Εικόνες του Κωνσταντίνου Κυρίμη από την έρευνά του στα καταφύγια της Πυρκάλ, της Ραφήνας, της Φρεαττύδας και στο Λιμάνι του Πειραιά, που κατασκευάστηκαν για στρατιωτικούς σκοπούς, αλλά και για την προστασία των πολιτών ενόψει του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Πριν από τρία χρόνια οι περαστικοί της Πατριάρχου Ιωακείμ στο Κολωνάκι, την ώρα που περπατούσαν ή κοιτούσαν τις βιτρίνες των καταστημάτων, δεν παρατήρησαν ποτέ ένα ζευγάρι μάτια που τους κοιτούσε φευγαλέα μέσα από μια μεταλλική σχάρα, περίπου 3,5 μέτρα κάτω από την επιφάνεια του δρόμου. Ο Κωνσταντίνος Κυρίμης εξερευνούσε ένα ακόμη καταφύγιο, από τα δεκάδες στο κέντρο της Αθήνας και τα εκατοντάδες της Αττικής, που βρίσκονται κυριολεκτικά κάτω από τα πόδια μας.
«Πολλές φορές πατάμε πάνω σε ένα κομμάτι της Ιστορίας και δεν το γνωρίζουμε», μας λέει από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. Σε μια κανονική μέρα είναι ένας οικονομικός αναλυτής που πηγαίνει στη δουλειά του, αλλά το μικρόβιο της στρατιωτικής ιστορίας τον έχει μετατρέψει σε εξερευνητή των πολεμικών καταφυγίων της Αθήνας.
Τα τελευταία έξι χρόνια έχει επισκεφθεί 80 καταφύγια, καθένα από τα οποία έχει τη δική του ιστορία να πει, άλλοτε προστασίας και άλλοτε βασανισμού αφού η χρήση τους άλλαξε πολλές φορές μέσα στα χρόνια. «Από το 1936 έως τα Δεκεμβριανά τα καταφύγια έγιναν από μέσο προστασίας του πληθυσμού, κέντρα βασανιστηρίων από τις κατοχικές δυνάμεις, προστάτευσαν ξανά τους κατοίκους του Πειραιά από τον συμμαχικό βομβαρδισμό του ’44 και στα Δεκεμβριανά έγιναν πεδίο συγκρούσεων και έκρυψαν άμαχους πολίτες», μας λέει.
Ο μεγαλύτερος όγκος των δημόσιων καταφυγίων έγινε επί Μεταξά κατά την προετοιμασία της χώρας για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο αριθμός τους υπολογίζεται στα 400, σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του στρατηγού Αλέξανδρου Παπάγου που μνημονεύει ο κ. Κυρίμης. Για να αυξηθεί ο αριθμός τους η κατασκευή των πολυκατοικιών συνδέθηκε με τη δημιουργία καταφυγίων στα θεμέλιά τους, από τα οποία ελάχιστα διατηρούνται μέχρι σήμερα.
Η έλλειψη υλικών και πόρων της εποχής έκανε τους μηχανικούς εφευρετικούς, ενώ συχνή ήταν η αλλαγή χρήσεων σε άλλους χώρους. «Καταφύγια κοντά σε σιδηροδρομικούς σταθμούς επενδύθηκαν με σιδηροτροχιές αντί μπετόν, ενώ το ’36 άνοιξε και ο παλιός σταθμός του ηλεκτρικού, που πριν μεταφερθεί στην Ομόνοια λειτουργούσε δίπλα στο Δημαρχείο, ως καταφύγιο», σημειώνει ο Κωνσταντίνος Κυρίμης.
Ενα από τα μεγαλύτερα είναι του Λυκαβηττού που φτάνει τα 500 τ.μ., ενώ το καταφύγιο επί της Καραγεώργη Σερβίας, μας λέει, είναι περίπου 400 τ.μ. με 20 βοηθητικούς χώρους. Την περίοδο της Κατοχής οι Γερμανοί στρατιώτες έφτιαξαν καταφύγια στρατιωτικού τύπου στο κέντρο της πρωτεύουσας αλλά και σε παραθαλάσσιες περιοχές, υπό τον φόβο μιας συμμαχικής απόβασης. Είναι γνωστό το διαβόητο καταφύγιο της Κοραή 4 που λειτουργούσε ως χώρος ανακρίσεων και βασανιστηρίων και σήμερα έχει μετατραπεί σε επισκέψιμο χώρο μνήμης από την Εθνική Ασφαλιστική. Τη δεκαετία του ’50 κατασκευάστηκαν και άλλα καταφύγια, όχι τόσο ενισχυμένα όσο τα παλιά, για τον φόβο του Ψυχρού Πολέμου.
«Εχω μπει σε 80 καταφύγια», μας λέει ο κ. Κυρίμης και τα περισσότερα είναι σε κακή κατάσταση. «Δεν διαφαίνεται κάποια πρωτοβουλία για την αποκατάστασή τους, ενώ στο εξωτερικό πολλά έχουν μετατραπεί σε γκαλερί, εστιατόρια και είναι επισκέψιμα», σημειώνει. Σε ορισμένες περιπτώσεις το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς είναι θολό.
Εκτός από εκείνα που ανήκουν ακόμα σε υπηρεσίες του στρατού ή του ναυτικού, υπάρχουν και άλλα, όπως καταφύγια στις πλαγιές βουνών, που δεν ανήκουν πουθενά και η ευθύνη για τον καθαρισμό τους ανήκει στην αστυνομία. Κανείς δεν φαίνεται να γνωρίζει καν τον ακριβή αριθμό τους και η τσιμεντένια αγκαλιά τους θρυμματίζεται όσο περνάει ο χρόνος.
«Η ιστορία κάτω από τα πόδια μας: τα καταφύγια της Αθήνας», 29.10, 7 μ.μ. Σεράφειο Κέντρο Πολιτισμού. Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Η Αθήνα ελεύθερη».
0 comments
Δημοσίευση σχολίου