Το μελαγχολικό τραγούδι που απαγορεύτηκε στα ραδιόφωνα λόγω αυτοκτονιών
Στη Βιέννη μία κοπέλα πήδηξε και πνίγηκε, στα χέρια της κρατούσε ένα αντίγραφο της παρτιτούρας ενός τραγουδιού. Στη Βουδαπέστη ένας καταστηματάρχης αυτοκτόνησεαφήνοντας πίσω του ένα σημείωμα με τους στίχους του ίδιου τραγουδιού. Στο Λονδίνο μία γυναίκα βρέθηκε νεκρή από υπερβολική δόση στο διαμέρισμά της. Είχε ρυθμίσει το γραμμόφωνο να επαναλαμβάνει το ίδιο τραγούδι.
Το μουσικό κομμάτι που συνδέει όλους αυτούς τους θανάτους είναι το «Gloomy Sunday» (Ζοφερή Κυριακή). Με το παρατσούκλι «ουγγρικό τραγούδι αυτοκτονίας» έχει συνδεθεί με περισσότερες από 100 αυτοκτονίες, συμπεριλαμβανομένου και του συνθέτη του.
Η μουσική μας χαλαρώνει, μας κάνει να χαμογελάμε, μας ενθουσιάζει, μας κάνει να χορεύουμε ή και να τραγουδάμε. Η μουσική μας γεννά συναισθήματα που δε μεταφράζονται με λέξεις, ανασύρει ξεχασμένες αναμνήσεις, μπορεί πάλι μας κάνει να μελαγχολήσουμε ή ακόμα και να δακρύσουμε.
Είναι γεγονός ότι ανάλογα με τη διάθεσή μας βρίσκουμε ενδιαφέρον σε συγκεκριμένα κομμάτια, με το μουσικό ιστορικό να δείχνει ότι πιο μελαγχολικά τραγούδια ή όσα έχουν θέμα τους τη θλίψη, γίνονται πιο εύκολα αποδεκτά από σημαντικό αριθμό ακροατών.
Γίνεται όμως ένα τραγούδι να οδηγήσει τους ανθρώπους στην αυτοκτονία; Ένας τέτοιος ισχυρισμός συνοδεύει το μελαγχολικό «Gloomy Sunday», το οποίο λέγεται πως είναι υπεύθυνο για την αυτοκτονία περισσότερων από 100 ανθρώπων.
Ο θρύλος λέει ότι το συγκεκριμένο κομμάτι γράφτηκε μια βροχερή Κυριακή του 1932 στο Παρίσι από τον Ούγγρο συνθέτη Rezso Seress. Άλλοι πάλι διαφωνούν με το μέρος και λένε ότι γράφτηκε στη Βουδαπέστη.
Ο χωρισμός ήταν η έμπνευση. Το προηγούμενο βράδυ η κοπέλα του συνθέτη του είχε ζητήσει να χωρίσουν και η θλίψη γέννησε μια παράξενη και μελαγχολική μελωδία στο μυαλό του την οποία αποτύπωσε σε χαρτί. Στη συνέχεια την έντυσε και με λόγια που περιγράφουν τις σκέψεις ενός άνδρα του οποίου η ερωμένη είχε πεθάνει και σκεφτόταν να αυτοκτονήσει, ώστε να ξεφύγει από τη μοναχική ζωή και να ενωθεί ξανά με εκείνη.
Ονόμασε το τραγούδι «Gloomy Sunday» και άρχισε να ψάχνει μουσικούς παραγωγούς. Κανείς όμως δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στο κομμάτι.
Μόνο ένας παραγωγός, αφού άκουσε το τραγούδι, γύρισε και είπε στον Seress: «Δεν είναι ότι το τραγούδι είναι θλιμμένο. Υπάρχει μία τρομερά ακαταμάχητη απελπισία σε αυτό. Νομίζω ότι σε κανέναν δεν θα έκανε καλό να ακούσει ένα τραγούδι σαν κι αυτό».
Ο ανατριχιαστικός αστικός μύθος της «Ζοφερής Κυριακής»
Ο Seress βρήκε τελικά παραγωγό και το τραγούδι του έγινε μεγάλη επιτυχία στην Ευρώπη. Πολύ σύντομα άρχισαν να συμβαίνουν κάποια παράξενα γεγονότα τα οποία συνδέθηκαν με το «Gloomy Sunday». Κυκλοφορούσε η φήμη ότι πολλοί άνθρωποι αυτοκτόνησαν από τα συναισθήματα τρομερής θλίψης που τους «έβγαζε» το τραγούδι.
Οι αρχικοί στίχοι του τραγουδιού αντικαταστάθηκαν από ελαφρώς λιγότερο απελπισμένους στίχους από τον Ούγγρο ποιητή Laszlo Javor, με αποτέλεσμα η επιτυχία του να εξαπλωθεί πέρα από την ηπειρωτική Ευρώπη. Μεταφράστηκε στα Αγγλικά από τους Σαμ Λιούις και Ντέσμνοντ Κάρτερ και ηχογραφήθηκε το 1935 από τον Πολ Ρόμπσον. Το μελαγχολικό τραγούδι που κορυφώνεται με τη φράση «Η καρδιά μου κι εγώ αποφασίσαμε να τα τελειώσουμε όλα».
Μαζί με τη διεθνή επιτυχία όμως, ήρθαν ακόμη περισσότερες ιστορίες για την ολέθρια επίδρασή του σε ακροατές.
Κάτοικοι μιας πολυκατοικίας στο Λονδίνο σάστισαν από την ένταση του τραγουδιού που ακουγόταν από ένα διαμέρισμα. Κάποια στιγμή δεν άντεξαν άλλο, χτύπησαν την πόρτα, δεν πήραν απάντηση, παραβίασαν την είσοδο και βρήκαν νεκρή την ιδιοκτήτρια. Είχε ρυθμίσει το γραμμόφωνο να επαναλαμβάνει το τραγούδι και είχε πάρει υπερβολική δόση ουσιών.
Το τραγούδι έγινε επίσης επιτυχία στην Αμερική το 1936 μέσα από μια καμπάνια που το διαφήμιζε ως το «ουγγρικό τραγούδι αυτοκτονίας». Πολλοί καλλιτέχνες ηχογράφησαν εκδόσεις του, ανάμεσά τους οι Μπίλι Χόλιντεϊ, Άρτι Σο, και Ρέι Τσαρλς.
Ένα ακόμη θύμα ήταν και η κοπέλα που είχε χωρίσει τον Seress. Ο τελευταίος, μετά την επιτυχία του τραγουδιού, ήρθε σε επαφή μαζί της, ελπίζοντας σε μια επανασύνδεση, αλλά ανακάλυψε ότι εκείνη είχε πάρει δηλητήριο. Δίπλα στο σώμα της υπήρχε ένα κομμάτι χαρτί όπου είχε γράψει τους στίχους του «Gloomy Sunday».
Καθώς η δεκαετία του ’30 πλησίαζε στο τέλος της, η ουγγρική κυβέρνηση, η οποία ανησυχούσε όλο και περισσότερο, άρχισε να αποθαρρύνει τις δημόσιες εκτελέσεις του τραγουδιού. Την ίδια ανησυχία τη μοιράζονταν και άλλες χώρες. Το BBC εξέτασε την πιθανή απαγόρευση του άσματος από τα ραδιοκύματα και αρκετοί ραδιοσταθμοί στις ΗΠΑ λέγεται ότι αρνούνταν να το παίξουν.
Αν και η ιστορία του «Gloomy Sunday» έχει όλα τα στοιχεία που συνθέτουν έναν ανατριχιαστικό αστικό μύθο, δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου τεκμηριωμένες αποδείξεις που να υποστηρίζουν τους ισχυρισμούς αυτούς. Οι αναφορές για αυτοκτονίες και ραδιοφωνικές απαγορεύσεις μοιάζουν περισσότερο ανυπόστατες φήμες παρά πραγματικά συμβάντα.
Αναμφίβολα όμως μια σκιά θλίψης βαραίνει το τραγούδι.
Πολλοί πίστεψαν ότι η επιτυχία του «Gloomy Sunday» τελικά αύξησε τη δυστυχία του δημιουργού του, επειδή γνώριζε πως δεν θα μπορούσε ποτέ να γράψει μια δεύτερη ανάλογη επιτυχία.
Ο ίδιος είχε μεταφέρει σε χαρτί τα αντικρουόμενα συναισθήματά του για το δημιούργημά του: «Στέκομαι στη μέση αυτής της θανάσιμης επιτυχίας ως κατηγορούμενος. Αυτή η μοιραία φήμη με πονάει. Μετέφερα όλη την απογοήτευση που είχα σε αυτό το τραγούδι και φαίνεται ότι κι άλλοι με συναισθήματα όπως τα δικά μου βρήκαν τον δικό τους πόνο σε αυτό».
0 comments
Δημοσίευση σχολίου