Ένα ιστορικό κείμενο που έρχεται από τα βάθη των αιώνων: Παρακαταθήκες του βασιλιά των Σέρβων Στέφανου Νέμανια (13ος αι.) προς το γιό του για την σημασία της γλώσσας στην επιβίωση ενός λαού. Όποιος το διαβάσει δεν το ξεχνά ποτέ!
Πρόσεξε, αγαπητό μου τέκνο, τη γλώσσα όπως την πατρίδα σου. Μια λέξη μπορεί να χαθεί, όπως μια πόλη, όπως η χώρα, όπως η ψυχή. Τι γίνεται όμως όταν ο λαός χάνει τη γλώσσα, τη χώρα, την ψυχή του;
Μην πιάνεις ξένη λέξη στο στόμα σου. Αν πιάσεις ξένη λέξη στο στόμα σου, να ξέρεις ότι δεν την κατέκτησες, αλλά ότι αποξενώθηκες από τον εαυτό σου. Καλύτερα είναι για σένα να χάσεις τη μεγαλύτερη και την ισχυρότερη πόλη της χώρας σου, παρά την πιο μικρή και την πιο άγνωστη λέξη της γλώσσας σου.
Οι χώρες και τα κράτη δεν κατακτιώνται μόνο με τα σπαθιά, αλλά και με τις γλώσσες. Να ξέρεις ότι ο εχθρός σ’ έχει τόσο περισσότερο κυριεύσει και κατακτήσει, όσο σου έχει σβήσει τις λέξεις και τις έχει εξαφανίσει.
Ένας λαός που έχει χάσει τις λέξεις του παύει να είναι λαός.
Υπάρχει, τέκνο μου, μια αρρώστια που ενσκήπτει στη γλώσσα, όπως μια επιδημία στο σώμα. Θυμάμαι τέτοιες επιδημίες και εφιάλτες της γλώσσας. Αυτό συμβαίνει συχνότατα στα χείλη του λαού, στις επαφές ενός λαού μ’ έναν άλλον, εκεί όπου η γλώσσα ενός λαού σβήνει εξ αιτίας της γλώσσας ενός άλλου λαού.
Δύο λαοί, αγαπημένε μου, μπορούν να υπάρχουν και να ζουν εν ειρήνη. Δύο γλώσσες όμως δεν μπορούν ποτέ να ειρηνεύσουν. Δύο λαοί μπορούν να ζήσουν με τη μεγαλύτερη ειρήνη και αγάπη, αλλά οι γλώσσες τους μόνο να μάχονται μεταξύ τους μπορούν. Όποτε δύο γλώσσες συναντιώνται και αναμειγνύονται, είναι σαν δυο στρατοί σε μάχη ζωής και θανάτου.
Όσο σ’ αυτήν τη μάχη ακούγεται και η μία και η άλλη γλώσσα, η μάχη είναι ισόπαλη. Όταν αρχίζει όλο και περισσότερο και όλο πιο δυνατά ν’ ακούγεται μία από τις δύο, αυτή θα υπερισχύσει. Τελικά ακούγεται μονο μία. Η μάχη έχει ολoκληρωθεί. Έχει εξαφανιστεί μια γλώσσα, έχει εξαφανιστεί ένας λαός.
Μάθε, παιδί μου, ότι αυτή η μάχη ανάμεσα στις γλώσσες δεν διαρκεί μία μέρα ή δύο, όπως η μάχη ανάμεσα στους στρατούς, ούτε μία ή δύο χρονιές, όπως ο πόλεμος ανάμεσα στους λαούς, αλλά έναν αιώνα ή δύο, και ότι για τη γλώσσα είναι το ίδιο ένα μικρό μέτρο χρόνου, όπως για τον άνθρωπο μία ή δύο στιγμές. Γι’ αυτό, τέκνο μου, είναι καλύτερα να χάσεις όλες τις μάχες και τους πολέμους, παρά να χάσεις τη γλώσσα σου. Μετά από μια χαμένη γλώσσα δεν υπάρχει λαός.
Ο άνθρωπος μαθαίνει τη γλώσσα του σε μια χρονιά. Δεν την ξεχνάει όσο είναι ζωντανός. Ο λαός δεν την ξεχνάει όσο υπάρχει. Την ξένη γλώσσα ο άνθρωπος τη μαθαίνει επίσης σε μια χρονιά. Τόσο του επιτρέπεται ν’ απαρνηθεί τη γλώσσα του και ν’ αρπάξει την ξένη. Αγαπητό μου τέκνο, αυτό είναι τούτη η επιδημία και η καταστροφή της γλώσσας, όταν ένας-ένας οι άνθρωποι αρχίζουν ν’ απαρνούνται τη γλώσσα τους και ν’ αρπάζουν την ξένη, είτε τους είναι για καλύτερο, είτε εφιάλτης.
Κι εγώ, τέκνο μου, μεταχειρίστηκα στις εκστρατείες μου τη γλώσσα σαν το πιο επικίνδυνο όπλο. Κι εγώ άφησα επιδημίες κι εφιάλτες στις γλώσσες τους μπροστά από [; λέξη δυσανάγνωστη στο χειρόγραφο] μου. Κατά τις πολιορκίες και πολύ μετά έστειλα τσομπάνηδες, χωριάτες, τεχνίτες και νομάδες να πλημμυρίσουν τις πόλεις και τα χωριά τους σαν υπηρέτες, δούλοι, έμποροι, ληστές, πόρνοι και πόρνες.
Οι πολέμαρχοί μου και οι [; λέξη δυσανάγνωστη στο χειρόγραφο] έφτασαν στο μισό της κατακτημένης χώρας και των πόλεων. Περισσότερο κατέκτησα τα βασίλεια με τη γλώσσα παρά με το ξίφος.
Πρόσεξε, τέκνο μου, τους αλλόγλωσσους. Έρχονται απαρατήρητοι, δεν ξέρεις πότε και πώς. Σου υποκλίνονται και σου κρύβονται σε κάθε βήμα. Κι επειδή δεν ξέρουν τη γλώσσα σου, σε κολακεύουν και σε καλοπιάνουν, όπως το κάνουν τα σκυλιά. Ποτέ μ’ αυτούς δεν ξέρεις τι σκέφτονται, ούτε μπορείς να ξέρεις, διότι συνήθως σιωπούν.
Αυτοί είναι που έρχονται πρώτοι να ανιχνεύσουν πώς είναι η κατάσταση και προδίδουν στους άλλους, και να τους μπροστά σου να έρπουν μέσ’ στη νύχτα σε αδιάσπαστες σειρές, σα μυρμήγκια όταν βρίσκουν τροφή. Μια μέρα ξημερώνεις περικυκλωμένος από ένα σωρό αλλόγλωσσους απ’ όλες τις πλευρές.
Γίνονται όλο πιο θορυβώδεις κι εκκωφαντικοί. Τώρα δεν παρακαλούν πια, ούτε ζητιανεύουν, αλλά απαιτούν και αρπάζουν. Κι εσύ μένεις στη δική σου χώρα, που είναι όμως πια ξένη. Δεν έχεις άλλη λύση από τους να τους διώξεις ή να φύγεις, ό,τι σου φαίνεται πιο εφικτό.
Σε μια χώρα που την κατακτούν έτσι οι αλλόγλωσσοι, δεν πρέπει να στείλει κανείς στρατό. Ο στρατός τους φτάνει εκεί να πάρει ό,τι κατέκτησε ήδη η γλώσσα.
Η γλώσσα είναι, τέκνο μου, ισχυρότερη από οποιαδήποτε έπαλξη. Όταν οι εχθροί σού γκρεμίζουν όλες τις επάλξεις και τα κάστρα, εσύ μην απελπίζεσαι, αλλά κοίτα και άκου τι γίνεται με τη γλώσσα. Αν η γλώσσα έχει παραμείνει ανέπαφη, μη φοβάσαι. Στείλε κατασκόπους και εμπόρους να πάνε βαθειά μέσ’ στα χωριά και τις πόλεις και ν’ ακούνε. Εκεί όπου αντηχεί η λέξη μας, εκεί όπου ακόμη ο λόγος και όπου ακόμη, σαν παλιό χρυσό νόμισμα, κυκλοφορεί η λέξη μας, μάθε, τέκνο μου, ανεπιφύλακτα ότι αυτό είναι ακόμη το κράτος μας, όποια και να ’ναι η κυβέρνησή του. Οι τσάροι αλλάζουν, τα κράτη καταρρέουν, αλλά η γλώσσα και ο λαός είναι αυτά που σου μένουν, κι έτσι το κατακτημένο μέρος της χώρας και του λαού αργά ή γρήγορα θα επιστρέψει πάλι στη γλωσσική του κοιτίδα και στον λαό των προγόνων του.
Να θυμάσαι, τέκνο μου, ότι κάθε κατάκτηση και απώλεια δεν είναι τόσο επικίνδυνη για τον λαό, όσο είναι επικίνδυνη για τη γενιά. Αυτές μπορούν να βλάψουν μόνο μια γενιά, αλλά όχι ένα λαό. Ο λαός αντέχει περισσότερο στον χρόνο, τέκνο μου, από τη γενιά και από κάθε κράτος. Αργά ή γρήγορα ο λαός θα ενωθεί, όπως το νερό, μόλις το χωρίζουν τα φράγματα που το διασπούν. Και η γλώσσα, τέκνο μου, η γλώσσα είναι τούτο το νερό, πάντοτε ίδιο και από τις δυο πλευρές του φράγματος, που -σα γαλήνια και ισχυρή δύναμη που διαβρώνει τα φράγματα- θα ενώσει πάλι τον λαό σε μια πατριά και ένα κράτος.
0 comments
Δημοσίευση σχολίου