Αποφάσισε να οδηγηθεί μόνος προς τον θάνατο, για να διαμαρτυρηθεί για το «έγκλημα που ετοιμάζουν οι ενήλικοι προς τις επόμενες γενιές». Έρχονται χαλεποί καιροί για τις επόμενες γενιές, παρατηρούσε...Αποφάσισε να οδηγηθεί μόνος προς τον θάνατο, για να διαμαρτυρηθεί για το «έγκλημα που ετοιμάζουν οι ενήλικοι προς τις επόμενες γενιές». Έρχονται χαλεποί καιροί για τις επόμενες γενιές, παρατηρούσε...
19 χρόνια πριν, την 1η Ιουνίου 1998, ο καθηγητής Δημήτρης Λιαντίνης αφήνει ένα γράμμα στην κόρη του και αποχωρεί μόνος του για τον θάνατο, όπως τον είχε καλά προετοιμάσει. Οι οικείοι τού ήταν εξοικειωμένοι με αυτή την ιδέα: ο ίδιος είχε αποχαιρετήσει τη μητέρα του και είχε μιλήσει για την πρόθεση του να αυτοκτονήσει στην γυναίκα του.
Ο Δημήτρης Λιαντίνης, σύμφωνα με το βιογραφικό του, «ήταν αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφίας της αγωγής και της Διδακτικής των Ελληνικών μαθημάτων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συγγραφέας εννέα βιβλίων με φιλοσοφικό και παιδαγωγικό περιεχόμενο.Το επώνυμό του ήταν Νικολακάκος, το οποίο άλλαξε σε Λιαντίνης για να τιμήσει την ιδιαίτερη πατρίδα του, το χωριό Λιαντίνα της Λακωνίας.
Τελείωσε το εξατάξιο γυμνάσιο της Σπάρτης. Το 1966 αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, Τμήμα Φιλολογίας. Από το 1968 μέχρι το 1970 υπηρέτησε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση στους Μολάους Λακωνίας. Τον Οκτώβριο του 1970 μετέβη στο Μόναχο, όπου παρέμεινε μέχρι το 1972 και σπούδασε τη γερμανική γλώσσα, διδάσκοντας συγχρόνως ως φιλόλογος στο ιδιωτικό ελληνικό σχολείο της Otto Gesellschaft του Μονάχου. Από το 1973 μέχρι το 1975 υπηρέτησε εκ νέου στη Μέση Εκπαίδευση στις Θεσπιές Βοιωτίας. Το 1975 διορίστηκε βοηθός στο Εργαστήριο Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1978 έγινε Διδάκτωρ με βαθμό «άριστα» και θέμα της διδακτορικής διατριβής: «Η παρουσία του ελληνικού πνεύματος στις ελεγείες του Duino του Ράινερ Μαρία Ρίλκε».
Υπήρξε από το 1975 μέχρι το 1998 βοηθός, επιμελητής, λέκτορας, επίκουρος καθηγητής και αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφίας της Aγωγής και της Διδακτικής των Ελληνικών μαθημάτων στον Τομέα Παιδαγωγικής του Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1978-79 με εκπαιδευτική άδεια παρακολούθησε στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης φιλοσοφία και συγχρόνως δίδασκε σε ελληνικό σχολείο στο Ludwigshafen. Εκτός του Πανεπιστημίου δίδαξε στο Μαράσλειο Διδασκαλείο και σε διάφορα ΠΕΚ.
Το 1973 παντρεύτηκε την καθηγήτρια θεολογίας Νικολίτσα Γεωργοπούλου. Από το γάμο τους απέκτησαν μια κόρη». Την 1η Ιουνίου 1998, αφήνοντας ένα γράμμα-παρακαταθήκη στην κόρη του, Διοτίμα, αποφάσισε να οδηγηθεί μόνος προς τον θάνατο, για να διαμαρτυρηθεί για το «έγκλημα που ετοιμάζουν οι ενήλικοι προς τις επόμενες γενιές». Έρχονται χαλεποί καιροί για τις επόμενες γενιές, παρατηρούσε.
Κατόπιν επιθυμίας του νεκρού, ο συγγενής του Παναγιώτης Νικολακάκος οδήγησε την κόρη του καθηγητή στην μικρή σπηλιά όπου είχε αποσυρθεί για να πεθάνει, 7 χρόνια μετά το θάνατο του. Ο ιατροδικαστής επιβεβαίωσε ότι η σορός ανήκε στο Λιαντίνη, όμως δεν μπόρεσε να εντωπίσει τα αίτια του θανάτου, ο οποίος όμως επήλθε λίγες μέρες μετά την εξαφάνιση του.
Το τελευταίο του γράμμα είναι το εξής:
Διοτίμα μου,
Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα- βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης.
Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο γαλάζιο διαμάντι. Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού.
Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’ αυτό το έγκλημα με σκοτώνει. Να φροντίσεις να κλείσεις με τα χέρια σου τα μάτια της γιαγιάς Πολυτίμης, όταν πεθάνει. Αγάπησα πολλούς ανθρώπους. Αλλά περισσότερο τρεις. Το φίλο μου Αντώνη Δανασσή, τον αδερφοποιτό μου Δημήτρη Τρομπουκη, και τον Παναγιώταρο το συγγενή μου, γιο και πατέρα του Ηρακλή.
Κάποια στοιχεία από το αρχείο μου το κρατά ως ιδιοκτησία ο Ηλίας Αναγνώστου.
Να αγαπάς τη μανούλα ως την τελευταία της ώρα. Υπήρξε ένας υπέροχος άνθρωπος για μένα, για σένα, και για τους άλλους. Όμως γεννήθηκε με μοίρα. Γιατί της ορίστηκε το σπάνιο, να λάβει σύντροφο στη ζωή της όχι απλά έναν άντρα, αλλά τον ποταμό και τον άνεμο. Το γράμμα του αποχαιρετισμού που της έγραψα το παίρνω μαζί μου.
Σας αφήνω εσένα, τη μανούλα και το Διγενή*, το σπίτι μου δηλαδή, που του στάθηκα στύλος και στέμμα, Γκέμμα πες, σε υψηλούς βαθμούς ποιότητας και τάξης. Στην μεγαλύτερη δυνατή αρνητική εντροπία. Να σώζετε αυτή τη σωφροσύνη και αυτή την τιμή. Θα δοκιμάσω να πορευτώ τον ακριβό θάνατο του Οιδίποδα. Αν όμως δεν αντέξω να υψωθώ στην ανδρεία που αξιώνει αυτός ο τρόπος, και ευρεθεί ο νεκρός μου σε τόπο όχι ασφαλή, να φροντίσεις με τη μανούλα και το Διγενή*, να τον κάψετε σε ένα αποτεφρωτήριο της Ευρώπης.
Έζησα έρημος και ισχυρός.
Λιαντίνης
Τη μέρα που θα πέσω έδωσα εντολή
να στεφανωθούν οι μορφές**
Σολωμού στη Ζάκυνθο κ’ Λυκούργου
στη Σπάρτη.
0 comments
Δημοσίευση σχολίου