Οι 700 στρατιώτες που ξεκίνησαν από την Θεσσαλονίκη για να περάσουν τα Χριστούγεννα με τις οικογένειες τους αλλά δεν έφθασαν ποτέ. Μια τραγωδία που εξελίχθηκε πριν από 100 χρόνια και οι Αρχές φρόντισαν να μείνει μυστική
Το Μέτωπο της Θεσσαλονίκης υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα σκηνικά πολέμου του Α Παγκοσμίου Πολέμου. Οι συμμαχικές δυνάμεις που είχαν στρατοπεδεύσει στα παράλια του Θερμαϊκού πραγματοποιούσαν το φθινόπωρο του 1917 τις τελευταίες τους επιχειρήσεις και τα στρατεύματα τους ετοιμάζονταν να αποχωρήσουν είτε για άλλα μέτωπα είτε για τις πατρίδες τους.
Για πάνω από 1000 Γάλλους στρατιώτες που ξεκίνησαν από την Θεσσαλονίκη τις αρχές Δεκεμβρίου με σκοπό να περάσουν τις γιορτές των Χριστουγέννων με τις οικογένειες τους η επιστροφή εξελίχθηκε στην μεγαλύτερη σιδηροδρομική τραγωδία του περασμένου αιώνα.
Η απόσυρση των γαλλικών δυνάμεων από το Μέτωπο της Θεσσαλονίκης ήταν ειλημμένη απόφαση από το καλοκαίρι του 1917. Ο δρόμος και οι σιδηροδρομικές γραμμές προς την Κεντρική Ελλάδα ήταν πλέον ανοιχτός και έτσι οι μονάδες μεταφέρονταν το λιμάνι της Ιτέας και από εκεί με πλοίο προς την Ιταλία όπου ξεκινούσε το ταξίδι με τον σιδηρόδρομο προς την Γαλλία.
Στις αρχές Δεκεμβρίου στο βόρειο τμήμα της Ιταλίας συγκεντρώνονταν πλέον ένας μεγάλος αριθμός Γάλλων στρατιωτών καθώς σε αυτούς από το Μέτωπο της Θεσσαλονίκης είχαν προστεθεί και αυτοί που είχαν σταθεί στο πλευρό των Ιταλών στην μάχη του Καπορέττο. Όλους αυτούς τους άνδρες, και ειδικά μετά την πανωλεθρία στο Καπορέττο οι αξιωματικοί προσπαθούσαν με κάθε τρόπο - για να διατηρήσουν υψηλό το ηθικό και να αποφύγουν την επανάληψη ανταρσιών - να τους στείλουν στην πατρίδα για τις ημέρες των Χριστουγέννων. Πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο καθώς οι αμαξοστοιχίες ήταν ελάχιστες.
Το βράδυ της 12ης προς 13 Δεκεμβρίου η στρατιωτική αμαξοστοιχία 612 με στρατιώτες από το μέτωπο του Καπορέττο έμπαινε στον σταθμό Modane. Στο τρένο που είχε τελικό προορισμό το διακομιστικό σταθμό του Chambery προστέθηκαν άλλα δύο βαγόνια φθάνοντας συνολικά τα 19. Ο συρμός που ξεπερνούσε τα 350 μέτρα και σε βάρος τους 526 τόνους μεταφέροντας (σύμφωνα με την επίσημη καταμέτρηση) 982 στρατιώτες και αξιωματικούς διέθετε μόνο μία μηχανή. Μία δεύτερη που είχε ζητηθεί από τους σιδηροδρομικούς οι αξιωματικοί προτίμησαν να την εντάξουν σε ένα τρένο μεταφοράς πυρομαχικών.
Ο μηχανοδηγός της αμαξοστοιχίας 612, Adjudant Girard, που γνώριζε καλά την διαδρομή που είχε να ακολουθήσει αρνήθηκε να αφήσει το τρένο να απομακρυνθεί από τον σταθμό της Modane με μία μόνο μηχανή όμως δεν είχε άλλη επιλογή καθώς επάνω του στράφηκε το όπλο του στρατηγού Emile Fayolle. Ο επικεφαλής των έξι γαλλικών τμημάτων που υποστήριζαν τους Ιταλούς ήθελε οι άντρες του να φύγουν με κάθε τίμημα οι άντρες του ώστε να περάσουν την άδεια των Χριστουγέννων με τις οικογένειες τους στην Γαλλία.
Σύστημα πέδησης (σ.σ. φρένα) διέθεταν μόνο τα τρία πρώτα βαγόνια της αμαξοστοιχίας ενώ σε επτά άλλα βαγόνια τα φρένα ήταν χειροκίνητα με τους χειριστές τους να ενημερώνονται με αφυρίχτρα από τον μηχανοδηγό για την χρήση τους.
Ο μηχανοδηγός ο οποίος είχε απορροφηθεί από την προσπάθεια ελάττωσης της ταχύτητας δεν είχε αντιληφθεί την απουσία των βαγονιών μέχρι να φθάσει στον σταθμό του Saint Jean de Maurienne
Το τρένο αναχώρησε από τον σταθμό Modane στις 11:15 μ.μ.. Τα πρώτα χιλιόμετρα της κατηφορικής πορείας κύλησαν ομαλά όμως από το Freney και μετά όπου υπήρχε μία απότομη κατηφόρα (από υψόμετρο 1040 μέτρων στα 710 μέτρα) οδήγησε σε εξωπραγματικές για την εποχή ταχύτητες καθώς τα φρένα δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τον τεράστιο όγκο. Σε μία περιοχή που το επιτρεπόμενο όριο άγγιζε τα 40 χλμ. η αμαξοστοιχία είχε επιταχύνει στα επίπεδα των 135 χλμ την ώρα.
Το πρώτο από τα βαγόνια εκτροχιάστηκε λίγο μετά από την διέλευση της γέφυρα Saussaz στον ποτάμο Arc και λίγο και πολύ κοντά στον σταθμό Saint Michel de Maurienne. Τα ξύλινα βαγόνια που ακολουθούσαν έσκαγαν το ένα πάνω στο άλλο δημιουργώντας μια πύρινη άμορφη μάζα λόγω της φωτιάς που είχε προκληθεί από τα υπερθερμανθέντα φρένα, τα ανναμένα κεριά στα βαγόνια αλλά και τις χειροβομβίδες και άλλα εκρηκτικά που μετέφεραν παράνομα οι στρατιώτες. Σύμφωνα με μαρτυρίες η φωτιά έσβησε το επόμενο βράδυ.
Ο μηχανοδηγός ο οποίος είχε απορροφηθεί από την προσπάθεια ελάττωσης της ταχύτητας δεν είχε αντιληφθεί την απουσία των βαγονιών μέχρι να φθάσει στον σταθμό του Saint Jean de Maurienne όπου και κατάφερε να ακινητοποιήσει την μηχανή. Όταν πληροφορήθηκε το τι είχε συμβεί προσέτρεξε μαζί με άλλους εργαζομένους στον σιδηρόδρομο αλλά και στρατιώτες από την Σκωτία που βρίσκονταν στον σταθμό.
O σταθμός Modane το 1915 (φωτογραφία του αρχείου του Imperial War Museum)
Ο αριθμός των νεκρών στρατιωτών ξεπέρασε τους 700 και η τραγωδία θα μπορούσε να ήταν ακόμη μεγαλύτερη εάν ο σταθμάρχης στο La Praz δεν είχε στείλει έγκαιρα σήμα στον συνάδελφο τους στον επόμενο σταθμό για να τον ενημερώσει για την αμαξοστοιχία που περνούσε με ταχύτητα εκτός ελέγχου. Χάρη στην πληροφορία ο σταθμάρχης του Saint Jean de Mauricenne καθυστέρησε την αναχώρηση μίας αμαξοστοιχίας γεμάτης με Βρετανούς στρατιώτες αποτρέποντας μία δεύτερη τραγωδία.
Το δυστύχημα παρέμεινε για αρκετά χρόνια απόρρητο καθώς ο Γαλλικός Στρατός είχε επιβάλλει λογοκρισία στον Τύπο. Μόνο η Figaro τέσσερις ημέρες μετά έκανε μία σχετική αναφορά σε ένα άρθρο 21 γραμμών. Ο λόγος ήταν ότι δεν ήθελαν σε μία κρίσιμη φάση του πολέμου να στρέψουν ενάντια του στρατού (σ.σ. καθώς οι αξιωματικοί ήταν αυτοί που ευθύνονταν) τόσο τους στρατιώτες όσο και τους πολίτες. Από την τραγωδία υπάρχει γνωστό ένα μόνο φωτογραφικό ντοκουμέντο.
O εκτροχιασμός στο Saint Michel de Maurienne υπήρξε η πλέον πολύνεκρη σιδηροδρομική τραγωδία του 20ου αιώνα και η δεύτερη μεγαλύτερη στην ιστορία των σιδηροδρόμων. Την μεγαλύτερη την προκάλεσε το τσουνάμι στην νοτιοανατολική Ασία το 2004.
- Με πληροφορίες από: worldwar1centennial.org britannica.com Κεντρική φωτογραφία (αρχείου) AP Images
0 comments
Δημοσίευση σχολίου