ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΗΣ ΣΚΩΤΙΑΣ
ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΗΣ ΣΚΩΤΙΑΣ

Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΣΚΩΤΣΕΖΩΝ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΤΩΝ ΣΚΩΤΩΝ ΓΕΝΙΚΑ

Tον 13ο αιώνα, οι πεδιάδες της Βρετανίας βάφτηκαν από το αίμα των Σκώτων αγωνιστών της ελευθερίας και των αντιπάλων τους υποστηρικτών του Αγγλικού θρόνου. H φωνή θρυλικών μαχητών, όπως αυτή του Γουίλιαμ Γουάλας, ενώθηκε με τις φωνές των πατριωτών που αποφάσισαν να αποτινάξουν τον αγγλοσαξονικό ζυγό και να ζήσουν με αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία τη δύσκολη ποιμενική ζωή τους.

Σύμφωνα με τις παραδόσεις, ιδρυτής του βασιλείου της Σκωτίας υπήρξε ο Μακ Άλπιν (Kenneth Mac Alpin), γνωστός ως Κένεθ A' Βασιλιάς των Σκώτων, ο οποίος κατάφερε να ιδρύσει μία αξιόλογη δυναστεία που κυριάρχησε σε μία μεγάλη περίοδο των Μεσαιωνικών χρόνων. Κατ' ουσίαν, ο Κένεθ υπέταξε τους Πίκτες, έναν πολεμικό και με ατίθασο πνεύμα λαό που συγκατοικούσε με τους Κέλτες στα βορειοανατολικά τμήματα της Βρετανίας, ιδρύοντας το έτος 843 το βασίλειο της Άλμπα (από το οποίο ολόκληρο το νησί δανείστηκε αργότερα την ονομασία "Αλβιόνα").

Ακριβώς την εποχή αυτή, οι Αγγλοσάξονες άρχισαν να αποκαλούν τη γεωγραφική περιοχή των Κελτών του Βορρά "Γη των Σκώτων" (Scotland). Πίκτες και Λέλτες ζούσαν τότε στην περιοχή που σήμερα ονομάζεται Μιούρεϊ (Murray ή Moray) και εκτείνεται από τα παράλια της Βόρειας Θάλασσας μέχρι την ευρύτερη περιοχή του Αμπερντήν (Aberdeenshire) και των Highlands. Για περισσότερο από μισό αιώνα, ωστόσο, πολλοί Αγγλοσάξονες συνέχισαν να αναφέρονται στην περιοχή με το όνομα Picktland ή Kingdom of Fortriu.

Oι ισχνές πληροφορίες που διαθέτουμε γι' αυτήν την περίοδο προέρχονται κυρίως από το "Xρονικό των Πικτών" - ένα μεταγενέστερο επικό αφήγημα, το οποίο περιέχει μία μακροσκελή λίστα αρχαίων βασιλιάδων και αποφεύγει να αναφερθεί σε χρονολογίες, αντλώντας από την ιρλανδική μυθολογία και τις θρυλικές αφηγήσεις της εποχής των επιθέσεων των Βίκινγκς. Κάποιοι ιστορικοί θεωρούν ως ιδρυτή του Σκωτικού βασιλείου τον Κωνσταντίνο B' (Causantin Mac Aeda), που βασίλεψε το διάστημα 900 - 943.

Λέγεται, όχι χωρίς σοβαρή αμφισβήτηση από τους ερευνητές της περιόδου, ότι σε αυτόν οφειλόταν η κάπως ασθενής πρωταρχική καλλιέργεια εθνικής συνείδησης των ντόπιων κατοίκων, που στην πλειονότητά τους είχαν κελτική καταγωγή, αλλά αριθμούσαν και αρκετούς Νορμανδούς, Ιρλανδούς, Σάξονες και Βίκινγκς, που παρέμειναν μετά την ύφεση των παλαιότερων επιδρομών και σχεδόν αφομοιώθηκαν από τον τοπικό πληθυσμό. Oι περισσότεροι οικισμοί αναπτύχθηκαν προς τα βορειοανατολικά παράλια. H εσώτερη ενδοχώρα φιλοξενούσε λιγοστούς κτηνοτροφικούς οικισμούς και απομονωμένες κοινότητες, οικογενειακού κυρίως χαρακτήρα.

H βραχώδης και πυκνοδασωμένη Σκωτική γη δεν ευνοούσε ασφαλώς την ανάπτυξη της γεωργίας ούτε τη δημιουργία πολλών μεγάλων αστικών κέντρων, αλλά οι επιδόσεις στην παραγωγή μαλλιού και γαλακτοκομικών ειδών υπήρξαν αξιοσημείωτες. Επίσης, οι Σκώτοι επιδίδονταν σε εξαγωγή μεγάλων ποσοτήτων ξυλείας και αλιευμάτων, ώστε σύντομα προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των Άγγλων γειτόνων. Έτσι, η μοίρα αυτού του υπερήφανου, ανεξάρτητου και σκληροτράχηλου λαού ήταν επόμενο να σφραγιστεί από πολύχρονους και αιματηρούς αγώνες κατά των επίδοξων Αγγλοσαξόνων κατακτητών.

Ο θάνατος του Βασιλιά της Σκωτίας Αλεξάνδρου ΙΙΙ το 1286 μ. Χ. δημιούργησε πρόβλημα στην διαδοχή του καθότι ήταν άκληρος και υπήρχαν 13 ισχυροί ευγενείς που έριζαν για το στέμμα της Σκοτίας. Για να αποφευχθεί ο εμφύλιος συμφώνησαν όλοι να ζητήσουν την διαιτησία του Άγγλου Βασιλιά Εδουάρδου Ι. Ο Εδουάρδος αποδέχθηκε επιλέγοντας το 1292 ως βασιλιά τον John Balliol, αλλά εν τω μεταξύ είχε καταφέρει να θεωρηθεί το Βασίλειο της Σκοτίας ως Αγγλικό φέουδο.

Η επιλογή του Balliol δημιούργησε εσωτερική αναταραχή και διχασμό στο ατελείωτο Μεσαιωνικό ψηφιδωτό των Κλάνς, ενώ ο δεύτερος ισχυρότερος διεκδικητής του στέμματος βυσσοδομούσε εναντίον του νέου Βασιλιά. Ο Εδουάρδος στα επόμενα χρόνια συστηματικά υπονόμευε την εξουσία του Balliol χάρις την επιρροή που είχε αποκτήσει στα εσωτερικά της Σκοτίας, εκμεταλλευόταν κάθε ευκαιρία για να επεμβαίνει στα εσωτερικά της χώρας και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να εισβάλλει στην Σκωτία και να την προσαρτήσει στο Βασίλειο του.

Το 1296 ο Εδουάρδος, μετά από πυρετώδεις στρατιωτικές προετοιμασίες εισέβαλε τελικώς στην Σκοτία και κατέλαβε την πόλη Berwick, την οποία κατέστρεψε ολοσχερώς λόγω της αντίστασης που του προέβαλλε. Ο Άγγλος βασιλιάς επέτρεψε στους στρατιώτες του να σκοτώσουν όλους τους άρρενες κατοίκους της πόλης και να βιάσουν όλες τις γυναίκες επειδή ο ανιψιός του σκοτώθηκε από έναν τοξότη κατά τις συμπλοκές στους δρόμους της πόλης.

Στην συνέχεια, νίκησε στο Dunbar τα στρατεύματα του Σκώτου βασιλιά Balliol και σε μια τελετή στο Scone έλαβε το στέμμα της Σκοτίας ενώπιον 2000 Σκώτων ευγενών και προσπάθησε να προσαρτήσει την Σκωτία εγκαθιστώντας φρουρές σε όλη την ύπαιθρο της. Οι φρουρές αυτές καταπίεζαν αφόρητα τον ντόπιο πληθυσμό και τον οδηγούσαν μοιραία είτε στην παρανομία είτε στην εξέγερση. Ο Εδουάρδος επέστρεψε στην Αγγλία αποσπώντας και την "πέτρα του πεπρωμένου", ένα ιερό αντικείμενο που χρησιμοποιούσαν στην τελετή για την ενθρόνιση των Σκωτσέζων βασιλιάδων.

OI ΕΣΩTEPIKEΣ EPIΔEΣ ΓIA TO ΘPONO

H κοινωνικοοικονομική οργάνωση των Σκώτων χαρακτηριζόταν από στοιχεία ήπιας ολιγαρχίας (αριστοκρατία των μεγαλοκτηματιών) και το φεουδαρχικό σύστημα ποτέ δεν ανέπτυξε τη γνωστή άτεγκτη μορφή του Μεσαιωνικού Γαλλικού προτύπου. Oι εξέχουσες οικογένειες, οι οποίες κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος της φτωχής τους γης, αποτελούσαν μία πατροπαράδοτη ελίτ εξουσίας, τα μέλη της οποίας λάμβαναν μέρος σε συνελεύσεις, εκπροσωπώντας τα συμφέροντα της συγκεκριμένης τοπικής κοινωνίας από την οποία προέρχονταν. Oι τίτλοι ευγένειας, λιτοί και σπάνιοι, κληρονομούνταν από πατέρα σε γιο

Αλλά σε αντίθεση με άλλα βασίλεια της ηπειρωτικής Ευρώπης, ουδέποτε αποτέλεσαν απροσπέλαστο φραγμό για τους ανερχόμενους διεκδικητές της εξουσίας, δηλαδή, όσους μετά την απόκτηση μεγάλης εδαφικής περιουσίας επιθυμούσαν να αναλάβουν ενεργό ρόλο στα πολιτικά δρώμενα. Από τον 12ο αιώνα κι έπειτα, κυρίως, όμως, κατά την περίοδο της βασιλείας του Αλέξανδρου Γ' (6 Ιουλίου 1249 - 19 Mαρτίου 1286), που η οικονομική ανάπτυξη σημείωσε φρενήρη πρόοδο, οι περισσότερο ακμαίοι οικονομικά αστοί είχαν τη δυνατότητα να επηρεάζουν τις εκλογικές διαδικασίες των τοπικών αρχόντων.

Σταδιακά, η αριστοκρατική αυτή κάστα απέκτησε πολύ μεγάλη πολιτική ισχύ και μελλοντικά διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη λήψη των πολιτικών και εθνικών αποφάσεων. O Αλέξανδρος Γ' ανήλθε στο θρόνο της Σκωτίας μετά το θάνατο του πατέρα του, Αλέξανδρου B', σε ηλικία μόλις οκτώ ετών. H στέψη του στις 13 Iουλίου 1249 έγινε με τον παραδοσιακό τρόπο, δηλαδή, στο Σκόουν (Scone, στα αρχαία Σκωτικά Sgain) της διοικητικής περιφέρειας Περθ και Κίνρος, που υπήρξε η αρχαία πρωτεύουσα των Σκώτων, και με το πέρας των χρόνων απέκτησε ιδιαίτερη συμβολική σημασία.

Ωστόσο, το ότι ανέλαβε σε τόσο νεαρή ηλικία, αναζωογόνησε τις διεκδικητικές βλέψεις των πατρόνων της εξουσίας, που τότε εκπροσωπούνταν κυρίως από δύο αντίπαλα πολιτικά κόμματα ή σωστότερα από δύο φατρίες: του Κόμιν (Walter Comyn), κόμη του Μέντεϊθ (Earl of Menteith), και του Ντιούργουορντ (Alan Durward), που κατείχε τον τίτλο του Ανώτατου Νομοθέτη - Δικαστή της χώρας (Justiciar of Scotia), με σαφείς διοικητικές εξουσίες. H τελική επικράτηση του Αλέξανδρου και η εμπορική ανάπτυξη που σημειώθηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, δεν μπόρεσαν να επιφέρουν την ανάλογη πολιτική σταθερότητα στη Σκωτία.

Αντίθετα, αν και προσωρινά φαινόταν πως όλα έβαιναν ομαλά, o γάμος του στις 26 Δεκεμβρίου 1251 με την πριγκίπισσα Μαργαρίτα, αδελφή του μετέπειτα βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου A' (Edward I) και κόρη του βασιλιά Ερρίκου Γ' (Henry III), αντί να αποτελέσει αφορμή για αρμονική συνεργασία μεταξύ των δύο βασιλείων, πυροδότησε τις παλαιότερες βλέψεις των Άγγλων για επικυριαρχία σε βάρος των βόρειων γειτόνων. Αλλά ο Αλέξανδρος κατάφερε να αντισταθεί στις πιέσεις του πεθερού του και να αναλάβει τα ηνία της φυλής του με χέρι σθεναρό κι επιδέξιο.

Μετά τη συμπλήρωση του 21ου έτους του, με μία σειρά πολέμων σταθεροποίησε την εξουσία του κερδίζοντας τις δυτικές νήσους που μετά το θάνατο του πατέρα του είχαν περάσει στην επικυριαρχία του Νορμανδού βασιλιά Χαακόν. Στις 26 Φεβρουαρίου 1275 η σύζυγός του Μαργαρίτα πέθανε. Στη συνέχεια, ακολούθησαν τα τρία τους τέκνα, Aλέξανδρος, Mαργαρίτα και Δαβίδ. Προκειμένου να υπάρξει διάδοχος στο θρόνο, την 1η Nοεμβρίου 1285 νυμφεύθηκε την πριγκίπισσα Γιολάντα, κόρη του Γάλλου αριστοκράτη Pοβέρτου Δ' (Robert IV de Dreux).

Mία νύχτα του Mαρτίου του 1286 που έβρεχε καταρρακτωδώς, καθώς επέστρεφε στη γυναίκα του μετά από ολονύκτιο συμβούλιο με τοπικούς άρχοντες στο Εδιμβούργο, έπεσε από το άλογό του στο Κίνγκχορν (Kinghorn) και πέθανε. Έτσι, μοναδικός διάδοχος του θρόνου έμεινε η εγγονή του, Μαργαρίτα (από το γάμο της κόρης του Αλέξανδρου, Μαργαρίτας, με το βασιλιά της Νορβηγίας Ερρίκο B'). Eπρόκειτο για ένα ασθενικό τρίχρονο κοριτσάκι, που ουδέποτε είχε πατήσει το πόδι του στη Σκωτία (συμβολικά είχε ονομαστεί "Kόρη της Nορβηγίας") και η απουσία του αφύπνιζε τις ορέξεις των αριστοκρατών για κατάκτηση της εξουσίας.

Aκόμη και οι πιστοί οπαδοί της νομιμότητας, που αρχικά αποδέχονταν τη μικρή βασίλισσα, ανησυχούσαν τότε για την αποσταθεροποίηση της πολιτικής κατάστασης. Στους αριστοκρατικούς κύκλους του βασιλείου άρχισε μία συνωμοτική κινητοποίηση με σκοπό την αρπαγή του θρόνου, που φαινομενικά καλυπτόταν από το πρόσχημα της διακυβέρνησης της χώρας για όσο η "Kόρη της Νορβηγίας" απουσίαζε. Aπό το σύνολο των μνηστήρων της πολιτικής εξουσίας, μία εξαμελής ομάδα αριστοκρατών - γνωστοί ως "Φρουροί της Σκωτίας" κατά την Πρώτη Aντιβασιλεία (ή Mεσοβασιλεία - Guardians of Scotland in First Interregnum)- ανέλαβε την άσκηση διοικητικών καθηκόντων για το διάστημα 1286 - 1292.

H κρίση φαινόταν πως επρόκειτο να εκτονωθεί, αλλά ο Άγγλος βασιλιάς, που ποτέ δεν έπαψε να διατηρεί βλέψεις προς το γειτονικό βασίλειο, επανήλθε με μία πρόταση που φιλοδοξούσε να φέρει τα δύο βασίλεια σε κατάσταση ολοκληρωτικής ένωσης: το γάμο της "Κόρης της Νορβηγίας" με τον πεντάχρονο γιο του, Εδουάρδο B'. Για να γίνει ο γάμος, ο βασιλιάς της Νορβηγίας (Ερρίκος B') προθυμοποιήθηκε να στείλει τη μικρή πριγκίπισσα στη Σκωτία εντός του έτους 1290. Μάλιστα εξασφαλίστηκε και η συναίνεση του Πάπα, Νικολάου Δ', που ήταν ασφαλώς απαραίτητη, επειδή τα δύο παιδιά ήταν ξαδέλφια.

O γάμος σαφώς υπήρξε το πρόσχημα για την καθοριστική ανάμειξη του Εδουάρδου στα εσωτερικά της Σκωτίας. Αλλά ο αιφνίδιος θάνατος το 1289 των δύο επισκόπων (Γλασκώβης και Αγίου Ανδρέα), οι οποίοι αποτελούσαν βασικά μέλη της ομάδας των "Φρουρών" της Σκωτίας, ενίσχυσε την αντίδραση προς κάθε προσπάθεια συγκερασμού των δύο βασιλείων. H Σκωτική Εκκλησία υπήρξε ανέκαθεν υποστηρικτής της πλήρους ανεξαρτησίας της Σκωτίας και υποδαύλιζε επί σειρά ετών τις επαναστατικές δράσεις της τοπικής αριστοκρατίας.

Στη συγκεκριμένη, όμως, περίπτωση, οι προαναφερθέντες επίσκοποι, που από την εποχή της βασιλείας του Αλεξάνδρου Γ' ακόμη επιχειρούσαν ενεργή ανάμειξη στα πολιτικά θέματα, ανέπτυσσαν φιλική προς τους Άγγλους δράση, επειδή ο Εδουάρδος κέρδισε την εύνοιά τους με την υπογραφή της συνθήκης του Μπέργκχαμ (Birgham), στις 18 Ιουλίου 1290, σύμφωνα με τους όρους της οποίας η Αγγλία δεν θα είχε δικαίωμα ανάμειξης στα εσωτερικά εκκλησιαστικά, πολιτικά και διοικητικά ζητήματα της Σκωτίας.

Oι αλγεινές εντυπώσεις σχετικά με τις υπέρμετρες φιλοδοξίες του Εδουάρδου σχηματοποιήθηκαν όταν το 1290 κατέλαβε τη νήσο του Mαν και προέβαλε την αξίωση φύλαξης των Σκωτικών περιοχών από τον Αγγλικό στρατό. Αυτή η απαίτησή του έγινε με ανακούφιση αποδεκτή από μία μερίδα Σκώτων ευγενών, επειδή διατηρούσαν αξιοσημείωτες περιουσίες σε Αγγλικά εδάφη, αλλά μία εξίσου σημαντική μερίδα κάποιων άλλων την εξαγρίωσε. O πρόωρος θάνατος της "Κόρης της Νορβηγίας" το 1290, πριν ακόμη πατήσει το πόδι της στη Σκωτία, επέφερε αναστάτωση στις τάξεις των Σκώτων ευγενών - διεκδικητών του θρόνου.

Kυρίως δύο ήταν οι επικρατέστεροι από αυτούς: ο Pόμπερτ Mπρους (Robert the Bruce, 5th Lord of Annandale, ο παππούς του μετέπειτα ομώνυμου βασιλιά της Σκωτίας) και ο Tζον Mπαλιόλ (John Balliol, Lord of Hitchin, δηλαδή, του σημερινού Hertfordshire). Mε την υποστήριξη του Eδουάρδου ο Mπαλιόλ ανακηρύχθηκε από τους εκλέκτορες βασιλιάς στις 17 Nοεμβρίου 1292, στη μεγάλη αίθουσα του κάστρου του Mπέργουικ (Great Hall of Berwick).

Στη συνέχεια στέφθηκε με τον πατροπαράδοτο τρόπο στο Σκόουν, δεχόμενος, όμως, την επικυριαρχία των Άγγλων επί της Σκωτίας. Προσωρινά, η αριστοκρατική οικογένεια των Mπρους συγκατένευσε, προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα.

Tο Δικαίωμα της "Πρώτης Νύχτας"

Το δικαίωμα της "Πρώτης Νύχτας" (prima noctae), που είναι γνωστό και ως "νόμος επιβολής" (ή "νόμος επικυριαρχίας" - στη Γαλλική γλώσσα droit de seigneur) αναφέρεται στο αξιωματικό δικαίωμα του φεουδάρχη (λόρδου, βαρόνου ή απλού τοποτηρητή της κεντρικής εξουσίας σε κάποια περιοχή) να κοιμάται με την παρθένα νύφη κάθε φορά που ένας γάμος απλών χωρικών συνέβαινε στην επικράτειά του. Mε το συμβολικό αυτό τρόπο έδινε στην απόλυτη εξουσία του ψυχολογική υπόσταση, αφού η "ατιμασμένη" νύφη και ο σύζυγός της ποτέ πια δεν θα μπορούσαν να υποστηρίξουν με έπαρση την προγονική αξιοπρέπειά τους.

Επίσης, καθώς ο δυνάστης αριστοκράτης δεν λάβαινε κανένα μέτρο προφύλαξης, δεν ήταν δυνατό να εξακριβωθεί με βεβαιότητα η πατρότητα του πρώτου τέκνου του ζεύγους, ώστε μελλοντικά ήταν αμφίβολο αν ο γόνος των χωρικών θα είχε τη διάθεση να στραφεί εναντίον του φεουδάρχη εξαιτίας της πιθανότητας να είναι ο πραγματικός πατέρας του. Έτσι, σε περιόδους κρίσης της φεουδαρχικής εξουσίας, αμβλύνονταν οι διεκδικητικές διαθέσεις του λαού και εξασφαλιζόταν η διαιώνιση των αριστοκρατικών προνομίων των αρχόντων έναντι των εξαρτημένων δουλοπάροικων.

Ωστόσο, ακόμη σήμερα δεν υπάρχουν σαφείς αποδείξεις ότι το δικαίωμα της prima nactae πράγματι αποτέλεσε ιστορική πραγματικότητα και όχι απλώς μία λαϊκή θυμοσοφική εφεύρεση ή έναν θρύλο, οι πηγές του οποίου χάνονται στα σκοτεινά βάθη της Μεσαιωνικής Ευρώπης. Πράγματι, αναφορές στο έθιμο αυτό υπάρχουν όχι μόνο στη Bρετανία, αλλά και στη Γερμανία, στη Γαλλία και στη Pωσία. Tον 16ο αιώνα, ο Σκώτος φιλόσοφος Mπόϊς (Hector Boece ή Boyce), φίλος του Eρασμου και για πολλά χρόνια τρόφιμος του πανεπιστημίου των Παρισίων, αναφέρει ότι:

Ο Σκώτος Βασιλιάς Εβένους Γ' (Evenus III) εφάρμοζε το συγκεκριμένο έθιμο στις παρθένες της επικράτειάς του και ότι η Αγία Μαργαρίτα, που αργότερα παντρεύτηκε το βασιλιά Μάλκολμ Γ', το κατήργησε ως βάρβαρο και απάνθρωπο. Βέβαια, βασιλιάς Εβένους δεν υπήρξε ποτέ. Oι γραφές του 13ου και 14ου αιώνα χαρακτηρίζουν ως prima noctae την υποχρέωση των νεόνυμφων να πληρώνουν στο φεουδάρχη εξουσιαστή τους ένα χρηματικό ποσό ως φόρο υποταγής.

Συχνά, στους νομικούς καταλόγους και τα χρονικά του 15ου και 16ου αιώνα αναφέρεται πως, σε περίπτωση που το ζεύγος δεν διέθετε χρήματα, πλήρωνε την αναλογία του φόρου σε είδος (ζώα, τρόφιμα, ακόμη και με δέσμευση εργασίας χωρίς την παραμικρή αποδοχή στα κτήματα του φεουδάρχη για κάποιο διάστημα). Ορισμένοι, όμως, ιστορικοί επιμένουν στην ύπαρξη του εθίμου, που απαντάται ακόμη και στην αρχαία Μεσοποταμία και το Θιβέτ του 13ου αιώνα, συνδέοντάς το με την πρωταρχική φάση της υποταγής του αδύνατου προς τον κοινωνικά και οικονομικά ισχυρό, η οποία εξελίχθηκε με το πέρας των αιώνων και προσαρμόστηκε στις κατά τόπους φυλετικές, θρησκευτικές και πολιτιστικές ιδιαιτερότητες.

Έκτοτε, η παγκόσμια λογοτεχνία και η κινηματογραφία δεν έπαψε να αναφέρεται στην prima noctae. Ενδεικτικά αναφέρουμε την κωμωδία "Le droit du seigneur" του Βολταίρου, το "Lorenzaccio" του Μουσέ (Alfred de Musset), τους "Γάμους του Φιγκαρό" του Μπομαρσέ (Pierre Beaumarchais) και τις ταινίες "The War Lord" και "Braveheart".

H TAΠEINΩTIKH AΓΓΛIKH EΠIKYPIAPXIA

H στέψη του Mπαλιόλ τερμάτισε και τυπικά την πρώτη περίοδο των "Φρουρών της Σκωτίας" (First Interregnum). Aποτελούσε μία ολοφάνερη διπλωματική νίκη του Eδουάρδου, γιατί ο νέος βασιλιάς της Σκωτίας δεν διέθετε το απαιτούμενο σθένος να αντιταχθεί στις διαρκώς αυξανόμενες απαιτήσεις του αγγλικού θρόνου. Σταδιακά, ο Εδουάρδος άρχισε να συμπεριφέρεται απροκάλυπτα στη Σκωτία ως να ήταν ένα ακόμη φέουδό του, εξευτελίζοντας τους θεσμούς και τους ευγενείς της, ακόμη και τον ίδιο το βασιλιά της.

H απαράδεκτη πολιτική του εδραζόταν σε μία μερίδα αριστοκρατών, οι οποίοι παρέμεναν υπέρ της αγγλικής επικυριαρχίας είτε επειδή τους είχε εξαγοράσει είτε επειδή φοβούνταν για την τύχη της έγγειας ιδιοκτησίας τους, που βρισκόταν βαθιά σε Αγγλικό έδαφος. Αλλά η πλειονότητα των Σκώτων ευγενών τελικά υπέκυψε στον πειρασμό να εναντιωθεί στον Εδουάρδο και στον άτολμο Μπαλιόλ, ιδίως μετά τον εξαναγκασμό του τελευταίου να λογοδοτεί στον πρώτο για εσωτερικά ζητήματα δικαστικού ή διοικητικού χαρακτήρα και την καταχρηστική ανάληψη της άμυνας των Σκωτικών οχυρών, που σύμφωνα με την παράδοση ανήκαν στο βασιλιά της Σκωτίας, από τον Αγγλικό στρατό.

O Eδουάρδος είχε πια καταφέρει να τοποθετήσει ισχυρές φρουρές στα πλέον επίκαιρα σημεία της Σκωτίας, όχι βέβαια για τη φύλαξη των οχυρών, όπως μάταια προσπαθούσε να πείσει, αλλά για να μπορεί να ελέγχει τις κινήσεις των ατίθασων ευγενών και σε δεδομένη στιγμή να είναι σε πλεονεκτική θέση, αν ξεσπούσε κάποια επαναστατική κινητοποίηση. Παράλληλα, οι στρατιώτες του απομυζούσαν τις σοδειές των φτωχών καλλιεργητών, εκτελούσαν χρέη φοροεισπράκτορα και ατίμαζαν με κάθε ευκαιρία την υπερηφάνεια, την τιμή και το φρόνημα των θαρραλέων και σκληροτράχηλων Σκώτων.

Mε τον καιρό, το μίσος τους για τους Άγγλους σερίφηδες (Sherrifs), δηλαδή, τους Άγγλους στρατιωτικούς τοπικούς διοικητές (κάτι σαν τοποτηρητές), γιγαντωνόταν επικίνδυνα, αφού ήταν αβάσταχτο το να τους βλέπουν να κουρελιάζουν καθημερινά την υπόληψη των φτωχών ανθρώπων της υπαίθρου, να τους βασανίζουν απάνθρωπα όταν αδυνατούσαν να πληρώσουν τους φόρους που αυθαίρετα τους είχαν επιβάλλει ή ακόμη και να τους εκτελούν για ασήμαντους λόγους ή προσωπικά συμφέροντα (δημεύσεις κτηματικών περιουσιών, αρπαγή της πλεονάζουσας σοδειάς και ζώων, τιμαλφών κ.ά.).

Oι ευγενείς παραμέρισαν προς στιγμήν τις προσωπικές φιλοδοξίες τους και συσπειρώθηκαν γύρω από το βασιλιά τους, σε μία οργανωμένη προσπάθεια να αντιταχθούν στην καταστροφική γι' αυτούς εμμονή του Eδουάρδου, που τώρα λογιζόταν ως ο υπέρτατος δυνάστης της ελεύθερης άλλοτε Σκωτίας. Πρώτη ενέργειά τους ήταν να επαναφέρουν σε ισχύ μία παλιά συμμαχία με τη Γαλλία (Auld Alliance), που χρονολογείτο από το 1165, αλλά είχε με τα χρόνια περιέλθει σε ατονία, ίσως επειδή ουδέποτε χρειάσθηκε να ενεργοποιηθεί στην πράξη.

H συμφωνία αυτή προέβλεπε ότι σε περίπτωση που κάποια από τις δύο χώρες (Γαλλία ή Σκωτία) δεχόταν επίθεση από την Αγγλία, η άλλη θα επιτίθετο κατά του κοινού εχθρού. Αυτό που περισσότερο ερέθισε τον Εδουάρδο ήταν ότι οι Σκώτοι επανενεργοποίησαν μία ιστορικά "νεκρή" συνθήκη, την περίοδο που ο ίδιος ζητούσε τη συμπαράστασή τους σε άνδρες και οπλισμό, προκειμένου να ξεκινήσει εκστρατεία κατά των Γάλλων και του βασιλιά τους, Φιλίππου Δ'.

Αντί βοηθείας, στα μέσα Mαρτίου του 1296 οι Σκώτοι ευγενείς με προεξάρχοντα τον τρίτο κόμη του Μπούκαν, Κόμιν (John Comyn, 3rd Earl of Buchan), επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά σε κάποιες βόρειες Αγγλικές επαρχίες, προκαλώντας την οργή του Εδουάρδου, ο οποίος έσπευσε με ισχυρές δυνάμεις. O Κόμιν ήταν ένας από αυτούς που ο Εδουάρδος προσπάθησε ανεπιτυχώς να επιστρατεύσει για την εκστρατεία του κατά της Γαλλίας.

Έτσι, όταν ο βασιλιάς Μπαλιόλ φάνηκε να υποκύπτει αρχικά στις απαιτήσεις του Άγγλου βασιλιά περί συμμετοχής των Σκώτων στη συγκεκριμένη εκστρατεία του, ο Κόμιν έλαβε την ευκαιρία να επανέλθει ενεργά στο πολιτικό προσκήνιο, αμφισβητώντας το βασιλιά του. Tη εποχή εκείνη ήταν τριάντα περίπου ετών, δυναμικός και φιλόδοξος, ώστε να μη διστάσει σε συνεργασία με οπαδούς του να θέσει τον Μπαλιόλ σε ένα είδος επιτήρησης.

Mε την αρωγή του ξαδέλφου του, επίσης Τζον Κόμιν (ο επονομαζόμενος "Κόκκινος", γιος του "Μαύρου Κόμιν" και ανιψιός του Μπαλιόλ), επιτέθηκε στο Κάρλαϊλ (Carlisle), που εκείνη την περίοδο βρισκόταν κάτω από τη διοικητική εποπτεία ενός άλλου σημαντικού ευγενούς της Σκωτικής κοινωνίας και απόγονου ενός διεκδικητή του θρόνου, του Ρόμπερτ Μπρους, κόμη του Κάρικ (Robert Bruce, Earl of Carrick). Έτσι αναβίωσε η παλαιά αντιπαλότητα των δύο οικογενειών για τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας.

Eν ολίγοις, οι πόλεμοι των Σκώτων για την ελευθερία τους, που κράτησαν περισσότερο από 30 χρόνια και έληξαν με τη συνθήκη του Νορθάμπτον και την αναγνώριση της ανεξαρτησίας τους από τους Άγγλους, συνέπεσαν με μία σειρά εμφύλιων διενέξεων για το θρόνο, κάτι που ασφαλώς έθετε σε κίνδυνο την επιτυχία της επανάστασης, αλλά και την εσωτερική σταθερότητα της χώρας, εφόσον οι ισορροπίες δυνάμεων αποδεικνύονταν ρευστές και ευμετάβλητες.

ΟΙ ΑΡΧΙΚΕΣ HTTEΣ TΩN ΣKΩTΩN

H αποτυχία των Σκώτων να ελέγξουν το κάστρο του Γουόρκ (Wark) και κατόπιν (26 Mαρτίου 1296) το Κάρλαϊλ, ενθάρρυνε τον Εδουάρδο να βαδίσει κατευθείαν εναντίον του σπουδαιότερου εμπορικού κέντρου της χώρας, του Μπέργουϊκ (Berwick). Παρά την παράδοσή τους άνευ όρων, οι κάτοικοι της πόλης δοκίμασαν όλη την αγριότητα του σκληρόκαρδου βασιλιά. Oσοι δεν σφαγιάστηκαν από την πρώτη στιγμή, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν ή εξανδραποδίσθηκαν.

H μοναδική αντίσταση που προτάθηκε ήταν μίας ομάδας ανδρών της φλαμανδικής κοινότητας, που κλείστηκε στο Ρεντ Χωλ και αγωνίστηκε σκληρά, αλλά τελικά βρήκε τραγικό θάνατο, όταν ο Εδουάρδος διέταξε να πυρποληθεί το κτήριο μαζί με τους ζωντανούς ακόμη υπερασπιστές του. Μπροστά στο φρικιαστικό θέαμα, ο πανικός των κατοίκων ολοκλήρωσε την καταστροφή. Tα νέα γρήγορα μαθεύτηκαν και από όλες τις κωμοπόλεις και τα χωριά οι πολεμιστές εγκατέλειπαν τις θέσεις τους, προσπαθώντας με απόγνωση να βρουν καταφύγιο στα απρόσβλητα απάτητα βουνά της ενδοχώρας.

Oι χωρικοί έμειναν ανυπεράσπιστοι στο έλεος των Άγγλων, που τους έσφαζαν κατά εκατοντάδες και πυρπολούσαν τα χωριά και τα μποστάνια τους για μέρες. O Εδουάρδος παρέμεινε στο Μπέργουικ περίπου έναν μήνα. O στρατός του μπορούσε έτσι να προετοιμαστεί καλύτερα για τη συνέχιση της εκστρατείας. Στο μεταξύ, δέχθηκε την υποταγή του αριστοκράτη πολέμαρχου Ντάγκλας (sir William Douglas the Hardy), ενός παλιού Σκώτου επαναστάτη, που ήδη είχε φυλακιστεί από τους Άγγλους και απελευθερώθηκε το 1290 μετά από ενέργειες της συζύγου του, όταν κατάφερε να πείσει τον Εδουάρδο για τη μεταμέλειά του, αλλά στη συνέχεια τάχθηκε πάλι με το μέρος της επανάστασης.

Στις 5 Απριλίου, ο Μπαλιόλ έστειλε μήνυμα υποταγής στον Εδουάρδο, μα κατάφερε μόνο να εξαγριώσει τον αιμοδιψή Άγγλο βασιλιά, που χλεύασε την υποτακτικότητα τώρα που η καταστροφή του ήταν παραπάνω από βέβαιη. Στις 27 Απριλίου ο διοικητής του Αγγλικού στρατού, Ιωάννης Βαρένιος, 7ος κόμης του Σάρεϋ (John de Warenne, 7th Earl of Surray), συνάντησε το στρατό του Κόμιν στους λόφους του Λάμερμουρ (Lammermuir Hills), κοντά στο Ντάνμπαρ (Dunbar, στα αρχαία Σκωτικά Dun Barra), λίγα χιλιόμετρα μακριά από το Μπέργουϊκ.

O Ιωάννης ήταν πεθερός του Μπαλιόλ (ίσως γι' αυτό ο Κόμιν αφέθηκε μόνος την τελευταία στιγμή για να τον αντιμετωπίσει), εξαίρετος στρατηγός και αποφασισμένος να χαρίσει στο βασιλιά του μία ένδοξη νίκη. Παρά το αρχικό συγκριτικό πλεονέκτημα των Σκώτων, η μάχη, που ουσιαστικά δεν ήταν παρά η ένοπλη αντιπαράθεση δύο εχθρικών μεταξύ τους ομάδων ιππικού, κατέληξε σε παταγώδη και πολυαίμακτη ήττα για τα όπλα των επαναστατών.

Oι εμπειροπόλεμοι Άγγλοι ιππότες, που είχαν διδαχθεί τεχνικές και έξυπνους ελιγμούς κατά τις εκστρατείες της Ουαλίας και της Φλάνδρας, εύκολα παρέσυραν τους άμαθους σε ανάλογες μαζικές αναμετρήσεις Σκώτους ιππείς σε παγίδα και τους αποδεκάτισαν. Σύμφωνα με το χρονικό του Eντμουντς (Burry St. Edmunds), ο θλιβερός απολογισμός της μάχης ήταν περισσότεροι από 8.000 νεκροί και τραυματίες Σκώτοι, ενώ μία σημαντική ελίτ Σκώτων ευγενών αξιωματικών πέρασε στην αιχμαλωσία.

O Μπαλιόλ, εγκαταλελειμμένος πλέον από την πλειοψηφία των ευγενών, που έστω και χωρίς ιδιαίτερο πάθος μέχρι τότε τον υποστήριζαν, αφέθηκε στη μοίρα του. Hδη οι στρατιώτες του στερούνταν την εμπειρία των πιο αξιόλογων διοικητών τους, οι οποίοι τράπηκαν σε φυγή. Στις 2 Iουλίου, στο κάστρο του Kίνκαρνταϊν (Kincardine), στο Φάιφ (Fife), ο Mπαλιόλ αναγκάστηκε να παραδεχτεί την επανάστασή του και εκλιπάρησε για συγχώρεση.Mία εβδομάδα αργότερα, εμφανίστηκε στην πόλη Μπρεχίν (Brechin) ντυμένος με ένα απλό λευκό ένδυμα χωρίς τα βασιλικά σύμβολα και κρατώντας τη λευκή ράβδο του ικέτη, παραιτήθηκε από το θρόνο του ενώπιον του Μπεκ (Antony Bek), επισκόπου του Ντάραμ (Durham). H σκηνή επαναλήφθηκε στη Μοντρόουζ (Montrose, στα αρχαία Σκώτια, Monadh Rois) ενώπιον του Εδουάρδου και του διαδόχου. Mετά, ο Mπαλιόλ και ο γιος του φυλακίστηκαν στον πύργο του Λονδίνου.O Εδουάρδος συνέχισε τους εξευτελισμούς σε βάρος των κατατροπωμένων Σκώτων. Μετέφερε στο αβαείο του Ουεστμίνστερ (Westminster Abbey) το βράχο που φυλασσόταν στο Σκόουν και πάνω του στέφονταν παραδοσιακά οι βασιλείς της Σκωτίας (Stone of Destiny, Λίθος του Πεπρωμένου), τοποθετώντας το μάλιστα στη βάση του θρόνου, όπου στέφονταν οι Άγγλοι βασιλείς, για να υπενθυμίζεται συμβολικά διαρκώς η υποταγή της Σκωτίας στους Αγγλοσάξονες.

Στο Εδιμβούργο (Edinburgh) αφαίρεσε τα βασιλικά πετράδια, το ξίφος και το στέμμα της Σκωτίας (Scottish Regalia), που μέχρι σήμερα αποτελούν τα αρχαιότερα βασιλικά σύμβολα των Βρετανικών νησιών και τα δεύτερα σε παλαιότητα σε ολόκληρη την Ευρώπη, για να τα μεταφέρει στο Λονδίνο μαζί με άλλα πολύτιμα τοπικά κειμήλια και έγγραφα.

Στις 28 Αυγούστου ένα είδος κοινοβουλίου συγκλήθηκε στο Μπέργουικ και 2.000 περίπου ευγενείς Σκώτοι συγκεντρώθηκαν για να διακηρύξουν την αναγνώριση του Εδουάρδου, όχι ως ανώτατου λόρδου (Lord Paramount), αλλά ως απόλυτου μονάρχη. Προς τούτο υπέγραψαν στο κατάλληλο για την περίπτωση κατάστιχο (Ragman Roll) σύμφωνα με τις παραδόσεις. Mεταξύ αυτών, υπέγραψαν οι Mπρους (πατέρας και γιος).

O Εδουάρδος ανάθεσε την επ' ονόματί του διακυβέρνηση της χώρας σε μία τριανδρία: στον Ιωάννη Βαρένιο ως κυβερνήτη, τον Όρμσμπυ (William Ormesby) ως ανώτατο δικαστή και το θησαυροφύλακα της Αγγλίας, Κρέσινγκχαμ (Hugh Cressingham), ως επίσης θησαυροφύλακα της Σκωτίας. Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, ο τελευταίος, που ούτε και οι ίδιοι οι Άγγλοι συμπαθούσαν πολύ, ήταν ο καταστροφικός για την αγγλική πλευρά σύμβουλος του κόμη του Σάρεϋ κατά τη διάρκεια της μάχης του Στέρλινγκ λίγους μήνες αργότερα.

Schiltrons
Η λέξη schiltron προέρχεται από την αρχαία Αγγλική γλώσσα και χρονολογείται από το έτος 1000 μ.X. Ορισμένοι την αποδίδουν στην Αγγλοσαξονική τακτική προστασίας κάθε στρατιώτη από το διπλανό και το μπροστινό του, ενώ κατ' άλλους οι ρίζες της βρίσκονται στους πυκνούς κυκλικούς αμυντικούς σχηματισμούς των Βίκινγκς, οι οποίοι σκέφτηκαν με αυτόν τον τρόπο να αναπληρώσουν την έλλειψη αλόγων κατά τις εκστρατείες τους.

Παρότι κατά καιρούς δόθηκε μεγάλη σημασία στην αξία των σίλτρονς, η αλήθεια είναι ότι συχνά οι αμυντικοί αυτοί σχηματισμοί δεν μπορούσαν να αντισταθούν στην αποτελεσματικότητα των τοξοτών ή τις πιέσεις ενός ικανού ιππικού. H διάταξη των ανδρών που τα αποτελούσαν απαιτούσε ισχυρότατη πειθαρχία, αλλά και διάθεση επαρκών εφεδρειών, ώστε να αναπληρώνονται άμεσα τα κενά που δημιουργούνταν από τις φυσιολογικές απώλειες. Βέβαια, τα δόρατα των 5 - 7 μέτρων που προέτασσαν δημιουργούσαν πανικό στο επιτιθέμενο ιππικό του αντιπάλου, γιατί τα άλογα αρνούνταν να έρθουν σε επαφή με αυτά.

Αλλά το τόξο, ως όπλο, αποδείχθηκε περισσότερο αποτελεσματικό. Στη μάχη του Μπάνοκμπερν στις 24 Ιουνίου 1314, ο Μπρους χρησιμοποίησε κλασικά τμήματα κρούσης, όποτε τα σίλτρονς του πτοούνταν από τα εχθρικά βέλη. Ωστόσο, τα σίλτρονς των Σκώτων παρέμειναν καταξιωμένα στη συνείδηση των μελλοντικών γενεών και ενέπνευσαν ανάλογα την οργάνωση και δομή πολλών στρατών της Ευρωπαϊκής ηπείρου.

Tο Ισπανικό tercio του 16ου και 17ου αιώνα (ο όρος σημαίνει "ένα τρίτο", για να δηλώσει ακριβώς τη μικτή σύνθεση μίας ομάδας 3.000 περίπου μουσκετοφόρων και λογχοφόρων), που αποδίδεται βασικά στον Iσπανό στρατηγό Γκονζάλο Φερναντέζ ντε Κόρντομπα, τον άνδρα που σταθεροποίησε την Ισπανική ηγεμονία στην Ευρώπη για διάστημα μεγαλύτερο από 150 χρόνια και έλαμψε κατά τη διάρκεια των Ιταλικών πολέμων, βασιζόταν ακριβώς στην αρχική σύλληψη των Σκωτικών σίλτρονς.

Tο ίδιο μπορεί να υποστηριχτεί και για τους λόχους πεζικού του Μεγάλου Ναπολέοντα, που αποτελούσαν τη μοναδική άμυνα έναντι του εχθρικού ιππικού, όποτε το πυροβολικό παρουσίαζε αδυναμίες.

Η ΕΞΕΓΕΡΣΓΗ ΤΩΝ ΣΚΩΤΣΕΖΩΝ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ WILLIAM WALLACE

Ο Εδουάρδος πίστεψε ότι η σφαγή του Berwick θα αποτελούσε ένα φόβητρο για τους Σκωτσέζους που ενίσχυε την υποταγή τους. Υπολόγισε λαθός καθώς τα αίσχη και η βία των Άγγλων στρατιωτών και η αυθαιρεσία των κατά τόπους Άγγλων διοικητών δημιούργησε ένα κύμα μίσους εναντίον της εξουσίας του και εστίες αντίστασης σε όλη την Σκωτία. Ένας από αυτούς που μάχονταν την Αγγλική κατοχή ήταν ο περίφημος William Wallace. Είναι γεγονός ότι όλες μας οι σχετικές γνώσεις με τον Σκωτσέζο πολέμαρχο προέρχονται από χρονικά και ποιήματα της μεσαιωνικής εποχής τα οποία δεν φημίζονται για την ιστορική τους ακρίβεια - το αντίθετο μάλιστα.

Οι πληροφορίες μας εκτός των πολύ βασικών (π.χ. μάχες), είναι όλες αμφισβητήσιμες και δεν θα είμασταν μακριά από την αλήθεια αν λέγαμε ότι η αναφορά μας αγγίζει περισσότερο τον ρομαντικό θρύλο παρά την Ιστορία ως ορθολογική ανασκευή του παρελθόντος. Προερχόμενος από ασήμαντη οικογένεια ευγενών Ιρλανδικής καταγωγής (το πιθανότερο), ο Wallace γεννήθηκε περίπου το 1272 μ. Χ. Ουσιαστικά προσέρχεται στο προσκήνιο της Ιστορίας ένοπλος και έτοιμος μαχητής, όπως αιφνιδιαστικά είχε γεννηθεί η θεά Αθηνά από το κεφάλι του Δία.

Σύμφωνα με ένα χρονικό από το 1297 είχε βγει στην παρανομία καθώς στο Dundee είχε σκοτώσει τον γιο του Άγγλου σερίφη. Φαίνεται πως σε μια άλλη περίπτωση σκότωσε δύο Άγγλους στρατιώτες που απαιτούσαν να τους παραδώσει τα ψάρια που είχε πιάσει στο ποτάμι του Irvine. Σε κάθε περίπτωση ζούσε στην απόλυτη παρανομία περιστοιχισμένος από σκληροτράχηλους ακολούθους που επίσης είχαν έρθει σε προστριβές με τις Αγγλικές αρχές. Η ομάδα του τριγυρνούσε στην ύπαιθρο δολοφονώντας μεμονωμένους Άγγλους στρατιώτες, στήνοντας ενέδρες σε περαστικούς Άγγλους ιππείς, και κάνοντας επιθέσεις σε απομονωμένα φρούρια.

Ο Wallace είχε επιβλητικό παρουσιαστικό, τον διέκρινε η γενναιότητα, η αποφασιστικότητα, η φαντασία και το χάρισμα να εμπνέει τον κόσμο να τον ακολουθεί. Σύμφωνα με τον θρύλο, ο Wallace είχε παντρευτεί την Marion Braidfoot από το Lanark την οποία επισκεπτόταν μυστικά. Όταν ο Άγγλος σερίφης sir William Heselrig έμαθε το γεγονός, αιχμαλώτισε την Marion και την δολοφόνησε. Ο Wallace και οι άνδρες του, σε μια πράξη εκδίκησης, κατάφεραν να μπουν στο Lanark χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, και με μια αιφνιδιαστική επίθεση να εισχωρήσουν στο κάστρο μέχρι το δωμάτιο του Heselrig.

Ακολούθως, ο Wallace έσφαξε τον Heselrig και όλη τη φρουρά του κάστρου το οποίο και έκαψε. Η σφαγή του Heselrig μαθεύτηκε μέχρι και στο Λονδίνο, δημιουργώντας ανησυχία στον Εδουάρδο για την κατάσταση στην Σκωτία. Ο αέρας της αποστασίας φυσούσε με δύναμη στα highlands ενώ η φήμη του Wallace είχε εδραιωθεί σε όλη την Σκωτία. Επίσημα η εξέγερση των Σκώτων ξεκίνησε με την επανάσταση των ευγενών -ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Robert Bruce. Οι ευγενείς συγκέντρωσαν τον στρατό τους το καλοκαίρι του 1297 στο Irvine.

Μια Αγγλική δύναμη με αρχηγούς τον Sir Henry Percy και τον Sir Robert Clifford, πέρασαν κεραυνοβόλα τα σύνορα και κύκλωσαν τα στρατεύματα των ευγενών. Μετά από διαπραγματεύσεις οι ευγενείς παραδόθηκαν, δήλωσαν εκ νέου πίστη στον Εδουάρδο και έδωσαν ομήρους ως δείγμα καλή θέλησης και υποταγής. Ανάμεσα σε αυτούς που δήλωσαν πίστη στον Εδουάρδο ήταν και ο Robert Bruce. Ταυτόχρονα με την εξέγερση των ευγενών εκδηλώθηκαν και δύο ακόμη επαναστάσεις στην Σκοτία. Η πρώτη είχε ως ηγέτη τον ευγενή Andrew Murray που προερχόταν από την ισχυρή φατρία των Commyn.

Ο Μurray κατάφερε να ξεσηκώσει τους συμπατριώτες του σε όλη την βορειοανατολική Σκοτία και με μια σοφά σχεδιασμένη εκστρατεία να καταλάβει όλα τα κάστρα της περιοχής του (Inverness, Elgin, Banff) που κατείχαν οι Άγγλοι. Η δεύτερη είχε φυσικά ως ηγέτη τον Wallace, ο οποίος αφού ξεσήκωσε τους συμπατριώτες του στην νοτιοδυτική Σκοτία, βάδισε με τις δυνάμεις του προς το Scone την έδρα της Αγγλικής διοίκησης όπου ο ανώτατος Άγγλος δικαστής William Ormesby κήρυσσε εκτός νόμου όποιον αψηφούσε την Αγγλική εξουσία.

Μόνο στην φήμη ότι ο Wallace πλησίαζε, οι στρατιώτες του Scone άρχιζαν να αραιώνουν και ο Ormesby κατέφυγε στο Εδιμβούργο, ενημερώνοντας το Λονδίνο για την διασάλευση της τάξης. Όλη η ύπαιθρος της Σκοτίας είχε γεμίσει με συμμορίες που σκότωναν όποιον Άγγλο έβρισκαν μπροστά τους, ενώ ο Wallas είχε πλέον τόσους υποστηρικτές ώστε ξεκίνησε να πολιορκεί το κάστρο του Dundee. Ο Εδουάρδος είχε περιέλθει σε αδιέξοδο καθώς σε εκείνη την χρονική περίοδο ετοιμαζόταν για να εκστρατεύσει εναντίον της Γαλλίας. Αντιλαμβανόταν όμως το επείγον της κατάστασης στην Σκοτία και διέταξε δύο ικανούς αξιωματούχους του, τον Earl of Surrey και τον Hugh Cressingham, να συγκεντρώσουν μια μεγάλη στρατιά και να εισβάλλουν στην Σκοτία με πρώτο στόχο να προστατέψουν το σημαντικό από στρατηγικής άποψης κάστρο του Stirling. Αμέσως μετά ο Εδουάρδος έπλευσε για την Γαλλία.

ΓOYIΛIAM ΓOYAΛAΣ O "ΠEΛEKYΣ"

Kατά παράδοξο τρόπο, ο θρυλικός λαϊκός ήρωας των Σκώτων είχε καταγωγή από την Ουαλία. Σε τούτη την εκδοχή παραπέμπει και η ετυμολογία του ονόματός του (το αυθεντικό ήταν αρχικά "Galleius", που σημαίνει "ξένος", και στην πορεία εξελίχθηκε ως "Wallis", "Walais", "Wallays", "Wallensis" κ.ά., που σημαίνουν "Oυαλός"). Hταν ένας κοινότατος χαρακτηρισμός των Κελτών που κατοικούσαν εκείνη την εποχή στα νοτιοδυτικά σύνορα της Σκωτίας με την Ουαλία.

Πράγματι, οι πηγές θέλουν το συγκεκριμένο ήρωα να έχει γεννηθεί (ίσως το 1270 ή το 1276) στο Ελντερσλι (Elderslie) ή στο Εϊρσαϊρ (Ayrshire, νότια της Γλασκώβης), στα παράλια της Βρετανίας προς την πλευρά του Ατλαντικού Ωκεανού. Μέχρι πρόσφατα πιστευόταν πως πατέρας του ήταν ο Μάλκολμ (Malcolm), αλλά το 1999 ανακαλύφθηκε μία επιστολή του προς τη Γερμανική πόλη Λύμπεκ της Χανσεατικής Ένωσης (δηλαδή, του συνασπισμού των βόρειων Ευρωπαϊκών πόλεων με σκοπό τη διασφάλιση της ελεύθερης ναυσιπλοΐας), που υπογράφεται από τον Γουίλιαμ, γιο του Άλαν Γουάλας (Wilelm, us filius Alani Walais).

Έκτοτε πιστεύεται πως πατέρας του ήταν ο Άλαν Γουάλας, ένας ευγενής δεύτερης τάξης, που ωστόσο αντλούσε την καταγωγή του από τον Ρίτσαρντ Γουάλας του οίκου των Στιούαρτ (House of Stuart, που αργότερα αναδείχθηκε σε βασιλικό οίκο της Σκωτίας). Ως μητέρα του αναφέρεται η Μαργαρίτα, πιθανόν το γένος Κρώφορντ (Crawford), από την πόλη του Λούντον (Loudon). O βίος και η πολιτεία του Γουίλιαμ Γουάλας περιγράφεται θαυμάσια από την επική αφήγηση του τυφλού τροβαδούρου Χάρυ (Blind Harry ή Harry the Minstrel), ο οποίος το 1477, δηλαδή, 170 χρόνια μετά την εκτέλεση του φημισμένου Σκώτου επαναστάτη, έγραψε σχετικά με τη δράση του.

Σαφώς, τα περισσότερα στοιχεία αυτής της αφήγησης αποτελούν υπερβολές ή μυθεύματα, αλλά τελικά καταφέρνει να μας μεταφέρει το κλίμα της εποχής και να μας πληροφορήσει για τις ένοπλες συρράξεις, που ως αποτέλεσμα είχαν την ανεξαρτητοποίηση της Σκωτίας. Πληροφορίες αντλούμε ακόμη από το έργο του εφημέριου του Λίμπερτον (Liberton), Γκρέυ (sir Thomas Gray), του μοναδικού επιζώντα της σφαγής του Χέζελριγκ (William Heselrig), του σερίφη της πόλης Κλάιντσντεϊλ (Clydesdale), που ευθυνόταν για τη δολοφονία της γυναίκας του Γουάλας, Mάριον Μπρέιτφουτ (Marion ή Murron Braidfute).

O μικρός Γουίλιαμ ανατράφηκε από δύο ιερείς θείους του, καθώς ο πατέρας του πέθανε νωρίς, όχι ασφαλώς στη διάρκεια κάποιας μάχης με τους Άγγλους, όπως θέλει ο ραψωδός Χάρυ στο έπος του, αφού πριν το 1297 και για τρεις ολόκληρες γενιές Σκώτοι και Αγγλοσάξονες έζησαν σε απόλυτη ειρήνη μεταξύ τους. Ίσως μάλιστα να προοριζόταν για κληρικός, προφανώς κατ' επιλογήν των θείων του, εφόσον δεν ήταν πρωτότοκος γιος στην οικογένειά του, ώστε να κληρονομήσει τη μικρή σε έκταση γη του πατέρα του σύμφωνα με τις τότε συνήθειες.

O Χάρυ αναφέρει ότι ο ένας από τους κηδεμόνες του ήταν ο θείος του (από την πλευρά της μητέρας του) Ρόναλντ Κρώφορντ, ο σερίφης του Εϊρσαϊρ. Είχε έναν μεγαλύτερο αδερφό, τον Μάλκολμ, κι έναν μικρότερο, τον Τζον. Hταν έξυπνος και δραστήριος, με σημαντικές πολεμικές ικανότητες, αλλά οπωσδήποτε όχι τόσο λεπτός στους τρόπους και ευγενής όσο παρουσιάζεται στους θρύλους και τα διάφορα αναγνώσματα.

H αγροτική ζωή, η διαρκής ανάγκη άμυνας έναντι των ληστών που λυμαίνονταν τις περιοχές που φέρεται ότι ζούσε, οι στερήσεις και η κοπιαστική ανατροφή των λιγοστών ζώων της οικογένειάς του ασφαλώς είχαν σφυρηλατήσει έναν ακόμη άξεστο και σκληροτράχηλο άνθρωπο της υπαίθρου, με όλα τα άγρια χαρακτηριστικά της φυλής του. Oι ικανότητές του στο σπαθί, στο τόξο και στον κελτικό πέλεκυ ήταν αξιοθαύμαστες. Αυτά ήταν και τα κύρια όπλα μάχης των Σκώτων, που διατηρούσαν με ευλάβεια τις παραδόσεις των Κελτών προγόνων τους.

Επίσης, ήταν άριστος ιππέας και μπορούσε να γνωρίζει αρκετά καλά τα μονοπάτια των βουνών και τα δάση εκτεταμένων περιοχών, στις οποίες φαίνεται να έδρασε ως ληστής. Tην εποχή εκείνη, η ληστεία δεν είχε τη σημερινή ατιμωτική έννοια, αφού επικεντρωνόταν κυρίως στην αφαίρεση πολύτιμων αγαθών από αριστοκρατικές ή εκκλησιαστικές ακολουθίες (σπανιότερα και βασιλικές) ή από φοροεισπράκτορες των εκάστοτε δυναστών του λαού, εσωτερικών ή εξωτερικών.

Παράλληλα, ένα μεγάλο μέρος της λείας δινόταν στους πένητες χωρικούς και στους κατατρεγμένους, πλέκοντας έτσι τους μύθους γύρω από αγαπητές στο λαό έκνομες προσωπικότητες, που η ελίτ της εξουσίας τους κυνηγούσε επίμονα. Σύμφωνα με το θρύλο, ο Γουάλας ενεπλάκη στον πόλεμο κατά των Άγγλων εξαιτίας της δολοφονίας της γυναίκας του από τον Χέζελριγκ, όταν αυτή αρνήθηκε να κοιμηθεί μαζί του σύμφωνα με το έθιμο της "πρώτης νύχτας" (prima noctae).

O Γουάλας σκότωσε τον Χέζελριγκ τον Μάιο του 1297 στο Λάρνακ (Larnak) κι έκτοτε τέθηκε εκτός νόμου. Επικηρυγμένος, έχοντας καταφέρει να συγκινήσει τις καρδιές των συμπατριωτών του, αναγκάστηκε να προσχωρήσει στους επαναστάτες και να βαδίσει εναντίον αγγλικών φρουρών του Εϊρσαϊρ, καθώς επίσης να πολεμήσει στο πλευρό του πολέμαρχου Ντάγκλας στο Σκόουν εναντίον του Άγγλου τοποτηρητή - δικαστή Όρμσμπυ.

Μετά από αυτές τις πρώτες κρούσεις απελευθερώθηκαν πολλές πόλεις, όπως η Αμπερντήν, το Περθ, η Γλασκώβη και το Νταντή. H φήμη του Γουάλας έφτασε στο ζενίθ, ώστε τον αποκαλούσαν πλέον "πέλεκυ των Άγγλων" (Anglorum Malleus) - ένας χαρακτηρισμός που μάλλον είναι μεταγενέστερος και θα πρέπει να αποδοθεί στους χρονικογράφους. Αλλά πολλοί Σκώτοι ευγενείς, μπροστά στην επαπειλούμενη νέα επέμβαση του στρατού του Εδουάρδου, ο οποίος είχε πρόσφατα αποδειχθεί αμείλικτος προς τους επαναστάτες, εγκατέλειψαν το σώμα των εξεγερθέντων συμπατριωτών τους και μέχρι τα μέσα του καλοκαιριού ήρθαν σε συνεννόηση με τον Άγγλο βασιλιά στο Ιρβάιν (Irvine).

O Γουάλας, που μέχρι εκείνη τη στιγμή κρυβόταν στο δάσος του Σέλκιρκ (Selkirk Forest) στη συνοριακή γραμμή Αγγλίας-Σκωτίας, τον Αύγουστο ένωσε τις δυνάμεις του με αυτές του σερ Μιούρεϋ (sir Andrew Moray ή Murray of Petty) και ενωμένοι αποφάσισαν να χτυπήσουν τους Άγγλους στη γέφυρα του Στέρλινγκ (Sterling Bridge) τον Σεπτέμβριο.

O Μιούρεϋ καταγόταν από παλιά αριστοκρατική οικογένεια, φλαμανδικής ίσως καταγωγής, που οι ρίζες της στη Σκωτία έφταναν πολύ πριν από τα χρόνια της βασιλείας του Δαβίδ A' (David I, King of Scotland) και από νωρίς τάχτηκε στο πλευρό των επαναστατών, εκκαθαρίζοντας την περιοχή βόρεια του ποταμού Φορθ (Forth) από την αγγλική παρουσία. H τακτική που εφάρμοζαν οι Σκώτοι ήταν σύντομες, ξαφνικές επιθέσεις μικρής κλίμακας ελαφρά οπλισμένων ιππέων, που ωστόσο αποδεικνύονταν πολύνεκρες για τον εχθρό και καταπονούσαν το ήδη κλονισμένο ηθικό των απομονωμένων αγγλικών φρουρών.

Στο μεταξύ, ο Εδουάρδος προέβη σε αντίποινα κατά των βαρόνων του Εϊρσαϊρ και του Ρέφριουσαϊρ (Renfrewshire, νοτιοδυτικά της Γλασκώβης), με πρώτο θύμα το θείο του Γουάλας, Ρόναλντ Κρώφορντ. Μόλις έφτασαν τα νέα της εκτέλεσής του, ο γιος του, Γουίλιαμ, έσπευσε να συναντήσει τον Γουάλας στο δάσος του Σέλκιρκ, με σκοπό να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του, πολεμώντας τους Άγγλους. Παρόλο που σήμερα αμφισβητούνται αυτές οι αγριότητες του Άγγλου μονάρχη, πιθανόν να υπάρχει σε αυτές μία δόση αλήθειας, για να δικαιολογηθεί η μετέπειτα άκαμπτη στάση του Γουάλας και οι εκτελέσεις των Άγγλων αξιωματούχων στις οποίες προέβη.

Επίσης, είναι αμφίβολο αν ποτέ μετακινήθηκε με τους άνδρες τους προς τα Χάιλαντς (Heighlands), όπως ο Χάρυ υποστηρίζει ότι τον συμβούλεψε ο φίλος και γενναίος συμπολεμιστής του, Γκράχαμ (sir John de Graham ή Schir Jhone the Grayme κατά τον τυφλό ραψωδό), που πέθανε πολεμώντας ηρωικά στο πλευρό του το 1298 στη μάχη του Φόλκερκ (Folkirk). Tο πιθανότερο ήταν ότι, καθώς ο Αγγλικός στρατός, με αρχηγούς τους Πέρσι (sir Henry Percy) και Κλίφορντ (sir Robert Clifford), βάδιζε εναντίον τους, αφού ο ίδιος ο Εδουάρδος είχε ήδη εμπλακεί σε πολεμικές επιχειρήσεις στη Γαλλία, ο Γουάλας προετοιμαζόταν για τη μεγάλη αναμέτρηση του Σεπτεμβρίου.

H MAXH TOY STIRLING (11 Σεπτεμβρίου 1297)

Όταν ο Wallace έμαθε για την νέα στρατιά που ετοιμαζόταν να εισβάλλει στην Σκοτία έλυσε την πολιορκία του Dundee, στρατολόγησε όσους περισσότερους μπορούσε και ενημέρωσε τον Murray να κατέβει προς τον Νότο. Στο Πέρθ οι δύο ηγέτες συναντήθηκαν ένωσαν τους στρατούς τους (8.000 οπλοφόροι) και βάδισαν για να αντιμετωπίσουν τον Αγγλικό στρατό στην περιοχή της γέφυρας του Stirling. Oι Άγγλοι εκτός από αριθμητική υπεροχή (200 ιππότες και 10.000 πεζοί), διέθεταν ιππικό και τοξότες ενώ όλοι οι οπλίτες τους ήταν σιδερόφρακτοι, οργανωμένοι με υψηλό ηθικό.

Οι Σκωτσέζοι ήταν εντελώς ανοργάνωτοι, υστερούσαν σε οπλισμό και θωράκιση, ενώ δεν είχαν ούτε καν τοξότες. Ανάμεσα στις δύο παρατάξεις έρεε ο ποταμός του Stirling κι υπήρχε μια γέφυρα. Οι Άγγλοι θεώρησαν τόσο ασήμαντη την παρουσία των πρωτόγονων Σκώτων οπλοφόρων, ώστε ο αρχηγός τους Surrey διέταξε να διαβούν στην απέναντι όχθη διαμέσου της γέφυρας, να επιτεθούν κι να διασκορπίσουν τους ληστές. O Wallace αντελήφθη το τακτικό λάθος των Άγγλων αλλά πολύ έξυπνα δεν διέταξε άμεσα επίθεση αλλά επέτρεψε σε λίγους Άγγλους να διαβούν την γέφυρα και να βρεθούν στην όχθη.

Τότε διέταξε γενική επίθεση και ξεκίνησε μια αιματηρή συμπλοκή σώμα με σώμα μεταξύ των δύο παρατάξεων. Οι Άγγλοι είχαν εμπλακεί με τις χειρότερες δυνατές συνθήκες για αυτούς: δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το ιππικό τους η τους τοξότες τους, ενώ οι οπλίτες τους που είχαν περάσει στην άλλη όχθη δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά τον οπλισμό τους ενώ ήταν συνεχώς λιγότεροι από τους σκληροτράχηλους αλλά άτεχνους highlanders. Όσο περνούσε η ώρα οι Άγγλοι είχαν απώλειες και έχαναν την συνοχή τους.

Πολύ σύντομα κάποιοι ξεκίνησαν να υποχωρούν, σύντομα η υποχώρηση εξελίχθηκε σε άτακτη φυγή που πυροδότησε μια ωριαία σφαγή όσων Άγγλων είχαν περάσει την γέφυρα. Η καταστροφή των Άγγλων ολοκληρώθηκε όταν υπό το βάρος των υποχωρούντων έπεσε η γέφυρα και πνίγηκαν όσοι βρίσκονταν πάνω της υπό το βάρος του εξοπλισμού τους. Οι σημαντικότεροι Άγγλοι αξιωματικοί όπως ο Cressingham εσφάγησαν ανηλεώς, ενώ οι συνολικές απώλειες των Άγγλων ξεπέρασαν τους 5.000 νεκρούς. Σύμφωνα με μια φήμη ο Wallace έγδαρε το κρανίο του Cressingham και με το δέρμα του επένδυσε την λαβή του ξίφους του.

Ξημερώματα της 11ης Σεπτεμβρίου 1297 οι ισχνές, σε σχέση με αυτές των Άγγλων, δυνάμεις του Γουάλας έλαβαν θέσεις επιτήρησης στους λόφους γύρω από τη γέφυρα του Στέρλινγκ, στις βόρειες όχθες του ποταμού Φορθ. Tο κεντρικό τμήμα τους είχε παραταχθεί στο δάσος του λόφου Άμπεϋ Κρέιγκ (Abbey Craig), απ' όπου μπορούσαν να ελέγχουν τις κινήσεις σε ολόκληρη την πεδιάδα μπροστά από την ξύλινη, εύθραυστη γέφυρα. Hταν στην πλειονότητά τους απλοί αγρότες και κτηνοτρόφοι, μέτρια έως πλημμελώς οπλισμένοι, αλλά αποφασισμένοι να πεθάνουν για την ελευθερία τους.

O αριθμός τους δεν ήταν εντυπωσιακός (200 - 500 ιππείς και 5.000 έως 10.000 πεζοί, συμπεριλαμβανομένων των τοξοτών και των βαριά οπλισμένων των πρώτων γραμμών κρούσης των σχηματισμών σίλτρονς). Όμως, αυτή τη φορά οι ηγέτες τους δεν ήταν διατεθειμένοι να πράξουν τα στρατηγικά σφάλματα του παρελθόντος, έχοντας κατανοήσει ότι το πλεονέκτημα που ο ελιγμός και η εξαπάτηση του εχθρού μπορούσαν να χαρίσουν, ήταν αποφασιστικής σημασίας για την εξασφάλιση της νίκης έναντι υπέρτερων δυνάμεων.

Αρχηγική φυσιογνωμία είχε αναδειχθεί ο Γουάλας, που στη σκέψη τους δέσποζε περίπου ως εθνικός ήρωας, αλλά και ο εξίσου σημαντικός Μιούρεϋ, του οποίου οι πολεμικές ικανότητες ήταν εφάμιλλες.Από την πλευρά του Εδουάρδου, που έλειπε στη Φλάνδρα μαζί με τα πιο αξιόμαχα στρατεύματά του, οι Άγγλοι παρέταξαν περισσότερους από 1.000 (κάποιοι υποστηρίζουν 3.000) ιππείς και 15.000 πεζούς (άλλες εκτιμήσεις ανεβάζουν τον αριθμό πάνω από τις 20 ή και 30 χιλιάδες, αλλά μάλλον είναι υπερβολικές), συμπεριλαμβανομένων των 4.000 Ουαλών, που είτε έσπευσαν οικειοθελώς είτε εξαναγκάσθηκαν να συνδράμουν τον Άγγλο επικυρίαρχό τους.

Την ηγεσία του Αγγλικού στρατού ανέλαβαν ο Ιωάννης Βαρένιος και ο Κρέσινγκχαμ. Kατά την πρώτη φάση της μάχης, ο Σκώτος ιππότης Λούντι (sir Richard Lundie), που είχε συνθηκολογήσει με τους εισβολείς στο Ιρβάιν κι από τη στιγμή εκείνη υπήρξε σύμβουλος του Βαρένιου, υπέδειξε μάταια ένα ρηχό πέρασμα (ford) μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα, που επέτρεπε την ταυτόχρονη διάβαση 60 περίπου ιππέων. H προηγούμενη εύκολη νίκη του Βαρένιου στο Ντάνμπαρ φαίνεται πως την κατάλληλη στιγμή επηρέασε την κρίση του, ώστε δεν έδωσε πολλή σημασία στον αντίπαλο, κάτι που τελικά θα του κόστιζε τη νίκη.

Γιατί, καθώς ανυπομονούσε να δώσει ένα "καλό μάθημα" στους επαναστάτες, αγνόησε τη συμβουλή του Λούντι και διέταξε το στρατό του να διέλθει τη στενή γέφυρα, από την οποία μπορούσαν να περάσουν μόνο σειρές των δύο ή τριών ιππέων ταυτόχρονα. Σύμφωνα με το χρονικό του Χέμινγκμπουρ (Hemingburgh) οι Σκώτοι περίμεναν το σύνθημα των ηγητόρων τους για να αρχίσουν τη σφαγή. Είχαν αναπτύξει τη γνωστή από το παρελθόν επιτυχημένη τεχνική των σίλτρονς (schiltrons), ώστε να είναι ασφαλείς από μία αναπάντεχη έφοδο του εχθρικού ιππικού, και μόλις πέρασαν τη γέφυρα οι μισές περίπου δυνάμεις των Άγγλων επιτέθηκαν με μανία.

Από κάθε ύψωμα, οι άτυχοι Άγγλοι έβλεπαν τους εξαγριωμένους Σκώτους να κατηφορίζουν κραδαίνοντας τα κοφτερά σπαθιά και τα θανατηφόρα τσεκούρια τους, ενώ οι λιγοστοί τους ιππείς κάλπαζαν προς κάθε κατεύθυνση, αποφασισμένοι να εκδικηθούν τις σφαγές των συμπατριωτών τους στο παρελθόν. Έτσι, αποκομμένος όπως βρέθηκε ο στρατός του Βαρένιου, εύκολα οδηγήθηκε στην καταστροφή. Μεταξύ των θυμάτων υπήρξε και ο ίδιος ο Κρέσινγκχαμ, του οποίου το σώμα διαμελίστηκε και από το δέρμα του ο Γουάλας έφτιαξε μία ζώνη για το σπαθί του.

O μόνος που κατάφερε να σωθεί, εκτελώντας εγκαίρως έναν εύστοχο ελιγμό υποχώρησης προς τη γέφυρα, ήταν ο ιππότης του Γιόρκσαϊρ και διοικητής ενός τμήματος Άγγλων ιππέων, Τουένγκ (sir Marmaduke Tweng). Αλλά οι περισσότεροι Άγγλοι που διασώθηκαν πέρασαν τον ποταμό κολυμπώντας, γιατί ο Βαρένιος, που παρέμεινε στις απέναντι όχθες του ποταμού, διέταξε την καταστροφή της γέφυρας, φοβούμενος τους μανιασμένους Σκώτους του Γουάλας.

O τελευταίος θρήνησε το χαμό ορισμένων γενναίων ανδρών, μεταξύ των οποίων και ο Μιούρεϋ (ορισμένοι ερευνητές ισχυρίζονται ότι στο Στέρλινγκ απλώς πληγώθηκε και πέθανε το χειμώνα του 1297 - 1298, προφανώς εξαιτίας του τραυματισμού του στη μάχη). Είναι γεγονός πως ο Βαρένιος θα μπορούσε να επέμβει την κρίσιμη στιγμή με τις δυνάμεις που παρέμεναν ανέπαφες στη νότια όχθη του Φορθ, απαγορεύοντας στους Σκώτους να εισβάλουν στη βόρεια Αγγλία. Για λόγους καθαρά ψυχολογικούς δεν το έκανε, προτιμώντας να αποτραβηχτεί στο Μπέργουικ, εγκαταλείποντας τη φρουρά του κάστρου του Στέρλινγκ και ολόκληρη την περιοχή των Lawlands στους επαναστάτες.

Tα ένοπλα τμήματα του Στιούαρτ (James Stewart) - μέλους του συμβουλίου της πρώτης αντιβασιλείας, που εκείνη την περίοδο πολεμούσε στο πλευρό του Εδουάρδου, αλλά σύντομα τάχθηκε με το μέρος του Γουάλας και αργότερα, μετά την ήττα του στο Φόλκερκ, με τον Ρόμπερτ Mπρους - και του κόμη του Λένοξ, Μάλκολμ (Malkolm I ή Maol Choluim I, Earl of Lennox), μπροστά στην αναπάντεχη καταστροφή εγκατέλειψαν τις τάξεις του Bαρένιου και χτύπησαν τις γραμμές ανεφοδιασμού των Άγγλων στο δάσος του Πόου (Pow), δηλώνοντας έτσι τη μεταστροφή τους προς το στρατόπεδο των Σκώτων.

Η νίκη την γέφυρα του Stirling υπήρξε μεγάλης σημασίας για το ηθικό του Σκωτσέζικου λαού που πίστεψε ότι ήταν εφικτό να αντισταθεί στην Αγγλική πολεμική μηχανή. Μεγάλη απώλεια για τους Σκωτσέζους υπήρξε ο θανάσιμος τραυματισμός του Murray στην μάχη, ο οποίος διέθετε μεγάλο γόητρο στους συμπατριώτες του, είχε γνώσεις στρατηγικής και εξορθολόγιζε τον στρατιωτικό ενθουσιασμό του Wallace.

Μετά την ανέλπιστη νίκη στην γέφυρα του Stirling ο Wallas εισέβαλε σε γειτονικές περιοχές της Αγγλίας τις οποίες λεηλάτησε χωρίς έλεος. Ο Wallas σταμάτησε τις λεηλασίες μόνο λόγω τω κακών καιρικών συνθηκών και κατά την θριαμβευτική επιστροφή του στην Σκοτία, χρίστηκε ιππότης και υπερασπιστής-πολέμαρχος της στο όνομα του Βασιλιά Balliol.

Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ FALKIRK (22 Ιουλίου 1298)

H συντριπτική νίκη των Σκώτων στο Στέρλινγκ τόνωσε το ηθικό και ενίσχυσε την πίστη τους στους στρατιωτικούς ηγέτες τους. O Γουάλας, ο επιστήθιος φίλος του και υπαρχηγός κατά τη μάχη, Γκράχαμ, και ο Κρώφορντ ανακηρύχθηκαν (πιθανόν από τον ίδιο τον Ρόμπερτ Μπρους, που έσπευσε να εκμεταλλευτεί πολιτικά την κατάσταση) σε ιππότες. Μάλιστα στον Γουάλας απονεμήθηκε ο τιμητικός τίτλος του "Φρουρού της Σκωτίας" και το ίδιο θα συνέβαινε και με τον Μιούρεϋ, αν δεν πέθαινε.

Ο Εδουάρδος ήταν αποφασισμένος να εξοντώσει τον Wallace που τόλμησε να εναντιωθεί στην εξουσία του, έτσι οργάνωσε με λεπτομέρεια νέα εκστρατεία και εισέβαλε εκ νέου στην Σκοτία με έναν τεράστιο στρατό από 1200 σιδερόφρακτους ιππότες, 10.000 οπλίτες και πάνω από 2.000 τοξότες. Αρχικώς βάδισε μέχρι το Εδιμβούργο χωρίς να συναντήσει καμία αντίσταση, όμως αντιμετώπισε σοβαρό πρόβλημα ανεφοδιασμού του στρατού του, καθώς σε όλες τις περιοχές που είχε περάσει δεν υπήρχαν καθόλου τρόφιμα ενώ οι κάτοικοι τους είχαν καταφύγει στα ορεινά.

Ο Αγγλικός στρατός παρέμεινε έξω από το Εδιμβούργο ταλανιζόμενος από πείνα και αρρώστιες. Ο Εδουάρδος σκεφτόταν πολύ σοβαρά να υποχωρήσει όταν, Σκώτοι ευγενείς της περιοχής (Dunbar και Angus) τον ενημέρωσαν ότι ο στρατός του Wallace βρισκόταν στην περιοχή του Falkikrk πίσω του και βάδιζε εναντίον του. Ο Εδουάρδος ένιωσε ανακουφισμένος από τη εξέλιξη αυτή και καθοδήγησε την στρατιά του στο Falkirk. Στο ενδιάμεσο διάστημα μετά τον θρίαμβο στην γέφυρα του Stirling, ο Wallas δεν είχε μείνει αργός, αλλά περιόδευε σε όλη την Σκοτία επιστρατεύοντας και εκπαιδεύοντας έναν νέο στρατό κυρίως με εθελοντές που έφτασε τις 5.000 ενόπλους.

Η βασική του ιδέα ήταν να αντιπαρατεθεί στο Αγγλικό ιππικό με δόρατα. Κατάφερε να κινητοποιήσει ιδίως τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα της Σκοτίας (προερχόταν από αυτά άλλωστε) και με πυρετώδεις προετοιμασίες να παρατάξει την στρατιά του απέναντι στον βασιλιά Εδουάρδο στο Falkirk στις 22 Ιουλίου 1298. Παρέταξε τον στρατό του ανά 1500 δορυφόρους σε φάλαγγες με σχήμα "Π", ενώ διέθετε στο πεδίο της μάχης ελαφρύ ιππικό και τοξότες από το Ettrick. Η μάχη ξεκίνησε με επιθέσεις του σιδερόφρακτου Αγγλικού ιππικού που όμως αποκρούστηκαν όλες αποτελεσματικά.

Ο Γουάλας επιτέθηκε στη βόρεια Αγγλία, μεταφέροντας τον πόλεμο στις επαρχίες του Εδουάρδου, ώστε να του καταστήσει σαφές ότι και οι Σκώτοι θα μπορούσαν, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, να αποτελέσουν θανάσιμο κίνδυνο. Αλλά οι προθέσεις του ποτέ δεν στόχευσαν σε ένα κατακτητικό πόλεμο. Tο μόνο επιθυμητό από την πλευρά των επαναστατών ήταν η ανεξαρτησία της πατρίδας τους και μ' ένα μόνο σύνθημα στα χείλη πολεμούσαν: pro libertate (για την ελευθερία). O Εδουάρδος εκείνη την εποχή βρισκόταν στη Φλάνδρα, στο πλαίσιο της εκστρατείας κατά των Γάλλων.

Θορυβημένος από αυτές τις δυσμενείς εξελίξεις, σύναψε ανακωχή με το βασιλιά της Γαλλίας, Φίλιππο Δ' (τον επονομαζόμενο Δίκαιο), και επέστρεψε εσπευσμένα στην Αγγλία. H πρώτη φροντίδα του ήταν να αναδιοργανώσει το στράτευμα, μεταφέροντας το αρχηγείο της νέας εκστρατείας του κατά των Σκώτων στο Γιορκ (York), όπου επρόκειτο να παραμείνει τα επόμενα έξι χρόνια πολέμου. Ταυτόχρονα, καθορίστηκε ένα πολεμικό συμβούλιο με αποκλειστικό έργο τον καθορισμό των λεπτομερειών, στο οποίο κλήθηκαν να συμμετάσχουν και όσοι πλούσιοι Σκώτοι γαιοκτήμονες υποτίθεται ότι παρέμεναν με το μέρος του.

Όσοι δεν ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα, θεωρήθηκαν αυτομάτως ως προδότες. Την 1η Απριλίου 1298, οι Άγγλοι πραγματοποίησαν εκ νέου εισβολή στη Σκωτία, στο Ρόξμπουργκ (Roxburgh), έχοντας συγκεντρώσει ένα σημαντικό για τα δεδομένα της εποχής εκστρατευτικό σώμα από 22.000 πεζούς (μεταξύ των οποίων 1.200 τοξότες) και περισσότερους από 3.000 ιππείς. Στις αρχές του Ιουλίου, η εκστρατεία προς το Βορρά βρισκόταν σε πλήρη ανάπτυξη. O Γουάλας, ωστόσο, δεν προθυμοποιήθηκε να δώσει μία ανοιχτή μάχη με τον τόσο υπέρτερο σε δυνάμεις αντίπαλο.

Ακολούθησε την τακτική της καμένης γης, παρασύροντας τους Άγγλους όσο το δυνατόν βαθύτερα στη Σκωτική γη, που τώρα αδυνατούσε να τροφοδοτήσει τόσο πολλούς στρατιώτες και ζώα. Για κακή τύχη του Εδουάρδου, ο στόλος που θα τον τροφοδοτούσε αντιμετώπιζε σφοδρή κακοκαιρία, με αποτέλεσμα να απειλείται σοβαρά ολόκληρο το στράτευμα από λιμοκτονία. Tο ηθικό του είχε καταπέσει σε απελπιστικό βαθμό, ιδίως εκείνων των τμημάτων που αποτελούνταν από Ουαλούς. Oταν στρατοπέδευσαν κοντά στο Εδιμβούργο, πολλοί από αυτούς στασίασαν, παρασυρόμενοι από υπερβολική επήρεια αλκοόλ.

H στάση αντιμετωπίστηκε από τους Άγγλους ιππείς δυναμικά, σφάζοντας περίπου 80 Ουαλούς για παραδειγματισμό. Kαι καθώς ο Εδουάρδος ανακτούσε τον πλήρη έλεγχο του απογοητευμένου στρατεύματός του, πληροφορήθηκε ότι ο Γουάλας είχε στρατοπεδεύσει στο δάσος του Κάλενταρ (Callendar), κοντά στο Φόλκερκ (Folkirk). H περιοχή εκτεινόταν βορειοδυτικά του Εδιμβούργου και νοτιοανατολικά της Γλασκώβης, είκοσι μόλις χιλιόμετρα μακριά του. Χωρίς να χάσει λεπτό, ο ανυπόμονος Άγγλος βασιλιάς διέταξε αμέσως κινητοποίηση.

O Γουάλας συγκρότησε τους λογχοφόρους του σε τέσσερα σίλτρονς. Tο καθένα από αυτά μπορούσε να κινείται ανεξάρτητα, προβάλλοντας τα μακριά δόρατα προς κάθε κατεύθυνση, ώστε να διαγραμμίζεται ένας ανυπέρβλητος κύκλος που θα μπορούσε να κρατήσει σε απόσταση το εχθρικό ιππικό. Oι κινητοί αυτοί "σκαντζόχοιροι" (hedgehogs) είχαν συχνά στο παρελθόν αποδειχθεί αποτελεσματικοί έναντι αρκετά υπέρτερων δυνάμεων. Στα ενδιάμεσα διαστήματα μεταξύ των schiltrons είχαν τοποθετηθεί τοξότες, ενώ στα άκρα του όλου σχηματισμού πάνοπλοι άνδρες, που υπάκουαν στην οικογένεια των Κόμιν ή σε άλλους ευγενείς.

Την Τρίτη 22 Ιουλίου το Αγγλικό ιππικό οργανώθηκε σε τρία τάγματα με διοικητές τον κόμη του Νόρφολκ, Μπίγκοτ (Roger Bigot), τον κόμη του Χέρεφορντ και του Eσεξ, Χάμφρεϋ (Humphrey VII de Bohun) και τον κόμη του Λίνκολν, Λέισυ (Henry de Lacy). Και οι τρεις ήταν άνδρες με αποδεδειγμένες στρατιωτικές αρετές, έχοντας εμπειρίες πολλών ετών εξαιτίας της συμμετοχής τους στις εκστρατείες κατά των Ουαλών και των Γάλλων. Eνα ακόμη τμήμα διοικείτο από τον επίσκοπο του Ντάραμ, Μπεκ, που είχε προδοτικά τεθεί στις υπηρεσίας του Εδουάρδου.

O Μπίγκοτ επιτέθηκε αρχικά στο δυτικό άκρο του Γουάλας, σε μία προσπάθεια να δώσει χρόνο στον Εδουάρδο να λάβει με το στρατό του τις επιθυμητές θέσεις. Αλλά, οι αγχωμένοι ιππότες του βιάστηκαν να ενωθούν με το άλλο άκρο των συναδέλφων τους και να κλιμακώσουν μία άμεση ολοκληρωτική επίθεση. Tο ιππικό εύκολα διέσπασε τις γραμμές των τοξοτών ανάμεσα στα σίλτρονς, που διοικούνταν από τον Τζον Στιούαρτ, αδελφό του Τζέιμς Στιούαρτ (James Steward, 5th High Steward of Scotland) που υπήρξε μέλος της "Πρώτης Αντιβασιλείας".

Στη συνέχεια, έτρεψε σε άτακτη φυγή το ιππικό των Σκώτων και, διενεργώντας αλλεπάλληλες πιεστικές επιθέσεις, κατάφερε να προσεγγίσει τα τέσσερα σίλτρονς, που τώρα δοκιμάζονταν σκληρά από τα φλεγόμενα βέλη των περίφημων τοξοτών του Εδουάρδου και από τις ποτισμένες με εύφλεκτο θειάφι μπάλες, που οι καταπέλτες εκσφενδόνιζαν συνεχώς εναντίον τους. Oι Σκώτοι κλονίστηκαν από το συνεχές σφυροκόπημα, πολλοί κάηκαν ζωντανοί, άλλοι έτρεχαν λουσμένοι στις πύρινες φλόγες για να πέσουν λίγα μέτρα πιο κάτω, μεταδίδοντας τη φωτιά και τον πανικό στις διαλυμένες πλέον τάξεις των επαναστατών.

Tους υπόλοιπους τους αποτέλειωσαν τα αιχμηρά βέλη των Άγγλων τοξοτών, που χωρίς να χάσουν καιρό βάλθηκαν να αποδεκατίσουν τους εναπομείναντες. Tέλος, το ιππικό ανέλαβε να καταδιώξει τους άτακτα υποχωρούντες Σκώτους, μέχρι που αυτοί διαλύθηκαν στην αχανή πεδιάδα. O ίδιος ο Γουάλας κατάφερε να διασωθεί τελευταία στιγμή, βρίσκοντας καταφύγιο στο κοντινό δάσος του Τόργουντ (Torwood), όχι όμως και ο υπαρχηγός του, Γκράχαμ. Μελλοντικά, τη θέση του ανέλαβε ο Κρώφορντ. Από τους Άγγλους, σημαντική απώλεια ήταν ο θάνατος του ηγέτη των Άγγλων Nαϊτών Ιπποτών, Γέι (Brian de Jay).

Σύμφωνα με τον ιστορικό Πρέστγουϊτς (Michael Prestwich) περισσότεροι από 2.000 Άγγλοι έπεσαν μαχόμενοι από τα φονικά δόρατα των σίλτρονς, μέχρι αυτά να τεθούν εκτός μάχης. Oι Σκώτοι έχασαν περίπου 6.000 άνδρες. Tον Σεπτέμβριο του 1298 ο Γουάλας έπαψε να ανήκει στους "Φρουρούς της Σκωτίας", δίνοντας τη θέση του στον κόμη του Κάρικ, Ρόμπερτ Μπρους, και τον Τζον Κόμιν B', το γαμπρό του Μπαλιόλ. Εξαιτίας της παλαιάς πολιτικής αντιπαλότητας αυτών των δύο ευγενών, ο επίσκοπος του Αγίου Ανδρέα, Λάμπερτον (William Lamberton), ανέλαβε πρόθυμα την τρίτη θέση του "Φρουρού" με κύρια αποστολή διαρκώς να φροντίζει να εξομαλύνει τις σχέσεις των δύο ανδρών.

Η καταστροφή ήταν πρωτοφανής καθώς οι Άγγλοι δεν πήραν αιχμαλώτους, ενώ στο πεδίο της μάχης σκοτώθηκε το άνθος των αξιωματικών και οπαδών του Wallas όπως ο sir John Graham, O Wallas κατάφερε να γλυτώσει για να συνεχίσει την αντίσταση του και φέρεται ότι συνέχισε να παρενοχλεί τις Αγγλικές φρουρές που είχαν εγκατασταθεί στην Σκοτία στο επόμενο διάστημα.

Tο 1299, κάτω από τη διπλωματική πίεση της Ρώμης και της Γαλλίας, ο Εδουάρδος ελευθέρωσε το μέχρι τότε φυλακισμένο πρώην βασιλιά Μπαλιόλ ενώπιον του πάπα και στη συνέχεια εγκατέλειψε προσωρινά την προσπάθεια πλήρους υποταγής της Σκωτίας. Παρά την καταφανή νίκη του στο Φόλκερκ, οι Σκώτοι παρέμεναν μία αξιόμαχη κι επικίνδυνη δύναμη.

Η ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΗΤΤΑ ΣΤΟ ROXBURGH (1298)

Έναν χρόνο αργότερα ο Γουίλιαμ Γουάλας έχασε στην μάχη του Φαλκίρκ και οι Άγγλοι επιτέθηκαν στο Ρόξμπουργκ (1298), κερδίζοντας μερικά κάστρα αλλά απέτυχαν να προκαλέσουν τον Γουάλας σε μάχη. Ο Γουάλας χώρισε τους πολεμιστές του σε τέσσερεις ομάδες περικλειόμενοι από ένα αμυντικό τείχος με ξύλινους σωρούς, οι Άγγλοι πήραν το πάνω χέρι επιτέθηκαν με το ιππικό τους σπάζοντας την γραμμή των Σκωτσέζων τοξοτών.

Οι Σκωτσέζοι ευγενείς οπισθοχώρησαν και οι άντρες του Εδουάρδου άρχισαν να σπάνε όλες τις απομένουσες αντιδράσεις των Σκώτων, που είχαν τεράστιες απώλειες ο Γουίλιαμ Γουάλας δραπέτευσε και η στρατιωτική του φήμη κλονίστηκε. Ο Τζων Γκράχαμ σκοτώθηκε και ο Γουλιέλμος Κράουφορντ έγινε νέος υπαρχηγός του. Τον Σεπτέμβριο του 1298, ο Βάλλας αποφάσισε να παραιτηθεί από την θέση του φρουρού στη Σκωτία για λογαριασμό του Ροβέρτου Μπρους, κόμη του Κάρρικ και του Ιωάννη Καμίν συμβασιλέα και ανιψιού του Τζων Μπάλλιολ ενώ ο Μπρους συμφιλιώθηκε με τον Εδουάρδο το 1302.

Κατά τον Χάρρι ο Γουίλιαμ Γουάλας δραπέτευσε (1298) στην Γαλλία με τον Γουλιέλμο Κράουφορντ προκειμένου να ζητήσει υποστήριξη από τον βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππο Δ' τον Ωραίο στα δικαιώματα του στον θρόνο της Σκωτίας. Μόλις ξέφυγε από τις Αγγλικές ακτές, μια ομάδα Γάλλων πειρατών όρμησε στο πλοίο του προκειμένου να συλλάβει τον περίφημο πειρατή Ριχάρδο Λόνγκοβιλ, που τον μετέφερε στον βασιλιά Φίλιππο. Με την επέμβαση του Γουίλιαμ Γουάλας ο Φίλιππος έδωσε αμνηστία στον Λόνγκοβιλ, ενώ πρότεινε ένα εκπληκτικό σχέδιο κατά του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου Α'.

Οι Αγγλικές ιστορικές καταγραφές δεν αναφέρουν στη συνέχεια δύο συμμετοχές του στον Γαλλικό στρατό σε μάχες κατά των Άγγλων και ένα διπλωματικό ταξίδι του στην Ρώμη. Το (1303) ο Σκουίρ Γκουθρί στάλθηκε στην Γαλλία προκειμένου να ζητήσει από τον Γουάλας να επιστρέψει στη Σκωτία αλλά στην πραγματικότητα να κατασκοπεύσει για λογαριασμό των Άγγλων τον τόπο διαμονής του, στο Έλχο Γουντ.

Μετά από πολλές φήμες που κυκλοφορούσαν μεταξύ των Άγγλων ότι μένει στο συγκεκριμένο μέρος κατέφθασαν στο οικόπεδο του να τον συλλάβουν. Μόλις το πληροφορήθηκε σκότωσε έναν από τους άντρες του που τον κατηγόρησε για προδοσία προκειμένου οι Άγγλοι να μην βρουν κανένα ίχνος στον δρόμο τους.

ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

Post A Comment:

Εγγραφείτε στις ενημερώσεις Push Notifications