Οι αρχαίοι Έλληνες, με το όνομα δράκοντες, εννοούσαν μερικά φανταστικά και τερατώδη θηρία, με κεφάλι λιονταριού, κορμί γίδας, ουρά φιδιού, που είχαν τεράστιο σώμα κι απαίσια όψη και έβγαζαν από το στόμα τους φωτιές.
Επιπλέον, πίστευαν γι’ αυτούς ότι είχαν φτερά και λέπια και ότι το διαπεραστικό τους βλέμμα μπορούσε να θανατώσει ευθύς όποιον το αντίκριζε.
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, υπήρχαν δράκοι – φύλακες, που προστάτευαν με τη ζωώδη δύναμή τους το Χρυσό Δέρας της Κολχίδος, τον Κήπο των Εσπερίδων και την Κασταλία Πηγή από τους ασεβείς εισβολείς.
Οι Ερινύες, επίσης, χρησιμοποιούσαν φοβερά φίδια, παρόμοια με τους δράκοντες, ως μάστιγες, για να τιμωρούν τους αμαρτωλούς στον Άδη. Γενικά, οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν το φίδι ως ιερό σύμβολο του θεού Ασκληπιού και της θεάς Υγείας.
Ακόμα και οι Αιγύπτιοι σέβονταν εξαιρετικά τα φίδια. Συνήθιζαν να στεφανώνουν το κεφάλι του θεού Όσιρι και το σκήπτρο της θεάς Ίσιδος με εντυπωσιακά ερπετά. Άλλωστε, οι Αιγύπτιοι συμβόλιζαν την αιωνιότητα με ένα φίδι, που δάγκωνε την ουρά του, απεικονίζοντας έτσι έναν αέναο κύκλο.
Η Αγία Γραφή, από την άλλη, αναφέρει σε πολλά εδάφιά της το συγκεκριμένο ερπετό, στο οποίο απέδιδε τις ιδιότητες της απάτης, του φθόνου, του ψεύδους και του δόλου.
Ο Ηρόδοτος σημείωνε ότι, κατά την αντίληψη των συγχρόνων του, στα παράλια της Μεσογείου, όταν τα φίδια δεν έβρισκαν άλλη τροφή, τρώγονταν αναμεταξύ τους.
Ευβοϊκός αμφορέας του 550 π.Χ. στον οποίο απεικονίζεται η μάχη μεταξύ του Κάδμου και ενός δράκοντα
Ο Στράβωνας ισχυριζόταν πως, όταν ο Μέγας Αλέξανδρος πέρασε τον ποταμό Ινδό κι έφτασε στα Τάξιλα, πληροφορήθηκε πως ο ηγεμόνας της περιοχής, ο Αβίσαρος, είχε μαζί του ως πιστούς υπηρέτες κι αφοσιωμένους σωματοφύλακες δυο υπερμεγέθεις δράκοντες, από τους οποίους ο πρώτος είχε μήκος 80 πήχεων κι ο δεύτερος, 140 πήχεων.
Επίσης, ο φιλόσοφος Ποσειδώνιος ο Ρόδιος υποστήριζε ότι στα Μακρά της Συρίας βρέθηκε κάποτε νεκρός ένας δράκοντας, ο οποίος ήταν τόσο ψηλός, ώστε αν στέκονταν δύο ιππείς, ο ένας από τη μία μεριά κι άλλος από την άλλη, δε θα μπορούσαν να δουν ο ένας τον άλλο. Ακόμη, το στόμα του είχε τόσο πλάτος, ώστε μπορούσε να χωρέσει μέσα του ένας άνθρωπος έφιππος.
Ο Ορέστης στους Δελφούς, πλαισιωμένος από την Θεά Αθηνά και τον Πυλάδη, ανάμεσα στις Ερινύες και την Πυθία. Κρατήρας του 330 π.Χ.
Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης είχε διηγηθεί μια πολύ περίεργη ιστορία, που διατράνωνε ότι ήταν εντελώς πραγματική.
Όταν οι Πτολεμαίοι βασίλευαν στην Αίγυπτο, στην Αιθιοπία υπήρχε ένας θεόρατος δράκος, που φώλιαζε σε μια σπηλιά κι έτρωγε τους περαστικούς. Τότε, ο βασιλιάς της Αιγύπτου διέταξε τους στρατιώτες του να πιάσουν τον δράκοντα και να τον φέρουν στην Αλεξάνδρεια, όπου θα λάμβαναν μεγάλη αμοιβή.
Οι απεσταλμένοι του βασιλιά, εκ των οποίων άλλοι ήταν έφιπποι κι άλλοι πεζοί, οπλίστηκαν με χοντρά σχοινιά και τράβηξαν αποφασισμένοι κατά τη σπηλιά του θηρίου.
Ο δράκοντας, μόλις τους είδε, χίμηξε κατά πάνω τους, καταβρόχθισε μερικούς και ανάγκασε τους υπόλοιπους να υποχωρήσουν κατατρομαγμένοι.
Η μάσκα του Τουταγχαμών, στην οποία δεσπόζει ο Ουραίος Όφις
Κατόπιν αυτού, οι άνθρωποι του βασιλιά αποφάσισαν να καταφύγουν σε άλλο μέσο κι έτσι, κατασκεύασαν μια ευφάνταστη παγίδα, την οποία τοποθέτησαν μέσα στη σπηλιά του δράκοντα, ενόσω εκείνος την είχε εγκαταλείψει για λίγη ώρα.
Ο δράκοντας, επιστρέφοντας από το κυνήγι του, βρέθηκε απροσδόκητα ανάμεσα σ’ ένα πλήθος ενόπλων, οι οποίοι βαστούσαν βούκινα και προξενούσαν μια παραζάλη τρομαχτικών θορύβων. Ο δράκος υποχρεώθηκε να αναζητήσει καταφύγιο στη σπηλιά του, για να γλιτώσει από την απίστευτη φασαρία. Εκεί, όμως, πιάστηκε στην παγίδα, που του είχαν στήσει.
Έτσι, το τρομερό θηρίο έπεσε στα χέρια των βασιλικών απεσταλμένων, που το παρουσίασαν με καμάρι στον Πτολεμαίο και εκείνοι πήραν επιτέλους την πολυπόθητη αμοιβή τους.
0 comments
Δημοσίευση σχολίου