Το στοιχειωμένο σπίτι στις Σπέτσες
Το στοιχειωμένο σπίτι στις Σπέτσες

Το καλοκαίρι του 1918 περίεργα ψυχοφυσιολογικά φαινόμενα σημειώθηκαν στις σπέτσες, σε μία από τις παλιές, καλές, εκεί οικίες. το σπίτι είχε νοικιαστεί από τον επιτετραμμένο της ισπανίας στην αθήνα μαρκησίου prat de nantouillet.(αφήγηση του επιτετραμμένου της ισπανίας μαρκησίου p.prat de nantouillet).

Το σπίτι άνηκε τότε στον κ. Μανιάτη. Ο μαρκήσιος είχε αποφασίσει να παραθερίσει στις Σπέτσες. Πήγε εκεί με τη σύζυγό του, την εξάχρονη κόρη τους Ισαβέλλας, του γραμματέα της πρεσβείας κ. Ξενοφ. Λευκοπαρείδη και της δακτυλογράφου δις Simonne Lachausse. Το παραθαλάσσιο σπίτι είχε δύο ορόφους. Στο κάτω όροφο κατοικούσε η ηλικιωμένη οικοδέσποινα με τη κόρη της. Ο πάνω όροφος είχε πέντε δωμάτια με εξώστη, το μεσαίο προς τον εξώστη χρησιμοποιήθηκε σαν γραφείο.

Δεξιά, βλέποντας προς το κοιτώνα ήταν η κρεβατοκάμαρα του μαρκησίου και της γυναίκας του, δίπλα της μικρής Ισαβέλλας και της τροφού, απέναντι ήταν η τραπεζαρία και δίπλα η κρεβατοκάμαρα της δις Lachausse. Να σημειώσουμε πως η μαρκησία Prat de Nantouillet, μια από τις ωραιότερες γυναίκες των τότε πρεσβευτικών κύκλων είχε έντονες διαισθητικές ιδιότητες.

Πολλές φορές άνοιγαν από μόνες τους κλειστές πόρτες, προκαλούσε ασυναίσθητα μετακινήσεις επίπλων, άκουγε κρότους και είχε οράματα. Επίσης το Μάρτιο του 1918, η μαρκησία είχε δώσει δείγματα της ιδιότητάς της στο σπίτι του τότε ναυτικού ακόλουθου της Ιταλίας, σε μία εσπερίδα όπου βρίσκονταν και πολλοί Ιταλοί αξιωματικοί.

Η μαρκησία κάθισε στο τραπέζι και οι Ιταλοί αξιωματικοί τη ρωτούσαν νοερά που θα γινόταν η αναμενόμενη επίθεση των Αυστριακών κατά των Ιταλών. Εκείνη τότε πήρε μολύβι και χάραξε ένα είδος χάρτη με τα όρη και τα ποτάμια, ακριβώς το μέρος όπου μετά λίγο καιρό έγινε η επίθεση του Καπορέττο. Επίσης είπε πολλά και στον De Cazotte, ακόλουθο της Γαλλικής πρεσβείας, του οποίου ο προπάππος, περίφημο μέντιουμ, αποκεφαλίσθηκε κατά τη Γαλλική επανάσταση.

Αυτός ο προπάππος είχε μαντέψει και την επανάσταση και τον αποκεφαλισμό του βασιλιά Λουδοβίκου 16ου και τον δικό του αποκεφαλισμό. Η μαρκησία γράφοντας εκ μέρους του προπάππου, θέλησε να τον αποτρέψει από μία ορισμένη κατάσταση η οποία όπως του είπε θα του κατέστρεφε τη σταδιοδρομία και πράγματι αυτή η συμβουλή είχε βαθύτατη επίδραση στη ζωή του νέου διπλωμάτη. Εκείνος βαθύτατα συγκινημένος, ομολόγησε ότι και άλλοτε ο προπάππος του είχε επικοινωνήσει μαζί του σε παρόμοιες συνθήκες προειπών ασφαλώς τι θα γινόταν. Ας ξαναγυρίσουμε στην ιστορία μας.

Στο τέλος της πρώτης μέρας της αφίξεώς τους στις Σπέτσες, 6 Ιουλίου 1927, όταν κουρασμένοι από τη πρώτη εγκατάσταση πήγαν να κοιμηθούν αφήνοντας ανοιχτό το παράθυρο, άκουσαν ξαφνικά θόρυβο σαν να έπεφταν μικρές πέτρες στο δωμάτιο. Ο μαρκήσιος έτρεξε τότε στο παράθυρο αλλά δεν είδε κανένα. «Ποιος διάβολος πετά πέτρες;», είπε δυνατά. Ο θόρυβος όμως επαναλήφθηκε τέσσερις με πέντε φορές. Άναψαν τότε το φως, αλλά περιέργως δεν κατόρθωσαν να βρουν καμία πέτρα στο δωμάτιο. Δύο με τρεις μέρες αργότερα η μαρκησία διηγήθηκε στο σύζυγό της ένα περίεργο όνειρο :

Περπατούσε δήθεν στη παραλία των Σπετσών, όταν αντιλήφθηκε ένα γέρο με ρούχα παλαιομοδίτικα ρούχα, κοντή περισκελίδα, λευκές περικνημίδες, λουστρίνια, ψηλό κολάρο και μακριά ρεδιγκότα, έχοντας το κεφάλι δεμένο με άσπρο μαντήλι που σχημάτιζε φιόγκο και έπαιζε με ένα σκουροκίτρινο κομπολόι χωρίς φούντα. Η φυσιογνωμία και η ενδυμασία του περίεργου γέρου της αποτυπώθηκαν στη μνήμη όπως και οι περίεργοι στρατιώτες με περικεφαλαίες που περπατούσαν στη παραλία. Ο μαρκήσιος δεν έδωσε καμία σημασία στο όνειρο απορώντας μάλιστα πως είναι δυνατόν να απασχολεί τη σύζυγό του. Όμως 2-3 μέρες αργότερα γύρω στις 8 περίπου το βράδυ, όπως συνήθιζαν για καιρό, έκατσαν να δειπνήσουν με το προσωπικό.

Τότε συνέβη το εξής περιστατικό : Τη στιγμή εκείνη και καθώς η σύζυγό του είχε πάει στο σκοτεινό χωλ να πάρει ένα βιβλίο, την άκουσε να αφήνει μια διαπεραστική κραυγή και να επιστρέφει στη τραπεζαρία κραυγάζοντας έξαλλη. «Ο γέρος. Είναι εκεί, Αυτός που είδα στο όνειρό μου. Να, είναι εκεί στο γραφείο.» Την ίδια στιγμή ο σκύλος άρχισε να γρυλίζει και να μαζεύεται φοβισμένος στα πόδια τους. Ο μαρκήσιος πήρε τότε τη λάμπα στο χέρι και πήγε στο χωλ για να δει τι συμβαίνει, αλλά δεν είδε τίποτα απολύτως. Όταν πήγε στο μέρος που του υπέδειξε η σύζυγό του μολονότι όλες οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν κλειστά, η λάμπα ξαφνικά έσβησε και αισθάνθηκε στο χέρι του μία παγερή συναίσθηση.

«Μπα, περίεργο», είπε Ξαναπήγε στη τραπεζαρία και άναψε πάλι τη λάμπα, τότε η σύζυγός του φώναξε και πάλι έξαλλη : «Νάτος, νάτος, μπαίνει μέσα από τη πόρτα. Να, τώρα έκατσε στη πολυθρόνα». Συγχρόνως ο σκύλος άρχισε να γρυλίζει ακόμα δυνατότερα και να συμμαζεύεται κοντά στα πόδια τους και πάλι, ενώ η κουνιστή πολυθρόνα φάνηκε να κουνιέται. Για να πειστούν τότε ότι δεν έπαθαν όλοι τους ομαδική παραίσθηση, φώναξαν τη τροφό, τη καμαριέρα και τη μαγείρισσα και τις ρώτησαν αν βλέπουν να κουνιέται η πολυθρόνα. Οι υπηρέτριες όντως επιβεβαίωσαν τη κίνηση. «Μα δε βλέπετε ότι κουνιέται;», τους είπαν.

Τότε ο μαρκήσιος πλησίασε και θέλησε να κάτσει στη πολυθρόνα. Αισθάνθηκε όμως το ίδιο περίεργο παγερό συναίσθημα και σαν να υπήρχε κάτι ζωντανό. Και το συναίσθημα αυτό ήταν τόσο απαίσιο ώστε δεν μπόρεσε να επιμείνει. Μετά από λίγο το κούνημα της πολυθρόνας σταμάτησε. Πέρασαν τρεις μέρες από αυτό το όραμα όταν το πρωί ο μαρκήσιος άκουσε τις φωνές της συζύγου του από το δωμάτιό της και έτρεξε αμέσως. Ενώ ήταν ακόμα ξαπλωμένη, είδε ξαφνικά να ανοίγει το ερμάριο του δωματίου και να εξέρχεται ο ίδιος γέρος με το λευκό μαντήλι στο κεφάλι. Ο μαρκήσιος δεν είδε τον άνθρωπο, βεβαιώνει όμως ότι είδε το φύλλο του ερμαρίου να χώνεται μόνο του προς τα μέσα ενώ συνήθως αυτό, όταν ανοίγει, βγαίνει προς τα έξω.

Όταν η μαρκησία συνήλθε από τη ταραχή της νέας αυτής εμφάνισης, επειδή είχε ιδιαίτερο ταλέντο στη ζωγραφική, ζωγράφισε ακριβώς όχι μόνο την ενδυμασία αλλά και τα χαρακτηριστικά του γέρου. Την εικόνα αυτή την έδειξαν στο μακαρίτη Μπόταση, έναν από τους προύχοντες του νησιού και τέως πρόεδρο της Εθνολογικής Εταιρείας ο οποίος ήρθε να τους επισκεφτεί και αναγνώρισε αμέσως των Ιωάννη Δημητρίου Ορλώφ, ο οποίος έμενε επί Καποδίστρια στις Σπέτσες και ήταν ο μόνος ο οποίος ήταν ντυμένος με ευρωπαϊκά ρούχα. «Α λα φράγκα», όπως έλεγαν. Αναγνώρισε όχι μόνο το μαντήλι με το οποίο έδενε το κεφάλι του αλλά και το σκουροκίτρινο κομπολόι με το οποίο τον έβλεπε η μαρκησία.

Τη ζωγραφιά αυτή την αναγνώρισε και μία γριά 90 ετών η οποία ήταν πλύστρα στο σπίτι του. «Μα αυτός είναι ο μακαρίτης, ο καλός αφέντης. Ναι αυτός είναι», φώναξε μόλις τον είδε. Ο Μποτάσης τους διηγήθηκε ότι το σπίτι στο οποίο έμεναν ανήκε παλιά στον Ορλώφ και τους διαβεβαίωσε ότι συχνά συμβαίνουν στο νησί παράξενα φαινόμενα τα οποία δεν μπορούσαν να εξηγήσουν.

Από τις πληροφορίες των ντόπιων ο Ορλώφ είχε εξαφανιστεί ξαφνικά από το νησί πριν από 60 χρόνια, το 1858 δηλαδή, χωρίς να γνωρίζει κανείς τι απέγινε. Γενική ιδέα πάντως ήταν ότι είχε πνιγεί σε κάποιο ναυάγιο που είχε γίνει, καθώς ένα καίκι που πήγαινε για Πειραιά, είχε βυθιστεί με όλους τους επιβάτες. Μια από εκείνες τις μέρες η δις Lachausse ξεκουραζόταν στο δωμάτιό της. Τότε άκουσε βήματα στο δωμάτιό της. Άνοιξε τα μάτια της αλλά δεν είδε τίποτα, είχε όμως έντονο το συναίσθημα πως κάποιος βρισκόταν στο δωμάτιο. Την ίδια στιγμή άκουσε από το διπλανό προς το κρεβάτι κάθισμα να ακούγονται τριγμοί σαν να κάθισε κάποιος πάνω του. Σηκώθηκε τότε από το κρεβάτι της και προσπάθησε να μετακινήσει το κάθισμα. Αυτό όμως υπήρξε αδύνατο.

Τότε όρμησε έντρομη έξω να διηγηθεί το γεγονός όταν όμως ήρθαν και οι άλλοι μέσα ούτε τριγμοί ακούγονταν, ούτε και υπήρχε κάποια δυσκολία στη μετακίνησή του. Αποφασίστηκε τότε από περιέργεια να εφαρμόσουν τις συνηθισμένες μεθόδους των πνευματιστών για να επικοινωνήσουν με την οπτασία. Άρχισαν λοιπόν με τους γνωστούς τρόπους του τραπεζιού. Την «Τυπολογία». Ο γέρος όμως άρχισε να εμφανίζεται σε αυτές τις συνεδριάσεις όλο και πιο τακτικά και κάποια φορά είπε στη μαρκησία. «Αφήστε τα τραπέζια και πάρτε χαρτί και μολύβι».

Αμέσως λοιπόν η μαρκησία άρχισε να γράφει ασυναίσθητα, εμπνεόμενη από το γέρο (αυτόματη γραφή). Ο Ορλώφ ανακοίνωσε τότε (σύμφωνα με τα γραφόμενα της αυτόματης γραφής) ότι ήταν υπουργός των Εξωτερικών επί Καποδίστρια, ότι το σπίτι αυτό ήταν δικό του και ότι εδώ και καιρό προσπαθεί να επικοινωνήσει με τους ζωντανούς χωρίς να μπορεί, επειδή όπως είπε όλοι όσοι είχαν κάτσει ως τώρα στο σπίτι ήταν «κτήνη» και ότι αυτός ζητούσε ένα κατάλληλο μέντιουμ για το σκοπό του. Ακόμα τους είπε ότι τους παρακολουθούσε εδώ κα καιρό και πως αυτός τους ενέπνευσε την ιδέα να παραθερίσουν στις Σπέτσες για να τους φανερωθεί.

Κατοικούσε λοιπόν, όπως διηγήθηκε στο σπίτι αυτό με μία ερωμένη του, η οποία γνωρίζοντας ότι σε μία κρύπτη του τοίχου είχε απόθεμα 60.000 φράγκων, ποσό τεράστιο για την εποχή εκείνη, τον δολοφόνησε για να τα σφετεριστεί Μια νύχτα, καθώς κοιμόταν στο δωμάτιό όπου τώρα ήταν το δωμάτιο της μαρκησίας, ήρθε σιγά σιγά και άρχισε να τον χτυπά στο κεφάλι με ένα σφυρί. Εκείνος ξύπνησε και άρχισε να φωνάζει για βοήθεια. Εκείνη όμως εξακολουθούσε να τον χτυπά μέχρι που τον σκότωσε και τότε με τη βοήθεια της αδερφής της γκρέμισαν ένα μέρος του τοίχου και το έθαψαν μέσα όρθιο. Να σημειωθεί πως οι τοίχοι των παλιών σπιτιών στις Σπέτσες είναι πολύ παχιοί έτσι ώστε να μπορεί να θαφτεί κάποιος άνθρωπος.

Στο τοίχο αυτό έμεινε μέχρι που έλιωσαν οι σάρκες και έμεινε ο σκελετός. Τότε οι δύο γυναίκες έβγαλαν τα οστά και αφού έβγαλαν μερικές σανίδες του πατώματος, έβαλαν τα οστά εκεί και έπειτα ξανατοποθέτησαν τις σανίδες. Έκτοτε κατά την υπαγόρευση του Ορλώφ, η ερωμένη του σφετερισθείσα τις 60.000 φράγκα μετακόμισε στο Πειραιά όπου πάντρεψε τη κόρη της με τον ήδη ιδιοκτήτη της οικίας Μανιάτη, δίνοντας σε αυτόν προίκα την οικία της, ενώ η γριά η οποία κατοικούσε στο κάτω πάτωμα ήταν η αδερφή της. Ο Ορλώφ έδωσε ακόμη λεπτομερείς πληροφορίες για το μέρος που τάφηκε σώμα του στον τοίχο και για τον κρυψώνα. Το πρώτο ήταν στο δωμάτιο της δις Lachausse, κοντά στη τραπεζαρία και ακριβώς πάνω από το κρεβάτι της, όπου πράγματι το επίχρισμα του τοίχου έδειχνε τη σαφή διαφορά του σοβά στο ύψος ανθρώπινου αναστήματος.

Εκεί που έπρεπε να έχουν βαλθεί τα οστά επίσης φαινόταν πως οι σανίδες ήταν κομμένες ενώ οι άλλες ήταν μακριές. Αφού βάλανε σε μία από τις χαραμάδες του πατώματος σύρμα συνάντησαν όντως στο κενό χώρο του διπλού πατώματος σκληρά αντικείμενα ανακινούμενα και κροταλίζοντα. Ο κρυψώνας να σημειωθεί πως βρισκόταν στο κοιτώνα της μαρκησίας. Όντως ο κ. Prat de Nantouillet χτυπώντας με το χέρι του, το βρήκε κενό. Τότε γκρεμίζοντας λίγο από τον τοίχο, έβαλε λόγω έλλειψης άλλου αντικειμένου, το ξίφος του πατέρα της Μαρκησίας, βαρόνου Pigeard, στρατηγού, το οποίο του το είχε δώσει ο ίδιος ο Ναπολέων κατά τη μάχη του Austerlitz, και πιστοποίησε την ύπαρξη της κρυψώνας η οποία ήταν κενή.

Για να μην αρχίσουν ενοχλήσεις από την αστυνομία και τις ανακριτικές αρχές άλλες έρευνες δεν έγιναν. Με τα καθημερινά όμως αυτά πειράματα, άρχισε σειρά περίεργων ανακοινώσεων οι οποίες κράτησαν όλη την καλοκαιρινή περίοδο, τρεις περίπου μήνες, συγκεντρώνοντας στο σπίτι του Prat de Nantouillet πολλούς παραθεριστές των Σπετσών όπως τη κ. Γρίβα, τον καθηγητή του Ωδείου κ. Μπουστιντούι με τη σύζυγό του, τον κ. Πέτρο Μποτάση με τη σύζυγο του, του γένους Αδοσίδου, τον πλοίαρχο Μπουμπούλη κ.α. (Ο κ. Jose de Bustindui, καθηγητής του Ωδείου και η κυρία Bustindui, κατέθεσαν ότι όντως παρέστησαν ένα βράδυ σε μία συνεδρίαση. Σε αυτή έγιναν μάρτυρες έντονης τηλεκινησίας ενός μεγάλου στρογγυλού τραπεζιού από καρυδιά, το οποίο αν και θα ήταν δύσκολο να σηκωθεί από δύο άτομα, αυτό μετακινήθηκε και ανατράπηκε σε την απλή τοποθέτηση των χεριών της μαρκησίας πάνω του.

Και σαν να μην έφτανε αυτό, όταν αναποδογύρισε εξακολουθούσε να κινείται μέχρι που χτύπησε δυνατά πάνω στη πόρτα. Και οι δυο διηγούνται πως η εντύπωση ήταν τόσο ισχυρή ώστε δεν μπόρεσαν να κοιμηθούν όλη τη νύχτα και δεν θέλησαν να παρακολουθήσουν πλέον τα πειράματα. Η κ. Bestindui κατέθεσε επίσης ότι ενώ καθόταν μαζί με τον μαρκήσιο de Nantouillet σε ένα μικρό καναπέ, η μαρκησία τους πληροφόρησε πως ο Ορλώφ κάθισε μαζί τους.

Τότε διαπίστωσε ένα έντονο παγερό συναίσθημα στο δεξιό βραχίονα. Βέβαια αυτό δεν αποκλείει και την αυθυποβολή η οποία όμως πρέπει να είναι ομαδική γιατί το ίδιο συναίσθημα είχε νιώσει όπως είδαμε και ο μαρκήσιος de Nantouillet). Κάθε μέρα και ώρα 8.30 με 9 οι ένοικοι του σπιτιού ειδοποιούνταν από τους γρυλλισμούς και την ανησυχία του σκύλου για την έλευση. Έπειτα έμπαινε ο Ορλώφ και καθότανε στη θέση του, συνήθως ορατός μόνο από τη μαρκησία ενώ ο Prat de Nantouillet έβλεπε μόνο μερικές φορές και μόνο όταν η εμφάνιση περνούσε μπροστά από τη λάμπα, μια αχνή σκιά, οι οποία σχηματιζόταν στο τοίχο. Αυτό που έβλεπε ήταν όχι μόνο το σώμα αλλά και το κεφάλι και το χαρακτηριστικό μαντήλι με το οποίο ήταν πάντα τυλιγμένο.

Το φαινόμενο αυτό διαρκούσε πολλές φορές και μετά τις 12 το βράδυ. Μία μέρα και καθώς ο μαρκήσιος εργαζόταν στο γραφείο του το απόγευμα με τη δακτυλογράφο του, ακούστηκε δυνατός ήχος σαν να χτυπάει ένα σφυρί στον τοίχο. Πετάχτηκε τότε στο παράθυρο αλλά δεν ήταν κανείς στο δρόμο. Μετά από λίγο ο ήχος επαναλήφτηκε μαζί με δυνατές αντρικές φωνές. Εξέτασε και πάλι το δρόμο και τη σοφίτα αυτή τη φορά. Αλλά και πάλι τίποτα. Γύρω στα μεσάνυχτα όμως όλοι ξύπνησαν από αγωνιώδες κραυγές. «Βοήθεια, βοήθεια, με σκοτώνουν». Αναστατώθηκαν όλοι και όπως ήταν φυσικό δεν βρήκαν κανένα μέσα στο σπίτι.

Την επόμενη μέρα όμως, ο Ορλώφ τους ανακοίνωσε μέσω της γραφής της μαρκησίας ότι αναπαράστησε ο ίδιος τη σκηνή του φόνου προσθέτοντας ότι επιθυμούσε εκκλησιαστική αποκατάσταση. Εν τω μεταξύ η κατοικούσα γριά του κάτω πατώματος η οποία είχε ακούσει ότι διαδίδονταν η φήμη ύπαρξης φαντάσματος στο σπίτι της, διαμαρτύρονταν διαρκώς λέγοντας ότι όλα είναι ψέματα και ότι της δυσφημούν το σπίτι. Μια μέρα μάλιστα ανέβηκε στο άνω πάτωμα και κρατώντας ένα μαγκάλι στο χέρι, διαμαρτυρήθηκε στη μαρκησία λέγοντας πως αν το μάθουν η αδερφή της και οι ανεψιοί της θα θυμώσουν πολύ.

Τότε όμως και εκείνη της έδειξε την ζωγραφισμένη εικόνα και της είπε ότι ο Ορλώφ ερχόταν κάθε βράδυ. Στη θέα αυτή η γριά αλλόφρων άφησε το μαγκάλι να πέσει κάτω και έφυγε φωνάζοντας : «Αχ, Παναγία μου, αχ Παναγία μου». Από τότε δεν τόλμησε να τους ξαναενοχλήσει Ένα απόγευμα ο Ορλώφ τους ανακοίνωσε ότι για τρεις μέρες θα επικοινωνεί μεν μαζί τους αλλά δεν θα εμφανιστεί, γιατί βρίσκεται σε τιμωρία από Εκείνον, επειδή έφερε κακές σκέψεις σε μία γυναίκα των Σπετσών (!). Να σημειωθεί πως όσες φορές μιλούσε για κάποιες ανώτερες δυνάμεις μεταχειριζόταν πάντα τη λέξη Εκείνος.

Αναγγέλλοντας λοιπόν τη τιμωρία του ειδοποίησε συγχρόνως ότι θα εμφανιζόταν μετά τρεις μέρες ακριβώς στις 10 παρά 4 λεπτά. Λοιπόν καθώς την ημέρα εκείνη βρισκόταν συγκεντρωμένοι, στις 10 παρά 6, άρχισε όπως συνήθως ο σκύλος να γρυλίζει υπόκωφα, ακριβώς στις 10 παρά 4 λεπτά εμφανίστηκε ο Ορλώφ. Πρώτη φορά τότε ο de Nantouillet είδε και αυτός τη σκιά του. Ολόκληρο το σώμα μέχρι και το φιόγκο του μαντηλιού που φορούσε στο κεφάλι, διαγραφόταν αμυδρά σαν αραιό τούλι στην ασπροβαμμένη πόρτα. Από τότε ο Ορλώφ ερχόταν τακτικά από τις 8.30 μέχρι τις 9.00 το βράδυ και έμενε ακόμα και μετά τα μεσάνυχτα.

Επειδή τότε ο παγκόσμιος πόλεμος μονοπωλούσε το ενδιαφέρον του κόσμου, τους ανακοίνωνε τακτικά τις νεώτερες ειδήσεις τις οποίες όντως και διάβαζαν την επόμενη στις εφημερίδες. Ένα απόγευμα τους ανακοίνωσε ότι οι Αμερικάνοι συμμετέχουν για πρώτη φορά σε πόλεμο κοντά στο Noyon. «Τι θέλουν οι Αμερικάνοι εκεί, εκείνοι είναι στα Βόσγια», αντέτεινε ο κ. Μπουμπούλης. Ο Ορλώφ όμως επέμενε, δυσαρεστήθηκε μάλιστα που τον αμφισβητούσαν. Και όντως την επόμενη μέρα εξακριβώθηκε πως η είδηση ήταν σωστή. Επίσης κάποιο άλλο απόγευμα τους είπε πως η Βουλγαρία θα κάνει ανακωχή την 10η Οκτωβρίου.

«Θα εισέλθει ο στρατός μας στη Σόφια;», ρώτησε η κ. Γρίβα. «Δυστυχώς όχι, αγαπητή κυρία», είπε ο Ορλώφ. Σημειωτέον δε ότι ενώ τους άλλους τους μιλούσε με κάποιο υπερήφανο ύφος, την κ. Γρίβα ιδιαιτέρως την αποκαλούσε Αγαπητή Κυρία (Chere madame), επειδή η μαρκησία έγραφε Γαλλικά. Την εποχή που ο μαρκήσιος de Prat βρισκόταν στις Σπέτσες, η μητέρα του ήταν άρρωστη στην Αθήνα. Ο Ορλώφ λοιπόν του έδινε τακτικά ειδήσεις για την υγεία της οι οποίες όπως διαπιστώνονταν από επιστολές που ερχόταν αργότερα ήταν σωστές. Το περίεργο είναι ότι η αδερφή του Prat μένοντας στην Αθήνα με τη μητέρα της έλεγε ότι άκουγε κρότους κάθε βράδυ στη πόρτα της. Όσες φορές ρώτησαν τον Ορλώφ για την άλλη ζωή τους απαντούσε πως δεν του επιτρεπόταν να μιλήσει για τέτοια θέματα. Ένα απόγευμα, η μαρκησία μαζί με τη μικρή της κόρη, την αδερφή του ανδρός της και του σκύλου τους είχαν πάει για θαλάσσια εκδρομή με τη βάρκα. Σιγά-σιγά όμως απομακρύνθηκαν και αρκετά και καθώς ήταν περασμένη η ώρα άρχισαν να ανησυχούν.

Τη στιγμή εκείνη ο σκύλος ακούστηκε να γρυλίζει υπόκωφα όπως γινόταν κάθε απόγευμα όταν ερχόταν ο Ορλώφ, και τότε η μαρκησία τον διέκρινε στην πλώρη να χαμογελάει ενθαρρυντικά. Όταν τελικά επέστρεψαν στο σπίτι και άρχισε η συνεδρίαση ο Ορλώφ της δήλωσε μέσω της αυτόματης γραφής ότι της είχε αισθανθεί φοβισμένες στη θάλασσα και πήγε για να τις ενθαρρύνει. Κάποια μέρα η δις Lachausse ονειρεύτηκε επί 2-3 νύχτες συνεχώς ότι το κρεβάτι της μεταφερόταν από το μέρος που ήταν στην απέναντι πλευρά. Το διηγήθηκε αυτό στον de Prat ο οποίος την συμβούλευσε να μεταφέρει το κρεβάτι εκεί που έδειχνε το όνειρο. Όταν το έκανε αυτό τα όνειρα αυτά ησύχασαν. Το μέρος λοιπόν που τοποθετήθηκε το κρεβάτι ήταν η θέση όπου είχαν τοποθετηθεί τα οστά του Ορλώφ.

Ένα άλλο βράδυ, 12-15 παριστάμενοι σκέφτηκαν να απευθύνουν νοερά στον Ορλώφ διάφορα ερωτήματα σε διάφορες γλώσσες. Όλοι πήραν ακριβή απάντηση μέσω της μαρκησίας με την μέθοδο της αυτόματης γραφής. Να σημειώσουμε εδώ πως η μαρκησία δεν γνώριζε καμία από τις ερωτήσεις που τέθηκαν ενώ οι απαντήσεις δόθηκαν όλες στα Γαλλικά. Ερωτήσεις έκαναν η κ. Γρίβα στα Γερμανικά, ο κ. Γιακούσεφ, γραμματέας της Ρωσικής πρεσβείας στα Ρωσικά, ο μαρκήσιος de Prat στα ισπανικά, κ.α. Στο μεταξύ το καλοκαίρι πέρασε και ο μαρκήσιος επέστρεψε στην Αθήνα. Εκεί έγιναν 2-3 συνεδριάσεις στη Ρουμανική πρεσβεία από τον κ. Φιλοδώρω.

Σε αυτές επικοινώνησε μεν ο Ορλώφ χωρίς όμως να εμφανισθεί γιατί όπως είπε τα οστά του ήταν αλλού και του ήταν αδύνατη η υλοποίηση. Συγχρόνως όμως η μαρκησία άρχισε να δείχνει σημεία νευρικής ταραχής και τα πειράματα διακόπηκαν. Οι συζητήσεις για τα γεγονότα φυσικά εξακολουθούσαν. ‘Ένα απόγευμα η κυρία Πέτρου Μποτάση αστειεύτηκε με τα γεγονότα. Το βράδυ στον ύπνο της είδε τον Ορλώφ να ταρακουνάει άγρια το κρεβάτι της και να της λέει : «Δεν πρέπει να γελάς με αυτά τα πράγματα γιατί θα πάθουν δυστυχήματα όσοι τα αρνούνται.» Μετά από μερικές μέρες συνέβη το παρακάτω περίεργο περιστατικό. Ο διπλωμάτης Γεώργιος Καρατζάς, θείος από τη μεριά της μητέρας του de Prat, μη πιστεύοντας στα γεγονότα, είχε πει γελώντας στη μαρκησία : «Σου έχω ένα καλό δωμάτιο στο Δαφνί για να σε κλείσω εκεί» «Μη κοροϊδεύεις θείε μου, γιατί θα σου φέρει δυστυχία.», είπε εκείνη στεναχωρημένη.

Μετά από τρεις εβδομάδες ο Γεώργιος Καρατζάς πέθανε από γρίπη… Να σημειωθεί πως ενώ ήταν άρρωστος η μαρκησία είχε περάσει από το σπίτι του και είχε μάθει ότι ήταν καλύτερα και ο πυρετός είχε πέσει. Την ίδια νύχτα είχε το εξής όνειρο. Βρισκόταν στη Βικτώρια οδηγούμενη από τον Γεώργιο Καρατζά, χλωμό και χωρίς να απαντά στις ερωτήσεις της. Στην Αχαρνών, κοντά στη πλατεία Μαυροκορδάτου, κατέβηκε από την άμαξα και τον ρώτησε γιατί δεν κατεβαίνει και αυτός. Εκείνος όμως την αποχαιρέτησε κάνοντας νόημα με το χέρι και η άμαξα εξαφανίστηκε. Η μαρκησία διηγήθηκε το πρωί το όνειρο και εξέφρασε την πεποίθηση της ότι ο Καρατζάς θα πεθάνει. Όντως την ίδια μέρα απεβίωσε.

alitogr

Post A Comment:

Εγγραφείτε στις ενημερώσεις Push Notifications