Μια επίσκεψη στο μυστηριώδες νησί του Πάσχα για να γνωρίσουμε από κοντά τα περίφημα αγάλματα που υπάρχουν σε αυτό, να εμβαπτιστούμε στο μυστήριο που το περιβάλλει και να γίνουμε κοινωνοί των αινιγμάτων που πλανώνται εκεί ζητώντας, εδώ και αιώνες, απαντήσεις.
Υπάρχουν ορισμένοι τόποι πάνω στη Γη που αποπνέουν μια έντονη ατμόσφαιρα μυστηρίου και μια διάχυτη αίσθηση ιερότητας, εξάπτουν δημιουργικά τη φαντασία του ανθρώπου, προκαλούν δέος και φαίνονται να προσφέρουν επαφή με μια αδιόρατη ενεργειακή ποιότητα που ξεφεύγει από τα λόγια. Συχνά τέτοιοι τόποι χαρακτηρίστηκαν, διαχρονικά, ως «τόποι δύναμης» καθώς μπορούσαν να επηρεάζουν τους ανθρώπους με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Παραδοσιακά, τέτοιοι τόποι δύναμης συνδέθηκαν με την παρουσία αρχαίων μνημείων σε αυτά και όπως φαίνεται ένας τέτοιος τόπος ήταν και το περίφημο νησί του Πάσχα.
Το νησί του Πάσχα είναι μια ηφαιστειογενής, μικροσκοπική κουκκίδα στεριάς μέσα στην απεραντοσύνη του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού. Ανακαλύφθηκε το 1722 μ.Χ. από τον Ολλανδό ναύαρχο Γιάκομπ Ρόγκεβεν (Jacob Roggeveen) την ημέρα του Πάσχα και από το γεγονός αυτό προέκυψε η ονομασία του.
Καλύπτει μια έκταση περίπου 170 τετραγωνικών χιλιομέτρων, έχει μέγιστο υψόμετρο 540 μέτρα, και βρίσκεται περίπου 3.800 χιλιόμετρα δυτικά της Χιλής (στην οποία και ανήκει) και 3.100 χιλιόμετρα ανατολικά της Ταϊτής. Το κλίμα του νησιού χαρακτηρίζεται ως υποτροπικό και υπάρχουν δύο κλιματολογικές περίοδοι, η υγρή και η ξηρή. Το έδαφος του είναι άγονο και διαβρωμένο, η βλάστηση λιγοστή, ενώ υπάρχουν ενδείξεις πως κάποτε διέθετε πλούσια βλάστηση. Αφιλόξενα βράχια, ισχυροί άνεμοι και θαλάσσια ρεύματα δυσχεραίνουν την προσέγγιση από θαλάσσης, ενώ επάνω του υπάρχουν τρία ηφαίστεια. Το νησί στις μέρες μας προστατεύεται από την Ουνέσκο, έχει ανακηρυχθεί εθνικό πάρκο και αποτελεί τουριστικό προορισμό για αρκετούς ανθρώπους από όλο τον κόσμο που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ελκύονται από τη μυστηριώδη του «αύρα», ενώ διαθέτει και αεροδρόμιο.
Οι κάτοικοί του το αποκαλούσαν σε παλαιότερες εποχές «Τε Πίτο o τε Χένουα» (Te Pito o te Heneva) που σημαίνει «Ομφαλός της Γης». Σήμερα το ονομάζουν Ράπα Νούι (Rapa Nui) που σημαίνει «μεγάλο Ράπα». Η τελευταία ονομασία λέγεται πως δόθηκε από έναν Ταϊτινό που το επισκέφθηκε τον 19ο αιώνα και στον οποίο θύμιζε τη νήσο Ράπα της Ταϊτής.
Το νησί του Πάσχα αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα αρχαιολογικά και ανθρωπολογικά αινίγματα και πλήθος υποθέσεις έχουν διατυπωθεί, κατά καιρούς, σχετικά με τον πολιτισμό που κάποτε υπήρχε πάνω σε αυτό. Τα μυστηριώδη πέτρινα αγάλματα που βρίσκονται εκεί αποτελούν επίσης ένα μεγάλο μυστήριο, καθώς δεν είναι γνωστό το πώς ακριβώς κατασκευάστηκαν, τι αναπαριστούν και κυρίως το πώς τοποθετήθηκαν στη θέση τους.
Οι 'Aγνωστες Φυλές του Νησιού
Οι κάτοικοι του νησιού πιστεύεται πως έφθασαν σε αυτό από άλλες περιοχές, κάτι που υποστηρίζεται και από τους μύθους που υπάρχουν. Η επίσημη εκδοχή είναι ότι πρόκειται για Πολυνήσιους που μετανάστευσαν εκεί περίπου τον 5ο μ.Χ. αιώνα. Βέβαια, όπως θα δούμε στη συνέχεια, υπάρχουν και άλλες εκδοχές. Αξίζει να σημειωθεί πως αρκετά αρχαιολογικά ευρήματα στο νησί όπως το τείχος του 'Aχου Βινάπου (Αhu Vinapu) θεωρούνται ότι κατασκευάστηκαν τον 3ο-4ο αιώνα μ.Χ. γεγονός που εκλαμβάνεται ως ισχυρή ένδειξη για την παρουσία ενός αρκετά παλαιότερου πολιτισμού που υπήρχε εκεί.
Σύμφωνα με τον κύριο μύθο του νησιού, οι πρώτοι κάτοικοι προέρχονταν από μια ήπειρο που ονομαζόταν Χάιβα (Hiva) και συγκεκριμένα από μια χώρα που λεγόταν Μαορί (Maori). Αυτή η ήπειρος καταστράφηκε από έναν κατακλυσμό και χάθηκε στη θάλασσα. Πριν την καταστροφή ο βασιλιάς Χότου Μάτουα (Hotu Matua) συγκέντρωσε το λαό του σε δύο μεγάλες βάρκες και μετά από 120 ημέρες ταξιδιού στη θάλασσα έφθασαν στο νησί του Πάσχα.
Ένας άλλος μύθος αναφέρει ότι σε πολύ παλιές εποχές ο θεός Ουάκε (Quake) θυμωμένος προκάλεσε σεισμούς και εκρήξεις ηφαιστείων στην ευρύτερη περιοχή της Πολυνησίας. Χρησιμοποιώντας ένα γιγάντιο κοντάρι έβγαζε τα νησιά από τη θέση τους και έτσι αυτά παρασέρνονταν από τεράστια κύματα, ωστόσο δεν κατάφερε να κάνει το ίδιο στο νησί του Πάσχα καθώς εκεί ο κοντάρι του έσπασε.
Οι μύθοι του νησιού του Πάσχα οι οποίοι ουσιαστικά αναφέρονται σε μια πανάρχαια καταστροφή, οδήγησαν πολλούς ερευνητές να συσχετίσουν την ιστορία του με εκείνη της μυθικής ηπείρου Μου – Λεμουρίας, καθώς και με την Ατλαντίδα. Όταν ο Γιάκομπ Ρόγκεβεν το 1722 μ.Χ. ανακάλυψε το νησί (αν και υπάρχουν στοιχεία ότι ήταν γνωστό σε πειρατές πριν από αυτή την ημερομηνία) παρατήρησε την παρουσία δύο φυλών πάνω σε αυτό για τις οποίες κράτησε σημειώσεις. Σε αυτές αναφέρει πως δεν χρησιμοποιούσαν μέταλλα και δε γνώριζαν τη χρήση του τροχού, πως χρησιμοποιούσαν λίθινα εργαλεία και ότι καλλιεργούσαν πατάτες, ζαχαροκάλαμα και μπανάνες. Κατά την εκτίμησή του οι κάτοικοι του νησιού ήταν περίπου 5.000.
Τα μέλη της φυλής Χανάου Ύπε, ονομασία που σημαίνει Μακριά Αυτιά, είχαν ψηλό ανάστημα, λευκό δέρμα και ορισμένοι είχαν κοκκινωπά μαλλιά. Στα αυτιά τους φορούσαν μεγάλους δίσκους και έτσι επιμήκαιναν τους λοβούς, στο σώμα τους είχαν τατουάζ και εκτελούσαν τελετές γύρω από τα περίφημα αγάλματα του νησιού. Τα μέλη της φυλής των Χανάου Μομόκο, ονομασία που σημαίνει Κοντά Αυτιά, είχαν χαμηλότερο ανάστημα και σκουρόχρωμο δέρμα. Σύμφωνα πάντα με τις σημειώσεις του Γιάκομπ Ρόγκεβεν, αυτή η φυλή ζούσε πιο απλά και δεν φαίνονταν να ενδιαφέρεται για τα όσα απασχολούσαν τα Μακριά Αυτιά.
Το 1770 μ.Χ. μια αποστολή που είχε οργανωθεί από τον Ισπανό αντιβασιλιά του Περού επισκέφθηκε το νησί. Τότε ο αριθμός των κατοίκων του νησιού εκτιμήθηκε ότι ήταν 3.000 περίπου. Το 1774 μ.Χ. αποβιβάστηκε στο νησί ο θαλασσοπόρος και εξερευνητής πλοίαρχος Κουκ (Cook) και τα όσα είδε εκεί οδηγούν στο συμπέρασμα πως στο νησί είχαν λάβει χώρα μεγάλες αλλαγές από τότε που πέρασαν οι Ισπανοί (δηλαδή μέσα σε τέσσερα έτη). Σύμφωνα με τον Κουκ, ο πληθυσμός του νησιού ήταν τότε μόλις μερικές εκατοντάδες (600-700 άτομα) και οι περισσότεροι ιθαγενείς οπλοφορούσαν με ρόπαλα και ακόντια. Δεν υπήρχαν πλέον μέλη της φυλής των Μακριών Αυτιών, δεν λατρεύονταν τα αγάλματα ορισμένα εκ των οποίων βρίσκονταν πεσμένα στο έδαφος και υπήρχε πρόβλημα εύρεσης τροφής.
Όπως διαπιστώθηκε από τα μέλη της αποστολής του Κουκ και σύμφωνα με τα όσα τους διηγήθηκαν ορισμένοι κάτοικοι του νησιού με τους οποίους είχαν μια στοιχειώδη επικοινωνία, υπήρξε διαμάχη ανάμεσα στις φυλές του νησιού που οδήγησε σε πόλεμο και σε αφανισμό της φυλής των Μακριών Αυτιών.
Θεωρείται ως κύρια αιτία της διαμάχης ο υπερπληθυσμός του νησιού που οδήγησε σε σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή της χλωρίδας και της πανίδας, σε ανεπάρκεια πρώτων υλών και σε έλλειψη τροφής.
Σύμφωνα με τον εθνολόγο Θορ Χέιρνταλ (Thor Heyerdahl) (ο οποίος το 1947 ταξίδεψε με την περίφημη σχεδία Κον Τίκι από το Περού έως την Πολυνησία) η ανοιχτόχρωμη φυλή των Μακριών Αυτιών προερχόταν από τη Νότια Αμερική και αυτός ήταν και ο λόγος κατά την άποψή του που οι κάτοικοι του νησιού καλλιεργούσαν πατάτες οι οποίες ήταν ιθαγενές φυτό για τη Νότια Αμερική αλλά όχι για την Πολυνησία. Η θεωρία του επίσης υποστήριζε ότι αυτή η πρώτη φυλή ήταν εκείνη που κατασκεύασε τα περίφημα αγάλματα και τις μυστηριώδεις επιγραφές που υπάρχουν ακόμη και σήμερα στο νησί. Όμως οι θεωρίες του δεν έγιναν τότε αποδεκτές, καθώς υπήρξε ο αντίλογος πως η ανθρωπολογική, γλωσσολογική και βοτανολογική έρευνα οδηγούσαν στο συμπέρασμα πως επρόκειτο για Πολυνήσιους.
Σημαντικό πλήγμα στον πολιτισμό το νησιού δόθηκε και από τις ιεραποστολές τα μέλη των οποίων προχώρησαν σε εκτεταμένες καταστροφές επιγραφών και τεχνουργημάτων. Όσο για τους πρώτους εξερευνητές που αποβιβάστηκαν σε αυτό φέρθηκαν με βαρβαρότητα στους κατοίκους του, τους οποίους συχνά χρησιμοποιούσαν ως κινούμενους στόχους για σκοποβολή.
Τον 19ο αιώνα και ειδικά το 1862 ο υγιής πληθυσμός του νησιού οδηγήθηκε στη δουλεία, μαζί τους και ο τότε φύλαρχος Κάιμα Κόι (Kaima Koi) με την οικογένειά του, από περουβιανούς δουλεμπόρους και αυτό ήταν το τελειωτικό πλήγμα. Κατάφεραν να επιστρέψουν μόλις 10-15 άτομα ανάμεσα στα οποία βρίσκονταν και φορείς του μικρόβιου της ευλογιάς. Έτσι αποδεκατίστηκε ο πληθυσμός το νησιού και αναφέρεται πως το 1877 είχαν απομείνει 111 εξαθλιωμένα άτομα.
Γενικά, ιστορία του νησιού σύμφωνα με την επίσημη και όχι από όλους αποδεκτή ιστορική εκδοχή διακρίνεται σε τρεις περιόδους:
Την πρώτη περίοδο (700-850 μ.Χ.) στην οποία ανάγονται τα πρώτα μικρότερου ύψους αγάλματα Μοάι (Moai) και οι πρώτες εξέδρες 'Aχου. Σε αυτή την περίοδο ανάγεται και το γλυπτό ενός άνδρα που γονατιστός κάθεται στις φτέρνες του και ακουμπάει τις γροθιές του στα γόνατα (τα χαρακτηριστικά του εμφανώς παραπέμπουν στην τεχνοτροπία τεχνουργημάτων και μνημείων των πολιτισμών της Νοτίου Αμερικής).
Τη δεύτερη περίοδο (1050-1680 μ.Χ.) ανακατασκευάστηκαν πολλές εξέδρες 'Aχου και τότε εκτιμάται πως κατασκευάζονταν όλο και μεγαλύτερα αγάλματα. Αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται και από την εκτεταμένη λατρεία ενός ανθρωπόμορφου πουλιού που ονομαζόταν Μάκε - Μάκε (Make - Make) και η οποία συνοδευόταν από τελετές.
Την τρίτη περίοδο (1680 μ.Χ έως σήμερα) στη διάρκεια της οποίας εκδηλώθηκαν πόλεμοι των φυλών στο νησί και ο πληθυσμός του οδηγήθηκε στην εξαθλίωση και ακόμη πιο πέρα στα χέρια των δουλεμπόρων. Δύσκολες στιγμές πέρασαν οι κάτοικοι του νησιού και στη διάρκεια της πολυετούς δικτατορίας της Χιλής, με το φόβο να πλανάται πάνω από το νησί.
Σήμερα, ο πληθυσμός του νησιού εκτιμάται ότι αριθμεί κοντά στις δύο χιλιάδες άτομα, ανάμεσα στους οποίους υπάρχουν και αρκετοί έποικοι από τη Χιλή. Και ενώ η προσάρτηση του νησιού στη Χιλή έγινε το 1888 οι κάτοικοί του απέκτησαν πλήρη δικαιώματα Χιλιανού πολίτη το 1965.
0 comments
Δημοσίευση σχολίου