«Ξέρεις, Ανθρωπάκο, πως θα ένιωθε ένας αετός άμα έκλεβε αυγά μιας κότας;
Αρχικά ο αετός νομίζει ότι θα κλωσήσει μικρά αετόπουλα που θα μεγαλώσουν. Μα εκείνο που βγαίνει από τα αυγά δεν είναι παρά μικρά κοτόπουλα.
Απελπισμένος ο αετός εξακολουθεί να ελπίζει πως τα κοτόπουλα θα γίνουν αετοί. Μα που τέτοιο πράμα! Τελικά δε βγαίνουν παρά κότες που κακαρίζουν.
Όταν ο αετός διαπιστώνει κάτι τέτοιο βρίσκεται στο δίλημμα αν πρέπει να καταβροχθίσει όλα τα κοτόπουλα και τις κότες που κακαρίζουν. Μα συγκρατείται. Κι” ό,τι τον κάνει να συγκρατηθεί είναι μια μικρή ελπίδα· πως ανάμεσα στα τόσα κοτόπουλα, μπορεί κάποτε να βρεθεί ένα αετόπουλο, ικανό σαν εκείνον τον ίδιο, ένα αετόπουλο που από την ψηλή φωλιά του θ” ατενίζει μακριά κόσμους καινούριους, σκέψεις καινούριες, καινούρια σχήματα ζωής.
Μόνο αυτή η ανεπαίσθητη ελπίδα κρατάει το λυπημένο, τον αποξενωμένο αετό από την απόφασή του να φάει όλα τα κοτόπουλα και όλες τις κότες που κακαρίζουν, και που δεν βλέπουν ότι τα κλωσάει ένας αετός, δεν καταλαβαίνουν ότι ζούνε σ’ ένα ψηλό, απόμακρο βράχο, μακριά από τις υγρές και σκοτεινές κοιλάδες.
Δεν ατενίζουν την απόσταση, όπως κάνει ο απομονωμένος αετός.
Μόνο καταβροχθίζουν και καταβροχθίζουν, όλο καταβροχθίζουν ό,τι φέρνει ο αετός στη φωλιά. Οι κότες και τα κοτόπουλα άφησαν τον αετό να τα ζεστάνει κάτω από τα μεγάλα και δυνατά του φτερά όταν απ” όξω κροτάλιζε η βροχή και αναβροντούσαν οι καταιγίδες που “κείνος άντεχε δίχως καμιά προστασία.
Όταν τα πράματα γίνονταν σκληρότερα, του πέταγαν μικρές μυτερές πέτρες από κάποια ενέδρα για να τον χτυπήσουν και να τον πληγώσουν. Όταν ο αετός αντιλήφθηκε την κακοήθεια ετούτη, πρώτη του αντίδραση ήταν να τα ξεσχίσει σε χίλια κομμάτια. Μα το ξανασκέφτηκε κι” άρχισε να τα λυπάται. Κάποτε, έλπισε, θα βρισκόταν – έπρεπε να βρεθεί – ανάμεσα στα τόσα κοντόφθαλμα κοτόπουλα που κακάριζαν και καταβρόχθιζαν ό,τι έλαχε μπροστά τους, ένας μικρός αετός σαν τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο μοναχός αετός μέχρι σήμερα δεν έχει εγκαταλείψει την ελπίδα. Κι εξακολουθεί να κλωσάει κοτόπουλα. Δεν θέλεις να γίνεις αετός, Ανθρωπάκο. Γιαυτό σε τρώνε τα όρνεα. Φοβάσαι τους αετούς κι” έτσι ζεις κοπαδιαστά και κοπαδιαστά εξολοθρεύεσαι. Γιατί μερικά από τα κοτόπουλα σου έχουν κλωσήσει αυγά όρνεων. Και τα όρνεα σου έχουνε γίνει οι Φύρερ σου ενάντια στους αετούς, τους αετούς που θέλησαν να σε οδηγήσουν σε μακρινότερες, πιο υποσχετικές αποστάσεις.
Τα όρνεα σε δίδαξαν να τρως ψοφίμια και ν’ασαι ικανοποιημένος με ελάχιστα σπειριά σιτάρι. Σ” έμαθαν και να ωρύεσαι «Ζήτω, ζήτω, Μέγα Όρνεο!». Τώρα λιμοκτονείς και πεθαίνεις κι” ακόμη φοβάσαι τους αετούς που κλωσούν τα κοτόπουλα σου.»
Του Βίλχεμ Ράιχ.
0 comments
Δημοσίευση σχολίου