Η Κόρη Φρασίκλεια, ο Κούρος και τα μυστικά τους
Η Κόρη Φρασίκλεια και ο Κούρος ενταφιάστηκαν περίπου το 480/490 π.Χ., πριν από την εισβολή των Περσών, όπως προκύπτει από τη χρονολόγηση των ευρημάτων. Το γεγονός ότι τα αγάλματα δεν ήταν εκτεθειμένα για μεγάλο διάστημα, δικαιολογεί και το ότι σώζονται αρκετά ίχνη του χρώματος που αυτά έφεραν.
Η Κόρη Φρασίκλεια ήταν στημένη στον τάφο της νεαρής Φρασίκλειας, η οποία πέθανε ανύπαντρη, όπως μας πληροφορεί η επιγραφή που είναι χαραγμένη στη βάση. Πρόκειται για έργο του γλύπτη Αριστίωνα, που καταγόταν από την Πάρο, και χρονολογείται γύρω στα 550 – 540 π.Χ. Ο Κούρος φτιάχτηκε λίγο πιο μετά από την Κόρη.
Όπως γνωρίζουμε από την ιστορία, οι Αθηναίοι, σε περιόδους πολεμικών συρράξεων και όταν έπρεπε να εγκαταλείψουν την πόλη, έθαβαν τα πολύτιμα αντικείμενά τους με την ελπίδα να τα ξαναβρούν, όταν επιστρέψουν. Ακόμα και στις περιπτώσεις που δεν επέστρεψαν ποτέ, η αρχαιολογική έρευνα έφερε στο φως τους «θαμμένους θησαυρούς» τους και κατόρθωσε να αφηγηθεί την ιστορία τους. Στη συγκεκριμένη ανασκαφή οι αρχαιολόγοι παρατήρησαν πως μια αρχαία μαρμάρινη επιγραφή είχε τοποθετηθεί σαν οικοδομικό υλικό και ήταν εντοιχισμένη στην εκκλησία της Παναγίας στην Μερέντα. Το 1968 η μαρμάρινη επιγραφή αποκολλήθηκε από την εκκλησία και μεταφέρθηκε στην αρχαιολογική υπηρεσία για μελέτη. Εκεί διαπιστώθηκε ότι ήταν η βάση ενός αγάλματος και έγραφε: «Η Φρασίκλεια θα καλείται για πάντα κόρη, αφού οι θεοί αντί για γάμο της όρισαν αυτό το όνομα».
Τα σεταρισμένα κοσμήματα που υπήρχαν στον τάφο της, δήλωναν κόρη από οικονομικά εύρωστη οικογένεια, που οι θεοί την αγάπησαν και την πήραν κοντά τους. Η βάση με την μαρμάρινη επιγραφή ήταν η αφορμή για εκτενείς έρευνες και στον περιβάλλοντα χώρο. Τον Φεβρουάριο του 1972, 200 μέτρα από το εκκλησάκι της Παναγίας, ξεκίνησε η τελευταία ανασκαφική έρευνα στον αγρό του Σπυρίδωνα Παναγιώτου, κάτω από τον οποίο απλωνόταν το νεκροταφείο του αρχαίου Δήμου του Μυρρινούντος.
Την ανασκαφή διηύθυνε ο έφορος Αρχαιοτήτων Ευθύμιος Μαστροκώστας και διενεργούσε ο νεαρός τότε επιστημονικός βοηθός Ευάγγελος Κακαβογιάννης. Ο τελευταίος είχε αποφασίσει να πείσει τον προϊστάμενό του να επεκτείνουν το σκάμμα στον γειτονικό αγρό, γιατί είχε βάσιμες υποψίες ότι κάτι κρυβόταν εκεί. Τελικά, ο έφορος Αρχαιοτήτων δέχτηκε να γίνει μια διερευνητική τομή, που θα διαρκούσε μόνο μία μέρα, και περίμενε ήσυχος την ειδοποίηση της λήξης των εργασιών. Το πρωί της Πέμπτης 18 Μαΐου 1972 η σκαπάνη συνάντησε τη δεξιά πλευρά ενός μαρμάρινου κούρου μαζί με ένα θαυμάσιο άγαλμα κόρης από ζωγραφισμένο μάρμαρο, που ήταν θαμμένα σε έναν πρόχειρο αρχαίο λάκκο διαστάσεων 0,9×1,95 μ.
Κανείς από το συνεργείο δεν πίστευε στα μάτια του. Ο διευθυντής της ανασκαφής, έκθαμβος από την ανακάλυψη, έσπευσε αμέσως από την Αθήνα στην περιοχή, και πολλά μέλη των ξένων αρχαιολογικών σχολών τον ακολούθησαν. Τις επόμενες μέρες οι εφημερίδες δημοσίευσαν εικόνες των αγαλμάτων, που ήδη είχαν ξεκινήσει να συντηρούνται στα εργαστήρια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, στην έκθεση του οποίου παραμένουν έως σήμερα. Τα αγάλματα συσχετίστηκαν με το νεκροταφείο του Μυρρινούντα, αφού ήταν γνωστό ότι τέτοιου είδους αριστουργήματα στέκονταν στα μνήματα των πλουσιοτέρων τάφων της Αττικής του 6ου αι. π.Χ. και διατυπώθηκε η υπόθεση ότι κάποιος τα σήκωσε βιαστικά από τη θέση τους, σπάζοντας άθελά του τα άκρα των σωμάτων τους, και τα τοποθέτησε αντικριστά σε κοντινό λάκκο, φροντίζοντας να τα καλύψει με τα φρεσκοσκαμμένα χώματα.
Η Κόρη είναι από Μάρμαρο Πάρου, έχει συνολικό ύψος 2,115 μαζί με την βάση και την πλίνθο, ενώ είναι τοποθετημένη επάνω σε θεμέλιο ύψους 26 εκ. Το ανάστημά της χωρίς τη βάση είναι 1,79 μ. που αντιστοιχεί με αυτό μιας γυναίκας μέτριας, έως ψηλής κορμοστασιάς. Φοράει ποδήρη χιτώνα που είναι διακοσμημένος με ρόδακες, αστέρες και σβάστικες, και με μια κατακόρυφη ταινία με μαιάνδρους στο κέντρο και μπορντούρα με έγχρωμα φύλλα στο κάτω άκρο. Στη μέση φοράει ζώνη, επίσης διακοσμημένη, και στα πόδια σανδάλια. Με το δεξί χέρι πιάνει τον χιτώνα στο ύψος του μηρού, ενώ στο αριστερό χέρι κρατάει μπροστά στο στήθος ένα κλειστό μπουμπούκι λωτού.
Η κόμη είναι στεφανωμένη με υψηλό στέμμα από λουλούδια και λωτούς. Στο λαιμό φοράει περιδέραιο, στα αυτιά σκουλαρίκια και στους καρπούς αμφότερων των χεριών από ένα βραχιόλι. Η μακρυά και περιποιημένη κόμη είναι χτενισμένη και καταλήγει με πολλούς κυματιστούς βοστρύχους στους ώμους, στο στήθος και στη πλάτη. Από τα χρωστικά υπολείμματα που σώζονται στην επιφάνεια του μαρμάρου υποθέτουμε την άλλοτε πολύχρωμη εμφάνιση, η οποία στις ημέρες μας επανειλημμένα γίνεται διεθνώς αντικείμενο έρευνας και μελέτης, καθώς και θέμα αρχαιολογικών εκθέσεων.
Από την άλλη πλευρά ο Κούρος έχει ύψος 1,89. Πρόκειται για ένα κατασκεύασμα από Πάριο μάρμαρο και διατηρείται σε καλή κατάσταση. Λείπουν τα πόδια, το δεξί χέρι και η βάλανος του πέους. Οι βραχίονες είχαν σπάσει στα μπράτσα και στους καρπούς, και έχουν κολληθεί ξανά στη θέση τους. Το άγαλμα παρουσιάζει έναν γυμνό έφηβο στην χαρακτηριστική για την εποχή στάση, να βηματίζει, προτάσσοντας το αριστερό πόδι. Οι βραχίονες κρέμονται σε φυσική, κάθετη στάση, με ελαφρώς λυγισμένο τον αγκώνα και τα χέρια κλειστά με τον αντίχειρα μπροστά. Η κόμη είναι λεπτομερώς επεξεργασμένη και διακοσμεί το κούτελο με μεγάλες κοχλιόμορφες μπούκλες, ενώ αστραγαλόσχημοι πλόκαμοι πέφτουν μέχρι πίσω από τους ώμους. Ένα διάδημα στολίζει το κεφάλι. Από τα υπολείμματα ζωγραφικής που διακρίνονται αμυδρά συμπεραίνουμε ότι το άγαλμα ή μέρος αυτού ήταν ζωγραφισμένο με έντονα χρώματα στα μαλλιά, τα φρύδια, τις θηλές και την ήβη, ενώ στο λαιμό ήταν ζωγραφισμένο μια αλυσίδα κολιέ.
Η ανασκαφή και τα αρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή της Μερέντας δικαιολογούν την άποψη που θέλει την αττική γη να κρύβει λαμπρούς θησαυρούς της αρχαιότητας στα σπλάχνα της. Στις μέρες μας όμως, λόγω της οικονομικής δυσπραγίας στην οποία έχουμε περιέλθει, η ανακάλυψη αυτών των θησαυρών αναστέλλεται επ’ αόριστον, δίνοντας παράταση ζωής στους μύθους, τις ιστορίες και τα μυστικά που σώζουν οι επιγραφές…
0 comments
Δημοσίευση σχολίου