Ο θάνατος είναι η αναπόφευκτη κατάληξη της ζωής, μόνο που σήμερα οι άνθρωποι έχουν μια λανθασμένη εντύπωση για τις δυνατότητες της μοντέρνας ιατρικής και νομίζουν ότι τα υψηλής τεχνολογίας μηχανήματα και τα σύγχρονα μέσα παρέμβασης στην ανθρώπινη ζωή μπορούν να απωθήσουν τον θάνατο.
Τι είναι όμως αυτό που επιθυμούν και ποιός είναι εκείνος που αποφασίζει για την απόσυρση από την θεραπευτική αγωγή ή από τα μηχανήματα ενός ασθενούς, ο οποίος δεν είναι ούτε σε κώμα, ούτε εγκεφαλικά νεκρός αλλά βρίσκεται σε μια «γκρίζα περιοχή», όπως είναι η διαρκής φυτική κατάσταση, ή υποφέρει όσο «του βγαίνει η ψυχή»;
Μία μεγάλη μελέτη έδειξε ότι 70% των ασθενών με παθήσεις απειλητικές για τη ζωή τους δεν ήθελαν καθόλου να συζητήσουν με τους γιατρούς αυτό το θέμα. Το 70% των ασθενών αλλά και των συγγενών τους, θα ήθελαν κάθε είδους εντατική θεραπεία έστω και αν το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν παράταση της ζωής μόνο για ένα μήνα, σύμφωνα με στοιχεία μελετών του εξωτερικού που παρουσίασε ο διευθυντής της Μονάδας Εντατικής Θεραπείας του νοσοκομείου Παπαγεωργίου, Δημήτρης Ματάμης στο συνέδριο με θέμα «Ο στοχασμός του θανάτου. Διεπιστημονικές προσεγγίσεις».
Ωστόσο το 61% των ασθενών ή των συγγενών τους, αποδέχθηκαν άμεσα τις συμβουλές των θεραπόντων ιατρών για απόσυρση της εντατικής θεραπείας και το ποσοστό αυτό μετά από μια εβδομάδα αυξήθηκε σε 90% και μόνο 5% των ασθενών αρνήθηκαν μέχρι τέλους την απόσυρση της εντατικής θεραπείας.
Το 83% και 87% της κοινής γνώμης στις ΗΠΑ και Καναδά αντίστοιχα και 91% στην Αυστραλία θεωρούν ότι οι συγγενείς μαζί με τους γιατρούς πρέπει να συναποφασίζουν για την απόσυρση της εντατικής θεραπείας. Το ίδιο υποστηρίζει και το 73% της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης στη περίπτωση που ο ασθενής δεν είναι σε θέση να αποφασίσει μόνος του, ενώ εάν είναι νηφάλιος τότε μόνο το 30% της κοινής γνώμης αποδέχεται να αποφασίζει μόνος του ο ασθενής.
«Ο θάνατος είναι άσχημος και αποφεύγουμε να βλέπουμε την ασχήμια του. Σήμερα οι άνθρωποι έχουν μια λανθασμένη εντύπωση περί των δυνατοτήτων της μοντέρνας ιατρικής, νομίζουν ότι η εντατική με τον υψηλής τεχνολογίας εξοπλισμό μπορεί να κάνει τα πάντα ακόμα και να απωθεί το θάνατο απεριόριστα.
Και αν ακόμα φανταστούμε ότι δεν υπάρχουν οικονομικά προβλήματα στα συστήματα υγείας ή δεν υπάρχει πρόβλημα χώρου και γεμίσουμε τα νοσοκομεία με κρεβάτια εντατικής, θα πρέπει όλοι οι άρρωστοι να πεθαίνουν στην εντατική διασωληνωμένοι, καθετηριασμένοι, με μηχανική υποστήριξη της αναπνοής, με μηχανική υποστήριξη της νεφρικής λειτουργίας, με μηχανική υποστήριξη της καρδιακής λειτουργίας; Τότε η Μονάδα Εντατικής θεραπείας θα ήταν ένα κολαστήριο όπου κανείς δεν θα μπορούσε να πεθάνει ήσυχος. Το ερώτημα είναι στο τέλος της ζωής ποιος πρέπει να αποφασίζει για το πώς και το πότε της ζωής ενός ασθενούς τελικού σταδίου», εξηγεί ο κ.Ματάμης.
Η ελληνική νομοθεσία σχετικά με τις ιατρικές αποφάσεις για το τέλος της ζωής προβλέπει ότι: ο γιατρός σε περιπτώσεις ανίατης ασθένειας τελικού σταδίου οφείλει να φροντίζει για την ανακούφιση των ψυχοσωματικών πόνων ακόμη και όταν έχουν εξαντληθεί όλα τα θεραπευτικά περιθώρια, να του προσφέρει παρηγορητική αγωγή, να του συμπαρίσταται μέχρι το τέλος της ζωής του και να φροντίζει ώστε να διατηρεί την αξιοπρέπειά του μέχρι το σημείο αυτό.
Επίσης ο γιατρός οφείλει να γνωρίζει ότι η επιθυμία ενός ασθενή να πεθάνει, όταν αυτός βρίσκεται σε τελικό στάδιο, δεν συνιστά νομική δικαιολόγηση πράξεων οι οποίες στοχεύουν στην επίσπευση του θανάτου.
«Γιατροί, οι οποίοι θεωρούν καθήκον τους την αποτροπή του θανάτου και όχι τη διαφύλαξη της υγείας και την ανακούφιση από τον πόνο, βιώνουν το γεγονός του θανάτου σαν προσωπική ήττα λέγοντας 'μας πέθανε ο άρρωστος'.
Γιατροί, οι οποίοι για προσωπικούς και νευρωτικούς λόγους αρνούνται να αποδεχθούν το πεπερασμένο της ύπαρξής τους και το θάνατο, εγκλωβίζονται σε μια φοβική μάχη μαζί του, επιμένοντας πάντα για μια ακόμα θεραπευτική προσπάθεια.
Αυτές οι πρακτικές δεν στοχεύουν στην παράταση της ζωής, αλλά στην παράταση της διαδικασίας του θανάτου. Γιατροί, ασθενείς και οικογένειες πρέπει να καταλάβουν την αδυναμία της ιατρικής να μεταθέτει τον θάνατο επ' αόριστο.
Στόχος της ιατρικής φροντίδας πρέπει να είναι η αποφυγή της παράτασης αλλά και της συντόμευσης της ζωής πέραν του 'σωστού χρόνου'. Ο καθόρισμος του σωστού χρόνου για παράταση ζωής είναι εξίσου πολύπλοκος και αμφιλεγόμενος με τον καθορισμό του χρόνου του θανάτου. Γατροί οι οποίοι αποδέχονται τον θάνατο ως λογική κατάληξη της ζωής είναι σε θέση να ασκήσουν το καθήκον τους προς τους ασθενείς», προσθέτει ο κ.Ματάμης.
Κοινωνικά και ηθικά ζητήματα του τέλους της ζωής
Σε κάθε εποχή ο άνθρωπος κατανοεί την πραγματικότητα και προβληματίζεται γύρω από τα μεγάλα ζητήματα της ζωής σύμφωνα με τις δυνατότητες, τα μέσα, τις γνώσεις και τις γενικότερες αντιλήψεις που έχει, καθώς και τις ιδιαίτερες καταστάσεις που αντιμετωπίζει.
«Τα ηθικά και κοινωνικά ζητήματα του τέλους της ζωής θα πρέπει να κρίνονται με βάση τη λογική, τις επιστημονικές ιατρικές γνώσεις, τη συμπάθεια προς τον πάσχοντα άνθρωπο και τις σχετικές με αυτά ηθικές αρχές και αξίες που γίνονται ευρύτερα αποδεκτές.
Ιδίως με βάση την αρχή της αυτονομίας πρέπει να εξετάζονται κατά περίπτωση και όχι μέσα από γενικεύσεις», επισημαίνει ο καθηγητής του τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ, Ιωάννης Πέτρου, αναφερόμενος κοινωνικο-ηθικά ζητήματα του τέλους της ζωής και την ελευθερία του ανθρώπου.
Ο κ.Πέτρου υπογραμμίζει ότι τα ζητήματα σχετικά με το τέλος της ζωής και την ευθανασία έχουν δημιουργηθεί εξαιτίας των μοντέρνων μέσων παρέμβασης στην ανθρώπινη ζωή που διαθέτει η σύγχρονη ιατρική.
«Η αξίωση κάποιου να αφεθεί να πεθάνει δεν βλάπτει κανέναν άλλο. Αλλά και δεν προβάλλεται μια τέτοια αξίωση εύκολα. Είναι αποτέλεσμα μιας αφόρητης ζωής λόγω κάποιας μακροχρόνιας και επώδυνης ασθένειας, η οποία είναι βέβαιο ότι θα τον οδηγήσει στο θάνατο.
Στις περιπτώσεις που ο ασθενής τελικού σταδίου έχει τη δυνατότητα να εκφράσει τη θέλησή του, τότε πρέπει μετά από ενδελεχή ενημέρωσή του να λαμβάνεται υπόψη η θέλησή του και να μην παρατείνεται με 'τεχνητό' τρόπο η ζωή του. Στις περιπτώσεις, βέβαια, που δεν έχει τη δυνατότητα να εκδηλώσει τη βούλησή του, το λόγο για τη σχετική απόφαση έχουν οι θεράποντες ιατροί που πρέπει να αποφασίζουν με βάση την ωφέλεια και την αξιοπρέπεια του ασθενή σε συνεννόηση με τους οικείους του, κατά τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας», προσθέτει ο κ.Πέτρου.
0 comments
Δημοσίευση σχολίου