ΜΙΑ ΠΑΡΆΞΕΝΗ ΙΣΤΟΡΊΑ ΣΤΗΝ ΠΕΝΤΕΛΗ!
ΜΙΑ ΠΑΡΆΞΕΝΗ ΙΣΤΟΡΊΑ ΣΤΗΝ ΠΕΝΤΕΛΗ!

Το βράδυ της 7ης Νοεμβρίου του 1982. ο συνεργάτης και νυν δημοσιογράφος Μάκης Νοδάρος μαζί με τον Γιώργο Π. και την Κατερίνα Γ., ήλθαν να με βρουν στο γραφείο μου. Έδειχναν σε έξαλλη κατάσταση που λίγο απείχε από τον πανικό.

«Αςʼ το διάβολο, ρε…», ήταν το πρώτο που άκουσα από τον Μάκη όταν τους άνοιξα. «Δεν ξαναπάμε σʼ αυτή τη σπηλιά. Αη στο διάολο, δεν ξαναπάμε!». Ξαναπήγε, αλλά τι είχε συμβεί; Την ίδια εκείνη μέρα οι τρεις τους είχαν πάει για μία συνηθισμένη απογευματινή έρευνα-εκδρομή στη σπηλιά.

Δεν είχαν παρατηρήσει τίποτα περίεργο, μέχρι που επιχείρησαν να μπουν σε μία τρύπα διαμέτρου μισού μέτρου που υπάρχει ακόμα στο τέρμα της σπηλιάς, σε ύψος λίγων μέτρων από το δάπεδο, μάλλον απομεινάρι από τα παλιά τούνελ που υπήρχαν εκεί πριν αρχίσουν τα έργα. δεν ήταν τίποτε το τρομερό, ούτε κάτι το απόκοσμο, αυτό που βρήκαν Στο πάτο αυτής της τρύπας, κάτω από τη ξύλινη σκάλα υπήρχε, ένα μπουκέτο από φρεσκότατα κίτρινα και κόκκινα τριαντάφυλλα! Η θέα ενός τόσο κοινού αντικειμένου σʼ ένα τόσο ασυνήθιστο σημείο τους φάνηκε τόσο αφύσικη που τους τρόμαξε.

Παλιά Πεντέλη

δεν τόλμησαν να αγγίξουν τα λουλούδια, αλλά βρήκαν το κουράγιο να μου φέρουν τη ζελατίνα που τα τύλιγε, μια κοινή ζελατίνα ανθοπωλείου, χωρίς κανένα στοιχείο ταυτότητας του μαγαζιού πάνω της, την οποία και έχω ακόμη.

Ποιος είχε συρθεί σʼ εκείνη τη τρύπα για να αφήσει μια ανθοδέσμη με τριαντάφυλλα; δεν ξέρω την απάντηση, αλλά το γεγονός αυτό, συν το ότι το φλας της φωτογραφικής τους μηχανής αρνιόταν να ανάψει, τους έκανε να πάρουν το δρόμο της επιστροφής. Τότε συνέβη αυτό που στʼαλήθεια τους είχε τρομάξει… Η ώρα ήταν γύρω στις 5:30-6:00 το απόγευμα και κατηφόριζαν με τα πόδια το φιδογυριστό χωματόδρομο προς τη Παλιά Πεντέλη.

Ο ήλιος έδυε και επικρατούσε εκείνο το παράξενο λυκόφωτο που εύκολα γελά τα μάτια… Έτσι, όταν είδαν το πλάσμα κάμποσα μέτρα έξω από το δρόμο και στα δεξιά τους, προς τα δυτικά, η πρώτη τους σκέψη ήταν ότι τους είχαν γελάσει τα μάτια τους. Η αρχική εντύπωση ήταν εκείνη ενός μεγάλου πιθήκου που σάλταρε γοργά και με μεγάλα άλματα από βράχο σε βράχο, και που πλησίαζε υπό γωνία προς το δρόμο τους.

Λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους, το έχασαν σχεδόν αμέσως από τα μάτια τους και, όντας ήδη κάπως τρομαγμένοι από την ανθοδέσμη, σκέφτηκαν ότι η φαντασία τους συν το απατηλό λυκόφωτο είχαν δημιουργήσει αυτή την ψευδαίσθηση. Η ψευδαίσθηση, όμως τους περίμενε, λίγα μέτρα πιο κάτω, μετά τη πρώτη στροφή! Στεκόταν ακριβώς στην άκρη του στενού χωματόδρομου, στο πλάι και, αν συνέχιζαν κανονικά, θα έπρεπε να περάσουν μισό με ένα μέτρο από μπροστά του. Μου είπαν,ότι το πλάσμα είχε το σχήμα ενός κανονικού ανθρώπου. Στεκόταν όρθιο και ασάλευτο, με τα πόδια ανοιχτά και τα χέρια στη μέση. Το πιο παράξενο και τρομακτικό ήταν ότι ήταν κατάμαυρο, μια σκέτη ανθρωπόμορφη σιλουέτα σαν πίσσα ή σαν συμπαγή σκιά στην οποία δεν διακρινόταν κανένα χαρακτηριστικό ή ρούχο.

Όταν πέρασαν από μπροστά του σε απόσταση ενός μέτρου, διέκριναν μόνο κάτι ασπριδερό στα πόδια του «σαν να φορούσε άσπρες κάλτσες», μου είπαν, και είχε άλλα δύο ασπριδερά σημεία στο μέτωπο, «σαν τούφες άσπρων μαλλιών». Το μυαλό μου πήγε κάπως εύθυμα σε οπλές και κέρατα, αλλά δεν τους το είπα για να μην τους τρομάξω περισσότερο, Τους ρώτησα γιατί δεν επιχείρησαν να του μιλήσουν, να ρωτήσουν την ώρα ή οτιδήποτε… «Τρελός είσαι!»,ήταν η απάντηση. «Θέλαμε να το βάλουμε στα πόδια προς την αντίθετη μεριά, αλλά είχαμε παγώσει και δεν τολμήσαμε να το κάνουμε. [Σωστή αντίδραση]. Έτσι συνεχίσαμε κανονικά, με το ίδιο αργό βήμα μέχρι που στρίψαμε στην επόμενη στροφή. Μετά το βάλαμε κανονικά στα πόδια!».Πηγή: Γ. Μπαλάνος, Πέρα από το αίνιγμα της Πεντέλης, Εκδόσεις

Post A Comment:

Εγγραφείτε στις ενημερώσεις Push Notifications