«ΕΧΩ ΚΑΝΕΙ ΚΙ ΕΓΩ BULLYING. Έχω υπάρξει κι εγώ ένας νταής. Είχα την τιμή, η μητέρα μου να νοσεί ψυχικά. Εμένα ωστόσο δεν μου έφτανε το ότι 25 χρόνια εργαζόταν σκληρά.
Δεν μου έφτανε το ότι ήταν μία υποδειγματική μητέρα. Δεν μου έφτανε ότι ήταν ποιήτρια, φιλόλογος, αγωνίστρια του εκπαιδευτικού κινήματος. Δεν μου έφτανε το ότι όλα αυτά τα χρόνια ζούσε υπό το αδυσώπητο βάρος μιας φαρμακευτικής καταστολής, πειραματόζωο της εγκληματικής αμέλειας ψυχαμοιβών που εκμεταλλεύτηκαν κερδοσκοπικά το ευάλωτο της διπολικής διαταραχής της.
Ένιωθα την υποχρέωση να της κάνω ηθικολογικό κήρυγμα για το ότι οφείλει να είναι πιο δυνατή, πιο κοινωνική, πιο θαρρετή, πιο αισιόδοξη, να τηλεφωνεί πιο συχνά στους φίλους της, να τους καλεί στο σπίτι τακτικά, να τους μαγειρεύει, να τους κάνει δώρα.
Η MΗΤΕΡΑ ΜΟΥ ΑΥΤΟΚΤΟΝΗΣΕ λίγους μήνες μετά την ψήφιση του πρώτου μνημονίου. Ήταν 53 ετών. Είχε μόλις πουλήσει το σπίτι που της άφησαν κληρονομιά οι γονείς της, για να ξεχρεώσει τις τράπεζες. Το εφάπαξ και η σύνταξή της βρήκαν τον πατέρα μου κι εμένα, μήνες αργότερα, σαν μια σανίδα σωτηρίας μέσα στον όλεθρο της λιτότητας.
Το δωμάτιό της φεύγοντας το άφησε γεμάτο δώρα για τους φίλους της. Και ράφια ξέχειλα από βιβλία και χειρόγραφα. Με όλη την άγνοια των 23 ετών μου, αντικειμενοποίησα τη μητέρα μου. Τη μετέτρεψα σε ένα σάκο του μποξ, προβάλλοντας πάνω της τα πατριαρχικά στερεότυπα μιας κοινωνίας βαθιά συντηρητικής, που δεν κατανοεί την αισθαντικότητα και την πραγματικότητα της ψυχικής νόσου.
Μιας κοινωνίας πουριτανικής, που αντιμετωπίζει την ιδιοφΐα, τον ανθρωπισμό και τη δημιουργική τόλμη σαν ποινικό αδίκημα. Η ελληνική πραγματικότητα ώθησε τη μητέρα μου στην αυτοκτονία. Κι εγώ κάθησα παράμερα μουδιασμένος, κοιτώντας με σφιγμένα χείλη. Αντί να σταθώ στο πλευρό της ενάντια στην καταστολή, έγινα ο ίδιος φερέφωνο της καταστολής.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΗΤΑΝ ΤΟ ΕΣΧΑΤΟ ΣΥΜΒΑΝ αφύπνισης της συνείδησής μου. Το πένθος άφησε τα μάτια της να ανοίξουν μέσα στα δικά μου. Έκτοτε ζω την κάθε μέρα προσπαθώντας να αλλάξω τις συνθήκες εντός μου και γύρω μου, που οδηγούν τα καλύτερα μυαλά της εποχής μας στην απελπισία. Αλλά αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ το γεγονός ότι υπήρξα κι εγώ ένας νταής.
Γνωρίζω καλά τι είναι καταστολή, γιατί κάποτε την άσκησα κι εγώ, με την απάθεια και τη σκληρότητά μου απέναντι σε ένα πάσχον άτομο που το μόνο που πραγματικά χρειαζόταν για να λυτρωθεί από τους δαίμονές του ήταν μια αγκαλιά».
Ο Μάνος Τσίζεκ είναι σκηνοθέτης, ποιητής και αγαπημένος μας φίλος. Γιος της ποιήτριας Μαρίας Ταταράκη και εγγονός του Κάρολου Τσίζεκ, εικαστικού, γραφίστα, ζωγράφου, μεταφραστή, ποιητή και υπεύθυνου για το ιστορικό περιοδικό Διαγώνιος που δημιούργησαν μαζί με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο .
Πηγή: www.doctv.gr
0 comments
Δημοσίευση σχολίου