Οι νέες τεχνολογίες φέρνουν στο φως τις «κρυμμένες» γενετικές πληροφορίες αποκαλύπτοντας από πού κρατάει η σκούφια των Ινδιάνων της Αμερικής αλλά και των Ινδοευρωπαίων
Τους δύο προηγούμενους αιώνες οι αρχαιολόγοι βάδιζαν με τη σκαπάνη στο ένα χέρι και το βιβλίο της Ιστορίας στο άλλο. Η επιστήμη τους ήταν, θαρρείς, ταγμένη στην πειραματική επαλήθευση ή διάψευση των όσων είχαν γράψει ή υπονοήσει οι ιστορικοί του παρελθόντος.
Αναπόδραστα, ο κόσμος τους σταματούσε εκεί που άρχιζαν τα σύνορα της παλαιοντολογίας. Το τι είχε συμβεί στην Προϊστορία του ανθρώπινου γένους ήταν για αυτούς αναπόδεικτες εικασίες, ίσως και «βολικές» μυθολογίες.
Τις τελευταίες δεκαετίες όμως μια κολοσσιαία αλλαγή συμβαίνει στην αρχαιολογία: «τα εργαλεία μεταλλάσουν την τέχνη».
Δηλαδή οι σύγχρονες τεχνολογίες εντοπισμού ιχνών του μακρινού παρελθόντος, η πολύ πιο άμεση διεπιστημονική επικοινωνία και συνεργασία και οι νέες δυνατότητες ανάλυσης γενετικού υλικού επέτρεψαν στην αρχαιολογία όχι μόνο να ερμηνεύσει πληρέστερα τα δικά της ευρήματα αλλά και να διεισδύσει στο παλαιοντολογικό πεδίο.
Το αποτέλεσμα είναι μια θεαματική μετεξέλιξη, γεμάτη απρόσμενες νέες ερμηνείες του «πούθε κρατάει η σκούφια μας». Ταυτόχρονα όμως η μετεξέλιξη αυτή ξυπνάει ρατσιστικά φαντάσματα του παρελθόντος και φουσκώνει τα πανιά του εθνικισμού σε έναν πλανήτη που ήδη κοχλάζει.
Το πώς ακριβώς συμβαίνει αυτή η μετεξέλιξη και πού μας πάει, ως επιστήμη αναψηλάφησης της κοινωνίας των ανθρώπων, εξετάζουμε στις επόμενες σελίδες.
Η ανακοίνωση του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης ήταν διατυπωμένη λιτά: «Το Μουσείο, σε συνεργασία με το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, εγκαινιάζει την περιοδική έκθεση με τίτλο «Αρχαίο DNA. Παράθυρο στο παρελθόν και το μέλλον».
Η έκθεση εγκαινιάστηκε την Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015 και θα διαρκέσει ως τις 31 Μαΐου 2016. Θέμα της έκθεσης είναι η παρουσίαση της σύγχρονης έρευνας για το παλαιογενετικό υλικό (αρχαίο DNA) και της σημαντικής συμβολής της στη γνώση μας για τη βιολογική ιστορία του ανθρώπου».
Ενα τέτοιο λεκτικό σίγουρα δεν θα προδιέθετε για μια επανάσταση στην αρχαιολογία, αν τα ΜΜΕ δεν διάνθιζαν αρκούντως την ανακοίνωση: «Εντονος φωτισμός, χρήση λευκού, μπλε και πράσινου χρώματος, καθώς και άλλες παρεμβάσεις, θα παραπέμπουν στην ατμόσφαιρα ενός απολυμασμένου εργαστηριακού περιβάλλοντος, ενώ κατά τη διάρκεια των εκπαιδευτικών προγραμμάτων θα παρέχονται στα παιδιά ποδιές, μάσκες και γάντια». Δηλαδή… καλώς ορίσατε σε ένα «εργαστήριο εξιχνίασης αρχαιολογικών μυστηρίων», όπου τον κύριο λόγο έχει η ανάλυση δειγμάτων γενετικού υλικού.
Έστω λοιπόν ότι η αρχαιολογία γνωρίζει τώρα τα πλεονεκτήματα που προσέφερε στην εγκληματολογία η ανάλυση του DNA. Τι σημαίνει αυτό; Ότι ένας σκελετός που έφερε στην επιφάνεια η αρχαιολογική σκαπάνη ενδέχεται να μας αποκαλύψει την αιτία θανάτου ή και να ταυτοποιηθεί;
Η προ μηνών ανακάλυψη του σκελετού του σαιξπηρικού βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδου Γ” εμπίπτει ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο νέων δυνατοτήτων – δυνατοτήτων εξιχνίασης μυστηρίων της Ιστορίας. Ωστόσο το πλαίσιο που ανάγει τη γενετική αρχαιολογία σε πραγματική επανάσταση για τον τομέα είναι πολύ ευρύτερο και αφορά την εξιχνίαση και της Προϊστορίας.
Το τεύχος της 24ης Ιουλίου 2015 του περιοδικού «Science» κυκλοφόρησε με κεντρικό θέμα μια τέτοια συγκλονιστική εξιχνίαση: Το πότε και από πού έφτασαν στην Αμερική οι πρώτοι κάτοικοί της.
Για να βρουν την άκρη, οι επιστήμονες των πανεπιστημίων της Κοπεγχάγης και του Μπέρκλεϊ είχαν αναλύσει την αλληλουχία του γονιδιώματος 31 ζώντων Ινδιάνων της Αμερικής, Σιβηριανών και νησιωτών του Ειρηνικού Ωκεανού και τις είχαν συγκρίνει με εκείνες 23 σκελετών της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής, με χρονολογία θανάτου 200 ως 6.000 χρόνια πριν, όπως και του παλαιολιθικού σκελετού ενός παιδιού που είχε βρεθεί στη Μάλ’τα της ΝΑ Σιβηρίας – δυτικά του Ιρκούτσκ.
Το πόρισμα στο οποίο κατέληξαν διαλεύκανε καταλυτικά την καταγωγή των Ινδιάνων και έλυσε ένα αίνιγμα που ταλάνιζε αρχαιολόγους και παλαιοντολόγους εδώ και 80 χρόνια: την Εικασία της Βερίγγειας.
Οι μετανάστες των παγετώνων
Όταν πρωτοσυνάντησε ιθαγενείς στην Αμερική ο Κολόμβος δεν χρειάστηκε δεύτερη σκέψη για να τους ονομάσει «Ιndios», καθ” όσον… για την Ινδία είχε μπαρκάρει ο άνθρωπος. Οταν όμως τα επόμενα πενήντα χρόνια ο Μπαλμπόα ανακάλυψε τον Ειρηνικό Ωκεανό και οΜαγγελάνος τον διέσχισε κάνοντας τον πρώτο περίπλου της Γης, όλοι κατάλαβαν ότι οι Indios της Αμερικής δεν είχαν σχέση με την Ινδία. Αλλά, τότε, από πού είχαν έρθει αυτοί οι άνθρωποι και πότε;
Οι θεωρίες που αναπτύχθηκαν από ανθρωπολόγους, αρχαιολόγους και… μέντιουμ στη μισή χιλιετία που επακολούθησε ήταν πάμπολλες και μυθοπλαστικά συναρπαστικές: περιελάμβαναν από τους απογόνους της Ατλαντίδας ως δυτικούς αποίκους της Αρχαίας Αιγύπτου και από βορειοαμερικανούς χαλκοθήρες των Μινωιτών ή νοτιοαμερικανούς απογόνους των Αργοναυτών ως… τις χαμένες φυλές του Ισραήλ, ως και μετανάστες της Δυτικής Αφρικής ή και καταδιωγμένους από τους Βανδάλους Μαυριτανούς.
Ολες όμως αυτές οι θεωρίες – ολότελα φανταστικές ή και με κάποια ανεξήγητα ευρήματα ως θεμέλιο – δεν μπορούσαν να απαντήσουν σε μιαν απλή ανατομική παρατήρηση: όλοι ανεξαιρέτως οι Ινδιάνοι της Αμερικής είχαν κοντόφαρδο σκελετό, πράγμα που έδειχνε καταγωγή από ανθρώπους που είχαν ζήσει επί χιλιετίες σε κρύο κλίμα.
Ο πρώτος που έδωσε μια ταιριαστή απάντηση ήταν ένας σουηδός βοτανολόγος, ο Οσκαρ Χουλτέν (Oskar Eric Gunnar Hultén, 1894-1981), ο οποίος μελέτησε επί τρία συναπτά έτη τη χλωρίδα και την πανίδα της χερσονήσου Καμτσάτκα της Σιβηρίας, των Αλεούτιων νήσων και της Αλάσκας.
Στη διδακτορική του διατριβή, το 1937, διατύπωσε για πρώτη φορά την Εικασία της Βερίγγειας Ανάπαυλας (γνωστή και ως Beringian Incubation Model – ΒΙΜ). Κατ” αυτήν η τελευταία Εποχή των Παγετώνων (πριν από 30.000 χρόνια) είχε δημιουργήσει μια γέφυρα στεριάς που ένωνε τη Σιβηρία με την Αλάσκα.
Ο ισθμός αυτός – που ο Χουλτέν βάφτισε Βερίγγεια – βρίσκεται τώρα βυθισμένος κάτω από τον Βερίγγειο Πορθμό, περικυκλωμένος από μια αλυσίδα ενεργών υποθαλάσσιων ηφαιστείων. Βάσει των δειγμάτων χλωρίδας που μελέτησε ο Χουλτέν, αποφάνθηκε ότι στην Εποχή των Παγετώνων η Βερίγγεια είχε βλάστηση και κλιματικές συνθήκες τούνδρας, άρα συνιστούσε μια Γη της Επαγγελίας για τα ζώα της Σιβηρίας και τις φυλές θηρευτών που τα κυνηγούσαν.
Είκασε λοιπόν ότι τέτοιοι πληθυσμοί είχαν εισρεύσει στη Βερίγγεια αλλά εγκλωβίστηκαν επί χιλιετίες σε αυτήν από τους παγετώνες της οροσειράς Βερχοβάνσκ της Σιβηρίας στα δυτικά και εκείνους της κοιλάδας του ποταμού Μακένζι της Αλάσκας στα ανατολικά. Μόνον όταν το κλίμα άλλαξε, οι πάγοι έλιωσαν και η στάθμη της θάλασσας υψώθηκε σκεπάζοντας τη Βερίγγεια, αναγκάστηκαν οι κάτοικοί της να διαφύγουν στην Αλάσκα και από εκεί σε όλη την Αμερική.
Η εικασία της Βερίγγειας προσέφερε μια πιστευτή εξήγηση, αλλά έμεινε χωρίς πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία επί μισό αιώνα. Τότε, το 2007, μια γενετική ανάλυση μιτοχονδριακού DNA (mtDNA) 623 δειγμάτων από 20 φυλές της Αμερικής και 26 της Ασίας – βλ.http://journals.plos.org/plosone/article?id=10.1371/journal.pone.0000829 – κατέδειξε κάτι μοναδικό: οι περισσότεροι Ινδιάνοι της Αμερικής διαφοροποιούνταν από τους Ασιάτες μόνο από ένα σετ απλοομάδων (A2, B2, C1b, C1c, C1d*, C1d1, D1 και D4h3a) που είχαν μεταξύ τους κοινό.
Αυτές οι απλοομάδες δεν μπορεί παρά να είχαν συγκροτηθεί μετά την αναχώρηση των προγόνων τους από την Ασία, αλλά πριν από τη διασπορά τους στην αμερικανική ήπειρο. Κάτι τέτοιο θα ήταν όντως συμβατό με μια βερίγγεια ανάπαυλα χιλιετιών (γύρω στα 28.000 – 18.000 χρόνια πριν από σήμερα).
Οι Ευρωπαίοι Ινδιάνοι
Η πολύ πρόσφατη εφετινή δημοσίευση των Δανών και Αμερικανών επιστημόνων στο «Science»»http://www.sciencemag.org/content/early/2015/07/20/science.aab3884″ target=»_blank»>βλ. www.sciencemag.org/content/early/2015/07/20/science.aab3884) επιβεβαίωσε με νέες γενετικές αναλύσεις το σενάριο του Χουλτέν: Η συντριπτική πλειονότητα των Ινδιάνων της Αμερικής προήλθε από ένα και μόνο μεταναστευτικό ρεύμα Σιβηριανών – της περιοχής του Ιρκούτσκ – που έφτασαν στη Βερίγγεια όχι νωρίτερα από το 21000 π.Χ. και εγκλωβίστηκαν εκεί για 7.000 ως και 9.000 χρόνια.
Επακολούθησε το πέρασμά τους στην Αλάσκα, όπου άφησαν και τα πρώτα ευρήματα του πολιτισμού τους που σήμερα ονομάζεται «πολιτισμός των Κλόβις» (12000 – 10600 π.Χ.). Σε εκείνη την περίοδο συνέβη και ο διαχωρισμός τους σε ένα μεταναστευτικό ρεύμα που εξαπλώθηκε στη Βόρεια Αμερική (οι Αθαμπάσκαν και οι Αμερινδοί) και σε ένα άλλο που κατηφόρισε στην Κεντρική και στη Νότια Αμερική (οι πρόγονοι Ολτέκων, Αζτέκων, Μάγιας και Ινκα). Το «κατέβασμα» του δεύτερου ρεύματος ως την Παταγονία τούς πήρε άλλα 2.000 χρόνια.
Αυτοί όλοι, όπως είπαμε, απαρτίζουν τη μεγάλη πλειονότητα των προγόνων του συνόλου των Ινδιάνων της Αμερικής. Υπήρξαν όμως και δύο γενετικά διαφοροποιημένες περιπτώσεις: η των Ινουίτ του Καναδά και εκείνη κάποιων φυλών του Αμαζονίου.
Η περίπτωση των Ινουίτ είχε να κάνει με μεταγενέστερη και πολύ μικρότερη σε αριθμό μετανάστευση από τη ΒΑ Σιβηρία (γύρω στο 7000 π.Χ.), ενώ εκείνη των φυλών του Αμαζονίου εμφανίζει γονίδια όμοια με των ιθαγενών της Αυστραλίας και της Μελανησίας, που εικάζεται ότι έφτασαν στην Αμερική μέσω των Αλεούτιων νήσων, γύρω στο 6000 π.Χ.
Όπως προαναφέραμε, ο πολύτιμος κρίκος σύνδεσης των τωρινών Ινδιάνων με τους παλαιολιθικούς προγόνους τους ήταν ο σκελετός ενός παιδιού που βρέθηκε κοντά στη λίμνη Βαϊκάλη της Σιβηρίας, ηλικίας 24.000 ετών. Η γενετική ανάλυση τόσο του μιτοχονδριακού DNA όσο και του χρωμοσώματος Υ του σκελετού αυτού του παιδιού έδειξε ότι οι Ινδιάνοι κατάγονταν από την ίδια με αυτό φυλή, αλλά έδειξε και κάτι άλλο: ως και 38% του εν λόγω γενετικού υλικού του σκελετού – και των Ινδιάνων της Αμερικής – είναι… ευρωπαϊκής καταγωγής!
Ακούγεται απίστευτο, αλλά προτού μας το πουν οι γενετικές αναλύσεις μάς το είχαν επισημάνει – από το 1998 – κάποιοι αρχαιολόγοι, όπως ο Ντένις Στάνφορντ του Ιδρύματος Σμιθσόνιαν και ο Μπρους Μπράντλεϊ του Πανεπιστημίου του Εξετερ: η λιθοτεχνία κατασκευής των όπλων των Ινδιάνων Κλόβις ήταν εντελώς όμοια με εκείνη του «Σολούτριου πολιτισμού» που άφησε τα ίχνη του στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και στη Γαλλία από το 20000 ως το 15000 π.Χ.
Αν λοιπόν η μετανάστευση της Εποχής των Παγετώνων που κατέληξε στην Αμερική είχε αρχική αφετηρία τη Δυτική Ευρώπη, το ερώτημα είναι τι το συνταρακτικό συνέβη εκείνα τα παγωμένα «πέτρινα χρόνια» του ανθρώπινου είδους, ώστε να μεταναστεύουν από τις ακτές του Ατλαντικού ως τις στέπες της Ασίας και από εκεί να «παίρνουν τον Υπερσιβηρικό».
Οι Ινδοευρωπαίοι
Δεν έχουμε ακόμη εξιχνιάσει τα υπόλοιπα «παγωμένα μυστικά» του απώτατου παρελθόντος μας αλλά χάρη στη γενετική σκαπάνη έχουμε αρχίσει να καταλαβαίνουμε τι συνέβη όταν έλιωσαν οι πάγοι, στη Νεολιθική Εποχή και στην Εποχή του Χαλκού που ακολούθησαν.
Όπως όλοι έχουμε ακουστά, η αρχή του πολιτισμού έγινε κάπου στην Ανατολία του 9000 π.Χ., όταν οι άνθρωποι ανακάλυψαν διαδοχικά την κτηνοτροφία και τη γεωργία και μπόρεσαν, επιτέλους, να πάψουν να μετακινούνται αέναα πίσω από κοπάδια θηραμάτων, να στήσουν ως νοικοκυραίοι μόνιμα καλύβια, σπίτια, χωριά, πόλεις… και όλα όσα έφεραν την κοινωνική οργάνωση κρατών.
Αυτή η νέα μορφή διαβίωσης ήταν που διαδόθηκε και ίδρυσε και τις πρώτες πόλεις στη Μεσοποταμία, στη Μέση Ανατολή, στην Αίγυπτο και στην Ευρώπη, με πρωτοπόρους στην τελευταία τους προ-Ελληνες, Πελασγούς, Λέλεγες και Μινωίτες.
Ωστόσο γύρω στο 3000 π.Χ. μια φοβερή ανατροπή συνέβη: η διάδοση της μεταλλουργίας έφερε επανάσταση στα όπλα και συνδυάστηκε με την ανακάλυψη των αρμάτων. Πολύ σύντομα, φυλές αρματωμένες και έφιππες άρχισαν να κατηφορίζουν από τον Βορρά προς τις γεωργικά ανεπτυγμένες πόλεις του Νότου: οι Αριοι στην κοιλάδα του Ινδού, οι Χετταίοι στη Μικρά Ασία και στη Μεσοποταμία, τα ελληνικά φύλα στα Βαλκάνια. Από πού είχαν έρθει όλοι αυτοί;
Αρχαιολογικά, οι ενδείξεις ακολουθούσαν τα ίχνη των αλόγων τους: Οπως μας είπε από το 1956 η γλωσσολόγος – ανθρωπολόγος – αρχαιολόγος του Χάρβαρντ, Λιθουανή Μαρίγια Γκιμπούτας, η φύτρα των «Ινδοευρωπαίων» βρισκόταν εκεί που πρωτοδαμάστηκαν τα άλογα, γύρω στο 4500 π.Χ., στις στέπες που εκτείνονται μεταξύ του Βόλγα, των Ουραλίων και της Κασπίας. Κοινό χαρακτηριστικό του πολιτισμού τους ήταν ο ενταφιασμός των νεκρών σε τύμβους (κουργκάν στα ρωσικά, εξ ου και Πολιτισμός των Κουργκάν).
Γλωσσολογικά, επίσης, η γλωσσοχρονολογική ανάλυση των γλωσσών που μιλήθηκαν ανά τους αιώνες από τους λαούς του βόρειου ημισφαιρίου δικαίωσε τον βρετανό ιησουίτη μοναχόΤόμας Στίβενς, ιεραπόστολο στη νήσο Γκόα του Ινδικού Ωκεανού, ο οποίος το 1583 έγραψε πρώτος για τις ομοιότητες μεταξύ σανσκριτικών, ελληνικών και λατινικών.
Οπως έχει καταδειχθεί ως σήμερα, από τις 7.472 γλώσσες και διαλέκτους που μιλιούνται στον πλανήτη, οι 445 ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή οικογένεια, με κοινή αφετηρία και εξάπλωση από τη Δυτική Ευρώπη ως τη Δυτική Κίνα και τη Νότια Ασία.
Αλλά για το πού ακριβώς βρισκόταν αυτή η κοινή αφετηρία και για πόσο καιρό μιλήθηκε εκεί η κοινή πρωτο-ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, προτού οι έφιππες ορδές διασκορπιστούν στους τέσσερις ανέμους και την μπολιάσουν με τις ντοπιολαλιές των κατακτημένων γεωργών, είναι κάτι στο οποίο οι αρχαιολόγοι και οι γλωσσολόγοι δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν.
Οι μεν έστρεφαν το βλέμμα στις πέραν του Καυκάσου στέπες, οι δε επέμεναν ότι μόνο από τους γεωργούς και μεταλλουργούς της Ανατολίας μπορεί να είχε προέλθει εκείνη η «προ του Πύργου της Βαβέλ» κοινή γλώσσα.
Τελικά οι απαντήσεις άρχισαν να μας έρχονται πάλι μέσω της εμπλοκής της γενετικής ανάλυσης τόσο στην εξέταση των αρχαιολογικών ευρημάτων όσο και στη γλωσσοχρονολόγηση – ένας ολόκληρος κλάδος γενετικής γλωσσολογίας έχει εμφανιστεί, όπως μπορείτε να δείτε στο www.sciencemag.org/content/333/6048/1390 και στο www.mpi.nl/people/dediu-dan/BEDLAN2010v12.pdf.
Χαλκός, άρματα και γάλα
0 comments
Δημοσίευση σχολίου