Η νευρωτική ζηλοτυπία — άντίθετα μέ τή φυσιολογική ζηλοτυπία πού είναι μιά άνάλογη άντίδραση άπέναντι στον κίνδυνο νά χάσουμε τόν άλλο — δέν έχει καμιά λογική σχέση μέ τόν πραγματικό κίνδυνο. Υπαγορεύεται άπό τόν διαρκή φόβο τής άπώλειας τής συντροφιάς ή τής άγάπης ένός άνθρώπου.
'Η ζηλοτυπία μπορεί νά έμφανιστεΐ σέ κάθε άνθρώπινη σχέση — άπό τήν πλευρά των γονέων άπέναντι στά παιδιά, δταν αύτά θέλουν νά έχουν δικούς τους φίλους ή νά παντρευτούν' άπό τήν πλευρά των παιδιών άπέναντι στούς γονείς τους· άνάμεσα στούς συζύγους, μέ λίγα λόγια σέ κάθε σχέση άγάπης. Ή σχέση τοϋ άρρωστου πρός τόν ψυχαναλυτή δέν άποτελεϊ έξαίρεση. Εκφράζεται μέ ύπερβολική εύαισθησία γιά τό δτι ο ψυχαναλυτής βλέπει καί άλλους άρρώστους ή άπέναντι στήν άπλή άναφορά τοϋ δνόματος ένός άλλου άρρώστου. Τό κίνητρο έδώ είναι: «Πρέπει νά άγαπας μόνο έμένα».
Ό άρρωστος μπορεί νά πει: «Αναγνωρίζω πώς μέ μεταχειρίζεσαι φιλικά, έπειδή δμως πιθανόν μεταχειρίζεσαι καί άλλους έξίσου φιλικά* ή φιλικότητά σου άπέναντι μου δέν είναι τίποτε».
Ή ύπερβολική ζηλοτυπία βασίζεται συχνά στήν παιδική ζηλοτυπία άπέναντι στά άδέλφια ή σέ Εναν άπό τούς γονείς. 'Ο άνταγω- νισμός άνάμεσα στά άδέλφια, δπως έμφανίζεται συχνά άνάμεσα σέ ύγιή παιδιά, ή ή ζηλοτυπία άπέναντι σέ έναν νεογέννητο άδελφό, έξαφανίζονται συνήθως χωρίς νά άφήνουν ίχνη, μόλις τό ζηλότυπο παιδί διαβεβαιωθεΐ πώς δέν πρόκειται νά χάσει τήν άγάπη καί τήν προσοχή πού τοϋ έδειχναν μέχρι έκείνη τή στιγμή.
Σύμφωνα μέ τις έμπειρίες μου γιά μιά.ύπερβολική ζηλοτυπία πού άναπτύχθηκε στήν παιδική ήλικία καί δέν ύπερνικήθηκε ποτέ, ύπεύθυνη είναι μιά νευρωτική κατάσταση τοϋ παιδιοϋ πού μοιάζει μέ τήν κατάσταση τοϋ ένήλικου πού περιγράψαμε παραπάνω. Στό παιδί ύπήρχε ήδη μιά άκόρεστη άνάγκη γιά άγάπη πού προερχόταν άπό τό βασικό άγχος. Στήν ψυχαναλυτική βιβλιογραφία ή σχέση άνάμεσα στή ζηλοτυπία τοϋ παιδιοϋ καί σέ αύτή τοϋ ένήλικου έκφράζεται λανθασμένα, έφόσον ή ζηλοτυπία τοϋ ένήλικου χαρακτηρίζεται «έπανάληψη» αύτής τοϋ παιδιοϋ.
Άν τοϋτο σημαίνει πώς μιά ένήλικη γυναίκα είναι ζηλότυπη άπέναντι στόν άνδρα της, έπειδή σαν παιδί ήταν ζηλότυπη άπέναντι στή μητέρα της. Ο Ισχυρισμός αύτός δέν μοΰ φαίνεται βάσιμος. Ή αυξημένη ζηλοτυπία, πού παρατηροϋ- με στή σχέση ένός παιδιοϋ πρός τούς γονείς του ή τά άδέλφια του, δέν είναι ή κύρια αιτία γιά τήν κατοπινή ζηλοτυπία, προέρχονται δμως καί οί δύο άπό τήν ίδια πηγή.
Μιά έκφραση άκόρεστης άνάγκης γιά άγάπη, πού ίσως είναι ισχυρότερη άπό τή ζηλοτυπία, είναι ή άπαίτηση γιά άγάπη άνευ δ- ρων. Ή άπαίτηση αύτή έκφράζεται συνήθως μέ αύτή τή μορφή: «Θέλω νά μέ άγαπούν γι’ αύτό πού είμαι καί γιά ό,τι κάνω». Μέχρι έδώ δέν μπορούμε νά θεωρήσουμε αύτή τήν έπιθυμία σαν κάτι άσυνήθιστο. Σίγουρα ή άνάγκη νά μάς άγαποϋν γι’ αύτό πού είμαστε, δέν είναι σέ κανέναν μας ξένη. Ή νευρωτική δμως έπιθυμία γιά άγάπη άνευ όρων είναι πολύ πιό πλατιά άπό μιά άπλή έπιθυμία καί είναι άδύνατο νά έκπληρωθεί στήν άκραία της μορφή. Είναι κυριολεκτικά ή άπαίτηση γιά άγάπη χωρίς όρους καί χωρίς επιφυλάξεις.
Αύτή ή άπαίτηση περικλείει άρχικά τήν έπιθυμία του νευρωτικού νά τόν άγαπούν χωρίς αυτός νά καταβάλλει ιδιαίτερη προσπάθεια. Αύτή ή έπιθυμία είναι άναγκαστικά κάτι σά διασφάλιση, έπειδή ο νευρωτικός γνωρίζει πώς είναι γεμάτος έχθρικότητα καί θέτει ύπερβολικές άπαιτήσεις, καί γι’ αύτό έχει έναν εύνόητο φόβο ότι ο άλλος θά άπομακρυνθεί ή θά θυμώσει μόλις άντιληφθεί τήν έχθρικότητά του.
Ή άπαίτησή του περιέχει έπίσης τήν έπιθυμία νά τόν άγαπούν χωρίς οί άλλοι νά έχουν κάποιο όφελος. Αύτή ή έπιθυμία είναι άναγκαία, γιατί τό όφελος ή τό πλεονέκτημα πού θά μπορούσε νά έχει ο άλλος, θά ξυπνούσε άμέσως τή δυσπιστία του νευρωτικού ότι ο άλλος τόν άγαπά μόνο γι’αυτούς τούς λόγους. Στις σεξουαλικές σχέσεις τέτοιοι τύποι ζηλεύουν τόν σύντροφο γιά τήν ευχαρίστηση πού αισθάνεται, γιατί νομίζουν πώς ή άγάπη του στηρίζεται μόνο στήν ικανοποίηση.
Στην ψυχανάλυση παρεξηγουν τέτοιοι ασθενεις τήν ικανοποίηση τοϋ ψυχαναλυτή, πού προέρχεται άπό τήν εύκαιρία πού τοϋ δίνεται νά βοηθήσει τόν άρρωστο. Προσπαθούν ή νά μικρο- ποιήσουν τή βοήθεια πού δέχτηκαν, ή άν πρέπει νά τήν άναγνωρί σουν, δέν μπορούν νά εκφράσουν ευγνωμοσύνη. Συνήθως αποδίδουν τή βελτίωση σέ κάποιο φάρμακο πού πήραν ή στή βοήθεια κάποιου φίλου.
Ή απαίτηση για απεριόριστη άγάπη περιέχει τελικά καί τήν επιθυμία του νευρωτικού νά τόν άγαπουν με θυσίες. Μόνο όταν ο άλλος θυσιάζει τά πάντα, είναι ο νευρωτικός σίγουρος πως τον αγαπά. Ό νευρωτικός εχει βαθιά πεποίθηση πώς δέν μπορεί να ζήσει μέ τά δικά του μέσα καί πώς όλα πρέπει νά του δοθουν άπό τους άλλους, οι οποίοι έχουν και ολόκληρη την εύθύνη για τη ζωή του. Γι’ αυτό ή παραίτηση από την απαίτησή του γιά άπεριόριστη αγάπη προυποθέτει αλλαγή ολόκληρης της στάσης του απέναντι στη ζωή.
Κείμενο του θεραπευτή Δρ. Πωλ Χωκ
0 comments
Δημοσίευση σχολίου