Συνομιλήσαμε με τους έλληνες ερευνητές της ιστορικότητας του Ιησού
Ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία των κυρίαρχων θρησκειών είναι η πίστη στους προφήτες τους, οι οποίοι αντιμετωπίζονται ως ιστορικά πρόσωπα που γεννήθηκαν σε συγκεκριμένη εποχή και τόπο, πραγματοποίησαν απτά θαύματα. Άλλοι μαρτύρησαν, ενώ άλλοι διήγαγαν έναν ασκητικό βίο και εν συνεχεία αναστήθηκαν, έτσι όπως αναφέρεται στα Ιερά Βιβλία. Υπάρχουν όμως εξωβιβλικές αποδείξεις για όλα τα προηγούμενα; Πρόκειται για αληθινές ιστορίες ή για μύθους; Υπήρξε στην πραγματικότητα ο Ιησούς, ο Μωάμεθ και άλλες θεότητες, έζησαν με τον τρόπο που περιγράφεται ή τεκμαίρεται η ιστορική τους υπόσταση.
Ρεπορτάζ: Νίκη Παπάζογλου
Αυτό ακριβώς το ερώτημα εξετάζει ο Μυθικισμός, εκ του ευρύτατα διαδεδομένου στο εξωτερικό, «Mythicism», ένα ρεύμα ιδεών που πρεσβεύει ότι πολλοί θεοί της αρχαιότητας, ανάμεσά τους και ο Ιησούς, δεν υπήρξαν πραγματικά πρόσωπα, αλλά μυθολογικοί χαρακτήρες που παρουσίαζαν μεταξύ τους κοινά αρχετυπικά στοιχεία και σε αρκετές περιπτώσεις συμβόλιζαν φυσικά φαινόμενα όπως ο Ήλιος, οι καιρικές συνθήκες, οι γεωλογικές μεταβολές κ.ά.
Το ερευνητικό αυτό πεδίο είναι ένα από τα παιδιά του Διαφωτισμού (μέσα του 18ου αιώνα), αναφέρει ο κ. Μηνάς Παπαγεωργίου, δημοσιογράφος, ερευνητής και εκ των συντονιστών της ιστοσελίδας mythikismos.gr, που ασχολείται ενεργά με το θέμα. «Ένας από τους πυλώνες που χτυπήθηκαν κατά την διάρκεια του Διαφωτισμού, εκτός από την φεουδαρχία και την βασιλεία, ήταν και η θρησκεία. Ειδομένη με μια κριτική ματιά, η ιστορικότητα του Ιησού μπήκε αρχικά στο μικροσκόπιο Γάλλων και Γερμανών ιστορικών και καθηγητών θεολογίας, ενώ με το πέρας της Ιεράς Εξέτασης οι φωνές άρχισαν να πληθαίνουν δεδομένης της σχετικής ελευθερίας λόγου που καθιερώθηκε».
Όπως μας πληροφορεί ο κ. Παπαγεωργίου, ο οποίος έχει γράψει και το βιβλίο «Το πρόβλημα της ιστορικότητας του Ιησού» (εκδ. Δαιδάλεος) που αναφέρει εκτενέστερα αυτά τα στοιχεία, και στην περίπτωση της Ελλάδας τα πρώτα δείγματα αμφισβήτησης της ιστορικότητας του Ιησού παρουσιάζονται ήδη από τον προηγούμενο αιώνα, ενώ δεν είναι λίγοι οι Έλληνες που ασχολήθηκαν με το θέμα.
Ο Νίκος Βεργίδης εξέδωσε το 1985, το βιβλίο «Νέρων και Χριστός» το οποίο πραγματεύεται αποκλειστικά και μόνο το «πρόβλημα της ιστορικότητας του Ιησού». Λίγο νωρίτερα στις 20 Απριλίου του 1979, ο έγκριτος θεολόγος κ. Γιώργος Μουστάκης, έγραφε στην εφημερίδα τα ΝΕΑ, ένα μονοσέλιδο αφιέρωμα με τίτλο «Υπήρξε ο Χριστός σαν ιστορικό πρόσωπο;», όπου από τις πρώτες γραμμές του κειμένου γίνεται αναφορά στην ύπαρξη του ρεύματος των αμφισβητιών της ιστορικότητας του Ιησού, με το βάρος να πέφτει στην αστροθεολογική προσέγγιση του Γάλλου Μυθικιστή Charles Francois Dupuis και τις ριζοσπαστικές απόψεις του Γερμανού θεολόγου David Friedrich Strauss.
Και οι αναφορές δεν σταματούν εδώ. Ο Παναγής Λεκατσάς, θεωρούμενος από πολλούς ως ο πατέρας της Ελληνικής Εθνολογίας, συγγράφει το βιβλίο «Το Θείον Βρέφος: Μια Θρησκειολογική Θεώρηση», η οποία εκδίδεται 26 χρόνια μετά τον θάνατό του. Το βιβλίο αποτελεί μια μονογραφία με καθαρά Μυθικιστικές κατευθύνσεις η οποία καταδύεται στις παραδόσεις για το Θείο Βρέφος, αντλώντας πληροφορίες από την Ελληνική, την Αιγυπτιακή, την Μεσοποτάμια και την Ιουδαιοχριστιανική μυθολογία και γραμματεία.
Επίσης και ο Γιάννης Κορδάτος, μεγάλος κοινωνιολόγος, ιστορικός και πολιτικός παραθέτει στο βιβλίο του «Αρχαίες Θρησκείες και Χριστιανισμός» που εκδόθηκε το 1927 ενδιαφέρονται στοιχεία πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα. Καταγράφοντας τις απόψεις που έχουν ως τότε εκφραστεί από διάφορους εκπροσώπους του Μυθικιστικού κινήματος, καταλήγει λέγοντας : «Ο Ιησούς των ευαγγελίων, ο Ιησούς της παράδοσης, είναι από χρόνια τώρα “πεθαμένος”. Η ιστορική κριτική τον έθαψε μέσα στο χωνευτήρι της επιστημονικής έρευνας. Όχι από προκατάληψη και πάθος, μα από επιστημονική αμεροληψία και ευσυνειδησία».
Αν και οι ιδέες που διατυπώθηκαν σύμφωνα με τον κ, Παπαγεωργίου, ήταν αρκετά μπροστά από την εποχή τους «δεν ευδοκίμησαν ιδιαίτερα, λογικό επακόλουθο του φόβου που είχε καλλιεργηθεί σχετικά με την αναπαραγωγή θέσεων που άγγιζαν ζητήματα θρησκευτικής κριτικής.
Παρόλα αυτά αρκετοί από τους άνθρωπος που ασχολήθηκαν με το ζήτημα της ιστορικότητας του Ιησού, είτε υποστηρίζοντας είτε καταρρίπτοντας την, προέρχονταν μέσα από την εκκλησιαστική κοινότητα. «Εν έτει 1923 ο καθηγητής απολογητικής στο τμήμα Θεολογίας του πανεπιστημίου Αθηνών, και μετέπειτα πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, Γρηγόριος Παπαμιχαήλ, εξέδωσε το βιβλίο «Ο Ιησούς Χριστός ως ιστορικόν πρόσωπο» προσπαθώντας, ως υπέρμαχος της ιστορικότητας του Ιησού, να καταρρίψει τις αποδείξεις των αμφισβητιών.
Εντυπωσιακό είναι το γεγονός πως τα πρώτα ίχνη Μυθικιστικών ιδεών στη χώρα μας, εντοπίζονται αρκετά χρόνια πριν το 1923, συγκεκριμένα τα έτη 1897 και 1898 όπως μας ενημερώνει ο κ. Παπαγεωργίου. «Στις 29 Δεκεμβρίου του 1897, ένας συντάκτης με το ψευδώνυμο Εκάεργος - χαρακτηρισμός που αποδίδεται στον τοξοβόλο Απόλλωνα στα Ομηρικά Έπη - παρουσιάζει στην εφημερίδα ΕΣΤΙΑ ένα κείμενο με τον τολμηρό για την εποχή τίτλο, Τα προ Χριστού Χριστούγεννα.
Λίγα μόλις 24ωρα αργότερα, συγκεκριμένα στις 2 Ιανουαρίου του 1898, ο «πατέρας» της Ελληνικής λαογραφίας, Νικόλαος Πολίτης, απαντά στο δημοσίευμα του Εκάεργου, θεωρώντας υπερβολικά τα περισσότερα από τα όσα υποστηρίζει και στέκεται κυρίως στην αμφισβήτηση της πεποίθησης για τη σύνδεση της 25ης Δεκεμβρίου με τη γέννηση θεών όπως ο Ηρακλής, ο Διόνυσος, ο Κρίσνα και ο Ώρος. Στη συνέχεια ο Πολίτης αναδεικνύει τη στενή σχέση Μιθραϊσμού – Χριστιανισμού, τονίζοντας πως στη λατρεία του αρχαίου Πέρση θεού είναι που πρέπει να αναζητηθούν βάσιμα οι ομοιότητες με τις ευαγγελικές εξιστορήσεις για τον Ιησού.
Εξέχουσα βέβαια θέση στις συζητήσεις γύρω από το πρόβλημα της ιστορικότητας του Ιησού αποτελούν και οι δηλώσεις του καθηγητή Θεολογίας του πανεπιστημίου Αθηνών, κοσμήτορα εν έτει 2014, κ. Μάριου Μπέγζου, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εκπομπή της Ρίκας Βαγιάννη (ΕΤ1) στις 29 Μαρτίου του 2010. Σε ερώτηση της δημοσιογράφου αναφορικά με την επιστημονική άποψη για τον ιστορικό Ιησού, ο κ. Μπέγζος απάντησε τα εξής:
«Το σημαντικότερο για τον Ιησού δεν είναι η ιστορική του ύπαρξη, είναι η πίστη των ανθρώπων. Δηλαδή είναι σαν να ρωτάμε, αν φέρουμε ένα παράδειγμα από το χώρο της τέχνης, αν οι αδελφοί Καραμαζώφ υπήρξαν και έγινε η δίκη τους και έχουμε τα πρακτικά και είναι ή δεν είναι έτσι... Πάντοτε στο χώρο της πίστης μιλάς για τη σημασία του πράγματος και όχι για το ίδιο το πράγμα, το οποίο σε τελευταία ανάλυση χλομιάζει. Κάτι το οποίο αποδεικνύεται, επιβάλλεται κιόλας. Αν η ύπαρξη του Χριστού αποδεικνύονταν μαθηματικώς και ιστορικώς, θα ήταν υποχρεωτική για τους ανθρώπους, ενώ τώρα είναι στη διάθεση των ανθρώπων. Δεν είναι υποχρεωτική, δεν είναι δεσμευτική».
Απόδειξη ότι το ρεύμα αυτό συγκεντρώνει όλο και περισσότερους ενδιαφερόμενους, όχι απαραίτητα οπαδούς, είναι, σύμφωνα με τον κ. Παπαγεωργίου και η αθρόα προσέλευση του κόσμου κατά την προβολή του ντοκιμαντέρ Caesar’s Messiah, ντοκιμαντέρ σχετικό με το θέμα, στον κινηματογράφο «Μικρόκοσμος» των Αθηνών, το 2012. «Η εκδήλωση αυτή προβλήθηκε από αρκετά ελληνικά Μέσα (έντυπα και ηλεκτρονικά), προσελκύοντας το ενδιαφέρον αρκετών συμπολιτών μας και κάνοντας ευρύτερα γνωστό το πεδίο του Μυθικισμού στη χώρα μας».
Ειδοποιός διαφορά του χθες και του σήμερα που συμβάλει στην εξέλιξη της έρευνας και στην επικοινωνία του Μυθικιστικού ρεύματος στο ευρύ κοινό είναι και το διαδίκτυο. «Όλοι οι άνθρωποι με τη συγκεκριμένη ερευνητική ταυτότητα, εντοπίζονται και ανταλάσσουν απόψεις ευκολότερα, διοργανώνουν ή συμμετέχουν σε συνέδρια, ομιλίες και δημόσια debates δημόσια που λαμβάνουν κυρίως χώρα σε πανεπιστημιακές αίθουσες του εξωτερικού» διευκρινίζει ο κ. Παπαγεωργίου.
Ποια είναι όμως τα στοιχεία πάνω στα οποία βασίζονται οι Μυθικιστές προσπαθώντας να τεκμηριώσουν τις απόψεις τους;
Ομοιότητες Ιησού και Άδωνη
Ο κ. Ιωάννης Μπουσίου, πολιτισμολόγος και μελετητής της αρχαίας Ελλάδας, ο οποίος έχει ασχοληθεί κυρίως με τις ομοιότητες των μονοθεϊστικών θρησκειών με τις πολυθεϊστικές προχριστιανικές θρησκείες, υπογραμμίζει πως ο τελετουργικός θρήνος κατά το Άγιο Πάσχα και η μεταφορά του επιταφίου, που αναβιώνουν τα Πάθη του Ιησού, παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με τον τελετουργικό θρήνο του αρχαίου θεού Αδώνιδος, έτσι όπως περιγράφεται στα κείμενα της Σαπφούς που έχουν διασωθεί από τον 7ο αιώνα π. Χ.
«Παλαιότερα η περιφορά του επιταφίου δεν συνηθιζόταν. Μάλιστα είχε απαγορευτεί με εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου ήδη από το 1882. Στην εγκύκλιο αυτή διευκρινιζόταν στους μοναχούς ότι δεν έπρεπε να τελούν περιφορά επιταφίου γιατί αυτό ήταν ένα παγανιστικό έθιμο. Δεν είναι τυχαίο, πως σε πολλά μοναστήρια ακόμα και σήμερα δεν περιφέρεται ο επιτάφιος».
Ακόμα μια ομοιότητα του Άδωνη με τον Ιησού είναι εκείνη του κάλλους σύμφωνα με τον κ. Μπουσίου. « Το κάλλος που αποδίδεται στον Ιησού μοιάζει πολύ με εκείνο του Αδώνιδος, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς πως η χριστιανική εκκλησία ουδέποτε άλλοτε ενδιαφέρθηκε για το κάλλος».
Τέλος, όπως αναφέρει ο πολιτισμολόγος, ακόμα και η θανάτωση του Ιησού παρουσιάζει ομοιότητες με προχριστιανικές πολυθεϊστικές θρησκείες. «Ο θάνατος του ενός έγινε με πλήγμα δόρατος ενώ του Άδωνη με πλήγμα από χοίρο στον ομφαλό του. Κι αυτά είναι μόνο μερικές ενδεικτικές αναφορές. Το ουσιαστικό είναι να αντιληφθούμε πως ο βασικός λόγος που γεννά ρεύματα όπως ο Μυθικισμός, είναι το γεγονός πως η χριστιανική θρησκεία έχει παρουσιάσει τον Ιησού σαν ιστορικό πρόσωπο, ενώ για παράδειγμα στην περίπτωση του Άδωνη έχουμε να κάνουμε με ένα αρχέτυπο, με ένα μυθολογικό σύμβολο, οπότε και δεν έχουμε κάτι να ψάξουμε» σημειώνει ο κ. Μπουσίου.
Ιερό Θηλυκό και Μαγδαληνή
Σε παρόμοια συμπεράσματα καταλήγει και η κ. Χαρίτα Μήνη, κλασσική φιλόλογος με μεταπτυχιακές σπουδές στην ψυχολογία και συγγραφέας του βιβλίου «Το Ιερό Θηλυκό και η Μαγδαληνή» (εκδ. Έλευσις).
«Έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί στην Ανατολική Εκκλησία η μεγαλύτερη γιορτή είναι το Πάσχα; Η ανάσταση του Ιησού παρουσιάζεται σαν το μεγαλύτερο θαύμα που θα μπορούσε να συμβεί, στην πραγματικότητα όμως αντίστοιχα στοιχεία συναντάμε σε ποικίλες προχριστιανικές παραδόσεις. Θνήσκων κι ανασταινόμενος θεός υπήρξε ο Άδωνις αλλά και ο Διόνυσος Ζαγρέας των Ορφικών. Το ίδιο και ο Tammuz ή Dumuzi των Σουμερίων και των Βαβυλωνίων, τον οποίο τιμούσαν ποικίλοι λαοί από τη Μεσοποταμία ως τη Συρία και την Παλαιστίνη. Σύμφωνα με τον Ιεζεκιήλ, Εβραίο προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης, γυναίκες της Ιερουσαλήμ έκλαιγαν για τον Tammuz στην βόρεια πύλη του ναού (8:14-15). Αλλά και στην αρχαία Αίγυπτο συναντάμε το μοτίβο «θάνατος-ανάσταση» στους μύθους για το θεό Όσιρι».
Σύμφωνα με την κ. Μήνη, το στοιχείο αυτό ήταν δημοφιλές στον αρχαίο κόσμο γιατί συνδεόταν με τη γονιμότητα και την αναγέννηση της φύσης. «Φυσικά οι άνθρωποι αγαπούσαν το μοτίβο «θάνατος-ανάσταση» και για έναν άλλο λόγο: τους έδινε την ελπίδα μιας μεταθανάτιας ύπαρξης. Διόλου παράξενο, λοιπόν, ότι τέτοιου είδους πεποιθήσεις, οι οποίες προϋπήρχαν για αιώνες ή και χιλιετίες, υιοθετήθηκαν κι από το Χριστιανισμό».
Ένα άλλο στοιχείο που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι και η παρουσία του Ιερού Θηλυκού που αν και έγιναν προσπάθειες να αποφευχθεί εντοπίζεται και στον Χριστιανισμό.
«Σε όλες τις πολυθεϊστικές παραδόσεις το θηλυκό στοιχείο παίζει σημαντικό ρόλο. Συχνά πλάι στους θνήσκοντες κι ανασταινόμενους θεούς συναντάμε μια ισχυρή γυναικεία παρουσία που σχετίζεται ερωτικά μαζί τους. Δίπλα στον Άδωνι βρίσκεται η Αφροδίτη, κοντά στον Tammuz ή Dumuzi η θεά Ιστάρ ή Ινάνα, ενώ ο Όσιρις συνδέεται άρρηκτα με την Ίσιδα. Αντίστοιχα, στο πλάι του Ιησού είναι η Μαρία Μαγδαληνή. Ήταν μια από τις μαθήτριές του που τον ακολουθούσε στις περιοδείες του, αλλά υπήρξε και παρούσα σε όλες τις κρίσιμες στιγμές του Θείου Δράματος: στη σταύρωση, στην προσέγγιση του τάφου ως μυροφόρος, αλλά και στην ανάσταση. Δεν είναι τυχαίο ότι ο αναστημένος Χριστός επέλεξε να εμφανιστεί για πρώτη φορά όχι στους μαθητές του αλλά σ’ εκείνη, γι’ αυτό και θεωρείται ισαπόστολος.
Σύμφωνα με τα γνωστικά ευαγγέλια, όπως το Eυαγγέλιο του Φιλίππου, η Μαγδαληνή ήταν «η συντρόφισσα του Σωτήρα» και η αγαπημένη μαθήτριά του» αναφέρει η κ. Μήνη
Επιπλέον, αναφέρει και το συναρπαστικό παπυρικό εύρημα που το 2012 είδε το φως της δημοσιότητας. «Το μικρό αυτό απόσπασμα, που χρονολογείται ανάμεσα στον 6ο και τον 8ο αιώνα, μιλάει για κάποια γυναίκα που ο Ιησούς αποκαλούσε «η σύζυγός μου». Φυσικά αυτό δεν αποδεικνύει την ιστορική ύπαρξη ούτε του Χριστού ούτε της Μαγδαληνής. Δείχνει, όμως, ότι υπήρχε για αρκετούς αιώνες ένα ρεύμα μέσα στο Χριστιανισμό που έβλεπε τον Ιησού με πολύ διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι εμείς σήμερα».
Σύμφωνα με την κ. Μήνη δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πού τελειώνει η αλήθεια και πού αρχίζει ο μύθος, εφόσον οι ιστορικές πηγές είναι ελάχιστες κι αβέβαιες. «Προσωπικά, προτιμώ να βλέπω τόσο το Χριστό όσο και τη Μαγδαληνή σαν συμβολικές μορφές που μιλούν βαθιά στην ψυχή των ανθρώπων γιατί ενσαρκώνουν πανάρχαια αρχέτυπα»διευκρινίζει.
Απουσία ιστορικών πηγών μέχρι και τον 2ο μ.Χ. αιώνα
Σχετικές απόψεις ασπάζεται και ο Αποστόλης Λυμπερίδης, ερευνητής και συγγραφέας του βιβλίου «Χαλκεύοντας την Ιστορία» (εκδ. Ενάλιος). Ο κ. Λυμπερίδης αν και απαρνείται τον όρο Μυθικισμός, ισχυριζόμενος πως είναι όρος αδόκιμος που δεν αποδίδει την ερευνητική φύση του ρεύματος, κάνει λόγο για την απουσία πηγών από ιστορικούς της εποχής.
«Δεκάδες προσωπικότητες που έγραφαν την περίοδο εκείνη και διαβάζονταν μανιωδώς, σε ολόκληρη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, δεν αναφέρουν κουβέντα για τον Ιησού. Φιλόσοφοι σαν τον Πλούταρχο, το Σενέκα και τον Επίκτητο που παραπέμπουν σε ιδεαλιστικές φιλοσοφίες και ποιητές σαν το Γιουβενάλη και τον Πετρώνιο που με τα ποιήματά τους τόσο πιστά προσεγγίζουν την ηθική παρακμή, τον εκφυλισμό και την καθημερινότητα της ρωμαϊκής κοινωνίας, αγνοούν το όνομα αυτό» αναφέρει, χαρακτηρίζοντας ακόμα και την μαρτυρία του Ιώσηπου μεταγενέστερη προσθήκη.
«Αν και ο Ιώσηπος, ο βασικός ιστορικός των Εβραίων, αναφέρει την ύπαρξή του, σχεδόν όλοι οι μελετητές έχουν αποδεχτεί πως το χωρίο είναι μεταγενέστερο αφού δεν παρουσιάζει ομοιότητες με τα υπόλοιπα γραπτά κείμενά του ούτε τεκμηριώνεται από άλλες πηγές. Ένα ακόμη στοιχείο που αποδεικνύει την μη ιστορική φύση του Ιησού είναι και η επιστολή του Πλίνιου, ρωμαίου διοικητή της Βιθυνίας, προς τον Τραϊανό. Ο Πλίνιος ο νεότερος (61-113), Ρωμαίος συγγραφέας και συγκλητικός που έκανε χρέη αποικιακού κυβερνήτη, διοικώντας τη Βιθυνία του Πόντου, σε μία επιστολή του, το 112, προς τον αυτοκράτορα Τραϊανό ζητά οδηγίες μεταχείρισης για μία νεοεμφανιζόμενη ομάδα δεισιδαιμόνων. Την ομάδα ονομάζει Χριστιανούς. Εκεί είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που ακούγεται η λέξη «Χριστιανοί». Μετά από τις ανακρίσεις που διενεργεί ο Πλίνιος, γράφει ξανά στο Ρωμαίο Αυτοκράτορα τα εξής:
Με διαβεβαίωσαν ότι το μόνο παράπτωμά τους ήταν αυτό. Οι Χριστιανοί συνήθιζαν να μαζεύονται μία ορισμένη μέρα πριν βγει ο ήλιος ψάλλοντας ο ένας μετά τον άλλον ύμνο στο Χριστό, σαν να είναι θεός. Μετά ορκίζονταν, ότι δε θα κλέψουν, δε θα ληστέψουν και δε θα μοιχεύσουν» ( Επιστολές Πλίνιου «Epistulae» (Χ 97. 2).
Ο διάλογος για την ιστορικότητα του Ιησού και άλλων Θεϊκών Προσωπικοτήτων όλο και διευρύνεται όπως μας ενημερώνουν οι Μυθικιστές, αλλά ο διάλογος τελείται πάντα σε ευγενή πλαίσια Άλλωστε ο Μυθικισμός σαν ρεύμα δεν στρέφεται κατά της πνευματικότητας, δεν στέκεται αντιμέτωπος απέναντι από τις θρησκείες προσπαθώντας να καταπολεμήσει τη θρησκευτική πίστη, όπως διευκρινίζει ο κ. Παπαγεωργίου. «Αυτό που ουσιαστικά θέλει να διερευνήσει είναι το πόσο απέχει η ιστορική πραγματικότητα από τον μύθο», αναφέρει χαρακτηριστικά.
«Αξίζει να αναλογιστούμε, ακόμα και ως ανθρωπιστικό μήνυμα, πως από τη στιγμή που κάποιες θρησκείες τοποθέτησαν τους πρωταγωνιστές τους στην ιστορική πραγματικότητα ξεκίνησαν να αναπτύσσονται τα δόγματα, οι απολυτότητες και οι μοναδικές αλήθειες και οι θρησκευτικοί πόλεμοι, ένα γεγονός που αιματοκύλισε την ανθρωπότητα. Αυτό που επιχειρεί, λοιπόν, ο Μυθικισμός, είναι να διαχωρίσει την ιστορία από τους μύθους, χρησιμοποιώντας μία σειρά από ερευνητικά εργαλεία που σχετίζονται με τη μελέτη της ιστορίας, της συγκριτικής θρησκειολογίας, της εθνολογίας, της λαογραφίας και της κοινωνιολογίας»… πηγή newsbeast
0 comments
Δημοσίευση σχολίου