Πέρασαν 23 χρόνια από τότε, που όντας εμπνευστής και κύριος διοργανωτής ενός από τα μεγαλύτερα Ιατρικά Συνέδρια στη νότια Ελλάδα, είχα την αγαθή έμπνευση να ορίσω κεντρικό ομιλητή του Συνεδρίου τον μεγάλο φιλόσοφο της εποχής μας Δημήτρη Λιαντίνη, που τότε ήταν σχετικά άγνωστος στο ευρύ κοινό. Η μνημειώδης αυτή διάλεξη, που ευτυχώς έμεινε σαν ηχητικό ντοκουμέντο και άφησε εποχή, εξακολουθεί να κάνει αίσθηση μέχρι σήμερα και να αποτελεί έναν φωτεινό φάρο σοφίας για τις επόμενες γενεές...
Η ομιλία αυτή του Λιαντίνη, που έγινε συγκεκριμένα στο 4ο Πανπελοποννησιακό Ιατρικό Συνέδριο στις 4/6/1994 στην Τρίπολη, είχε σαν θέμα:
«Η ηθική εντροπία - Το ιδεώδες του ευδαιμονισμού της εποχής μας και το παιδί».
Όλοι εμείς, που είχαμε την αγαθή τύχη να ζήσουμε από κοντά αυτήν την ανεπανάληπτη και μοναδική εμπειρία της μαγείας του λόγου του Λιαντίνη, ο οποίος ήταν πάντα μεστός σπουδαίων νοημάτων, θυμόμαστε και θα θυμόμαστε για πολλά χρόνια ακόμη τον μεγάλο σοφό που ζει μέσα μας και θα ζει για πάντα, ως αγαθή μνήμη.
Τα σπουδαία νοήματα της ομιλίας αυτής συνοψίζονται στα παρακάτω: Όσο περισσότερο απολαμβάνει ο άνθρωπος την υλική και την εξωτερική πλευρά της ζωής τόσο μονοσήμαντα φτάνει στο τέλος να μην ικανοποιείται με τίποτα. Ανάλογα και τα παιδιά μας τα μεγαλώνουμε όλο χαρές και όλο ευκολίες και έτσι και αυτά γίνονται άνθρωποι ηθικά μονοσήμαντοι, δηλαδή, άνθρωποι αυτιστικοί.
Ο νόμος της φυσικής εντροπίας (δεύτερος νόμος της Θερμοδυναμικής) ορίζει ότι όλα τα συστήματα κινούνται από την τάξη προς την αταξία και για να διατηρηθούν στην τάξη χρειάζεται η καταβολή ενέργειας.
Το αυτό ισχύει και για εμάς τους ανθρώπους: Για να διατηρήσουμε τους εαυτούς μας και τα παιδιά μας στην υπαρξιακή και ηθική ευταξία χρειάζεται μεγάλος κόπος και συνεχής προσπάθεια εκ μέρους μας, ιδιαίτερα στην εποχή μας που έχει αναδειχθεί σε κυρίαρχο ιδεώδες ο ευδαιμονισμός...
Σχετικός, αλλά και προφητικός, ο λόγος του από μία άλλη ομιλία του:
«Αυτό είναι πολύ οδυνηρό που θα σας πω. Θα έρθει μια εποχή που κάποιες γενεές θα πληρώσουν ακριβά αυτά τα οφέλη που έχουμε και αντλούμε εμείς σήμερα με βάση όλη αυτήν την κοσμοθεωρία όπως διαμορφώθηκε μέσα από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Μιλώ, δηλαδή, για ένα αδιέξοδο, γιατί όταν λέει "πέθανε ο Θεός" ο Νίτσε, εννοεί ότι ο πολιτισμός πολλαπλώς οδηγείται σε αδιέξοδο. Τι θα πει αυτό; Σταματάμε εκεί; Τι θα γίνει μετά; Έρχεται μιά καταστροφή! Κοσμογονική, αγαπητοί μου φίλοι! Και αλίμονο σ’ εκείνες τις 2,5 γενιές, που θα ζήσουν αυτή τη στιγμή! Είναι η ανεργία η φοβερή… Ξέρετε τι μας περιμένει; Τι περιμένει τα παιδιά μας; Με την έννοια αυτή, εάν ζούμε εμείς σήμερα και έχουμε αγαθά και απολαβές και χίλια δύο άλλα πράγματα, λέμε ότι ζούμε εις βάρος των μελλοντικών γενεών. Χρεώνουμε, δηλαδή, τις μελλοντικές γενεές.»
Σε εμάς τους σημερινούς, ξεστρατισμένους και σε αναζήτηση νοήματος ζωής ανθρώπους, ας είναι έμπνευση κάποια άλλα λόγια του Λιαντίνη από μία άλλη ομιλία του, που τον δικαιώνουν απόλυτα και θα τον δικαιώνουν πάντα, όσα χρόνια κι’ αν περάσουν: «Λέμε απλά: Υπάρχει ζωή μετά θάνατον. Αλλά ποιά ζωή;
Οι Έλληνες μας είπαν ότι ο άνθρωπος καθώς πεθαίνει εξαφανίζεται, χάνεται... Ο Όμηρος, παραδείγματος χάριν, λέει στη Ραψωδία Ζ' της Ιλιάδας, σε μιά στιχομυθία ανάμεσα σε δύο ήρωες, στον Αντίλοχο το γιό του Νέστορα και τον Γλαύκο, έναν Τρώα, που συναντιούνται και βρίσκονται αδερφοποιητοί, τον περίφημο στίχο, "οίη περ φύλλων γενεή, τοίη δε και ανδρών", εμείς οι άνθρωποι δηλαδή είμαστε όμοιοι με τις γενιές των φύλλων.
Βλέπεις ένα φύλλο στο δέντρο, μεγαλώνει, πρασινίζει, λάμπει, λαμποκοπάει, έρχεται το φθινόπωρο, μαραγκιάζει, συρρικνώνεται, μαραίνεται, πέφτει, το παίρνει η βροχή και η λάσπη, εξαφανίζεται. Τέτοιοι είμαστε εμείς, οι άνθρωποι. Σαν τις γενιές των φύλλων. Καμία παρηγοριά, φιλοσοφικά.
Το ίδιο πράγμα θα μας πει και ο Πίνδαρος στον περίφημο όγδοο Πυθιώνικο, που λέει εκείνους τους δύο φοβερούς στίχους: Επάμεροι, εφήμεροι, δηλαδή, είμαστε... Τι δε τις; τι δ' ου τις; σκιάς όναρ άνθρωπος.
Τι είμαστε; Τι δεν είμαστε; Είμαστε στο βαθμό που δεν είμαστε, αύριο δε θα 'μαστε. Σκιάς όναρ, όνειρο σκιάς είναι ο άνθρωπος, ούτε καν όνειρο, ούτε καν σκιά. Όνειρο σκιάς... Υπάρχει ζωή όμως μετά θάνατον...
Εκείνο που μένει όταν θα πεθάνουμε είναι η καλή μνήμη που αφήνουμε στους ανθρώπους. Είναι, δηλαδή, αυτό που λέμε διαφορετικά στη φιλοσοφία ενδοκοσμική αθανασία...
Υπάρχουν άνθρωποι που πεθάνανε και τους ξέρουμε, τους μνημονεύουμε, τους μελετάμε, τους θαυμάζουμε... Ο Παστέρ, ο Φλέμινγκ, χιλιάδες άνθρωποι που προσέφεραν και ευεργέτησαν τον άνθρωπο.
Από εδώ άλλωστε ξεκινάει η περίφημη εκείνη φράση του λαού μας που λέει: τον πλούτον εμίσησαν πολλοί, την δόξαν ουδείς. Και αυτό σημαίνει τον βαθύτερο πόθο που έχει ο άνθρωπος να ζήσει αγαθή η μνήμη του όσο γίνεται... Λέμε Καραϊσκάκης και δακρύζουμε, λέμε Μάρκος Μπότσαρης και δακρύζουμε και αυτή είναι η μνήμη που μένει...
Αυτό το παράδειγμα αρχετυπικά μας το δώσανε οι Έλληνες, με την περίφημη ραψωδία της Οδύσσειας, την Κ', την Κυκλώπεια.
Ας θυμηθούμε... Ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του βρίσκεται στα στενά. Τον αρπάζει ένας κύκλωπας, τον εγκλωβίζει μέσα σε μιά σπηλιά και αρχίζει μετά εκεί το μεγάλο μακελειό. Τη μιά βραδιά τρώει δύο, την άλλη άλλους δύο, την άλλη άλλους δύο, κοιτάει και ο Οδυσσέας τρέμοντας ... Πού το βρήκαν αυτό το τέρας;
Οπότε τον βλέπει ο Κύκλωπας και του λέει : Εσύ μ' αρέσεις, θα σε φάω τελευταίο. Πώς σε λένε; Λέει ο Οδυσσέας: Ούτιν με κυκλήσκουσι Κύκλωψ. Το όνομά μου είναι κανείς, "ούτις". Όχι κάποιος, κανείς..! "Ούτιν με κυκλήσκουσι τοκίες οι δε εταίροι οι δε φίλοι άλλοι πάντες".
Με φωνάζουνε κανένα. Δεν έχει όνομα. Είναι ανυπόστατος... Όταν περνάει τη φοβερή περιπέτεια όμως και επιβάλλεται και νικάει και διασώζεται, κυριαρχεί και εξοντώνει, με τον τρόπο που εξόντωσε τον Κύκλωπα και βγαίνει έξω με τα κριάρια και μπαίνει στο πλοίο, τον άτιμο, λέει, θα του μιλήσω.
Ο Κύκλωπας είναι απάνω και σφαδάζει σαν τα χταπόδια, χτυπιέται τυφλός και φωνάζει στους βράχους. Πάμε Βασιλιά να φύγουμε του λένε οι σύντροφοι, θα πετάξει κανένα βράχο, θα μας βουλιάξει. Όχι, δεν τον κρατάει κανείς τον Οδυσσέα.
Και φωνάζει: Εε! Κύκλωψ, άτσαλε και χάχα! Αν σε ρωτήσουνε, ποιός σου έδωσε αυτή την άγρια τυφλωμάρα, ("αεικελίην αλαωτήν" στο πρωτότυπο), να πεις, ο Οδυσσέας, ο γιός του Λαέρτη, ο καστροκαταλήτης ("φάσθαι Οδυσσήα πτολιπόρθιον εξαλαώσαι")! Ξεκινάει, λοιπόν, ο άνθρωπος σαν ο κανείς, ανυπόστατος, μπαίνει στην περιπέτεια αυτή τη φοβερή, που είναι η περιπέτεια της ζωής για τον καθένα, κι αφού τη νικάει και δημιουργεί, δείχνει ότι δημιουργεί, παίρνει όνομα, γίνεται επώνυμος... Αυτό που μένει, δηλαδή, μετά θάνατον είναι η καλή μας η μνήμη... Και γι 'αυτό όλοι αγωνίζονται...»
0 comments
Δημοσίευση σχολίου