25 χρονών μόνο και αυτοκτόνησε -Αφιερωμένο στον μικρό-Καλό σου ταξίδι...

Ζωντανό παιδί όσο κανένα άλλο στην ηλικία του, μ' ένα χαμόγελο, θα 'λεγε κανείς καρφωμένο, στο φωτεινό και πεντακάθαρο πρόσωπό του. Μάτια προσκλητήριο στο άγνωστο. Είσοδος στον απόρθητο κόσμο του. Δεν έχουν άδικο όσοι λένε πως απ’τα μάτια και μόνο μπορείς να καταλάβεις τον άλλον.

Αυτά μιλούσαν από πάντα, κανείς όμως δε μπήκε στον κόπο να διαβάσει τι λένε. Ούτε οι ίδιοι οι γονείς του. Οι πιο δικοί του άνθρωποι. Η μάνα του και ο πατέρας του. Στα 17 του, τον κλείδωσαν απ' έξω γιατί δε γύρισε την ώρα που του είχαν πει. Κι αυτός το πήρε κατάκαρδα. Ήταν και εγωίσταρος πανάθεμά τον, δεν ξαναπήγε σπίτι του για πολύ καιρό. Όσο για σπίτια, οι καλοθελητές πολλοί, ανάθεμά τους κι αυτούς. Ο μικρός όμως ξαναγύρισε.

Τους αγαπούσε πολύ τους γονείς τους, αλλά ήταν και ατίθασο παιδί. Προσπάθησε να πάει με τα νερά τους και για κάμποσο καιρό τα κατάφερε. Αλλά τώρα ήταν άλλο το θέμα. Ήταν 19 χρονών και έπρεπε να πάει για δουλειά. Η μουρμούρα καθημερινή, δεν την άντεξε και ξανά τα ίδια. Ήταν πολύ εγωιστής ο μικρός. Δε σήκωνε κουβέντα πια.ήταν άντρας. Δε μπορούσαν να του μιλούν όπως να' ναι, ακόμα και οι ίδιοι οι γονείς του.

Τους σεβόταν τους γονείς του ο μικρός, γι” αυτό και έφυγε από το σπίτι. Ήταν και ομορφόπαιδο, βρέθηκε η Σόνια απ” το Μεταξουργείο και τον σπίτωσε. Καλοπέρναγε, όλα τα” χε, αλλά δεν ήταν του τύπου του να τον ταΐζουν και να τον ποτίζουν. Την παράτησε και πήγε να μείνει στον Μάικ στο Κορωπί. Καλό παιδί ο Μάικ. Οι γονείς του ήταν ζάμπλουτοι και του είχαν φτιάξει μια σχολή εκπαίδευσης σκύλων.

Και ο μικρός, που ήταν σκύλος κι αυτός, πήγε να ζήσει εκεί. Και εκπαιδεύτηκε, και εκπαίδευσε. Πάλι καλά που βρέθηκε κι αυτό το παιδί ο Μάικ και τον μάζεψε. Πολύ καλό παιδί ο Μάικ, όλα τα μοιραζόταν με τον μικρό. Σπίτι, δουλειά και γυναίκες. Ακόμα και τα ναρκωτικά του μισά-μισά. Τέτοια ψυχή. Ποτέ δεν τον άφησε έτσι. Όλα στη μέση. Αλλά ο μικρός άρχισε πάλι να νιώθει άσχημα και, αφού ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του, έφυγε.

Τόσο καιρό σκεφτόταν τους δικούς του και είπε να ξαναγυρίσει. Μπορεί τώρα να ήταν καλύτερα τα πράγματα. Και αυτοί όμως πρέπει να τον αγαπούσαν γιατί του επέτρεψαν να κοιμάται εκεί. Να” ναι καλά ανάθεμά τους. Ένα πρωί, καταραμένο πρωινό, ήρθε ο κλητήρας. Σωστό τέρας όπως τον είδε μέσα από το ματάκι. Καραφλός και μακρομούρης. Άσχημα μαντάτα τους έφερε ο κακορίζικος. Λιποτάκτης κηρύχτηκε ο μικρός. Δεν είχε πάει φαντάρος. Πάνω που πήγαιναν όλα καλά, μέχρι και τάβλι έπαιζε μαζί του ο πατέρας του. Γιατί κατά βάθος τον αγαπούσαν. Άρχισε άλλη μανούρα για τον στρατό. Ο μικρός δεν ήθελε να πάει. Ο πατέρας του όμως είχε πολεμήσει στην Κύπρο, κι ο μικρός λιποτάκτης;

Κουβέντα στην κουβέντα, ήταν κι αυτός ο εγωισμός του, ξανάφυγε. Δύσκολα όμως τώρα τα πράγματα, η Σόνια είχε σπιτώσει άλλο πιτσιρίκο, ο Μάικ …; Α, ο Μάικ δεν είχε κανέναν να μοιραστεί τα ναρκωτικά του και πέθανε γιατί τα πήρε όλα μόνος του. Δεν πήγε στράφι η εκπαίδευση. Πίτμπουλ ο μικρός. Βγήκε στο δρόμο, ήταν και ζωηρό παιδί ο μικρός, τον μπλέξανε, κακό χρόνο να” χουν, σε μια ληστεία. Όχι τίποτα σοβαρό, τσιλιαδόρο τον είχαν, δυο χρόνια κάθησε μέσα. Καλά πέρασε μέσα, έκανε φίλους, γιατί ήταν αγαπητός ο μικρός, εκεί διάβαζε και κάνα βιβλίο. Δεν περνάγανε οι ώρες. Του άρεσαν τα ανεξήγητα και τα μυστήρια. Έμαθε για τα παράλληλα σύμπαντα.

Η πιο βολική θεωρία που είχε ακούσει. Υπάρχουν κι άλλα σύμπαντα ταυτόχρονα μ’αυτό, το δικό μας, και όλοι οι συνδυασμοί είναι πιθανοί. Σε κάποιο από τα σύμπαντα, σκέφτηκε, θα είναι και το δικό μου, το μοναδικό μου. Και πώς θα ζούσε αυτόν τον παράδεισο; Κάποιος ισοβίτης που είχε βιάσει και σκοτώσει την κόρη του, του είχε πει πως στον ύπνο μπορείς να μεταφερθείς σ” αυτούς τους κόσμους. Αυτά είναι τα όνειρα. Άλλοι κόσμοι, παράλληλοι μ” αυτόν τον διαολεμένο που ζούμε. Φτιαγμένοι στα μέτρα σου.

Και το δοκίμασε κι έπιασε. Και κάθε βράδυ, σιγά σιγά το έφτιαχνε το σύμπαν του. Εκεί δεν έφυγε ποτέ από το σπίτι του. Η Σόνια ήταν συμμαθήτριά του στη σχολή και ο Μάικ ξάδερφός του στο χωριό. Ακόμα κι αυτός, ο τρισκατάρατος ο κρατούμενος, ήταν καθηγητής του στο πανεπιστήμιο. Ήθελε να μείνει μόνο εκεί, και ήταν πεισματάρης ο μικρός, και το” κανε. Στις ορέξεις του νοτιά που φυσούσε εκείνο το πρωινό. Ήταν άσχημος ο μικρός έτσι μελανιασμένος, με τα μάτια ανοιχτά. Τους στεναχώρησε πολύ τους γονείς του γιατί τον αγαπούσαν. Αλλά αυτός τους αγαπούσε περισσότερο. Γι” αυτό και κρεμάστηκε απ” το μπαλκόνι τους.

Follow Share:

Post A Comment: 0

Blog

Disqus

O ιστότοπος χρησιμοποιεί cookie,για να διασφαλίσουμε ότι έχετε την καλύτερη δυνατή εμπειρία,με τη χρήση αυτού του ιστότοπου αποδέχεστε τη χρήση των cookie.Περισσότερα

_ Εγγραφείτε στις ενημερώσεις Notifications