Ο γόνος επιχειρηματικής οικογένειας που συνελήφθη ως συνεργός της σπείρας των Ρομά, καταγράφηκε στην τρέχουσα ειδησεογραφία ως «bon viveur». Αυτό μαρτυρά την καταβύθιση του όρου σε έναν κόσμο με ρολόγια-μαϊμού, τσάμπα τραπέζια στα μπουζούκια και παρακμιακά μοντέλα
Συνελήφθη τις περασμένες μέρες η σπείρα των ληστών των επωνύμων. Και ανάμεσα στα, άγνωστα και αδιάφορα, ονόματα και αυτό του γόνου επιχειρηματικής οικογένειας, γνωστού για τους επεισοδιακούς δεσμούς του με μοντέλα, τα γρήγορα αυτοκίνητά του και το μόνιμο «στασίδι» του στα μπουζούκια της Αθήνας και τις ξαπλώστρες της Μυκόνου. Ως bon viveur καταγράφηκε στην τρέχουσα ειδησεογραφία και ως bon viveur πέρασε στα πρωτοσέλιδα των κουτσομπολίστικων εντύπων και στους τίτλους των αντίστοιχων σάιτ.
Με μόνο ως αφορμή αυτό όμως, για να δούμε τι σημαίνει bon viveur σε μια χώρα όπως η Ελλάδα του 2016 που, ενώ έχει χάσει τα αυγά και τα πασχάλια, μοιάζει να αναζητά – μήπως και το μυρίσει έστω κι από μακριά – το bien vivre. Και μόνο ως όρος μοιάζει να ξεπετιέται μέσα από τις ενθυμήσεις του Ζάχου Χατζηφωτίου, από διηγήσεις για «τότε που είχαν έρθει οι Ρότσιλντ στην Αθήνα» και περιγραφές των αστικών μυθιστορημάτων του Γιάννη Μαρή. Πώς να φτιάξεις όμως φρέσκο κέικ με τόσο μπαγιάτικα υλικά;
Γιατί, ακόμη και τότε που η χώρα ήταν πρώτη παγκοσμίως (αναλογικά με τον πληθυσμό της) σε κατανάλωση προϊόντων πολυτελείας, οι πρωταγωνιστές της κοσμικής ζωής δεν είχαν καμία σχέση με τους bon viveurs της δεκαετίας του 1950 και του 1960 ούτε, πολύ περισσότερο, με αυτούς που πρώτοι εκπροσώπησαν τον όρο στην αγγλική κοινωνία στα τέλη του 19ου αιώνα. Διότι η «καλή ζωή» στα χρόνια του μεγάλου πάρτι ήταν συνδεδεμένη με την επίδειξη, την σπατάλη χρημάτων, τον ανταγωνισμό του εντυπωσιασμού. Εμμονές τόσο εκκωφαντικές που ελάχιστο χώρο άφηναν στην πραγματική απόλαυση η οποία υποτίθεται ότι είναι το ζητούμενο του bon viveur.
Αλλά ακόμη και τότε υπήρχε έστω μια επίφαση καλής ζωής. Σήμερα; Οι περισσότεροι πλούσιοι, αν δεν έχουν μετοικήσει στο εξωτερικό, είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους. Η φτωχοποίηση της μεσαίας τάξης αντανακλά πάνω τους ως ένα είδος αιδούς που τους κάνει πλέον να καυχιόνται για τις αγορές από φτηνά μαγαζιά, για τις βουκολικές του διακοπές ή τις επιδόσεις τους στον αγροτουρισμό. Αλλοι έχουν παταγωδώς φαλίρει ή περάσει από τη φυλακή. Τι έχει μείνει λοιπόν ως εμπροσθοφυλακή των bon viveurs; Αυτοί που δεν πρόλαβαν να ανέβουν στο lear jet μέχρι το 2009 όταν άρχισε η κάτω βόλτα. Και τρέχουν, αξιολύπητοι και θλιβεροί, προσπαθώντας να προλάβουν ένα αεροπλάνο που μάλλον δεν θα απογειωθεί ποτέ.
Τριγυρνούν στα στέκια των ακριβών συνοικιών, στα εναπομείναντα μπουζούκια, στα ελάχιστα πια high εστιατόρια αλλά κυρίως στις προσκλήσεις για πρεμιέρες και εγκαίνια όπου τρώνε και πίνουν τζάμπα. Νεαροί άντρες που το μόνο που έχουν να επιδείξουν ως τεκμήριο της ευζωίας τους είναι ένα πούρο σαν ρόπαλο – με το συμπάθιο. Απροσδιορίστου επαγγέλματος που μιλάνε για μεγάλες δουλειές (συνήθως με Αραβες ή Τούρκους) οι οποίες όμως δεν γίνονται ποτέ. Που αναφέρονται σε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ και αν τους τινάξεις ανάποδα, θα πέσουν μόνο κέρματα. Που φορούν εντυπωσιακά ρολόγια-μαϊμούδες.
Ή κλεμμένα (η εν λόγω σπείρα είχε ένα κοινό σαν έτοιμο από καιρό για την πραμάτεια της). Που χαρίζουν τσάντες-μαϊμούδες σε εντυπωσιακά πλην παρακμιακά μοντέλα. Και που κάνουν deals με ιδιοκτήτες μπουζουξίδικων ή θέρετρων. Να μην πληρώνουν ή να έχουν μεγάλες εκπτώσεις με αντάλλαγμα πολλές φωτογραφίες τους στα social media. (Γιατί ο μύθος ενός χώρου δεν χτίζεται από παντελώς άγνωστους ρώσους μεγιστάνες). Η διακινούμενη, εξαθλιωμένη πολυτέλεια του μπιρ παρά.
Αντίστοιχα και οι νέες γυναίκες του κύκλου των χαμένων bon viveurs. Φτωχοκόριτσα των απομακρυσμένων συνοικιών ή της επαρχίας που επενδύουν ό,τι δεν έχουν στην εμφάνιση τους, προσβλέποντας σε μια καλή «αγορά» ενώ τριγύρω τους προσφέρονται μόνο «ενοικιαστές». Που προσκολλώνται και συνωστίζονται γύρω από σταρ της δημοσιότητας. Μεγαλοκοπέλες, πρώην μοντέλα, που ξέμειναν από άλλες εποχές και παρακαλούν κομπογιαννίτες για δωρεάν επεμβάσεις, υποσχόμενες ζωντανή διαφήμιση.
Και νεαρές, φιλόδοξες επαγγελματίες που κάνουν δικά τους μπλογκ για να εξασφαλίσουν πρόσβαση εκεί όπου μπορούν να βγάλουν καλές φωτογραφίες για το Instagram. Που λένε ότι μένουν κάπου στην οδό Ρηγίλλης και όταν κατεβαίνουν εκεί από πολυτελή αυτοκίνητα πάνε τοίχο τοίχο και γωνιά γωνιά, τρικλίζοντας στα ψηλοτάκουνά τους, να βγουν κρυφά στη λεωφόρο, να μπούνε μουλωχτά στο ταξί που θα τις πάει σπίτι τους. Τζάμπα και ψέματα, ψέματα και τζάμπα.
Οι bon viveurs της εξαθλίωσης ζουν μέσα στον τρόμο και την αγωνία. Θα τους βγουν τα λεφτά για το ταξί; Θα τους καλέσουν κάπου την Παρασκευή; Πού θα προσκολληθούν για το Σαββατοκύριακο; Θα καταλάβουν ότι το ρολόι είναι μαϊμού; Θα αποκαλυφθούν τα ψέματά τους; Αλλά και αν υποψιάζονταν τι σημαίνει πραγματικά «καλή ζωή», νομίζω ότι και πάλι τα ίδια θα έκαναν.
0 comments
Δημοσίευση σχολίου