Ένα νεαρό κορίτσι μεταμορφώνεται σε λίμνη για να γλιτώσει από μια μάγισσα, η μάγισσα πίνει ολόκληρη τη λίμνη, και το κορίτσι την σκοτώνει με ένα μαχαίρι όταν ξαναπαίρνει τη μορφή της μέσα από την κοιλιά της κακιάς μάγισσας. Αυτό είναι ένα από τα περίπου 500 χαμένα για 150 χρόνια παραμύθια, που βρέθηκαν σε ένα προσωπικό αρχείο στο Regensberg της Γερμανίας. Η συλλογή εκδόθηκε για πρώτη φορά στα αγγλικά φέτος, και παρακάτω μπορείτε να βρείτε δύο από αυτά τα χαμένα παραμύθια, μεταφρασμένα στα ελληνικά για πρώτη φορά, από ό,τι γνωρίζω, για τον Ερανιστή.
Η συλλογή αυτή είναι έργο του Franz Xaver von Schönwerth (1810 – 1886), Γερμανό ιστορικό, ο οποίος την ίδια εποχή που οι αδερφοί Γκριμ γυρνούσαν τη χώρα συλλέγοντας παραμύθια, κατέγραφε τοπικά έθιμα και παραδόσεις. Ενώ όμως οι Γκριμ εμπλούτιζαν τις ιστορίες που ακούγανε και προσέθεταν το προσωπικό τους ύφος, ο Schönwerth, έχοντας καθαρά το ρόλο του ιστορικού-λαογράφου, απλά κατέγραφε αυτά που άκουγε, δίνοντάς μας σήμερα μια ξεχωριστή ματιά στην κουλτούρα της Μπαβαρίας του 19ου αιώνα. «Δεν υπάρχει μυθιστορηματοποίηση ή κάποια προσπάθεια του Schönwerth να ερμηνεύσει το υλικό ή να αναπτύξει το προσωπικό του στυλ» λέει η ερευνήτρια Erika Eichenseer, που ανακάλυψε τη συλλογή.
Αυτός είναι και ο λόγος που κάποιες φορές η αφήγηση, όντας ωμή, γίνεται ασυνεπής, ακόμα και ακατανόητη, σχεδόν σουρεαλιστική, με εισαγωγικές φράσεις όπως: «Μια μέρα, ο Κύριός μας και ο Διάβολος ήταν ξανά μαζί και ταξιδεύανε», «Ήταν μια γυναίκα που το παιδί της τα ‘κανε πάνω του, και η ανέμελη γυναίκα το καθάρισε με ψωμί» και «Στην πρώτη του εμφάνιση ο εραστής άφησε ένα μαχαίρι στο τραπέζι». Η φράση «ήτανε μια φορά κι έναν καιρό» που χρησιμοποιείται σε διάφορες παραλλαγές της ανά την Ευρώπη από τον 14ο αιώνα, δεν συναντάται σε αυτές της αφηγήσεις χωρικών, εργατών και υπηρετών, όπως τις κατέγραψε ο Schönwerth.
Στις αφηγήσεις του Schönwerth δεν συναντάμε κατά κύριο λόγο κορίτσια πρωταγωνιστές, όπως μας έχουν συνηθίσει τα γνώριμά μας παραμύθια (Κοκκινοσκουφίτσα, Σταχτοπούτα, Χιονάτη, πριγκίπισσες), αλλά βρίσκουμε ότι και οι άντρες ταλαιπωρούνταν εξίσου από δράκους, μάγισσες, τέρατα και διάφορα άλλα εμπόδια. Η Eichenseer συμπληρώνει ότι τα παραμύθια δεν απευθύνονται αποκλειστικά σε παιδιά: «Ο κύριος σκοπός τους είναι να βοηθήσουν νεαρούς και νεαρές στο δρόμο προς την ενηλικίωση, δείχνοντάς τους ότι οι κίνδυνοι και οι προκλήσεις μπορούν να ξεπεραστούν με την αρετή, τη σύνεση και το θάρρος».
Ο ίδιος ο Schönwerth είχε εκδώσει ένα τρίτομο έργο με το υλικό που μάζεψε μετά από δεκαετίες αναζήτησης, το οποίο όμως δεν τράβηξε την προσοχή και γρήγορα πέρασε στην αφάνεια, για να ξαναανακαλυφθεί στο αρχείο του λίγα χρόνια πριν. Ο Τζέικομπ Γκριμ είπε γι’ αυτόν «Πουθενά σε ολόκληρη τη Γερμανία δεν υπάρχει άλλος που να συλλέγει μύθους με τέτοια ακρίβεια, επιμέλεια και με τόσο ευαίσθητο αυτί» Στον βασιλιά Μαξιμιλιανό ΙΙ της Μπαβαρίας είπε ότι ο μόνος που θα μπορούσε να αντικαταστήσει αυτόν και τον αδερφό του, είναι ο Schönwerth. Η συλλογή περιλαμβάνει, εκτός από ιστορίες που δεν υπάρχουν σε καμία άλλη έκδοση, τοπικές εκδοχές γνωστών παραμυθιών, όπως της Σταχτοπούτας και του Ρουμπελστίνσκιν. Οι παραλλαγές κάνουν τις ιστορίες πολλές φορές αγνώριστες, καθώς η Σταχτοπούτα του Schönwerth είναι κόρη ενός ξυλουργού που χρησιμοποιεί χρυσά σανδάλια για να σώσει τον αγαπημένο της από τη χώρα πέρα από το φεγγάρι και τον ήλιο και, στη συνέχεια, με ένα τσεκούρι κόβει την ουρά μιας γιγαντιαίας γάτας για να λυτρώσει έναν πρίγκιπα από ξόρκια.
Χωρίς άλλες καθυστερήσεις:
Το Μικρό Ιπτάμενο Κουτί
Ένας ξυλουργός, που τον κρατούσαν σε μπουντρούμι, έστειλε μήνυμα στο βασιλιά ότι αν τον άφηνε να ζήσει, θα του έφτιαχνε έναν θησαυρό, που σαν κι αυτόν κανένας άλλος δεν υπήρχε στον κόσμο. Έτσι κι έγινε. Ο ξυλουργός έφερε ένα μικρό κουτί στον βασιλιά, κάθισε πάνω του, και αυτό άρχισε να βρυχάται και σηκώθηκε στον αέρα και πέταξε με τον ξυλουργό έξω από ένα παράθυρο και ξαναμπήκε στο δωμάτιο από ένα άλλο. Ο βασιλιάς κράτησε το μικρό κουτί στο θησαυροφυλάκιό του.
Ο βασιλιάς είχε ένα γιο, στον οποίο οι υπηρέτες είχαν από πολύ παλιά να φέρουν καινούργια παιχνίδια. Αφού τα έσπαζε όλα και δεν υπήρχε τίποτα άλλο, του έφεραν το μικρό κουτί. Το αγόρι το σφυροκοπούσε και ήθελε να το κάνει σα βαγόνι για να κάτσει μέσα. Η υπηρέτρια έφερε ένα σχοινί, και το έδεσε από τη μια μεριά, για να τον σέρνει γύρω-γύρω. Μόλις κάθισε το αγόρι, το κουτί απογειώθηκε και πέταξε προς το ανοιχτό παράθυρο και έφυγε έξω, όσο κι αν η υπηρέτρια τραβούσε το σχοινί, και εξαφανίστηκε.
Έκανε μεγάλο το ταξίδι, μέχρι που το σχοινί πιάστηκε στην κορυφή ενός δέντρου και η πτήση τελείωσε. Στο δέντρο υπήρχε μια εγκαταλελειμμένη φωλιά πελαργού, όπου το αγόρι ξεκουράστηκε για λίγο, και άφησε το μικρό κουτί εκεί, όταν κατέβηκε από το δέντρο για να πάει στην κοντινή πόλη. Στο δρόμο συνάντησε έναν παπουτσή που χρειαζόταν βοηθό, και κάθισε στη δούλεψή του.
Αυτή η πόλη είχε έναν βασιλιά που δεν είχε μπορέσει να κάνει παιδιά. Είχε προφητευτεί ότι θα έκανε μια κόρη που θα τον ντρόπιαζε όταν θα μεγάλωνε και θα έφευγε με έναν ξένο. Οπότε όταν ο βασιλιάς όντως έκανε κόρη, σκέφτηκε για πολύ καιρό τι να κάνει και του ήρθε η ιδέα να χτίσει έναν πανύψηλο πύργο με ένα μικρό δωμάτιο στην κορυφή για την πριγκίπισσα. Έτσι κι έγινε.
Ο νεαρός παπουτσής, που ακόμα φορούσε τα όμορφα κόκκινα παπούτσια από το σπίτι του και δεν τα είχε σκίσει, άκουσε την ιστορία για την πριγκίπισσα που ζούσε ψηλά πάνω από τα σύννεφα, που ήταν και όμορφη, από άλλους βοηθούς παπουτσήδων. Ώστε μια μέρα, ξεκίνησε και πήγε πίσω στο δέντρο με τη φωλιά πελαργού, σκαρφάλωσε, κάθισε στο μικρό του κουτί και πέταξε και μπήκε στο παράθυρο της πριγκίπισσας. Και το έκανε αυτό κάθε μέρα μετά τη δουλειά, μέχρι που τον υποψιάστηκαν.
Ο βασιλιάς έγινε έξαλλος από αυτό. Έβαλε να καλύψουν το περβάζι με κόλλα για ξόβεργες ώστε να πιάσει τον «άνθρωπο-πουλί», και έτυχε έτσι που να βρεθεί ένα παπούτσι κολλημένο στο περβάζι. Με διαταγή του βασιλιά, το παπούτσι πέρασε από χέρι σε χέρι και από πόδι σε πόδι. Μεγάλη αμοιβή υποσχέθηκε σε όποιον θα ταίριαζε το παπούτσι. Η αμοιβή δεν διεκδικήθηκε μέχρι που το παπούτσι ταίριαξε στον νεαρό παπουτσή σαν να ‘ταν το πετσί του. Δεν πρόσεξε την παγίδα, γλίστρησε το πόδι μέσα στο παπούτσι και πιάστηκε και τον βάλαν φυλακή.
Η πριγκίπισσα, όταν τη ρώτησαν το όνομα του εραστή της, παρίστανε ότι δεν ήξερε και είπε ψέματα, αλλά πρόδωσε το μυστικό της όταν της είπαν ότι ο παπουτσής θα γινόταν άντρας της και ότι ο βασιλιάς ήδη ετοίμαζε το νυφικό κρεβάτι τους. Αλλά, ο βασιλιάς ετοίμαζε την νεκρική πυρά όπου σχεδίαζε να κάψει το ζευγάρι.
Όλοι τρέξανε να δουν τι συνέβαινε. Μεγάλο κοινό μαζεύτηκε. Όλοι κλαίγανε και θρηνούσαν τη μοίρα του δυστυχισμένου νεαρού ζευγαριού. Αυτοί, όμως, κάθισαν στο σωρό με τα ξύλα αγκαλιασμένοι και φαινόντουσαν χαρούμενοι. Τη στιγμή που τα ξύλα άρχισαν να σκάζουν και να βγάζουν καπνό, ο νεαρός παπουτσής ανακάθισε πάνω στο μικρό του κουτί, αυτό βρυχήθηκε σαν άλογο με φτερά και πέταξε μέσα από τους καπνούς και τις φλόγες ψηλά στον αέρα. Ο βασιλιάς και το κοινό έμειναν με άδεια τα χέρια. Όταν ο πρίγκιπας γύρισε σπίτι στους γονείς του, παντρεύτηκε την όμορφη πριγκίπισσα.
Η Πριγκίπισσα Και Τα Γογγύλια
Ένας νεαρός πρίγκιπας έχασε τον δρόμο του στο δάσος και έφτασε σε μια σπηλιά. Πέρασε τη νύχτα εκεί, και όταν ξύπνησε, δίπλα του στεκόταν μια γριά γυναίκα με μία αρκούδα και έναν σκύλο. Η γριά μάγισσα φαινόταν πολύ όμορφη και έλπιζε ο πρίγκιπας να μείνει μαζί της και να την παντρευτεί. Αυτός δεν μπορούσε να την αντέξει, αλλά δε μπορούσε να φύγει από εκείνο το μέρος.
Μια μέρα, η αρκούδα ήταν μόνη μαζί του και είπε στον πρίγκιπα: «Τράβηξε το καρφί από τον τοίχο, ώστε να απελευθερωθώ, και άφησέ το κάτω από ένα γογγύλι στο λιβάδι, και με αυτόν τον τρόπο θα αποκτήσεις μια όμορφη γυναίκα.» Ο πρίγκιπας άρπαξε το καρφί με τέτοια δύναμη που η σπηλιά ταρακουνήθηκε και το καρφί έσπασε με θόρυβο σαν βροντή κεραυνού. Πίσω του μια αρκούδα σηκώθηκε από το έδαφος σαν άνθρωπος, με γένια και ένα στέμμα στο κεφάλι.
«Τώρα θα βρω μια όμορφη κοπέλα» φώναξε ο πρίγκιπας και ξεκίνησε βιαστικός. Βρέθηκε σε ένα λιβάδι με γογγύλια και ήταν έτοιμος να βάλει το καρφί κάτω από ένα, όταν εμφανίστηκε μπροστά του ένα τέρας, και το καρφί του έπεσε, και τρύπησε το δάχτυλό του σε έναν θάμνο και από την πολύ αιμορραγία έπεσε λιπόθυμος. Όταν ξύπνησε κατάλαβε ότι ήταν σε κάποιο άλλο μέρος και ότι είχε κοιμηθεί πολύ καιρό, γιατί το απαλό του πηγούνι ήταν τώρα τραχύ με ξανθά γένια.
Σηκώθηκε και ξεκίνησε μέσα από λιβάδια και δάση και έψαξε κάθε λιβάδι με γογγύλια αλλά πουθενά δε βρήκε αυτό που έψαχνε. Μέρα πέρασε, και νύχτα πάλι, και ένα απόγευμα κάθισε σε έναν βράχο κάτω από έναν θάμνο, που σε ένα κλαδί είχε μια μαυρομουριά με κόκκινους ανθούς. Έσπασε το κλαδί, και επειδή μπροστά του, ανάμεσα σε άλλα πράγματα στο έδαφος, είχε ένα μεγάλο, άσπρο γογγύλι, έχωσε το κλαδί μέσα στο γογγύλι και αποκοιμήθηκε.
Όταν ξύπνησε την επομένη, το γογγύλι δίπλα του έμοιαζε με ένα μεγάλο, ανοιχτό κοχύλι που μέσα του βρισκόταν το καρφί, και το τοίχωμα του γογγυλιού έμοιαζε με τσόφλι, που το κέντρο του φαινόταν να παίρνει το σχήμα του. Εκεί είδε το μικρό πόδι, το λεπτό χέρι, ολόκληρο το σώμα, ακόμα και τα μαλλιά σχηματισμένα πολύ εκλεπτυσμένα, όπως αυτά που θα είχε ένα όμορφο κορίτσι.
Ο πρίγκιπας σηκώθηκε και ξεκίνησε την αναζήτησή του, και έφτασε επί τέλους στη σπηλιά στο δάσος, αλλά δεν ήταν κανένας εκεί. Πήρε το καρφί και το κάρφωσε στον τοίχο της σπηλιάς, και μονομιάς εμφανίστηκαν η γριά γυναίκα και η αρκούδα. «Πες μου, γιατί εσύ σίγουρα ξέρεις,» γρύλισε ο πρίγκιπας στη γριά, «πού κρατάς το όμορφο κορίτσι;» Η γριά γέλασε και είπε: «Αφού με έχεις, γιατί με περιφρονείς;»
Η αρκούδα έγνεψε, επίσης, και αναζήτησε το καρφί στον τοίχο. «Εσύ είσαι όντως ειλικρινής», είπε ο πρίγκιπας, «αλλά η γριά δεν θα με ξανακοροϊδέψει». «Απλά βγάλε το καρφί», μούγκρισε η αρκούδα. Ο πρίγκιπας τράβηξε το καρφί έξω μέχρι τη μέση, κοίταξε γύρω του, και είδε ότι η αρκούδα ήδη είχε γίνει η μισή άνθρωπος, και η αντιπαθέστατη γριά σχεδόν σαν ένα όμορφο και γλυκό κορίτσι. Αμέσως τράβηξε έξω το καρφί και όρμηξε στην αγκαλιά της, γιατί είχε απελευθερωθεί από τα ξόρκια και το καρφί άναψε σαν φλόγα, και το νεαρό ξανθό ζευγάρι ταξίδεψε με τον πατέρα του, τον βασιλιά, στο βασίλειό του.
0 comments
Δημοσίευση σχολίου