Το Νησί του Πάσχα (ή «Rapa Nui», στην γλώσσα των ντόπιων που σημαίνει «Μεγάλο Νησί») ανακαλύφθηκε ξανά στην σύγχρονη εποχή από τον Ολανδό εξερευνητήτ Γιάκομπ Ρόγκεβεν που έφτασε εκεί, την ημέρα του Πάσχα το 1722.
Βρίσκεται στο Νότιο Ειρηνικό, μεταξύ Χιλής και Ταϊτής. Όταν εξιστόρησαν το παρελθόν τους, οι ντόπιοι κάτοικοι (ανάμεσά τους και λευκοί) επιβεβαίωσαν ότι ήταν απόγονοι του θεού Ήλα-Τίκι και του Ρόγγου (Παντελή Ιωαννίδη: Η Άγνωστη Προϊστορία των Ελλήνων). Το πρώτο συνθετικό του πρώτου ονόματος παραπέμπει στον Βήλο-Ήλο-Κρόνο (οι Βαβυλώνιοι αποκαλούσαν τον Κρόνο ως Βήλο) και το δεύτερο συνθετικό σε κάποιον θεό της Μέσης Αμερικής.
Το δεύτερο όνομα «Ρόγγου» παραπέμπει στον Ρα=Βασιλέα Γου ή Γύη. Ο Γύης, μάλιστα, φαίνεται να ήταν τοποθετημένος φρουρός στο νησί από τον Δία για να φυλάει τον εξόριστο Κρόνο και τους συμμάχους του (Θεογονία 807-819).
Εάν οι συσχετισμοί είναι αληθινοί, τότε το συγκεκριμένο νησί, έγινε η φυλακή των Τιτάνων λόγω του ότι ήταν και είναι ένα από τα πιο απομονωμένα νησιά στον κόσμο.
Τα περίφημα και πασίγνωστα γιγαντιαία αγάλματα «Μοάι», τυγχάνουν και τις επεξηγηματικής ονομασίας «Μάτε Κίτε Ράνη». Κατά μία εκδοχή η ονομασία αυτή θα μπορούσε να μεταφραστεί ως «μάτια κοιτούν ουρανό», εξάλλου το βλέμμα των αγαλμάτων κοιτά προς τον ουρανό. Μία άλλη εκδοχή, ίσως, λίγο πιο προχωρημένη θέλει να μεταφράζεται ως «Μακητία=Μακεδονία του Ουρανού»
Ίσως, όλα αυτά να φαντάζουν υπερβολικά μα, τα πολλά ελληνικά ιδιώματα στην γλώσσα των κατοίκων του Νησιού του Πάσχα (αλλά και σε Άπω Ασία, την Αυστραλία και την Πολυνησία – Μελανησία – Ινδονησία), φαίνεται να επιβεβαιώνουν, τουλάχιστον, πως κάποιοι αρχαίοι Έλληνες έφτασαν και εκεί σε κάποια εποχή που σήμερα την ονομάζουμε μυθολογική.
Μία από τις σημαντικότερες αποδείξεις, που συνδέουν τουλάχιστον την ελληνική πολιτιστική επίδραση στο νησί και τους κατοίκους του, ήρθε από έναν ξένο ερευνητή, τον Γερμανό καθηγητή Γλωσσολογίας κ. Nors S. Josephson, ο οποίος μετά από οκτάχρονη έρευνα συνόψισε τα πορίσματά του στο αγγλόγλωσσο βιβλίο «Greek Linguistic Elements in The Polynesian Languages – Hellenicum Pacificum» (Ελληνικά Γλωσσικά Στοιχεία στις Πολυνησιακές Γλώσσες – Ελληνικός Ειρηνικός) εκδόσεως του ιστορικού Γερμανικού Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, το 1987, στο οποίο παρέθεσε πίνακα από 808 αρχαίες Ελληνικές λέξεις, που οι ρίζες τους υπάρχουν στις Πολυνησιακές γλώσσες, μεταξύ των οποίων και του Νησιού του Πάσχα.
Αξίζει να σημειώσουμε πως ο πολιτισμός της Νήσου του Πάσχα έχει πολλά αρχαία Ελληνικά αλλά και αιγυπτιακά πρωτότυπα.
Σύμφωνα με συνέντευξή του στην Νάνσυ Μπίσκα για το Περιοδικό Δαυλός:
«Οι φορείς του Ελληνικού πολιτισμού, οι οποίοι εποίκησαν την ανατολική Πολυνησία, προφανώς προερχόντουσαν από την περιοχή που βρίσκεται το σύγχρονο Περού και η Βολιβία, αφού ο πολιτισμός της Νήσου του Πάσχα έχει να επιδείξει πολυάριθμες ομοιότητες με τις προαναφερθείσες περιοχές κατά την προ των Ίνκας εποχή (έτσι, κάπως επιβεβαιώνεται και το συνθετικό Τίκι που συναντήσαμε στην αρχή).
Επί πλέον τα ρεύματα του Ωκεανού κινούνται σε νοτιοδυτική κατεύθυνση, από την ακτή του Περού προς την νοτιοανατολική Πολυνησία. Αυτοί οι Ελληνόφωνοι κάτοικοι ομιλούσαν αρχαία Ελληνικά και επίσης μετέφεραν έναν αρχαϊκό Ελληνικό πολιτισμό, με πλήθος επιπρόσθετα αιγυπτιακά στοιχεία, ο οποίος θυμίζει την Κύπρο αλλά και νησιά των Κυκλάδων, όπως τη Νάξο και την Μήλο κατά την ίδια χρονική περίοδο».
Συνεχίζει λέγοντας πως «υπάρχουν και γλωσσολογικές και αρχαιολογικές αποδείξεις, ότι κάλλιστα μπορεί να είχαμε πολλαπλές μεταναστεύσεις στο αρχαίο Περού και στην Νήσο του Πάσχα.
Για παράδειγμα η αρχιτεκτονική των Ίνκας χρησιμοποιεί κατασκευές τοίχου «ζίγκ-ζάγκ» και τραπεζοειδής εισόδους, οι οποίες θυμίζουν τα Μυκηναϊκά πρωτότυπα. Έτσι είναι πιθανόν να υπήρξαν προ-αρχαίες μεταναστεύσεις Ελλήνων στην νότιο Αμερική».
Μάλιστα, η δυνατότητα εξάπλωσης των Ελλήνων σε τέτοια κλίμακα πέρα από την «Σικελία, νότιο Ιταλία και τμήματα της Ισπανίας ήταν δυνατοί χάρη στις πολλές καινοτομίες στην κατασκευή πλοίων και στα συστήματα ναυσιπλοΐας.
Επί πλέον το Ελληνικό εμπόριο κασσιτέρου με την Αγγλία, το οποίο εμφανίζεται να χρονολογείται το 1000 π.Χ., εξοικείωσε τους Έλληνες θαλασσοπόρους με τα Στενά του Γιβραλτάρ (τα αποκαλούμενα «Στήλες του Ηρακλέους») και τις ακτές του Μαρόκου. Από το σημείο αυτό τα νοτιοδυτικά ρεύματα εύκολα μετέφεραν πλοία στην περιοχή της Καραϊβικής ή στα ανοιχτά της βορείου ακτής της Νότιας Αμερικής: μικρή απόσταση για τα προ των Ίνκας πολιτιστικά κέντρα του Περού και της Βολιβίας.
Ο κύριος Josephson αναφέρεται επίσης πως «Υπάρχουν πολλά παράλληλα στοιχεία μεταξύ της παλαιότερης μουσικής της Νήσου του Πάσχα και των μελωδιών των Nazca στο νότιο Περού αφ’ ενός, και της αρχαιοελληνικής μουσικής αφ’ ετέρου».
Και κλείνει την συνέντευξή του λέγοντας πως:
Ο Ελληνικός πολιτισμός έχει συνεισφέρει με μοναδικό τρόπο στην προαγωγή της φιλοσοφίας, των πολιτικών συστημάτων, της εκπαίδευσης και της τεχνολογίας. Έθεσε τις βάσεις για την δραματική τέχνη και την μουσική των δυτικών. Χωρίς τον Ελληνικό πολιτισμό δεν θα γνωρίζαμε τον πολιτισμό, όπως υπάρχει σήμερα
0 comments
Δημοσίευση σχολίου