Παίζουν. με την υγειά!!! Μεθάνε με τσίπουρο χωρίς ταυτότητα!.
Παίζουν. με την υγειά!!! Μεθάνε με τσίπουρο χωρίς ταυτότητα!.

Άνιση μάχη δίνουν πλέον οι νόμιμοι αποσταγματοποιοί, απέναντι σε ένα «θηρίο» που γιγαντώνει η ανάγκη και η κρίση, το λαθρεμπόριο του χύμα τσίπουρου, ένα φαινόμενο που έχει λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, ειδικά μετά τις διαδοχικές αυξήσεις στη φορολογία των αλκοολούχων ποτών κι εμφανίζεται με δύο πρόσωπα: εκείνο των παράνομων εισαγωγών από γειτονικές χώρες και εκείνο των διήμερων αποστάξεων.

Η σημερινή πραγματικότητα γύρω από το χύμα τσίπουρο στην Ήπειρο, η αναχρονιστική σχετική νομοθεσία και το «χαριστικό» φορολογικό καθεστώς που διέπει τους λεγόμενους «διήμερους παραγωγούς» έχουν εξαιρετικά αρνητικά αποτελέσματα στα φορολογικά έσοδα της χώρας που εκτιμώνται στα 400 εκ. ευρώ, αυξάνουν τα κίνητρα για λαθρεμπόριο με επιπτώσεις στην υγεία των καταναλωτών, ενώ παράλληλα «ροκανίζουν» τους νόμιμους αποσταγματοποιούς.

Όπως αποτυπώνεται σε μελέτη της «Infobank Hellastat ΑΕ», η οποία εξετάζει τον εγχώριο κλάδο παραγωγής & χονδρικού εμπορίου αλκοολούχων ποτών και μελέτησε και τις πωλήσεις στην Ήπειρο, το περιορισμένο εισόδημα και οι υψηλές τιμές διαφοροποίησαν την καταναλωτική συμπεριφορά το 2013, η οποία αποτυπώθηκε στη στροφή από τα ακριβότερα «ισχυρά» οινοπνευματώδη ποτά σε επιλογές χαμηλότερου κόστους, όπως το τσίπουρο.

Ωστόσο οι ποτοποιίες και οι εταιρείες χονδρικής εμπορίας δεν μπόρεσαν να εκμεταλλευθούν πλήρως αυτή την αλλαγή, καθώς, οι Έλληνες καταναλωτές στράφηκαν κυρίως στις χύμα, φθηνότερες ποσότητες.
Βέβαια, είναι τελείως διαφορετική η παράνομη παραγωγή χύμα τσίπουρου και η παραγωγή νόμιμου χύμα κρασιού, το οποίο όμως επίσης δεν έχει «ταυτότητα».

Μιλώντας στα «Πρωινά Νέα» ο Αλέξης Νικολαΐδης, Οικονομικός Αναλυτής της εταιρείας, επιβεβαίωσε τη στροφή στο παράνομο χύμα τσίπουρο, το οποίο είναι σαφώς πιο φθηνό, ωστόσο δεν είναι το ίδιο υψηλής ποιότητας με το πιστοποιημένο προϊόν.
Μάλιστα, αυτό που έχει ενδιαφέρον, είναι ότι στη χώρα μας, την προηγούμενη χρονιά, οι ποσότητες παράνομου τσίπουρου που παρήχθησαν, ήταν μεγαλύτερες σε σχέση με αυτές του νόμιμου προϊόντος.

Με δεδομένη και την στροφή στο χύμα προϊόν, αυτό σημαίνει ότι καταναλώσαμε πολύ τσίπουρο αγνώστου προελεύσεως…
Αλλαγή της καταναλωτικής συνείδησης
Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του «Κτήμα Γκλίναβος», στο οποίο παράγεται τσίπουρο με διακρίσεις, Θωμά Γκλίναβο οι παράνομοι παραγωγοί, καταβάλλοντας ελάχιστο φόρο και παραβαίνοντας κατά συρροή τις αγορανομικές διατάξεις, «θησαυρίζουν» σε βάρος του κράτους και των νόμιμων αποσταγματοποιών.

Ενδεικτικά, ο φόρος που καλούνται να πληρώσουν οι «παράνομοι» είναι μόλις 0,59 ευρώ ανά κιλό τελικού προϊόντος, το οποίο αντιστοιχεί σε 1,70 ευρώ ανά λίτρο άνυδρης αλκοόλης, τη στιγμή που το εμφιαλωμένο τσίπουρο των νομίμων αποσταγματοποιείων φορολογείται αντίστοιχα με 12,75 ευρώ, ενώ για τα αλκοολούχα ποτά ο ΕΦΚ ανέρχεται σε 25,50 ευρώ.

Η διακριτική φορολόγηση του χύμα τσίπουρου οφείλεται στο γεγονός ότι αρχικά η παραγωγή και διακίνησή του είχε στόχο την ενίσχυση των αγροτών και αμπελουργών για μία εξ ορισμού μικρή παραγωγή και σχεδόν ιδιωτική χρήση.
Ωστόσο, κάποιοι εκμεταλλευτήκαν το νόμο, παράγοντας με απόσταξη άνω των δύο ημερών, από μη επιτρεπόμενες πρώτες ύλες, χρησιμοποιώντας αδήλωτες στις αρχές συσκευές απόσταξης ή συσκευές ασυνεχούς απόσταξης μεγαλύτερης χωρητικότητας από τις επιτρεπόμενες, συσκευασία σε πλαστικές φιάλες, κ.ά.

«Η παράνομη αυτή δραστηριότητα αποτελεί πλήγμα για τους νόμιμους παραγωγούς και δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα» υπογράμμισε ο κ. Γκλίναβος, τονίζοντας την αναγκαιότητα αλλαγής της καταναλωτικής συνείδησης, ώστε να επιλέγονται ποιοτικά προϊόντα με ταυτότητα. Εξάλλου, όλη αυτή η... χύμα κατάσταση δυσχεραίνει την ανάπτυξη των εξαγωγών ενός παραδοσιακού ελληνικού προϊόντος, με απήχηση στο εξωτερικό, ενώ υπονομεύεται το προϊόν από τη μαζική διάθεση και κατανάλωση (και) σε τουριστικές περιοχές αμφιβόλου ποιότητας και αγνώστου προέλευσης τσίπουρου.

Όσον αφορά στην εκτίμηση του κ. Νικολαΐδη ότι οι επιχειρήσεις στρέφονται πλέον στο εξωτερικό, λόγω μείωσης της κατανάλωσης στην Ελλάδα, ο κ. Γκλίναβος την αντέκρουσε, κάνοντας λόγο για συνειδητή στρατηγική, προκειμένου το Ηπειρώτικο προϊόν να γίνει ευρύτερα γνωστό, χωρίς όμως να παραβλέπεται η εγχώρια κατανάλωση.

Το εισαγόμενο
«Πληγή» αποτελεί, σύμφωνα με τον κ. Γκλίναβο και το εισαγόμενο τσίπουρο από Τουρκία, Αλβανία και Βουλγαρία. Στο παράνομα εισαγόμενο τσίπουρο δεν επιλέγονται τα καλά σταφύλια από αυτά που είναι σάπια ή υπερώριμα και δεν διαχωρίζονται τα στέμφυλα από τα κοτσάνια με αποτέλεσμα μια σειρά από τοξικές ουσίες να περνούν στο τελικό προιόν μεταξύ αυτών και μεθανόλη.

Επίσης δεν διαχωρίζεται το πρώτο και το τελευταίο μέρος της απόσταξης (οι κεφαλοουρές) που επίσης περιέχουν μια σειρά απο τοξικές και επικίνδυνες ουσίες με σκοπό να παράγουν μεγαλύτερες ποσότητες τελικά όμως θέτουν σε κίνδυνο την δημόσια υγεία.
Πολλές φορές επίσης αναμιγνύουν τα στέμφυλα με μελάσσα ή ζάχαρη οπότε παράγουν νοθευμένο προϊόν.

Τα υπόλοιπα αλκοολούχα
Σύμφωνα με τη μελέτη, η πορεία κατανάλωσης των οινοπνευματωδών ποτών ιδιαίτερα στην εκτός σπιτιού διασκέδαση (εστιατόρια, μπαρ) είναι πτωτική

Βάσει εκτιμήσεων της αγοράς, η συνολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών το 2013 διαμορφώθηκε σε επίπεδο χαμηλότερο των 120.000 εκατόλιτρων, από 226.000 εκατόλιτρα το 2008, σημειώνοντας έτσι υποχώρηση μεγαλύτερη από 45% κατά την περίοδο αυτή. Πάντως, η κάμψη της τελευταίας χρονιάς ήταν αρκετά μικρότερη σε σχέση με τους ρυθμούς πτώσης των προηγούμενων ετών. Οι μεγαλύτερες απώλειες εντοπίστηκαν στο ουίσκι, το οποίο καταλαμβάνει πάνω από το 30% του συνολικού όγκου, και ακολούθως στο ούζο.

Η κατανάλωση των εγχωρίως παραγόμενων ποτών ακολουθεί την πτωτική πορεία που χαρακτηρίζει και τα εισαγόμενα προϊόντα. Το 2013 καταναλώθηκαν 57.371 εκατόλιτρα, ποσότητα χαμηλότερη κατά 7,1% σε σχέση με το 2012. Η κατανάλωση ούζου υποχώρησε περαιτέρω κατά 4,5%, στα 33.283 εκατόλιτρα, σημειώνοντας επιβράδυνση μετά την πτώση του 2012 (-27%).

Ωστόσο, η δραστηριότητα της εγχώριας ποτοποιίας το 2013 εμφάνισε σταθεροποίηση, με τη συνολική παραγωγή να αυξάνεται οριακά κατά 1% στα 167.860 εκατόλιτρα, υπό την ευνοϊκή επίδραση των εξαγωγών. Επομένως, οι εταιρείες του κλάδου -και κυρίως αυτές που παράγουν ούζο και τσίπουρο- μπόρεσαν να προστατευθούν το τελευταίο έτος από τη φθίνουσα εγχώρια κατανάλωση, επωφελούμενες από τη ζήτηση από το εξωτερικό.

proinanea

Post A Comment:

Εγγραφείτε στις ενημερώσεις Push Notifications