Ο Νότης τα λέει έξω από τα δόντια:’Έχουμε τους διεθνιστές του κ@λου να μας κυβερνούν!”

Όπως πάντα, μια συζήτηση με τον Notis είναι μια κούρσα τέρμα γκάζι

Η συνέντευξη που παραχώρησε στον Βασίλη Τσακίρογλου στις 09/12/2015:
– Τι σημαίνει για σένα το να ανεβαίνεις στη σκηνή εν μέσω της τρέχουσας μελαγχολικής συγκυρίας στην ελληνική κοινωνία;

Αν αφαιρέσουμε από τη ζωή μας την ψυχαγωγία, μετά κλάφ” τα, θα είναι σαν να μην υπάρχουμε. Το μόνο που θα απομείνει είναι να δουλεύουμε για να πληρώσουμε τους φόρους ή να ψάχνουμε δουλειά για να πληρώσουμε αυτούς τους φόρους.

– Ως καλλιτέχνης που δίνει μεγάλη σημασία στην επικοινωνία, υπάρχει κάτι που σε ενοχλεί στη συμπεριφορά του κοινού;

Αυτό που με πληγώνει είναι η έλλειψη σεβασμού και η αγένεια. Εγώ, π.χ., κάποια στιγμή στην οθόνη πίσω μου δείχνω τον Σολομώντα Σολωμού, έναν άνθρωπο ο οποίος, μετά από πάρα πολλά χρόνια, μου θύμισε ότι υπάρχουν ακόμη ήρωες. Εννοείται ότι στο τραγούδι που του αφιερώνω δεν έχω γυρισμένη την πλάτη στον Σολομώντα, την έχω γυρισμένη στο κοινό, που κατανοεί τον λόγο.
Οταν λοιπόν κάποιος πεταχτεί και δυσανασχετήσει ή όταν κάνω έναν πρόλογο σχολιάζοντας πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας και ακούω «άσ’ τα αυτά και τραγούδα», αντιδρώ, τη λέω αμέσως σε αυτόν που με πειράζει: «Δεν πας κάπου αλλού, ρε μεγάλε, να αγοράσεις κάνα δίσκο να ακούσεις ό,τι θέλεις; Τι είμαι εγώ; Τζουκ μποξ είμαι, μόνο να τραγουδάω; Δηλαδή, τι ήρθες εδώ, να με ακούσεις σαν μηχανάκι, σαν κάποιον που δεν ζει αυτό που κάνει;» Τι σημαίνει «ψυχαγωγία»; Πάμε και βλέπουμε κάποιον που κάνει «πρόγραμμα»; Εμείς δεν έχουμε πρόγραμμα. Δεν μας προγραμμάτισε κανείς. Είμαστε αυθόρμητοι.

– Τι συμβαίνει ανάμεσα σε σένα και τη «Φαντασία»;

Μιλάμε για έναν χώρο ψυχαγωγίας όπως πρέπει να είναι, δηλαδή τραγουδάμε, χορεύουμε και επικοινωνούμε. Το σλόγκαν είναι «ο Νότης πάει Νότια». Θα εμφανίζομαι σε έναν νέο χώρο για εμένα, τη «Φαντασία», μαζί με νέους και ταλαντούχους συνεργάτες. Εχω μαζί μου την Ειρήνη Παπαδοπούλου, την Πωλίνα Χριστοδούλου, τη Μαρία Σχοινά, τον Αγγελο Δάνο, τη Nάγια, τα μπαλέτα του Garry Mardon και τους 48 Ωρες – που για μένα είναι το καλύτερο νέο συγκρότημα που έχουμε αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Η συνεργασία μου με αυτά τα παιδιά θα περιλαμβάνει διάφορα πράγματα, συνδυασμούς, τραγούδια που θα λέμε μαζί κ.λπ.

– Εκτός από τους συνεργάτες σου στη «Φαντασία», έχεις εντοπίσει κάποιον ξεχωριστό από τη νέα γενιά τραγουδιστών; Δεν παρακολουθώ τα ελληνικά δρώμενα, ακούω μόνιμα ξένη μουσική, παλιά και καινούρια κομμάτια. Αποφεύγω να ακούω ελληνικά γιατί ξέρω ότι στο δεύτερο-τρίτο τραγούδι θα εκνευριστώ. Ακούω το ίδιο πράγμα, από άλλες φωνές που μοιάζουν, με παρόμοιες ενορχηστρώσεις, με απαράλλαχτο ύφος, με λόγο που δεν έχει και πολλά να πει. Υπάρχουν βέβαια και ωραία τραγούδια, αλλά για να τα ακούσεις θα πρέπει να περάσεις μία ολόκληρη ημέρα στο ραδιόφωνο για να πετύχεις 5-10 από αυτά.

– Ποιο πιστεύεις ότι είναι το δικό σου πλεονέκτημα, κάτι που δεν έχουν άλλοι συνάδελφοί σου;

Ανέκαθεν το δικό μου όνειρο ήταν να γίνω καλλιτέχνης, όχι απλώς να τραγουδάω επειδή έχω καλή φωνή, αλλά να λέω τραγούδια κοινωνικού περιεχομένου, να προσεγγίζω τον κόσμο σε μεγάλους χώρους, σε στάδια κ.λπ. Οχι ότι αντιμετωπίζω τα κέντρα διασκέδασης με υπεροψία. Κάθε άλλο, μου αρέσουν, είναι το βήμα μου, εδώ εκφράζομαι, τρελαίνομαι, συγκινούμαι, γελάω, θυμώνω, επικοινωνώ. Εάν ήθελα να εμφανιστώ, π.χ., στο Ηρώδειο ή στο Μέγαρο Μουσικής, θα το είχα προσπαθήσει, αλλά κάτι τέτοιο δεν μου λέει απολύτως τίποτα, όχι ο χώρος βέβαια, αλλά η διαδικασία έως ότου φτάσεις εκεί.
Και να τραγουδήσεις στο Ηρώδειο, γιατί; Για να σε χλευάσουν ορισμένοι, αυτοί που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν καν; Διότι το μόνο που κάνουν αυτοί είναι ζημιά, κρίνουν τους ανθρώπους όχι αντικειμενικά, αλλά βάσει συμφερόντων. Αξίζει τον κόπο να πας εκεί, να περάσεις αυτόν τον πόνο, αυτόν τον φθόνο που έχουν κάποιοι; Δεν ξέρω για άλλους, αλλά για εμένα η «Φαντασία» (όπως και η «Ιερά Οδός», η «Ιερά Θέα», το «Εναστρον», η «Πύλη Αξιού» στη Θεσσαλονίκη, τα γήπεδα στην Κύπρο και σε όλη την Ελλάδα ή την Αμερική όπου δίνω συναυλίες κ.ο.κ.) είναι αρκετά.

– Δεν φαίνεσαι άνθρωπος που πτοείται από τις κριτικές. Στ’ αλήθεια σε επηρεάζουν;

Εάν σε σχολιάζουν αρνητικά για κάτι που έχεις κάνει, πάει καλά. Εάν όμως σε σχολιάζουν όπως τον Σάκη Ρουβά, επειδή διέπραξε το «αμάρτημα», σύμφωνα με ορισμένους, να δοκιμάσει την ηθοποιία, να εμφανιστεί στην Επίδαυρο κ.λπ. εκεί υπάρχει πρόβλημα. Επαιξε καλά; Γιατί δεν μας το λες, ρε μπαγάσα κριτικέ, έπαιξε καλά; Ασε το εάν είναι τραγουδιστής. Τα γύρω-γύρω και η προκατάληψη είναι για να επηρεάσεις. Ο σωστός κριτικός -αλλά για να είσαι σωστός κριτικός πρέπει να έχεις γεννηθεί στον Ψηλορείτη, να έχεις ανδρεία- πρέπει να είναι δίκαιος.

– Θα συνεργαζόσουν με τον Σάκη Ρουβά;
Οχι, διότι το είδος που υπηρετεί ως τραγουδιστής δεν με αντιπροσωπεύει. Ξέρω όμως ότι είναι καλός άνθρωπος και αυτό είναι μεγάλο προτέρημα.
– Τι είναι αυτό που συγκεντρώνει φανατικούς οπαδούς σου οπουδήποτε εμφανίζεσαι;

Δεν θέλω να έχω φανατικούς, θέλω να έχω φιλάθλους. Οταν κάποιοι γίνονται φανατικοί δεν μου αρέσει, δεν το θέλω. Ο φανατικός είναι κάτι κακό, γιατί σήμερα είναι μαζί σου και αύριο μπορεί να γίνει ο χειρότερος εχθρός σου επειδή κάτι του στράβωσε. Η δική μου παρουσία πάνω στη σκηνή έχει μνήμες, τις μνήμες της Ελλάδας και αυτές με καθοδηγούν. Εγώ είμαι κατά το ήμισυ Μινωίτης, από το κρητικό γένος του πατέρα μου, και κατά το άλλο Ιωνας, από το γένος της μητέρας μου. Ποτέ όμως δεν επεδίωξα να καθιερώσω κάτι, να το επιβάλω. Ο,τι έγινε έγινε γιατί έτσι ήταν να γίνει. Ούτε είχα στόχο να γίνω κάτι. Ετσι ήμουν πριν με μάθει ο κόσμος, από μικρό παιδί ήμουν αυτό που είμαι και σήμερα.

– Περίμενες ότι θα γίνεις διάσημος και επιτυχημένος και ότι οι δίσκοι σου θα γίνονται πολυπλατινένιοι ακόμη και το 2015; Το εάν θα γινόμουν τραγουδιστής ήταν ένα όνειρο, δεν το ήξερα. Και μάλλον είχα αρχίσει να πιστεύω ότι δεν θα πραγματοποιούνταν ποτέ διότι ποτέ δεν το προσπάθησα. Συμπτωματικά έγινα τραγουδιστής. Τίποτα δεν προσπαθούσα να γίνω, απλώς επιβίωνα. Το 1984, τότε που συνάντησα τη γυναίκα μου στην Κω, εγώ έριχνα με το καρότσι μπετά για 2.000 δραχμές, ενώ το καλοκαίρι ήμουν DJ και έβαζα μουσική για 300 ανθρώπους που χόρευαν. Τον χειμώνα στην Κω δεν είχαμε να φάμε. Αλλά πάντα είχα σχέση με τη μουσική. Μαζευόμασταν με φίλους, παίζαμε μουσική σαν γκρουπ, εγώ έπαιζα τύμπανα, τραγουδούσα και λίγο. Εκείνοι έπαιζαν σε κινηματογράφους κ.λπ., εγώ όμως ποτέ δεν βγήκα να τραγουδήσω, γιατί έλεγα «παιδιά, δεν είμαστε καλοί για να εμφανιστούμε μπροστά στον κόσμο».

– Ποια ήταν τα πρώτα τραγούδια που είπες μπροστά σε κοινό;
Σε ξένο ήταν κάποιο του Τζορτζ Μάικλ. Σε ελληνικό ήταν το «Οι άντρες δεν μιλούν πολύ» του Τόλη Βοσκόπουλου – και ως προς το νόημα, μάλλον δεν το τήρησα ποτέ. Μουσικά, πάντως, άκουγα τα πάντα: Pink Floyd, αλλά και Μανώλη Αγγελόπουλο, ξένα και ελληνικά ήταν ισότιμα και ισάξια στο μυαλό μου. Uriah Heep, Bad Company, Τζέιμς Μπράουν, αλλά και Τσιτσάνης, Μαρκόπουλος, Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Μούτσης, Καλδάρας κ.ά., ό,τι καλό κυκλοφορούσε τότε. Οπως δεν είμαι ρατσιστής με τους ανθρώπους, έτσι έκανα και με τη μουσική: την αγκάλιαζα απ’ όπου και εάν προερχόταν.
– Οι πολιτικές σου θέσεις, τις οποίες εκφράζεις τακτικά δημόσια και απροκάλυπτα, συνάδουν με αυτή τη λογική του «αγκαλιάσματος» της διαφορετικότητας;

Οι λαοί, επειδή έχουν προβατοποιηθεί και δεν αντιμετωπίζουν τα πράγματα με τον πρέποντα τρόπο, έχουν δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ώστε οι δυνάστες τους να τους αναγκάζουν να φύγουν από την πατρίδα τους. Αυτός είναι ένας παγκόσμιος φασισμός: φεύγω από την πατρίδα μου, έρχομαι στη δική σου χωρίς να ρωτήσω κανέναν, βιάζω τους νόμους της δικής σου πατρίδας και μετά κάνω και διαδήλωση -εφόσον μου το επιτρέπει και η κυβέρνησή σου- και απαιτώ να κάνω τέμενος για να προσεύχομαι κ.λπ. Ρε φίλε, δεν πας να γαμ… κάπου αλλού;
Αυτό δεν έχει να κάνει ούτε με κακία, ούτε με ρατσισμό. Αγαπώ τον κάθε άνθρωπο, απ’ όπου κι αν προέρχεται, όποιο χρώμα κι αν έχει το δέρμα του, όπως και να τον λένε. Αλλά μέχρι το σημείο που εκείνος με σέβεται όπως τον σέβομαι κι εγώ. Αυτό που λέω είναι εντάξει ο διεθνισμός, αλλά όχι μόνο για την Ελλάδα, όχι μόνο η χώρα μας να εφαρμόζει μια πολιτική ανοιχτών συνόρων, τύπου «μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δίνετε» ενώ όλοι οι άλλοι στην Ευρώπη σηκώνουν φράχτες. Γιατί τώρα, αλλά και προηγουμένως, έχουμε τους διεθνιστές του κώλου να μας κυβερνούν. Διεθνιστής μπορείς να είσαι όταν δεν υπάρχουν σύνορα. Οταν όμως υπάρχουν, πρέπει να τα σέβεται και ο ένας και ο άλλος.

– Ως ένας άνθρωπος που μεγάλωσε στην Κω, πώς νιώθεις που το νησί σου είναι στην πρώτη γραμμή του προσφυγικού προβλήματος; Ηταν μαύρο το καλοκαίρι που πέρασα φέτος, διότι ένιωθα σε καθημερινή βάση τον βιασμό της πατρίδας μου με τον χειρότερο τρόπο. Και όλο αυτό με το Μεταναστευτικό θα μπορούσαμε να το έχουμε αποτρέψει εν μια νυκτί.
Ο τρόπος θα ήταν οι αρμόδιοι υπουργοί, Αμυνας, Ναυτιλίας, Δημόσιας Τάξης, να δώσουν εντολή στο στράτευμα να παραταχθεί στα χωρικά μας ύδατα, στα σύνορά μας, με τα πλοία του Πολεμικού Ναυτικού.
Και να λένε σε αυτούς που έρχονται βάσει σχεδίου -και το ξέρω ακριβώς αυτό το σχέδιο- από απέναντι, με τα όπλα προτεταμένα και το δάχτυλο στη σκανδάλη, όχι για να σκοτώσεις αλλά για να εκφοβίσεις, «όπως ήρθατε, γυρίστε πίσω. Αντί να κάνετε πέντε μίλια δυτικά, κάντε πέντε μίλια ανατολικά, γιατί δεν θα υπάρξει δεύτερη φορά». Και μην ακούω για ανθρώπινα δικαιώματα, διότι αυτά είναι για το θεαθήναι, δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα. Εάν σέβεσαι τα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν παίρνεις τα αεροπλάνα σου και βομβαρδίζεις τους λαούς.

– Πιστεύεις ότι υπάρχει σχέδιο, μια συνωμοσία εις βάρος της Ελλάδας;
Πιστεύω ακράδαντα ότι υπάρχει σενάριο. Π.χ. από μέρη που παλαιότερα ήταν ελληνικά, τώρα μας φέρνουν σκοπίμως λαθραίους μετανάστες ούτως ώστε να γίνει μια πληθυσμιακή αλλοίωση και να πετύχει η παγκοσμιοποίηση. Το σχέδιο είναι να γίνουν όλα ίσωμα, διότι για να γίνει η παγκοσμιοποίηση δεν πρέπει να υπάρχουν πατρίδες. Αυτά είναι γεγονότα, δεν χρειάζεται να τα διαβάσεις κάπου, τα βλέπεις να εξελίσσονται καθημερινά μπροστά στα μάτια σου.

Το απώτερο σχέδιο είναι η εγκαθίδρυση μιας παγκόσμιας δικτατορίας, δηλαδή να φτάσουμε όλοι σε ένα τέτοιο σημείο που να απαυδήσουμε με τους ηγέτες τους οποίους υποτίθεται πως εμείς οι ίδιοι έχουμε ορίσει. Αλλά στην πραγματικότητα δεν τους ορίζουμε εμείς, γιατί μας τους έχουν κάνει αρεστούς τα πραγματικά αφεντικά τους χρησιμοποιώντας τα ΜΜΕ (Μέσα Μαζικού Επηρεασμού και Εξευτελισμού).
Οι πολιτικοί ηγέτες μας είναι όργανα μιας ολιγαρχίας, ενός 0,05% του πληθυσμού του πλανήτη, που κάνει κουμάντο σε όλο το υπόλοιπο και έχει τον πλούτο στα χέρια της. Αυτοί λοιπόν μας κάνουν αρεστούς τους Τσίπουρες, τους Βενιζέλους, τους Καραμαν-αλήδες, τους Σημίτηδες, τους Τσάτσους κ.λπ. Κι εμείς τους εκλέγουμε, ενώ είναι οι πλέον ακατάλληλοι, γιατί είναι υπάλληλοι άλλων.

– Πιστεύεις στη δημοκρατία;
Πιστεύω στη δικαιοσύνη. Οταν δεν υπάρχει δικαιοσύνη δεν υπάρχει δημοκρατία, υπάρχουν φασιστικά καθεστώτα τα οποία λειτουργούν πλέον με χυδαίο τρόπο. Και πρέπει να αντισταθούμε σε ένα σύστημα που φυλακίζει ανθρώπους χωρίς δίκη. Εχουμε υποχρέωση να αντισταθούμε. Για παράδειγμα ο νόμος περί ευθύνης υπουργών δεν είναι φωναχτό παράδειγμα έλλειψης δικαιοσύνης; Αυτή η φαυλοκρατία επικρατούσε και πριν από το 1967, γι’ αυτό αναγκάστηκαν κάποιοι να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους. Αλλά τότε το στράτευμα είχε πλήρη συνοχή και αμιγώς ελληνικές καταβολές. Τότε ανέλαβαν ορισμένοι άνθρωποι που έβαλαν μια τάξη γιατί προηγουμένως υπήρχε αταξία.

– Κάποιοι μπορεί να σε έχουν ταυτίσει με ένα ορισμένο, ακραίο κόμμα. Αδιαφορείς γι’ αυτό; Πιστεύω απόλυτα στην ελευθερία του ανθρώπου. Ομως η ελευθερία δεν συνεπάγεται κατάλυση κάθε ορίου. Αυτό είναι παρεξήγηση. Η ελευθερία δεν είναι να κάνεις ό,τι γουστάρεις. Η ελευθερία σου σταματά εκεί όπου αρχίζει η ελευθερία του άλλου. Και το πιστεύω αυτό διότι είμαι ευγενής, είμαι από καλό γένος, και δεν είναι δυνατόν ένας ευγενής να είναι φασίστας. Εγώ δεν ταυτίζομαι με κανέναν, δεν ανήκω πουθενά. Το μόνο που είμαι είναι Ελλην. Τελειώνει εκεί.
– Πότε άρχισες να ενδιαφέρεσαι σοβαρά για την πολιτική;

Αυτά που λέω με απασχολούσαν ανέκαθεν. Το εάν ο κόσμος δεν άκουγε τον πολιτικό μου λόγο, κακό του κεφαλιού του. Δεν έχω παρεκκλίνει ποτέ από τις απόψεις μου και αυτή η συνέπεια είναι που μου δίνει συνέχεια. Τη δεκαετία του ’90, όταν έλεγα τις μεγάλες επιτυχίες όπως «Αετός», «Σώμα μου» κ.λπ., συγχρόνως μέσα στα ίδια άλμπουμ υπήρχαν τραγούδια όπως το «Πατρίδα μου», το «Ντροπή σε όλους μας», τα «Ναυάγια» κ.λπ. Πάντοτε φώναζα. Στον προτελευταίο μου δίσκο υπάρχει π.χ. το τραγούδι που λέει «Είδα στον ύπνο μου και μ’ έπιασε ζαλάδα / κάτι κοράκια να κηδεύουν την Ελλάδα». Πάντοτε ήμουν ανήσυχος. Μέσα σε όλο αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα επιβιώνω με πόνο. Και είναι 25 χρόνια που πονάω, δεν είναι από χθες. Πονάω και φωνάζω από τότε που βγήκε στη φόρα με χυδαίο τρόπο το προς τα πού μας πηγαίνουν.

Follow Share:

Post A Comment: 0

Blog

Disqus

O ιστότοπος χρησιμοποιεί cookie,για να διασφαλίσουμε ότι έχετε την καλύτερη δυνατή εμπειρία,με τη χρήση αυτού του ιστότοπου αποδέχεστε τη χρήση των cookie.Περισσότερα

_ Εγγραφείτε στις ενημερώσεις Notifications