Όποιος δει την αληθινή ιστορία και πως ενεργούν τα χρήσιμα Γκοιμ μαζί με τα δίποδα φίδια που καθοδηγούν τους πρώτους, και κατηγορούν τα θύματα τους για αυτα που εκαναν και ειναι αυτοι, για να καλύψουν τα αίσχη τους οπως κανει κάθε αδίσταχτος, ακριβώς τα αντίθετα απο αυτά που λένε ισχύει σε όλα, έχουν και έλλειψη φαντασίας οπως διαπιστωθεί, γιαυτό δεν εχουν ούτε έναν εφευρέτη! και πράγματι έχουν μη ανθρωπινή συμπεριφορά, και τα φίδια και τα Γκοιμ τους, τον ίδιο δημιουργό εχουν εξάλλου...
Το ότι τους έχουν συνηθίζει η μάζες γιατί ειναι αναμεσα τους από μικρά δεν τους κάνει φυσιολογικούς. Και ήσαν οι πρώτοι που παρατηρήσαμε μεσώ ίντερνετ σε ευρεία κλίμακα εν έτη 2014, από την αφύσικη συμπεριφορά τους, και άλλοι έχουν απο μικροί ίντερνετ και τα βλέπουν ολα φυσιολογικά.
Και απουσιάζουν ολα αυτα τα στοιχειά που ξεχωρίσουν τους ανθρώπους απο τα ζωα!Λειτουργούν εντελώς μηχανικά σε όλη τους την ζωή τους οπως ορθά έλεγε ο Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλεν , απο το πιο μικρο πράγμα έως το πιο μεγάλο, ανεξάρτητα την θέση και ποσά πτυχία έχουν! αυτα τα άτομα λειτουργούν ως αγέλη σε όλους τους τομείς οπως τα μάθεις από μικρά.Και συνεπώς δεν αλλάζουν αν τους μάθεις ένα δόγμα , όποτε οτι και να λες σε αυτα τα Γκοιμ, χάνεις τον χρόνο σου, επίσης ειναι ανίκανοι να κάνουν μια νεα επινόηση η εφεύρεση αφού βασίζονται πάνω σε αυτα που τους έμαθαν μονο,και μόνιμος λειτουργούν με ζωώδες ένστικτο.σε πρώτη φάση διακρίνονται απο τα υψηλά επιπεδα μελατονίνης κάτι που δεν είχε η καυκάσια φυλή από οπού προέρχονται όλες οι εφευρέσεις ο πολιτισμός κτλ κτλ ..
Στη γνωστή παραλλαγή του μυθιστορήματος του Καλλισθένη Το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου, που γνωρίζουμε και ως Φυλλάδα τον Μεγ' Αλέξανδρου, θέμα στο οποίο έχω αναφερθεί σε σχετικό άρθρο, αναφέρεται η συνάντηση του στρατηλάτη με τους κυνοκέφαλους: «...Απ' αυτού ημέρας δέκα εδιάβη εις ένα τόπον, όπου ήτον οι Σκυλοκέφαλοι. Τούτων το κορμί ήτον ανθρώπινον, το κεφάλι σκύλινον, και η φωνή τους ανθρώπινη και επεριπατούσαν ωσάν σκυλιά. Εσκότωσεν ο Αλέξανδρος πολλούς και από εκείνους, και μετά δέκα ημέρας αφήνοντας τον τόπον τους, επήγε εις ένα χωρίον...».
Αυτή η σύντομη αναφορά φαινομενικά δεν είναι αρκετή ώστε να δικαιολογήσει την έκταση της παρουσίας κυνοκέφαλων στους μεταγενέστερους χρόνους και την τόσο έντονη επιρροή τους στη βυζαντινή αγιογραφία και στο Χριστιανισμό εν γένει. Όπως φαίνεται, όμως, η μυθιστορία του Αλέξανδρου είχε άλλη, πολύ μεγαλύτερη διεισδυτική ικανότητα και δεν υπήρξε ένα ακόμη ελληνικό μυθιστόρημα ανάμεσα στα πολλά άλλα της ελληνιστικής εποχής.
Αυτή η υπέρ τα όρια μυθοποίηση και αποδοχή του Μ. Αλεξάνδρου δεν συνέβη φυσικά αμέσως. Κάθε αιώνας που περνούσε, από το θάνατο του και πέρα, συσσώρευε υλικό μυθοπλασίας και φαντασίωσης σε τέτοιο σημείο ώστε ο μύθος να είναι ζωντανός έως πρόσφατα. Φυσικά, η διαδικασία μυθοποίησης του Αλέξανδρου δεν είναι τόσο εύκολα εξηγήσιμη, αλλά μάλλον πρέπει να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και να δούμε εν τη γενέσει του το θέμα.
Από όλους τους ιστορικούς, ερευνητές και μελετητές της λογοτεχνίας είναι σήμερα αποδεκτή η άποψη ότι το λογοτεχνικό είδος που γνωρίζουμε ως μυθιστόρημα αποτελεί μια ελληνική συνεισφορά στην παγκόσμια λογοτεχνία. Και αυτό επινοήθηκε στην Ελλάδα, στη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων (330-30 π.Χ.) όχι με την ονομασία «μυθιστόρημα», αλλά με την ονομασία «Δραματικός λόγος». Την άποψη αυτή διασώζει ο Πατριάρχης Φώτιος στην περίφημη Βιβλιοθήκη του. Τα έργα παρόμοιας μορφής τα αποκαλούσαν ακόμη με τις ονομασίες δράμα, βιβλίον ή βιβλία, ενώ στη μεσαιωνική περίοδο τα γνωρίζουμε ως διηγήσεις. Σαφέστατα λοιπόν η ονομασία «μυθιστόρημα» είναι πολύ μεταγενέστερη. Ο Τοmas Hagg στο θαυμάσιο έργο του σημειώνει τα εξής:
«Η λέξη μυθιστορία (mythistoria) εμφανίζεται για πρώτη φορά σε λατινικό κείμενο τέταρτου αιώνα μ.Χ., για να δηλώσει βιογραφίες που περιέχουν ασήμαντα γεγονότα ή ψεύδη ανάμεικτα με αλήθειες. Τον όρο αυτόν προτείνει το 1804 ο Κοραής για το αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα, αντί του "βάρβαρου" romance (που ο ίδιος αποδίδει: "ρωμανόν"), με το εξής επιχείρημα: "τοιούτον όνομα σύντομον και κατάλληλον κρίνω το ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΑ, το οποίον όχι μόνον εναργώς σημαίνει την φύσιν του πράγματος, αλλά είναι και μια λέξις [...] προς τούτοις Ελληνικότατη"».
Από την προηγούμενη κατάταξη βλέπουμε ότι το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου ανήκει στις μυθιστορίες της εποχής εκείνης, συγκροτημένη αρκετούς αιώνες μετά το θάνατο του στρατηλάτη, από ανώνυμο συγγραφέα του 300 μ.Χ. Επειδή το έργο αποδόθηκε, λανθασμένα, στον ιστορικό Καλλισθένη από την Όλυνθο, που συνόδευε τον Αλέξανδρο στις εκστρατείες του, αποκαλούμε το συγγραφέα του Καλλισθένη. Η αρχική απόδοση του έργου στον ιστορικό Καλλισθένη έγινε από το βυζαντινό λόγιο Ιωάννη Τζέτζη τον 12ο αιώνα και την ξανασυναντούμε σε διάφορα χειρόγραφα του έργου κατά τον 14ο και 15ο αιώνα. Ακόμα το γνωρίζουμε ως Το παραμύθι τον Μεγ' Αλέξανδρου, ή ο Μύθοςτον Αλεξάνδρου, ή Βίος του Αλεξάνδρου τον Μακεδόνος και πράξεις. Τέλος το γνωρίζουμε και ως Καλλισθένης, λόγω των όσων αναφέρθηκαν.
Μια άλλη ονομασία του έργου, βυζαντινή διασκευή σε πεζό λόγο (επειδή υπάρχουν και έμμετρες διασκευές), φέρει τον τίτλο Ιστορία Αλεξάνδρου του Μακεδόνος. Βίος, Πόλεμοι και Θάνατος αυτού και ως βιβλίο τυπώθηκε στη Βενετία στα 1699, με αρκετές μεταγενέστερες επανεκδόσεις. Η διασκευή αυτή είναι η πιο γνωστή, κυκλοφορούσε σε φτηνή έκδοση σε κακότεχνα φυλλάδια και έμεινε γνωστή με τη λαϊκή έκφραση Φυλλάδα του Μεγ' Αλέξανδρου. Από όσα γνωρίζω, νομίζω ότι η «Φυλλάδα» είναι η πιο διαδεδομένη μορφή αφήγησης των περιπετειών του Αλέξανδρου.
Παρά τις τερατώδεις αναλήθειες και τις κατά κόρον φανταστικές περιγραφές του έργου, ο συγγραφέας του ο Καλλισθένης (γνωστός και ως Αίσωπος) κάπου στηρίχθηκε για να αφηγηθεί το μύθο του, κάποια πρότυπα χρησιμοποίησε. Φυσικά χρησιμοποίησε το έργο του ιστορικού Καλλισθένη Πράξεις Αλεξάνδρου, που έμεινε ατελές λόγω θανάτου του συγγραφέως του. Το έργο περιλαμβάνει γεωγραφική περιγραφή των χωρών της Μ. Ασίας, Συρίας, Φοινίκης κ.λπ. απ' όπου πέρασε ο Αλέξανδρος, χωρίς να παραθέτει ιστορικές υπερβολές και μυθοπλασίες, δεδομένου ότι ως ιστοριογράφος του Αλέξανδρου ήταν σαφώς ακριβολόγος και καθόλου κόλαξ. Ακριβώς επειδή δεν ανήκε στους αυλοκόλακες που περιστοίχιζαν τον Αλέξανδρο, έπεσε στη δυσμένεια του. Άρα ως ιστορική πηγή ήταν αξιόλογη.
Άλλη πηγή του Καλλισθένη ήταν οι Βασίλειοι Εφημερίδες, που συντάσσονταν από τον αρχιγραμματέα της Αυλής, διαδικασία που συμφωνούσε με τα έθιμα της Περσικής Αυλής. Υποθέτουμε ότι οι Βασίλειοι Εφημερίδες ήταν η επίσημη συγκέντρωση στοιχείων που αφορούσαν το κράτος και τη βασιλεία γενικά, παρά το γεγονός ότι η λέξη «εφημερίδες» σημαίνει κάτι εντελώς πρόχειρο. Δεν μπορώ να φανταστώ κάποια άλλη χρήση τους, παρά ως επίσημο αρχείο του Βασιλείου, εκτός αν ήσαν μια μορφή εφημερίδας, φυσικά χειρόγραφης, που ετοιχοκολλείτο στο χώρο του Παλατιού και είχε διάφορες ειδήσεις.
Μια τρίτη και τελευταία πηγή του Καλλισθένη πρέπει να ήταν η Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου του Πτολεμαίου Α', ο οποίος τόσο πολύ εκμεταλλεύτηκε το μύθο του Αλέξανδρου για να εδραιώσει τη θέση του στο θρόνο της Αιγύπτου. Ο Άγγελος Φουριώτης σημειώνει επ' αυτού:
«Δεν είναι απίθανο η ιστορία του (έργο του Πτολεμαίου Α') ν' αποτέλεσε τη βάση των αντιγράφων που κυκλοφόρησαν τον Β' μ.Χ. αιώνα, που ίσως ν' αποτέλεσαν, συνέχεια, τη βάση της παραλλαγής του Γ' μ.Χ. αιώνα. Η δεύτερη παραλλαγή πρέπει νά'γινε τον Β' μ.Χ. αιώνα, γιατί ένα στοιχείο βασικό ευνοεί την τότε σύνταξη της: η παρεμβολή, μέσα στο μυθιστόρημα, της εκστρατείας του ήρωα στην Ιταλία και η κατάκτηση της Ρώμης. Είναι τούτο μια έμμεση εκδίκηση του συγγραφέα εναντίον της Ρωμαϊκής κατοχής.
Όσο για την πλήρη συγκρότηση της όλης μυθιστορίας, αυτή είναι έργο του Γ' μ.Χ. αιώνα, όπως φανερώνουν: η μνημόνευση του φιλόσοφου Favorins, η πληθώρα των ασιατών αυτοκρατόρων της Ρώμης που ακούνε στ' όνομα Αλέξανδρος, η χρονολογία των μύθων και των παραδόσεων για τον Αλέξανδρο, οι στίχοι που έχουν παρεμβληθεί στο μυθιστόρημα, και οι επιβιώσεις σ' αυτό Πτολεμα'ίκών στοιχείων και στοιχείων του Β' μ.Χ. αιώνα, με κυριώτερο την παρεμβολή επιστολών (Αλεξάνδρου: προς Αριστοτέλη, προς Ολυμπιάδα) και αλληλογραφίας (Αλεξάνδρου-Δινδίμου, βασιλέα των Βραχμάνων), μέσο για να γίνεται περισσότερο εκλαϊκευμένη και περισσότερο πλούσια σε δράση η διήγηση, όπως συνηθιζόταν κατά τη διάρκεια των αυτοκρατορικών Ρωμαϊκών χρόνων».
Η παράθεση ή ενσωμάτωση των διαφόρων επιστολών στο βίο του Αλέξανδρου αποτελεί, σύμφωνα με τους μελετητές, μια αξιόλογη καινοτομία. Από τη μια δίνει τη δυνατότητα να αναδειχθεί η προσωπικότητα του επιστολογράφου, να γίνει σαφής η υποκειμενική ικανότητα κρίσης, να δώσει τις οπτικές γωνίες υπό τις οποίες αξιολογούσε τα διάφορα γεγονότα, και από την άλλη να εμπεδώσει το βαθμό αντικειμενικότητας των όσων περιγράφονται, ώστε να θεωρηθούν ως πραγματικά. Και δεν είναι τυχαίο ότι ακριβώς σ' αυτή την ακατάσχετη επιστολογραφία εμπεριέχονται τα περισσότερα των φανταστικών στοιχείων του έργου.
Μια πλούσια ακατάσχετη φαντασία που δεν αφήνει τίποτα να χαθεί. Εκμεταλλεύεται κάθε συμβάν, καθετί που είναι γνωστό στο συγγραφέα, οτιδήποτε υπέπεσε στην αντίληψη του ή άκουσε ή διάβασε έτσι ώστε το μυθιστόρημα αυτό να αποτελεί ένα κράμα ιστορικής αλήθειας και φαντασίας. Τα δύο αυτά στοιχεία είναι τόσο αδιαχώριστα, τόσο στέρεα ενσωματωμένα το ένα στο άλλο, ώστε χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια να διαχωριστούν.
Στην παράδοση για την επαφή του Αλέξανδρου με τους κυνοκέφαλους ανήκει μια λαογραφική αναφορά από τη Ρουμανία, και είναι ενδιαφέρουσα από την άποψη της διάστασης αλλά και παραμόρφωσης του μύθου:
«Ο Θεός έστειλε τον μέγαν Αλέξανδρο να τιμωρήσει τους κακούς. Όταν ο Αλέξανδρος ενίκησε τον Βασιλέα Πώρο, τον έπιασε και τον εφυλάκισε μέσα στα σκοτεινά κοιλώματα μιας λοφοσειράς, που έκλεινε τους σκυλοκέφαλους. Από εκεί ο Πώρος δεν ημπορεί να βγεί παρά στον κατοπινό καιρό. Πάνω από τους λόφους αυτούς ο Μέγας Αλέξανδρος έμπηξε μια φούρκα (δίκρανο) και του έβαλε μια καμπάνα που κτυπά μονάχη της με το φύσημα του αέρα. Οι σκυλοκέφαλοι, όταν ακούνε την καμπάνα, ξέρουν πως ο Αλέξανδρος είναι εκεί και τους φυλάει. Αυτοί θα βγουν στον κατοπινό καιρό και θα αρχίσουν τη δουλειά που γι' αυτούς τους προώρισε ο θεός. Οι σκυλοκέφαλοι έχουν ένα μάτι στο μέτωπο κι ένα στον τράχηλο. Είναι βίαιοι και υπερβολικά κακοί. Η ομιλία τους είναι άσχημη. Πιάνουν τους ανθρώπους και, αφού τους λιπαίνουν, τους ψήνουν στο φούρνο και τους τρώνε».
Τα ίδια περίπου αναφέρει και η επόμενη παράδοση: «Ο αέρας κινεί τα καράβια στις θάλασσες και καθαρίζει την ατμόσφαιρα από τα κακά. Αυτός κτυπά και την καμπάνα, που ο Μέγας Αλέξανδρος έβαλε επάνω από τους λόφους, όπου είναι, κλεισμένοι οι σκυλοκέφαλοι, που θα βγουν έπειτα από καιρούς».
Οι δύο αυτές παραδόσεις που σαφέστατα ανήκουν στον κύκλο περί Μ. Αλεξάνδρου, παρουσιάζουν μια νέα εκδοχή- εισβάλλουν στην όλη μυθιστορία των μονόφθαλμων-ανθρωποφάγων (κύκλωπες;), τους επονομαζόμενους και μονομμάτηδες, ενώ ένας μονομμάτης δράκος αναφέρεται σε παραμύθι από την Κερασούντα. Ακόμα μιλούν ή υπαινίσσονται όντα με τρία μάτια, γνωστούς ως Τριαμμάτες, που και αυτοί σχετίζονται με τους κύκλωπες σύμφωνα με δημώδεις παραδόσεις.
Όπως υποστηρίζει ο Αnsbacher, ο μύθος των κυνοκέφαλων υπάρχει και στην αραβική φιλολογία, κάτι που είναι φανερό στο έργο του άραβα λόγιου Αl-Qazwini, ο οποίος αναφέρεται σε μια φυλή κυνοκέφαλων που είχαν πρόσωπο σκύλου, σώμα ανθρώπινο και φτερά(!), μια παραλλαγή του μύθου που δεν συναντάμε πουθενά αλλού. Μια δεύτερη παραλλαγή θέλει τους κυνοκέφαλους με δύο σώματα(!) και υπάρχουν σχετικά απεικονίσεις τους στα έργα του Wolfhardt ή του Aldrovandi.
Ως όντα με διπλή σωματική εμφάνιση -ανθρώπου και σκύλου- οι κυνοκέφαλοι εμφανίζονται κυρίως στους σλαβικούς λαούς, όπου η λαϊκή φιλολογία τους θεωρεί καννίβαλους και μερικές φορές τους ταύτιζαν με τους Τάρταρους (236), και στην Ελλάδα έχουμε σχετικές αναφορές, όπως αναφέρει ο Οικονομίδης: «Εν Θράκη διηγούνται ότι "οι κυνοκέφαλοι απ' εμπρός είναι άνθρωποι και από πίσω σκύλοι απ' εμπρός μιλούν και από πίσω γαυγίζουνε απ' εμπρός σε καλοπιάνουνε και από πίσω σε τρώνε". Εν Λακεδαίμονι παραδίδονται ότι ούτοι κατοικούσαν παρά την Βουρλιάν και έτρωγαν ανθρώπους. Εις ελληνικά τινά παραμύθια οι κυνοκέφαλοι είναι παραπλήσιοι προς δράκους, που καταπολεμεί ο παραμυθιακός ήρωας και γίνεται κύριος των θησαυρών αυτών».
Ομοιότητα προς τους κυνοκέφαλους έχουν η συκιένεζα των Αλβανών, ο psoglavi των Βουλγάρων και οι capcani ή catsuni (κατσαούνοι) των Ρουμάνων, έτσι για να πάρουμε μια γενικότερη βαλκανική ιδέα περί κυνοκέφαλων. Υποθέτω ότι σε αδρές γραμμές αυτή είναι μια συνολική σκιαγράφιση του ιστορικού προβλήματος που αφορά στους κυνοκέφαλους, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του Μεσαίωνα, οπόταν έχουμε και πάλι μια ιδιάζουσα «έξαρση» πληροφοριών γύρω από το θέμα, όπως έχω αναφέρει ήδη.
Εκτός του Οderic de Paderne, του Φραγκισκανού καλόγερου, που άλλοι ονομάζουν Oderico of Pordenone, τις ίδιες θεωρίες πρέσβευε και ο John Mandeville, ενώ η όλη ιστορία (αναφορά δηλ. σε τερατόμορφους ανθρώπους) επιτάθηκε με τις ανακαλύψεις και εξερευνήσεις τον 15ου αιώνα. Όμως όσο τα όρια του γνωστού κόσμου επεκτείνονταν λόγω αυτών ακριβώς των εξερευνητικών ταξιδιών, οι φήμες για την ύπαρξη κάποιας φυλής κυνοκέφαλων ανθρώπων υπεχώρησαν και οι πληροφορίες περιορίστηκαν στο μυθολογικό παρελθόν.
Προφανώς αυτό το μυθολογικό παρελθόν επέζησε μέσω μιας άλλης διαδικασίας: της παρουσίας στη χριστιανική ιστορία και εικονογραφία ενός αγίου με κυνοκέφαλη εμφάνιση, του Αγίου Χριστόφορου, του προστάτη των αυτοκινητιστών.
Πώς συνέβη το καθόλα παράδοξο αυτό φαινόμενο; Όταν ο Χριστιανισμός εδραιώθηκε ως επίσημη θρησκεία του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, που γνωρίζουμε ως Βυζάντιο, ειδικά από τον 4 έως τον 6ο αιώνα, οι λεγόμενοι παγανιστές, δηλαδή οι Εθνικοί, οι Έλληνες Δωδεκαθεϊστές υπέστησαν δεινούς διωγμούς και η θρησκεία τους απαγορεύθηκε τουλάχιστον επισήμως διότι εν κρυφώ αυτή επέζησε για πολλούς αιώνες ακόμη.
Και όχι μόνο επέζησε, αλλά διέτρησε τις λαϊκές δοξασίες περί χριστιανισμού και αγίων εμβολιάζοντας τες με διάφορα παγανιστικά έθιμα, όπως τα χελιδονίσματα, τα λιθοβολία κ.λπ. Στο επίπεδο της τέχνης, μεταξύ των άλλων, αυτό υλοποιήθηκε κυρίως με την παρουσία του κυνοκέφαλου Αγίου Χριστόφορου, μοναδικού (με την έννοια τους παράδοξου) χαρακτηριστικού της βυζαντινής τέχνης, όπως το παρουσίασε διεξοδικά σε σχετική εργασία του ο Χ. Χοτζάκογλου.
0 comments
Δημοσίευση σχολίου