Ελληνίδες στην Τουρκοκρατία και η σκλαβιά στα Οθωμανικά Χαρέμια!

Η Καππαδοκία (στα Τουρκικά Kapadokya, από το Ελληνικό: Καππαδοκία / Kappadokía, που με τη σειρά του προέρχεται από το Περσικό: Κατπατούκα που σημαίνει "η χώρα των όμορφων αλόγων", είναι μία από τις... μεγαλύτερες περιοχές της ανατολικής Μικράς Ασίας. Σήμερα αποτελεί τουρκική επαρχία και περιλαμβάνει τέσσερεις διοικήσεις, την Καισάρεια, τη Νίγδη, το Γκιοζγκάτ και το Κιρ-Σεχίρ.

Οι κάτοικοι της Καππαδοκίας,(εν. Καππαδόκης -κη), ήταν Ελληνες.Ομιλούμενη γλώσσα ήταν η Ελληνική. Κάτοικοι μετά το 1922 περίπου 700.000.Οι αρχαίοι Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς διέκριναν δύο Καππαδοκίες. Η μία, προς τον Ταύρο, αποκαλούνταν Μεγάλη Καππαδοκία με πρωτεύουσα τη Μάζακα και, επί Αλεξανδρινών χρόνων Ευσέβεια, με άλλες μεγάλες πόλεις την Καισάρεια (τουρκ. Καϊσερί), τη Μελίτη ή Μελιτηνή (σημ. Μαλάτια) την Τύανα αρχ. Πόλη αργότερα Χριστούπολη που καταστράφηκε τον 8ο αιώνα, την Κόμανα προς τον Αντίταυρο, αρχαία πόλη με φημισμένο ιερατείο και μαντείο στον ποταμό Σάρο.
Η άλλη, αποκαλούνταν Ποντική Καππαδοκία, με πρωτεύουσα την Αμισό και άλλες πόλεις τη Φαρνακία (αργότερα Κερασούς), Τραπεζούντα, Αμάσεια και Κόμανα Ποντική.

Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου η Καππαδοκία ενώθηκε με τον Πόντο και αποτέλεσε μικρό κράτος υπό τον ανεψιό του Αννιβαλιανό. Αλλά επί των διαδόχων του Αννιβαλιανού έγινε πάλι επαρχία του Βυζαντίου, δεχόμενη επιδρομές από γύρω λαούς.Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου, διαπιστώνοντας τη σπουδαιότητα της χώρας για την αντιμετώπιση των Περσών και αργότερα των Αράβων και Τούρκων, την έκαναν μεγάλο στρατιωτικό κέντρο.Η αντίληψη των οθωμανών για τη γυναίκα ήταν ότι αυτή θα έπρεπε να αποτελεί το «κέφι» του άντρα και τίποτε άλλο. Αυτή «γέμιζε» την καθημερινότητα των οθωμανών αρρένων πού έπρεπε να τους υπηρετεί παντοίω τρόπω.

Σαν υπόδουλη ύπαρξη δεν ετύγχανε κανενός σεβασμού η «νομικής προστασίας» και ο «αφέντης» μπορούσε να την τιμωρήσει, κακοποιήσει χωρίς δισταγμό μόνο και μόνον για να «ξεσπάσει τα νεύρα του». Αυτό για τους οθωμανούς ήταν απολύτως φυσικό. Από τη μεριά τους οι υπόδουλες γυναίκες στα χαρέμια για να προστατευθούν συσπειρώθηκαν σε ίντριγκες και σκευωρίες συνεργαζόμενες με αντιπάλους του αφέντη (σουλτάνου, ή βεζύρη, ή πασά, κλπ). Το σουλτανικό χαρέμι συνεπώς ήταν εστία ίντριγκας, ανατροπής, αλλά και μέσον προαγωγής στη κοινωνική ζωή όποιου έκανε επίκληση σε αυτό και χαιρόταν της συμπάθειας του. Εκεί μέσα γίνονταν ταχέως γνωστά τα πάντα, οι δε «εντολές εκ των έσω» ήσαν αστραπιαίας εκτέλεσης.

Μεσολαβητές αυτών των σχέσεων του χαρεμιού με τον έξω κόσμο ήσαν οι ευνούχοι του χαρεμιού.
Η γυναικεία δουλεία ξεκίνησε στο Οθωμανικό Χαρέμι επί Ορχάν Μπέη, αλλά από τη περίοδο του σουλτάνου Μεχμέτ του Καταστροφέα («Πορθητή»!) ο αριθμός των σκλάβων γυναικών στο Χαρέμι αυξήθηκε τάχιστα. Ξεκινώντας από τα μέσα της περιόδου του Βαγιαζήτ του Β’, η παράδοση των σουλτάνων, να παντρεύονται τις κόρες των γειτονικών ηγεμονίσκων και ηγεμόνων, τερματίστηκε. Μετά από αυτή τη περίοδο, έγινε νέα παράδοση για τους σουλτάνους να παντρεύονται γυναίκες σκλάβες του Χαρεμιού. Από εκείνον τον αιώνα το Χαρέμι και το Σουλτανάτο βασίζονται πάνω στις σκλάβες γυναίκες. Οι Οθωμανοί προτιμούσαν να επιλέγουν Κιρκάσιες, Γεωργιανές και Ρωσίδες κοπέλλες για το Χαρέμι τους.

Ήδη από αιώνες, τα κορίτσια της Καυκασίας ήσαν ονομαστά για την ομορφιά τους στην Ανατολή. Γι αυτό το λόγο, το Χαρέμι λάμβανε τόσες πολλές Καυκασιανές σκλάβες αρχικά και αυτός ο αριθμός αυξήθηκε ταχέως ιδιαίτερα τον 17ο αιώνα. Τα κορίτσια πού αρπάζονταν αιχμάλωτα πολέμου στα πεδία της μάχης κατέληγαν στα Χαρέμια αρχικά για να γίνουν γυναίκες σκλάβες, όμως στους αιώνες παρακμής και οπισθοδρομικότητας οι οθωμανοί έχασαν αυτή τη πηγή.

Έκτοτε ο Μέγας Βεζύρης, οι κυβερνήτες, οι πασάδες, οι επαρχιακοί κυβερνήτες και οι αδελφές των σουλτάνων τους προσέφεραν τις γυναίκες σκλάβες πού είχαν αναθρέψει. Μιά άλλη πηγή ήταν οι σκλάβες να έχουν αγοραστεί και μεταφερθεί στο Χαρέμι από τον θησαυροφύλακα του Τελωνείου.

Τον 19ο αιώνα παρόλη την απαγόρευση της δουλείας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι καυκάσιοι συνήθιζαν να στέλνουν τις κόρες τους στο Οθωμανικό Χαρέμι ευχόμενοι να επιλεχθούν ως σύζυγοι του Σουλτάνου. Τις ανέτρεφαν ακόμα από πολύ μικρές και τις προετοίμαζαν για τέτοια ζωή στο Χαρέμι τραγουδώντας τους νανουρίσματα όπως «Ελπίζω να γίνεις σύζυγος του Σουλτάνου και να κάνεις ένδοξη ζωή μέσα στα διαμάντια».

Οι γυναίκες σκλάβες πού αγοράζονταν έξω από το Παλάτι σε ηλικία 5-7 ετών ανατρέφονταν έως ότου γίνονταν ώριμες αρκετά ώστε να προσφερθούν στον Σουλτάνο. Καθώς μεγάλωναν και γίνονταν πιό όμορφες κατατάσσονταν σε διάφορες δραστηριότητες όπως τη μουσική, τους αβρούς τρόπους, τις αδελφικές σχέσεις.

Εκεί που ο θρύλος συναντάται με την ιστορία, η διήγηση με την παράδοση, η υπερβολή με τη σύγχυση και η περιπέτεια με τη δράση βρίσκεται η αρχόντισσα Μάρω, μία από τις πιο δυναμικές, ως φαίνεται, γυναίκες της Τουρκοκρατίας.Η Μάρω γεννήθηκε το 1418. Ήταν κόρη του Ελληνο-Σέρβου Δεσπότη Βούλκου Γεωργίου Μπράγκοβιτς και της Ειρήνης, κόρης Ματθαίου του Κατακουζηνού.

Ο σερβικός λαός την ονόμαζε Γερίνα. Αδελφή είχε την Ελένη, σύζυγο Δαυΐδ του Κομνηνού, του τελευταίου αυτοκράτορος της Τραπεζούντος, οι οποίοι μετά την Άλωση έμειναν στις Σέρρες.Έμεινε χριστιανή ορθόδοξη βοηθώντας τον κλήρο. Από τη θέση της επέδρασε ευεργετικά για την ελευθερία της εκφράσεως των πιστών υποδούλων. Η αποστολή της ήταν η συνηγορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των μονών στην Υψηλή Πύλη.

Τρείς φορές κατάφερε το σουλτάνο να θέσει στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως τρείς ικανούς υποψήφιους. Το 1467 τον από Φιλιππουπόλεως Διονυσίο Α΄, άνδρα ενάρετο, ο οποίος υπήρξε πνευματικό ανάστημα του ανθενωτικού μητροπολίτου Εφέσσου αγίου Μάρκου του Ευγενικού. Ο Διονύσιος μετά εξαετή πατριαρχεία παρητήθη και απεσύρθη στην Ιερά Μονή Εικοσιφοινίσσης Παγγαίου, όπου εστέφθη αγιωνυμίας.

Το 1475 προώθησε στον οικουμενικό θρόνο τον Σέρβο Ραφαήλ Α΄ και το 1486 τον Νηφώνα Β΄ από την Πελοπόννησο. Τον Μάρτιο του 1459 αγόρασε στη Θεσσαλονίκη τον ναό της μικρής Αγίας Σοφίας, την αγορά του οποίου βεβαίωσε με έγγραφο ο Μωάμεθ Β΄. Το 1469 διά της προσωπικής της επεμβάσεως στον σουλτάνο έλαβε την άδεια να μεταφερθούν τα τίμια λείψανα του Αγίου Ιωάννου της Ρίλας από το Τύρναβο στη Ρίλα.

Το 1479 είχε στην κατοχή της, μαζί με τον Φαΐκ-Πασά, μία λίμνη κοντά στις Σέρρες. Στον μητροπολιτικό ναό των Σερρών, των Αγίων Θεοδώρων, δώρισε εικόνα συρτή που περιείχε τίμιο ξύλο, ως μαρτυρεί ο αρχαίος κώδικας της ιεράς μητροπόλεως, κατά μία μάλλον επίσκεψή της στην εξόριστη αυτοκράτειρα της Τραπεζούντος θεία της Ελένη.
Στο Άγιον Όρος υπάρχουν επτά τουρκικά έγγραφα γνωστά, σχετικά με τη Μάρω, ενώ υπάρχει και μεγάλος αριθμός αμετάφραστων και αταξινόμητων τουρκικών εγγράφων.

Στη μονή Αγίου Παύλου υπάρχουν δύο ακόμη έγγραφα, που αναφέρονται στην περιουσία της Μάρως, που την αποτελούσαν, κτήματα, ζώα, ενδύματα, υφάσματα, ασημένια και χρυσά νομίσματα κι αντικείμενα.
Από αυτά διαίρεσε τρία μέρη για τη μονή Χιλανδαρίου και δύο για τη μονή Αγίου Παύλου.

Το πιο παλιό έγγραφο είναι της 1.3.1469. Τότε είχε καεί η μονή Εσφιγμένου και η Μάρω αγόρασε το μετόχι της στον Πρόβλακα, με πύργο και μύλο, και το δώρισε στη μονή Αγίου Παύλου, ώστε να μη φύγει η περιουσία από το Άγιον Όρος. Μάλιστα στο έγγραφο γράφει, «Εγώ η Μάρω η κυρά από την Εζωβά εγύρευσα ίνα αγοράσω κτλ». Σ` εγγραφό της 13.4.1479 η Μάρω φέρει τον τίτλο «Σουλτάνα του αυτοκράτορος Μουράτ Ευσεβής Κτζαρίνα, Μάρα, θυγάτηρ του Δεσπότου Γεωργίου». Επεκύρωνε χρυσόβουλα με τη σφραγίδα του πατέρα της, που ήταν το δακτυλίδι του.

Το 1466 δώρισε μεγάλες περιοχές της Έζοβας και της Μοραβίτσας στις αγαπητές αγιορείτικες μονές, όπου κατοικούσαν Σέρβοι και Έλληνες, Χιλανδαρίου και Αγίου Παύλου. Στην πρώτη τα 3/5/αυτών των περιοχών και στη δεύτερη τα 2/5.
Στο Χιλανδάρι υπάρχουν τέσσερα έγγραφα ακόμη σχετικά με τη Μάρω γι`αφιερώσεις και κτηματικές οριακές διαφορές.
Η μεγαλύτερη προσφορά της αρχόντισσας Μάρως στο Άγιον Όρος θεωρείται όχι η κτηματική περιουσία αλλά η δωρεά στην ιερά μονή Αγίου Παύλου των Τιμίων Δώρων που πρόσφεραν οι τρείς Μάγοι στον Χριστό.

Η Μάρω επίσης προσέφερε στη μονή του Αγίου Παύλου και κτήματα στην Καλαμαριά Χαλκιδικής, όπου είχαν μετόχια δέκα αγιορειτικές μονές και που κατά μία ετυμολογία έλαβε την ονομασία της η περιοχή από το όνομα της αρχόντισσας Καλή Μαρία ή Καλαμαρία και σήμερα Καλαμαριά.Στη δύση του βίου της κινούμενη από θρησκευτικοπατριωτικά αισθήματα αφιέρωσε στη μονή Αγίου Παύλου το 16000 στρεμμάτων κτήμα της Έζοβας, τον πύργο, τον ναό, τα κτίρια, τα δάση και μέρος της ιχθυοτρόφου λίμνης.

Για να εξασφαλίσει τις πάντα πάντα αγαπητές αγιορειτικές μονές μετά τον θάνατό της, υιοθέτησε το 1481 τον Βλάχο Βοεβόδα Βλαδίμηρο Δ΄ (1482-1496) για να τις φροντίζει. Στη συνέχεια τα μοναστήρια Χιλανδαρίου και Αγίου Παύλου έμειναν στην προστασία για όλους τους επόμενους βοεβόδες, οι οποίοι έπρεπε, ο ένας μετά τον άλλο, ν`αναγνωρισθούν από την Υψηλή Πύλη.

Τα αρσενικά μέλη της οικογένειας Βιτάλη απο τα Χανιά της Κρήτης, μάχονται στο πλευρό των ορθόδοξων Κρητικών εναντίον των Τούρκων. Ο πατριάρχης της οικογένειας, έχει αποφασίσει να ξοδέψει την περιουσία του στον απελευθερωτικό αγώνα και έχει ζητήσει από τους γιους του να πολεμήσουν εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Οι Τούρκοι έχουν οργιστεί από τη στάση του άρχοντα Βιτάλη και μια μέρα κάνουν επιδρομή στο αρχοντικό του. Στο κελάρι εκείνη την ώρα ήταν τα αδέλφια της Ευδοξίας και ετοίμαζαν τις προμήθειές τους. Η κοπέλα όμως ήταν μόνη της και δεν πρόλαβε να αντιδράσει όταν όρμησαν οι Τούρκοι. Την πούλησαν.

«Η ομορφιά της ήταν ξακουστή στα Χανιά και οι δουλέμποροι που την άρπαξαν την πούλησαν αρχικά στον πασά των Χανίων. Εκείνος όμως κατάλαβε πως με την ομορφιά της Ευδοξίας θα μπορούσε να καλοπιάσει τον μεγάλο σουλτάνο και του την στέλνει ως δώρο για το χαρέμι του», λέει η κ. Χριστίνα Αλεξάνδρου δισέγγονη της Ευδοξίας Βιτάλη.

Η 15χρονη Ευδοξία μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη στο χαρέμι του σουλτάνου Αμπντούλ Αζίζ, και επιλέχθηκε από τη βαλιντέ σουλτάνα, τη Γαλλίδα μητέρα του, για να γίνει μία από τις συζύγους του. Η Ευδοξία έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στον σουλτάνο, όπως προκύπτει από το γεγονός πως μαζί της έκανε δύο παιδιά, τον Οσμάν ή Γιώργο όπως τον φώναζε η μητέρα του και την Αννίτα.

Η Ευδοξία μετά την απελευθέρωσή της από το χαρέμι πήγε στην Ίμβρο, άλλαξε την ταυτότητά της, βαφτίστηκε χριστιανή ορθόδοξη και άρχισε από την αρχή τη ζωή της. Τα χρήματα που είχε από τα κοσμήματα του σουλτάνου τής επέτρεψαν να ζει μια πολύ άνετη ζωή. Αρχικά άνοιξε καπελάδικο στην Ίμβρο. Ύστερα από τον θάνατο του Αμπντούλ Αζίζ το 1876, πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου άνοιξε μια βιοτεχνία με ρούχα και καπέλα για κυρίες της καλής κοινωνίας.

Μάλιστα προσέλαβε στη δουλειά πολλές κοπέλες από το χαρέμι του Αμπντούλ Αζίζ που διαλύθηκε όταν νέος σουλτάνος ανέλαβε ο Μουράτ Ε΄. Προς τα τέλη του 1824 η χώρα μας σπαράζεται από τα δεινά του δεύτερου και καταστροφικότερου εμφυλίου. Η κυβέρνηση των Καπεταναίων των νησιών (κυβέρνηση Κουντουριώτη) υπερισχύει του Συνασπισμού των Κοτζαμπάσηδων και των Στρατιωτικών της Πελοποννήσου. Ο Πάνος Κολοκοτρώνης, τότε φρούραρχος του Ναυπλίου, δολοφονείται, και ο ίδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συλλαμβάνεται και κατόπιν φυλακίζεται με άλλους οπλαρχηγούς στον Προφήτη Ηλία, μοναστήρι της Ύδρας.

Η Μπουμπουλίνα (Λασκαρίνα Πινότση ), παίρνει το προσωνύμιο “μπουμπουλίνα” απο τον δεύτερο σύζηγό της Δημήτριο Μπούμπουλη, αντιδρά στη σύλληψη του Κολοκοτρώνη και ζητά την αποφυλάκισή του. Κρίνεται επικίνδυνη από το κυβερνόν κόμμαήκαι συλλαμβάνεται δύο φορές από το Υπουργείο Αστυνομίας με εντολή να φυλακιστεί. Έγγραφη διαμαρτυρία της, υπάρχει στα Γενικά Αρχεία του κράτους προς το τότε Βουλευτικό Σώμα. Τελικά η Μπουμπουλίνα σχεδόν εξορίζεται στις Σπέτσες, αφού χάνει και τον κλήρο γης που της είχε παραχωρήσει το κράτος στο Ναύπλιο.

Μετά την αποβίβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, οι πολιτικοί τρομοκρατημένοι βγάζουν τον Κολοκοτρώνη από την φυλακή και του αναθέτουν την αρχιστρατηγία.Η μεγάλη ηρωίδα της Ελλάδας , κόρη του Νικόλαου Μαυρογένους μεγαλέμπορου που ήταν εγκατεστημένος στην Τεργέστη.Γεννήθηκε στα 1796 στο χωριό Μαρμαρά της Πάρου .Η μάνα της ήταν Μυκονιάτισσα , Θυγατέρα του Αντώνη Χατζή Μπάτη και την έλεγαν Ζαχαράτη.Στα 1812 , ο πατέρας της ανάθεσε τη μόρφωσή της στο συγγενή τους , πολυμαθέστατο πατριώτη , παπα-Μαύρο , στην Τήνο.

Για τις υπηρεσίες στην Πατρίδα , της απένειμαν τον επίτιμο βαθμό του αντιστρατήγου από τον Καποδίστρια και της παραχώρησε κεντρικό σπίτι στο Ναύλιο ,Μετά την Επανάσταση, απογοητευμένη από την άτυχη ερωτική περιπέτειά της με το Δημήτριο Υψηλάντη και καταδιωγμένη από τον Ιωάννη Κωλέττη, ξαναγύρισε στη Μύκονο κι έπειτα από λίγα χρόνια πέθανε πάμφτωχη στην Πάρο στα 1840. Η κηδεία της υπήρξε πάνδημη. Τη θάψανε στο προαύλιο της Καταπολιανης. "Υστερα όμως από την αναπαλαίωση του Ναού , δεν υπάρχει ο τάφος της , όπως και τα καμπαναριά που σήμαναν το θάνατό της.

Τα πρώτα ληστρικά δάνεια, τα λεγόμενα δάνεια της «ανεξαρτησίας»(τι ειρωνία), συνδέεται άρρηκτα με την αδίστακτη τοκογλυφική εκμετάλλευση του τόπου από το ξένο χρηματηστηριακό κεφάλαιο, εκμετάλλευση η οποία, παρά τις διαφορετικές μορφές που προσλαμβάνει σε κάθε ιστορική περίοδο, όχι μόνο συνεχίζεται αμείωτα μέχρι τις μέρες μας αλλά και έχει τραγικά επιδεινωθεί με τη σημερινή βαθύτατη κρίση (και χρέους) που βιώνουμε.

Η Κυρά Φροσύνη, (Ευφροσύνη Βασιλείου), ήταν ιστορικό πρόσωπο που τ` όνομά της συνδέθηκε με την ιστορία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Ήταν σύζυγος του εμπόρου και προκρίτου των Ιωαννίνων Δημητρίου Βασιλείου και ανιψιά του μητροπολίτη Γαβριήλ Γκάγκα. "Αυτή η νεαρή καλλονή, ήταν ξακουστή στα Γιάννενα, όχι μόνο για τα θέλγητρά της, αλλά κυρίως για τους χαριτωμένους τρόπους της και για τη ζωντάνια του πνεύματος, που την έκαναν ψυχή της συντροφιάς. Με αυτή την τέλεια γυναίκα δημιούργησε ιδιαίτερο δεσμό ο Μουχτάρ, ο μεγαλύτερος γιος του Αλή Πασά, που προκάλεσε τη ζήλια της Γυναίκας του".Η απατημένη σύζυγος κατέφυγε στον πεθερό της, ζητώντας ικανοποίηση.

Μια νύχτα η Κυρά -Φροσύνη συνελήφθη μαζί με την υπηρέτριά της και με άλλες 17 γυναίκες, και κλείστηκε στο ναό του Αγίου Νικολάου των Κοπάνων, στη βόρεια παρυφή της πόλης. Ο Αλής επί δύο μέρες ήταν αναποφάσιστος. Περίμενε κάποιο πρόσχημα, ένα διάβημα των προκρίτων για να ελευθερώσει την Κυρά- Φροσύνη και τις 17 γυναίκες. Αλλά οι πρόκριτοι δείλιασαν και ο Αλής τελικά διέταξε τη θανάτωσή τους.

Μια νύχτα του 1801, οι 18 γυναίκες πνίγηκαν στη λίμνη, στην περιοχή του Αγίου Νικολάου.
Ο Αλή πασάς έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία για την κυρα-Βασιλική που βρισκόταν στο χαρέμι του από τα δεκατρία της. Εκείνη βέβαια παρέμεινε πιστή στη χώρα και τη θρησκεία της και ασκώντας επιρροή στις αποφάσεις του Αλή, κατόρθωσε να γλιτώσει πολλούς Έλληνες από την οργή του.

Σύμφωνα με την ενθύμηση αυτή, η Βασιλική κατέφυγε στο διπλανό δωμάτιο ( οντά ) για να σωθεί από τον κίνδυνο ή, σύμφωνα με την προφορική παράδοση, στην παρακείμενη μικρή σπηλιά του δωματίου, για να μη τη σκοτώσει ο Αλής. Λένε, δηλαδή, ότι η Βασιλική είχε μυστικές συννενοήσεις με ανθρώπους του Χουρσίτ και ότι σε αυτήν οφείλεται η σωτηρία του κάστρου από την ανατίναξη, που είχε αναθέσει ο Αλής σε έμπιστό του άνθρωπο. Η παράδοση αυτή δεν είναι απίθανη, αν λάβουμε υπόψη ότι η Βασιλική, εξόριστη στην Πόλη, είχε καλή μεταχείριση από τον Σουλτάνο.Το κεφάλι του Αλή στάλθηκε ταριχευμένο στην Πύλη, ως τεκμήριο του φόνου, και εκτέθηκε επί ένα μήνα σε κοινή θέα για παραδειγματισμό. Το σώμα του ενταφιάστηκε στον οικογενιακό τάφο του σεραγιού, στο Ιτς Καλέ, κοντά στο Φετιγιέ Τζαμί.

Follow Share:

Post A Comment: 0

Blog

Disqus

O ιστότοπος χρησιμοποιεί cookie,για να διασφαλίσουμε ότι έχετε την καλύτερη δυνατή εμπειρία,με τη χρήση αυτού του ιστότοπου αποδέχεστε τη χρήση των cookie.Περισσότερα

_ Εγγραφείτε στις ενημερώσεις Notifications