Το μοτίβο σκιαγραφήθηκε ήδη στον αρχαίο μύθο του Αισώπου με τους λαγούς και τα βατράχια. Οι λαγοί αυτής της ιστορίας διώκονταν τόσο από τα άλλα θηρία, που δεν ήξεραν πού να πάνε.
Μόλις έβλεπαν ένα ζώο να τους προσεγγίζει, συνήθιζαν να τρέχουν. Μια μέρα είδαν μια αγέλη άγριων αλόγων, το ποδοβολητό των οποίων τους δημιούργησε πανικό. Έτσι όλοι οι λαγοί πήδηξαν με δύναμη σε μια λίμνη, αποφασισμένοι να πνιγούν, αντί να ζουν σε μια τέτοια κατάσταση συνεχούς φόβου. Μόλις όμως έφθασαν κοντά στην όχθη, ένα κοπάδι βατράχων, φοβισμένοι με τη σειρά τους από το πλησίασμα των λαγών, πήδηξαν και βυθίστηκαν στο νερό. «Αληθινά», είπε ένας από τους λαγούς, «τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα όσο φαίνονται». Δεν χρειάζεται να επιλέξεις τον θάνατο από μια ζωή μέσα στον φόβο. Το ηθικό δίδαγμα του μύθου του Αισώπου είναι ξεκάθαρο: η ικανοποίηση που αυτός ο λαγός αισθάνθηκε -μια ευπρόσδεκτη ανάπαυλα από τη ρουτίνα του καθημερινού κατατρεγμού- τον οδήγησε στην αποκάλυψη ότι υπάρχει πάντα κάποιος σε χειρότερη θέση από ό,τι ο ίδιος.
Λαγοί «διωκόμενοι από τα άλλα θηρία» και βρισκόμενοι σε δεινή θέση, παρόμοια με εκείνη που υπέστησαν στον μύθο του Αισώπου, είναι άφθονοι στην κοινωνία μας, των ανθρώπινων ζώων. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ο αριθμός τους αυξάνεται διαρκώς κι αυτό μοιάζει ασταμάτητο. Ζουν στη μιζέρια, στον εξευτελισμό και στην ατίμωση, μέσα σε μια κοινωνία που είναι φτιαγμένη για να τους αποβάλλει, ενώ επαίρεται για τη δόξα τής άνευ προηγουμένου άνεσης και χλιδής.
Οι λαγοί μας λοιδορούνται και καταδικάζονται από εκείνα τα «άλλα ανθρώπινα κτήνη», ενώ λογοκρίνονται και χλευάζονται από το δικαστήριο της δικής τους συνείδησης για την κραυγαλέα ανικανότητά τους να φτάσουν στο ίδιο επίπεδο με εκείνους τους άλλους. Σε έναν κόσμο όπου ο καθένας θεωρείται, αναμένεται και ζητείται να «είναι για τον εαυτό του (ή τον εαυτό της)», αυτοί οι ανθρώπινοι λαγοί αρνούνται από τους άλλους τον σεβασμό, τη φροντίδα και την αναγνώριση. Είναι ακριβώς όπως οι λαγοί του Αισώπου: «λαγοί διωκόμενοι από άλλα θηρία» – παραμένοντας εκεί διαρκώς χωρίς ελπίδα, πόσο μάλλον υπόσχεση διαφυγής.
Για τους απόκληρους που υποψιάζονται ότι έχουν φτάσει στο κατώτατο σημείο, η ανακάλυψη κι ενός άλλου επιπέδου κάτω από το οποίο οι ίδιοι έχουν σπρωχθεί λειτουργεί λυτρωτικά στην ψυχή τους, διατηρεί την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και διασώζει ό,τι έχει απομείνει από την αυτοεκτίμησή τους. Η άφιξη μαζών από μετανάστες χωρίς εστία, απογυμνωμένων από ανθρώπινα δικαιώματα, όχι μόνο στην πράξη, αλλά και στο γράμμα του νόμου, δημιουργεί την (σπάνια) ευκαιρία ενός τέτοιου γεγονότος.
Αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη σύμπτωση της πρόσφατης μαζικής μετανάστευσης με την αυξανόμενη ξενοφοβία, τον ρατσισμό, τον σωβινισμό, ως ποικιλία του εθνικισμού, και τη χωρίς προηγούμενο εκλογική επιτυχία των ξενοφοβικών, ρατσιστικών κόμματων και κινημάτων μαζί με τους ηγέτες τους.
[...]
Λιγοστοί πολιτικοί είναι σε θέση να αντισταθούν στον πειρασμό να μην εκμεταλλευτούν την αγωνία που προκαλείται από την εισροή των ξένων. Στρατηγικές που αναπτύσσουν για να αγκαλιάσουν αυτή την ευκαιρία μπορεί να είναι, και είναι, πολλές και διαφορετικές, αλλά ένα πράγμα πρέπει να είναι σαφές: η πολιτική του αμοιβαίου διαχωρισμού και της διατήρησης των αποστάσεων, του χτισίματος τοίχων αντί γεφυρών και των ρυθμίσεων για ηχομόνωση σε «θαλάμους αντήχησης» αντί ανοιχτών γραμμών για ανόθευτη επικοινωνία (σε τελική ανάλυση, να νίπτουμε τας χείρας μας και να μεταμφιέζουμε την αδιαφορία σε ανοχή) δεν οδηγεί πουθενά, παρά μόνο στην έρημη γη της αμοιβαίας καχυποψίας, της αποξένωσης, της επιδείνωσης. Βραχυπρόθεσμα, μια τέτοια αυτοκτονική πολιτική θα συγκεντρώσει εκρηκτικές ύλες για τη μελλοντική έκρηξη
0 comments
Δημοσίευση σχολίου