«ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΠΑΡΤΣΕΛΟΝΑ…» Ήταν τέλη Δεκέμβρη του 1936, λιγότερο από 7 μήνες από τότε που άρχισα γράφω, και είναι ακόμα για μένα, μια περίοδος, που μου αντιστάθηκε, πριν αρχίσει να ξεμακραίνει.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν, αυτή την αίσθηση, κατάφεραν να την κάνουν να σβήσει πολύ πιο δυνατά, απ’ ότι, ας πούμε, τα γεγονότα του 1935, ή (με αλλιώτικο βέβαια τρόπο), ακόμα και αυτά του 1905! Έφτασα στην Ισπανία με μια κάποια θέληση να γράψω άρθρα για εφημερίδες, αλλά σχεδόν αμέσως, κατατάχτηκα στην Πολιτοφυλακή! Γιατί εκείνες τις μέρες, και σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, φάνταζε σαν, το απολύτως αυτονόητο, το πιο λογικό πράγμα που θα μπορούσε να κάνει κανείς!
Οι Αναρχικοί (σας θυμίσει κάτι? αυτοι προκάλεσαν και τους 2 παγκόσμιους πολέμους πίσω απο αυτα τα μιάσματα ειναι Οβριοί πάντα), εξακολουθούσαν να διατηρούν έναν μάλλον φανταστικό έλεγχο στην Καταλονία, και η Επανάσταση εξακολουθούσε να προχωράει μέσα από μια ιδιότυπη γενική έξαψη. Σε κάποιον πάντως που θα ήταν παρών από την αρχή των γεγονότων, φαινόταν, από τον Δεκέμβρη κιόλας ή τον Γενάρη, πως η Επαναστατική περίοδος, είχε ήδη τελειώσει. Αλλά για κάποιον που ερχόταν κατ’ ευθείαν από την Αγγλία, το θέαμα της Βαρκελώνης, ήταν σίγουρα κάτι το τρομακτικό και κατακλυσμιαίο!
Για μένα άλλωστε, ήταν και η πρώτη φορά που βρισκόμουν σε μια πόλη, όπου τα χαλινάρια τα κρατούσε η εργατική τάξη. Πρακτικά μιλώντας, όλα τα κτίρια, οποιουδήποτε μεγέθους, είχαν καταληφθεί από τους εργάτες, που είχαν βέβαια «φορέσει» τις κόκκινες σημαίες, ή και τις μαυρο-κόκκινες, των Αναρχικών.
Σε όλους, μα όλους τους τοίχους της πόλης, υπήρχαν ζωγραφισμένα σφυροδρέπανα και εμβλήματα των επαναστατικών κομμάτων. Σχεδόν κάθε εκκλησία είχε συληθεί, και οι εικόνες καίγονταν. Άλλες εκκλησίες, εδώ κι’ εκεί, είχαν κατεδαφιστεί συστηματικά από ομάδες εργατών. Σε κάθε κατάστημα, σε κάθε καφενείο, έβλεπες πινακίδες που έλεγαν πως το κατάστημα αυτό, είχε κολλεκτιβοποιηθεί! Ακόμα και παράγκες τσαγκάρικες είχαν κολλεκτιβοποιηθεί, και είχαν βαφτεί κοκκινόμαυρες! Οι σερβιτόροι σε κοιτούσαν ίσια στα μάτια, και σου φέρονταν σαν ίσος σε ίσο.
Ενώ κάποιες μορφές της γλώσσας κάπως πιο επίσημες, είχαν προσωρινά εξαφανιστεί. Κανείς δεν αποκαλούσε πια τον άλλον «κύριε» ή «Δον», όλοι αποκαλούσαν ο ένας τον άλλο «σύντροφε», και αντί για «καλημέρα», όλοι χαιρετιόντουσαν με το «γειά».
Το να δίνεις ή να ζητάς και να παίρνεις φιλοδώρημα, ήταν πια απαγορευμένο, και με νόμο μάλιστα, από τον καιρό του Πρίμο ντε Ριβέρα.χΗ πρώτη δική μου εμπειρία γι’ αυτό, υπήρξε μια «διάλεξη» που μου έκανε ένας διευθυντής ξενοδοχείου, όταν προσπάθησα να δώσω φιλοδώρημα στο παιδί του ασανσέρ. Δεν υπήρχαν καθόλου ιδιωτικά αυτοκίνητα πλέον, και τα τραμ, τα ταξί, & τα άλλα μέσα μεταφοράς, είχαν, όλα βαφτεί κόκκινα και μαύρα. Παντού έβλεπες επαναστατικές αφίσες, που έλαμπαν με τα καθαρά κόκκινα και μπλε τους χρώματα, κάνοντας τις λίγες διαφημίσεις που είχαν απομείνει, να φαίνονται σαν λασπωμένες μουτζούρες!
Κάτω στο Ράμπλας, στην άδεια κεντρική οδική αρτηρία, όπου το πλήθος σχημάτιζε ποτάμια, βαδίζοντας ολημερίς πάνω-κάτω, τα μεγάφωνα, μετέδιδαν συνέχεια επαναστατικά τραγούδια! Κι’ αυτό, συνεχιζόταν όλη τη μέρα, αλλά και αργά τη νύχτα.
Και αυτό ακριβώς το θέαμα του πλήθους, ήταν το πιο αλλόκοτο πράγμα απ’ όλα. Και για να το πούμε έξω απ’ τα δόντια, μιλάμε για μια πόλη, στην οποία, οι πλουσιότερες τάξεις, έδειχνε πως είχαν πλέον σταματήσει να υπάρχουν!
Και εκτός από έναν μικρό αριθμό γυναικών και ξένων, δεν υπήρχε κανείς, που να μπορείς να πεις πως ήταν καλοντυμένος. Στην πραγματικότητα, όλοι πλέον φορούσαν ρούχα της εργατικής τάξης, ή εκείνες τις μπλε φόρμες, ή και ρούχα-στολές της Πολιτοφυλακής.
Όλα αυτά πάντως, ήταν και αλλόκοτα, αλλά και συγκινητικά.
Υπήρχαν φυσικά, πολλά απ’ αυτά, που δεν τα καταλάβαινα. Ακόμα και πολλά, που μπορείς να πεις, πως δε μου άρεσαν καν. Αλλά σίγουρα, ήταν πράγματα, για τα οποία, δεν μπορούσες, παρά να αναγνωρίσεις πως άξιζε κάποιος να παλέψει γι’ αυτά!
Τελικά, πίστεψα πως τα πράγματα ήταν έτσι ακριβώς πως έδειχναν. Ότι αυτό που έβλεπα, ήταν όντως ένα Εργατικό Κράτος. Ότι όλη η Αστική τάξη, η μπουρζουαζία, είτε είχε τραπεί σε φυγή, είτε είχε σκοτωθεί στις μάχες, είτε, τέλος πάντων, είχε εθελοντικά προσχωρήσει στην πλευρά των εργατών.
Απλά, φαίνεται, πως καθόλου δεν είχα πάρει χαμπάρι, πως πλήθη ολόκληρα από αστούς, που μάλιστα έδειχναν να ξέρουν πολύ καλά τι έκαναν, «παρίσταναν τον ψόφιο κοριό», μεταμφιεσμένοι σε εργάτες μέχρι να περάσει η μπόρα.
Μαζί με όλα αυτά ανάκατα στην ατμόσφαιρα, πλανιόταν, βέβαια, και κάτι από το σατανικό πνεύμα του Πολέμου.
Η πόλη, είχε πάρει μια εικόνα αποστεωμένη, βρώμικη & ανοικοκύρευτη. Οι δρόμοι και τα κτίρια, φανερά ασυντήρητα. Οι ίδιοι αυτοί οι ασυντήρητοι δρόμοι της πόλης, όλοι οι δρόμοι, για το φόβο των αεροπορικών επιδρομών, ήταν ελάχιστα φωτισμένοι, και για να λέμε την αλήθεια, θεοσκότεινοι.
Ενώ τα μαγαζιά, ήταν κουρελιάρικα τα πιο πολλά, και στην καλύτερη περίπτωση, με μισοάδεια τα ράφια λίγα, τα καλύτερα.
Το κρέας, ήταν, φυσικά, σπάνιο. Ενώ το γάλα, πρακτικά, ήταν ένα πολύ δύσκολο έπαθλο. Υπήρχε απλά, ένα είδος «περίπου κάρβουνου», λίγη ζάχαρη και πετρέλαιο, και ελάχιστο, από ένα είδος ψωμιού.
Ακόμα κι’ αυτή την περίοδο, οι ουρές για την προμήθεια ψωμιού, συχνά, πάντα σχεδόν, εκτείνονταν σε πολλές εκατοντάδες γυάρδες.
Και έτσι όμως, ακόμα και τώρα, απ’ ότι μπορούσε πολύ εύκολα να καταλάβει κάποιος, οι πολίτες, ήταν και ευχαριστημένοι(!), και γεμάτοι ελπίδες! Στο κάτω-κάτω, η ανεργία ήταν μηδενική, και το κόστος της ζωής, μπορούσε ακόμα να διατηρείται σε πραγματικά χαμηλότατα επίπεδα.
Μπορούσες να δεις, ελάχιστους μόνο φανερά πάμφτωχους ανθρώπους. Ενώ δεν υπήρχαν και καθόλου σχεδόν ζητιάνοι, εκτός από τους τσιγγάνους.
Πάνω απ’ όλα όμως, έβλεπες μια σταθερή πίστη στην Επανάσταση και στο Μέλλον, ένα διάχυτο αίσθημα, ότι είχες κιόλας μεταφερθεί σε μια περιοχή Ισότητας & Ελευθερίας.
Τα ανθρώπινα πλάσματα, προσπαθούσαν πάνω απ’ όλα να συμπεριφέρονται σαν τέτοια, σαν ανθρώπινα πλάσματα δηλαδή. Κι’ όχι σαν απλά εξαρτήματα σε μια τερατώδη καπιταλιστική Μηχανή. Στα κουρεία, είχαν αναρτήσει πινακίδες με αναρχικό περιεχόμενο (οι περισσότεροι κουρείς ήταν Αναρχικοί), που εξηγούσαν ευγενικά, πως όλοι οι μπαρμπέρηδες, είχαν πλέον σταματήσει να είναι σκλάβοι!
Στους δρόμους, έδιναν χρώμα φανταχτερές, φωτεινές αφίσες, που καλούσαν τις πουτάνες, να σταματήσουν πλέον να είναι πουτάνες.
Για οποιονδήποτε όμως προερχόταν από τον «ξινό», σκληρό & αλαζονικό πολιτισμό των «αγγλόφωνων φυλών», αυτή η λογοτεχνική εκζήτηση με την οποία «όλοι αυτοί οι ιδεαλιστές Ισπανοί» προσλάμβαναν τα χιλιοειπωμένα συνθήματα της Επανάστασης, ήταν, κάτι απλά «αξιοθρήνητο»!
Ήταν τέτοιοι οι καιροί, που επαναστατικές μπαλάντες του πιο απλοϊκού τύπου, όλες, μα όλες, για την «προλεταριακή αδερφοσύνη» ή για την «κακοήθεια του Μουσολίνι», πουλιόταν όλες στους δρόμους, για μερικά σαντίμια η κάθε μια.
Όχι λίγες φορές μάλιστα, έβλεπα ανθρώπους, μέλη της Πολιτοφυλακής, φανερά χωρίς καμιά σχέση «με λογοτεχνίες και τέτοια», να αγοράζουν μια απ’ αυτές τις μπαλάντες, να τις απαγγέλλουν με κόπο στο δρόμο, και αμέσως μετά, να τις τραγουδούν(!), αφού τις είχαν «ταιριάξει» σε έναν γνωστό, πετυχημένο σκοπό (μελωδία) της εποχής…Μετάφραση: Βαγγέλης Καργούδης
Από το βιβλίο του Τζορτζ Όργουελ «Φόρος Τιμής στην Καταλωνία»
stontoixo.com
0 comments
Δημοσίευση σχολίου