Μια φορά κι ένα καιρό, πριν από 12 περίπου χρόνια, παίδες μου αγαπημένοι, έδινε και η αφεντιά μου εξετάσεις προσπαθώντας να τρουπώξει σε μια σχολή α) για να βουλώσει το στόμα της μάνατζερ που θρηνολογούσε ότι έκανε κόρη ακαμάτρα και χίπισσα (όρος βγαλμένος από το χρονοντούλαπο της δικής της προϊστορίας) β) για να δικαιώσει το προφητικό χάρισμα του ξαδέρφου Σάκη που ισχυριζόταν ότι με είδε στον ύπνο του με τήβεννο χρώματος φυστικί Αιγίνης και τέλος γ) για να αράξω νομίμως για 4-5 χρονάκια στην Ξεσαλονίκη, να ακούσω τις μουσικές μου, να δω τις ταινίες μου στα φεστιβάλια, να γνωρίσω καρντάσηδες, να κάνω τα ξενύχτια μου, τις αταξίες μου και τα τρελά μου
– ΟΛΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΜΟΥ. Πόσο γαμάτο ήταν αυτό; Πολύ, συμφωνούσε όλη η παλιοπαρέα και έχωνε ξανά τα κεφάλια στις σημειώσεις του φροντιστηρίου.
Τότε μόλις είχε αρχίσει να κορυφώνεται το αφόρητο φαινόμενο της γονεϊκής πίεσης 345 μεγατόνων πάνω στους ασθενικούς μας ώμους. Το πανεπιστήμιο έμοιαζε ακόμα εγγύηση για μια λουσάτη ζωή, μια εγγυητική επιστολή ότι όλα όσα ονειρεύτηκε η θεία σου η Αγγελικούλα και δεν κατάφερε να κάνει, θα τα κάνεις εσύ. Και φράγκα, και πρεστίζ και δεξιώσεις και κονέ και απ’ όλα. Εγώ βέβαια είχε μια εγγενή δυσπιστία για όλα τα όνειρα της θείας μου (και της θείας σας) Αγγελικούλας. Πολύ μούφα μού φαινόταν οι υποσχέσεις του πανεπιστημίου. Κάτι μου έλεγε να προτιμήσω τη σοφία του πεζοδρομίου (με την καλή έννοια, ρε αλήτες).
Γι’ αυτό και την έβγαζα γενικώς έξω από το φροντιστήριο, σ’ ένα αλσύλλιο, να καπνίζω και να συζητάω για τον Μαρκούζε (!) παρέα με τον Δημήτρη, παιδί νοστιμότατο και ψαγμένο. Ο τότε κολλητός μου, ο Μάκης, μου είχε γίνει στενός κορσές επί καθημερινής βάσεως. Αγωνιούσε μη χάσω τα SOS. Είχε κι αυτός μια μάνα κερβεροειδή που του είχε γανώσει τον εγκέφαλο ότι αν ο γιος της αποτύχει θα νιώσει τόσο αποτυχημένη που δεν θα ξαναβγεί έξω και θα χάσει τη δουλειά της στο ΙΚΑ. Ο φουκαράς το ‘χαψε, αγχώθηκε και κόλλησε στα βιβλία για 14 μήνες επί 14 ώρες ημερησίως – και λίγα σας λέω.
Εγώ, αφού ματαίως προσπάθησα να του βάλω μυαλό, τον εγκατέλειψα στη σπασικλότητα του και έκανα δικό μου πρόγραμμα (βλέπε Δημήτρης). Όταν η μάνατζερ πληροφορήθηκε από τον (μαλάκα) διευθυντή του φροντιστηρίου ότι σπανίως τους καταδέχομαι, αποστόμωσα τις οιμωγές της υπενθυμίζοντάς της ότι ο Σάκης με είχε να δει να φοράω τη φυστικί τήβεννο, αλάνθαστο σημάδι ότι δεν έχω ανάγκη του φροντιστηρίου για να θριαμβεύσω ακαδημαϊκώς.
Πράγματι πέρασα. Θρίαμβο δεν το λες, αφού πέρασα δέκατη από το τέλος, αλλά εμείς οι χίπισσες είμεθα άνθρωποι μειωμένων φιλοδοξιών. Αυτός που δεν πέρασε -γαμώ την αδικία μου- ήταν ο Μακούλης. Τον θυμάμαι να μαθαίνει τα αποτελέσματα και να χλομιάζει. Τα πόδια του έτρεμαν και αρνιόνταν να στραφούν προς άλλη κατεύθυνση – η μέγαιρα ήταν τρία μέτρα πιο κει και τον κοιτούσε σαν να εκτέλεσε 35 μωρά στην κούνια τους. Πήγα να του μιλήσω αλλά δεν άκουγε. Τον πήρα λιγάκι αγκαλιά αλλά μόλις με ρώτησε «Πέρασες, έτσι;» ντράπηκα για την κωλοφαρδία μου κι έκατσα στο πεζοδρόμιο.
Σε δυο λεπτά την είχε κοπανήσει. Είχε εξαφανιστεί απ΄ όλους μας. Τον έψαχνα όλο το βράδυ, πήρα όλα τα πιθανά κι απίθανα τηλέφωνα. Ούτε οι επιτυχόντες, ούτε οι αποτυχόντες ήξεραν πού είναι. Η μέγαιρα, όταν τη ρώτησα, απάντησε «ούτε ξέρω, ούτε μ΄ ενδιαφέρει» και μου ‘κλεισε το τηλέφωνο.
Τα νέα τα έμαθα το επόμενο πρωί. Ο Μακούλης είχε πάρει 50 ασπιρίνες – ευτυχώς παιδικές, γιατί αυτές είχε το φαρμακείο. Τον πήγανε στο νοσοκομείο, του κάνανε πλύση στομάχου, μας τον ξαναφέρανε καινούριο. Όχι όμως και στην ψυχή. Αυτή είχε παλιώσει ανεπανόρθωτα, όχι γιατί δεν πέρασε στη γαμοσχολή που έμελλε να μας απογοητεύσει χίλιες φορές στο μέλλον αλλά γιατί διέψευσε τη μάνα του.
Ο Μακούλης είναι τώρα στέλεχος στην Ευρωπαϊκή Ένωση: μισθάρες, αδειάρες, κονέ, ξέρετε. Εγώ είμαι άνεργη και απελπιστικά ερωτευμένη στην Πάρο. Αυτός δεν είχε περάσει. Εγώ είχα περάσει. Με πιάνετε Μακούληδες της σήμερον; Με πιάνετε, μέγαιρες; Αν πληροφορηθώ ότι ζορίζετε τα παιδιά σας με μούφες όνειρα αποκλειστικά δικά σας και της θείας Αγγελικούλας, να το ξέρετε, θα έρθω μετά τα μεσάνυχτα και θα γράψω με μαύρη μπογιά στην πόρτα σας: ΠΡΟΣΟΧΗ ΕΝΤΟΣ ΠΑΙΔΙ ΕΝ ΚΙΝΔΥΝΩ.
Υ.Γ.: Ρε ‘σεις, μπας και είχε δίκιο η μέγαιρα η δικιά μου; Μπας και είμαι χίπισσα τελικά; Δεν ζει και η Ρένα η Βλαχοπούλου να τη ρωτήσω…
Το κορίτσι του διπλανού portal | Protagon.gr
0 comments
Δημοσίευση σχολίου