατηρήσει και να ακούσει τα πάντα.
Στην αρχή λοιπόν είδε τις ψυχές που δικάστηκαν ν' αναχωρούν προ τα αντίστοιχα χάσματα του ουρανού και της γης, ενώ από τα άλλα δύο χάσματα είδε απ' αυτό μεν που ήταν στη γη να ανεβαίνουν άλλες ψυχές γεμάτες σκόνη και ακαθαρσία και από το άλλο του ουρανού να κατεβαίνουν άλλες ωραίες και καθαρές ψυχές.
Όλες φαινόντουσαν σαν να έρχονται από ένα μακρινό δρόμο για να κατασκηνώσουν στον όμορφο εκείνο λειμώνα. Όσες απ' αυτές γνωρίζονταν μεταξύ τους αντάλλασσαν εγκάρδιους χαιρετισμούς και ζητούσαν η μια από την άλλη πληροφορίες, οι μεν από τον ουρανό και οι άλλες από τη γη. Διηγούντο λοιπόν οι πρώτες με δάκρυα και λυγμούς όσα έπαθαν και είδαν κατά τη πορεία τους κάτω από τη γη, η οποία διήρκεσε χίλια χρόνια, και οι άλλες που έφτασαν από τον ουρανό, τις μοναδικές ηδονές που απόλαυσαν, και την απερίγραπτη ομορφιά των διάφορων θεαμάτων που είδαν....
Οι ψυχές που είχαν διαπράξει αδικήματα (προδοσίες, κακουργήματα) είχαν πληρώσει για όλα δεκαπλάσιες ποινές. Δεκαπλάσιες ήταν και οι ανταμοιβές για όσες είχαν κάνει το καλό. Ακόμη βαρύτερες ήταν οι τιμωρίες για όσους είχαν ασεβήσει προς τους γονείς ή τους θεούς ή για όσους είχαν σκοτώσει άνθρωπο με το ίδιο τους το χέρι. Τον Αρδιαίο, τον τύραννο της Παμφυλίας, που διέπραξε στη ζωή του μεγάλα και πολλά κακουργήματα, οι τιμωροί του άλλου κόσμου τον έδεσαν χειροπόδαρα και τον τραβούσαν πάνω στα αγκάθια των ασπαλάθων. Ύστερα μαζί με άλλους όμοιούς του τον πέταξαν μέσα στον Τάρταρο.
Πορεία προς την μετενσάρκωση
Επτά ημέρες παρέμειναν στον Λειμώνα οι ψυχές και ύστερα πορεύτηκαν σε έναν τόπο όπου έβλεπαν ένα φως σαν το ουράνιο τόξο αλλά λαμπρότερο πολύ και καθαρότερο. Το φως αυτό σαν κίονας ευθύ ήταν τεταμένο διὰ παντὸς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, δηλαδή βρισκόταν στο κέντρο του σύμπαντος. Και ήταν το φως ο σύνδεσμος του ουρανού που συγκρατούσε την ουράνια περιφορά. Από τις άκρες των δεσμών του, που ήταν τεντωμένες από τον ουρανό, κρεμόταν ό ἄτρακτος (νεοελλ. η άτρακτος, το αδράχτι) της Ανάγκης, ο οποίος ρυθμίζει όλες τις περιστροφές. (δηλαδή της απόλυτης αρχής, της πρωταρχικής αιτίας της συμπαντικής τάξεως Ο ρόλος της Ανάγκης καταδεικνύεται και στο «Ανάγκα και θεοί πείθονται»). Ο σφόνδυλος της ατράκτου ήταν κοίλος και περιείχε άλλους επτά σφονδύλους (ο εξώτατος ήταν το ουράνιο στερέωμα και οι άλλοι επτά ήταν οι σφαίρες των πλανητών).
Στους κύκλους που σχημάτιζαν τα επάνω χείλη των σφονδύλων ήταν καθισμένες και περιστρέφονταν Σειρήνες, μια πάνω σε κάθε κύκλο. Κάθε Σειρήνα εξέπεμπε τον ήχο μιας και μοναδικής νότας. Και οι οκτώ αυτές φωνές παρήγαγαν μια αρμονία (: τη μουσική των ουράνιων σφαιρών). Την κυκλική κίνηση των σφονδύλων πάνω στα γόνατα της Ανάγκης παρακολουθούσαν καθισμένες πάνω σε θρόνους οι τρεις Μοίρες, κόρες της Ανάγκης, η Λάχεση (μοιρά-ζει ότι λάχει στον καθένα), η Κλωθώ, (κλώθει το νήμα της ζωής), και η Άτροπος, (ά-τροπος ανατρέπει τα πάντα κόβοντας το νήμα της ζωής) και τραγουδούσαν η Λάχεση τα παρελθόντα, η Κλωθώ τα παρόντα και η Άτροπος τα μέλλοντα.
Όταν έφτασαν εκεί οι ψυχές έπρεπε να παρουσιαστούν μπροστά στη Λάχεση και στην αρχή ένας προφήτης υπέδειξε στη καθεμιά τη θέση της και τη σειρά της και αφού πήρε από τα γόνατα της Λάχεσης διάφορους κλήρους και παραδείγματα ανθρωπίνων βίων, ανέβηκε πάνω σ' ένα ψηλό βήμα και είπε: "Η παρθένα Λάχεση, η κόρη της Ανάγκης σας λέει τα εξής: Ψυχές εφήμερες, πρόκειται να αρχίστε μια άλλη περίοδο ζωής, μέσα σε ένα θνητό σώμα. Δε θα σας εκλέξει η τύχη, αλλά εσείς θα εκλέξετε τη τύχη σας.
Ο πρώτος που θα υποδείξει ο κλήρος θα εκλέξει πρώτος το βίο του, τον οποίο αμετάκλειτα θα πρέπει μετά να ακολουθήσει. Ο καθένας είναι υπεύθυνος για την εκλογή του. Ο θεός είναι αναίτιος". Αφού είπε αυτά, έριξε πάνω στις ψυχές τους κλήρους, και η καθεμία πήρε αυτόν που έπεσε μπροστά της, εκτός από τον Ήρα, στον οποίο απαγορεύθηκε να πάρει. Ο καθένας λοιπόν γνώριζε από το κλήρο του ποια είναι η σειρά του για να εκλέξει. Στη συνέχεια ο προφήτης έβαλε μπροστά τους κατά γης τα παραδείγματα των βίων, τα οποία ήταν πολύ περισσότερα από τον αριθμό των ψυχών που επρόκειτο να διαλέξουν και διαφόρων ειδών.
Υπήρχαν οι ζωές όλων των ζώων και όλων των ανθρώπων. Υπήρχαν έτσι ανάμεσά τους τυραννίδες, μερικές ισόβιες και άλλες καταλυόμενες που οδηγούσαν τελικά το τύραννο στη φτώχεια, την εξορία και την επαιτεία. Υπήρχαν ακόμη ζωές επιφανών ανθρώπων, άλλων για την ομορφιά τους και άλλων για την καταγωγή τους και τις αρετές των προγόνων τους καθώς επίσης και τελείως ασήμων ανθρώπων. Δεν υπήρχε όμως ορισμένη τάξη για τις ψυχές, γιατί καθεμιά έπρεπε να μεταβάλλει τη φύση της ανάλογα με την εκλογή που θα έκανε. Άλλωστε τα πλούτη και η φτώχεια ήσαν μοιρασμένα σε όλες τις ζωές, σε μερικές χωρίς καμιά διάκριση και σε άλλες σε μια δίκαιη αναλογία.
Και τότε ο προφήτης είπε προς τις ψυχές: "Όποιος μείνει τελευταίος, αρκεί να κάνει την εκλογή του με περίσκεψη, και του επιφυλάσσεται μια ζωή υποφερτή, που θα εξαρτηθεί από την καλή του θέληση να μην είναι κακή. Αυτός που θα κάνει πρώτος την εκλογή, ας προσέξει, και ο τελευταίος ας μην απελπίζεται". (Βλέπε: Η Ψυχή στον Πλάτωνα, τον Όμηρο και τους Ορφικούς).
Η επιλογή των ζωών που διατίθεντο
Και αφού είπε αυτά, ο πρώτος στον οποίο έλαχε ο κλήρος διάλεξε χωρίς περίσκεψη τη μεγαλύτερη τυραννίδα, παρασυρθείς από αφροσύνη και απληστία. Εντούτοις ήταν από εκείνους που προέρχονταν από τον ουρανό και είχε ζήσει στη προηγούμενη ζωή του σε μια σωστή κοινωνία και είχε επιδείξει και αρετή, αλλά από συνήθεια, όχι από φιλοσοφία. Και πολλές άλλες ψυχές που επέστρεφαν από τον ουρανό απατώνταν στην εκλογή τους, γιατί δεν είχαν τη πείρα για τα άσχημα της ζωής. Αντίθετα όσοι επέστρεφαν από τον υπόγειο δρόμο, επειδή και οι ίδιοι είχαν υποφέρει και άλλους είχαν δει να υποφέρουν, δεν έκαναν απερίσκεπτα την εκλογή τους. Γι' αυτό το λόγο, ανεξάρτητα από τη τύχη του κλήρου, συνέβαινε οι περισσότερες ψυχές να μεταβάλλουν τη ζωή τους από το καλό στο κακό και αντίθετα.
Το όλο θέμα σου προκαλούσε οίκτο και γέλιο, γιατί οι ψυχές έκαναν την εκλογή τους οδηγούμενες ως επί το πλείστον από τις συνήθειες της προηγούμενης ζωής τους. Ο Ορφέας διάλεξε έτσι τη ζωή κύκνου, γιατί μισούσε τις γυναίκες, αφού βρήκε το θάνατο από αυτές. Ο Αίαντας ο Τελαμώνιος διάλεξε μια ζωή λιονταριού, γιατί θυμήθηκε τη κρίση των όπλων και δε θέλησε να γίνει άνθρωπος. Ο Αγαμέμνονας έγινε αετός, από απέχθεια για την ανθρώπινη ζωή ύστερα από αυτά που είχε πάθει. Η Αταλάντη διάλεξε τη ζωή ενός αθλητή, γιατί αναλογίστηκε τις μεγάλες τιμές των αθλητών....
Τελευταίος διάλεξε ο Οδυσσέας, ο οποίος θυμούμενος όλες τις ταλαιπωρίες του και απεχθανόμενος κάθε φιλοδοξία, αναζητούσε για πολύ χρόνο τη κατάλληλη ζωή και τελικά ανακάλυψε την ήσυχη ζωή ενός απλού ιδιώτη, την οποία είχαν περιφρονήσει όλες οι άλλες ψυχές και όταν μάλιστα είδε αυτή τη ζωή φώναξε ότι την ίδια θα διάλεγε, ακόμα κι όταν διάλεγε πρώτος. Από τα ζώα τώρα άλλα μετέβαλαν τη ζωή τους στη ανθρώπινη και άλλα παρέμειναν ζώα, διαλέγοντας τα άδικα τα άγρια ζώα, ενώ τα δίκαια τα ήμερα. . (Βλέπε: Η αλληγορία της Άμαξας και του Ηνιόχου και ο μύθος της πτερόεσσας ψυχής).
Αφού όλες οι ψυχές πήραν τις ζωές τους με τη σειρά που υπέδειξε ο κλήρος τους, ήλθαν με την ίδια τάξη μπροστά στη Λάχεση, η οποία έδωσε στη καθεμία το δαίμονα που διάλεξε, για να της χρησιμεύει σαν φύλακας στη νέα της ζωή και να τη βοηθά να εκπληρώσει το προορισμό της εκλογής της. Αυτός οδήγησε στην αρχή τη ψυχή προς τη Κλωθώ, για να επικυρώσει με το χέρι της και με μια στροφή της ατράκτου τη μοίρα που εξέλεξε, και μετά την έφερνε στην Άτροπο, η οποία έγνεθε το νήμα κι έκανε με αυτό τον τρόπο αμετάκλητα όσα έκλωσε η κλωθώ. Από κει, χωρίς να τις επιτραπεί πια να στραφούν προς τα πίσω, προχώρησαν προς τα μπρος, περνώντας κάτω από το θρόνο της Ανάγκης.
Η κάθοδος στη ζωή
Αφού πέρασαν όλες, προχώρησαν προς το πεδίο της λήθης όπου επικρατούσε ένας φοβερός και πνιγηρός καύσωνας, γιατί δεν υπήρχε κανένα δένδρο και κανένα άλλο φυτό. Όταν έφτασε το βράδυ κατασκήνωσαν κοντά στο ποταμό Αμέλητα, του οποίου το νερό δεν μπορεί να κρατήσει κανένα δοχείο. Κάθε ψυχή ήταν υποχρεωμένη να πιει ορισμένη ποσότητα από αυτό το νερό, αλλά μερικές δεν είχαν τη φρόνηση να κρατηθούν και ήπιαν περισσότερο, οπότε ξέχασαν αμέσως όλα όσα τους είχαν συμβεί.
Μετά κοιμήθηκαν και κατά τα μεσάνυχτα ακούστηκε μια φοβερή βροντή, συνοδευόμενη από σεισμό. Τότε ξαφνικά όλες αυτές οι ψυχές εκσφενδονίσθηκαν σα διάττοντες αστέρες, άλλη εδώ και άλλη εκεί, στα διάφορα μέρη που επρόκειτο ν' αρχίσει η καινούργια τους ζωή. Στον Ήρα όμως απαγορεύθηκε να πιει από το νερό του Αμέλητα. Από που όμως και πώς ξαναγύρισε η ψυχή στο σώμα του αυτός δεν ήξερε, αλλά ξαφνικά άνοιξε το πρωί τα μάτια του και είδε ότι βρισκόταν ξαπλωμένος πάνω στη πυρά...
Πηγή :skafidaszaxos
0 comments
Δημοσίευση σχολίου