Ο Νταβέλης καταγόταν από τα Στύρα Ευβοίας και ήταν από οικογένεια κουτσοβλάχικης καταγωγής. Το πραγματικό του όνομα ήταν Χρήστος Νάτσος.
Σαν μεγάλωσε έγινε ομορφάντρας, ασίκης και ντελικανής και επειδή το ψωμί στο χωριό ήταν λίγο, γύρω στα 18 με 20 χρόνια του, πήγε στη Αθήνα να κάνει τον γαλατά στην μονή Πετράκη με την βοήθεια ενός μπάρμπα του που ήταν ήδη ιερέας στην Μονή.
Ήταν στην μονή, προϊστάμενός του θα λέγαμε, σήμερα ο πάτερ Συμεών άνθρωπος του Θεού
, με σαρκικά πάθη όμως. Ο πάτερ λοιπόν είχε συνάψει ερωτικές σχέσεις με μια καλόγρια, τη Νεζώ από το γυναικείο μοναστήρι του Άγιο Παντελεήμονα.
H απόσταση που τους χώριζε όμως, ήταν τεράστια για τα δεδομένα της εποχής και ο πάτερ Συμεών σκέφτηκε πως κάποιος θα 'πρεπε να μεσολαβούσε μεταξύ τους έτσι ώστε να έχουν επικοινωνία μέσω αλληλογραφίας. Θεώρησε λοιπόν ως κατάλληλο άτομο τον 20χρονο Χρήστο. Έτσι τον έπιασε μια μέρα και του είπε ότι καθώς πηγαίνει το γάλα στην κυρά Νεζώ στη μονή όπου διέμενε, να της δώσει και ένα σημείωμα το οποίο έγραφε δήθεν για κάποιες δουλειές του μοναστηριού που της είχε αναθέσει.
το σούρτα φέρτα του Νταβέλη έκανε την Νεζώ να τον ερωτευτεί
Ο ανύποπτος Νταβέλης παρέδωσε το σημείωμα στην καλόγρια και εκείνη με τη σειρά της του έδωσε ένα άλλο σημείωμα. Αυτό γινόταν συνεχώς για πολύ καιρό και το σούρτα φέρτα του Νταβέλη έκανε την Νεζώ να τον ερωτευτεί (ήταν ωραίος άντρας στα ντουζένια του ο Χρήστος είπαμε).
Επειδή όμως τα ωραία πράγματα τελειώνουν γρήγορα, με κάποιον τρόπο ο πάτερ Συμεών κατάλαβε τα νταραβέρια της Νεζώ με τον Νταβέλη και φούντωσε η ζήλια μέσα του. Έτσι για να τον εκδικηθεί έπαιρνε το γάλα που μοίραζε ο Νταβέλης και το αραίωνε με νερό, με αποτέλεσμα να κάνει ο κόσμος παράπονα. Σαν να μην έφτανε αυτό, έκρυψε κάπου ένα πρόβατο από τη στάνη της μονής και πήγε ύστερα στον ηγούμενο λέγοντας του ότι το 'κλεψε ο Νταβέλης.
Ένα απόγευμα λοιπόν που γύρναγε ο Χρήστος από τη Νεζώ, τον περίμεναν δύο χωροφύλακες για τα περαιτέρω. Πέρασε ολόκληρη νύχτα στα υπόγεια της μοιραρχίας των Αθηνών και τελικά τον άφησαν ελεύθερο όταν δεν βρέθηκε κανένα στοιχείο εναντίον του αλλά προφανέστατα όμως θα έφαγε ένα γερό μερεμέτι ξύλο κατά την συνήθεια της εποχής.Ύστερα από αυτό, ο αδικημένος, ταπεινωμένος και ξυλοφορτωμένος 20χρονος Χρήστος Νάτσος γύρισε στο χωριό του τα Στύρα.
Αλλά θέλει ο χριστιανός να αγιάσει αλλά δεν τον αφήνουν οι διαόλοι
λέγανε οι παλιοί για να δικαιολογήσουν τα ανομήματά τους. Και ο Νταβέλης δεν αποτέλεσε εξαίρεση.
Στο χωριό επιχείρησε να ζήσει μια νομοταγή ζωή, ερωτεύτηκε μια όμορφη τσούπρα την κόρη του προέδρου και θέλησε να την παντρευτεί και να νοικοκυρευτεί. Ο πρόεδρος όμως δεν την είχε για τα μούτρα του αλλά για κάποιο τσελιγκόπουλο.
Εκεί στο δεν στην δίνω
ο ένας, όχι θα την πάρω με το στανιό
ο άλλος, μια Κυριακή γιορτή, στο χωριό έφτασε ένα απόσπασμα το οποίο αναζητούσε κάποιους λιποτάκτες ανάμεσα τους και κάποιον ονόματι Νάστο. Ο πρόεδρος ευκαιρία βρήκε και τους κατέδειξε τον Νταβέλη ο οποίος λεγόταν Χρήστος Νάτσος και όχι Νάστος. Εξαιτίας αυτής της ηχητικής ομοιότητας των ονομάτων ξεκίνησαν όλα.
Δέκα άντρες του αποσπάσματος μαζί με τον φρούραρχο, πήγαν προς το μέρος της πλατείας όπου γινόταν χορός και γλέντι. Και τότε λίγο το γιορτινό κρασί λίγο η αψάδα της νιότης, έγινε συμπλοκή μεγάλη. Η παρέα του Νταβέλη, όταν πήγαν να τον συλλάβουν, πέσανε επάνω στους άντρες του αποσπάσματος. Ανεξακρίβωτες πληροφορίες είπαν ότι τρείς από τους φίλους του λαβώθηκαν βαριά στον καυγά. Το σίγουρο είναι ότι ο ίδιος, κατάφερε να ξεφύγει και αφού χώθηκε μέσα σε μια ρεματιά εξαφανίστηκε. Δεν κατόρθωσαν να τον βρουν ποτέ παρ όλες τις επίμονες προσπάθειες της χωροφυλακής.
Στο κλαρί
Το να βγεις στο κλαρί τότε ήταν το μόνο εύκολο. Μιλάμε για το 1850 που η Ελλάδα ήταν κατακλυσμένη από ληστές δύο ειδών. Τους ληστές των ορέων, ανθρώπους που είτε πεινάγανε και ψάχνανε μια διέξοδο στην ληστεία είτε συνηθισμένοι στον ελεύθερο τρόπος ζωής δεν σήκωναν το καπίστρι που προσπαθούσε να τους βάλει η κεντρική εξουσία και με το παραμικρό άρπαζαν ένα ντουφέκι και ντουγρού για το βουνό. Οι άλλοι ήταν οι ληστές των πεδινών, άνθρωποι που τα οικονόμησαν σαν ληστές των ορέων και κατέβηκαν «νομοταγείς» πλέον στα πεδινά. Στους τελευταίους καλό ήταν να συμπεριληφθούν και οι πολιτικοί – κομματάρχες της εποχής.
Αυτούς τους καιρούς λοιπόν, εμφανίζεται και ο Νταβέλης στο βουνό με την ελπίδα –όπως κάνανε και πολλοί άλλοι– να κλέψει και να περάσει από την μια κοινωνική τάξη στην άλλη.
Γρήγορα «μυήθηκε» σε διάφορες συμμορίες και έγινε και αυτός ληστής.
Ο Νταβέλης όμως το ‘χε. Ήταν ηγέτης, ρωμαλέος και με πειθώ. Έτσι σύντομα κατόρθωσε και έφτιαξε δικιά του συμμορία της οποίας έγινε αρχηγός και που τα κυριότερα μέλη της ήταν ο «αποτρόπαιος Κακαράπης» (Λουκάς Μπελούλιας από το Κυριάκι Λιβαδειάς), «ο κτηνώδης Καλαμπαλίκης», ο «απαίσιος και ωμός Τσιμπουκλάρας», αλλά και άλλοι, όπως ο Φουντούκης, ο Ντελής, και ο Ζαφείρης.
Η νέα συμμορία άρχισε αμέσως την δράση της εισβάλλοντας στην Αθήνα και ρημάζοντας το σπίτι κάποιου ονόματι Ευλάμπιου. Το συμβάν κατέπληξε ολόκληρη την πόλη των Αθηνών που σύντομα θα είχε και άλλες εκπλήξεις.
Μετά τη ληστεία η συμμορία κατευθύνθηκε προς το Δαφνί. Εκεί, σε ένα πανδοχείο ο Νταβέλης γνωρίστηκε με τον περίφημο Ιωάννη Μέγα, υπολοχαγό του Πεζικού, πρώην ληστή και με τον οποίο σύντομα έγιναν αδερφικοί φίλοι. Μια φιλία όμως που σύντομα μετατράπηκε σε μίσος αφού λίγο καιρό αργότερα ο Μέγας ζήτησε από τον Νταβέλη να αιχμαλωτίσει και να του παραδώσει την πανέμορφη Ιταλίδα Κόμισσα Μπανκόλι την οποία ο Μέγας είχε ερωτευθεί παράφορα αλλά εκείνη του έριξε χυλόπιτα. Όντως ο Νταβέλης απήγαγε την κόμισσα αλλά αντί να την παραδώσει στον φίλο του την άφησε ελεύθερη... και τα κουτσομπολιά της εποχής δώσανε και πήρανε.
Η «καταξίωση»
Μέχρι τότε η συμμορία του ήταν σαν όλες τις άλλες, κλέβανε κανέναν πλούσιο, τους κυνηγούσαν τα αποσπάσματα, ξεφεύγανε και φτου απ’ την αρχή. Ώσπου μια μέρα συνέλαβε έξω από το Δαφνί τον αρχηγό του Γαλλικού αποσπάσματος, λοχαγό Μπερτώ. Με την απαγωγή αυτή ο Νταβέλης προσπάθησε να εκβιάσει την κυβέρνηση για να πάρει όσο το δυνατόν περισσότερα λύτρα, όμως ο Μπερτώ άνηκε στον στρατό κατοχής των Αγγλογάλλων στον Πειραιά (Ο στρατός κατοχής είχε σκοπό να καταπνίξει την επανάσταση στην Ήπειρο-Θεσσαλία κατά τον πόλεμο της Κριμαίας) και έτσι ο Νταβέλης φάνηκε σαν να ήταν ο μοναδικός που έδινε μάχη εναντίον του στρατού κατοχής κι αυτό τον ανέβασε πολύ στην εκτίμηση του λαού. Μύθοι και θρύλοι άρχισαν να κυκλοφορούν γι’ αυτόν.
Προσωπικά εκτιμώ ότι το προσωνύμιο «νταβέλης» του δόθηκε τότε (devil=νταβέλης).
Η συμμορία διανυκτέρευσε μαζί με τον λοχαγό σε ένα δάσος και το πρωί αναχώρησαν προς άγνωστη κατεύθυνση. Οι ληστές έστειλαν γράμμα που έλεγε ότι ζητούσαν 30.000 φράγκα για την απελευθέρωση του αιχμαλώτου και ότι έπρεπε η Κυβέρνηση να δώσει διαταγή να αποσυρθούν όλα τα στρατιωτικά αποσπάσματα που ήταν στο κατόπιν τους.
Και έτσι έγινε. Τα λύτρα δόθηκαν, τα αποσπάσματα έφυγαν, ο Μπερτώ απελευθερώθηκε. Μετά την επιτυχία αυτή η συμμορία γλυκάθηκε.
Ο Κακαράπης μαζί με κάποιους από τη συμμορία όρμησε στο χωριό του Αγ. Γεωργίου του δήμου Πέτρας και ακολούθησε συμπλοκή με το στρατιωτικό απόσπασμα, το οποίο έτρεψαν σε φυγή (!!) έπειτα συνέλαβαν το δήμαρχο ζητώντας λύτρα 30.000 δραχμών. Όταν είδε ότι τα λεφτά δεν ερχόντουσαν, κατάσφαξε τον δήμαρχο και λεηλάτησαν όλα τα σπίτια του χωριού παίρνοντας αμέτρητα λάφυρα.
Το νέο έφτασε στην Αθήνα και η Κυβέρνηση απελπίστηκε. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Είχε στείλει ήδη μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις στο κατόπι των ληστών χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι αποφάσισε να λάβει άλλα μέτρα και να εξοντώσει τους ληστές δια μέσου επικηρύξεων και προδοσιών, αλλά απέτυχε. Ο Νταβέλης έσφαξε 4 από τους συντρόφους του γιατί τους υποψιάστηκε για προδότες και κανένας δεν διανοήθηκε να κουνηθεί ρούπι.
Τα χρήματα άρχισαν να τελειώνουν και η συμμορία έκανε νέα απαγωγή στην περιοχή της Αράχωβας ζητώντας πάλι λύτρα. Ο «τυχερός» ήταν κάποιος Παπασταθόπουλος, ονομαστός νοικοκύρης της περιοχής.
Τα εγκλήματα
Στην συνέχεια, σε μια από τις πιο αιματοβαμμένες σελίδες στην ιστορία των ληστών της Ελλάδας ήταν η εισβολή του Νταβέλη στη Λειβαδιά.
Το γεγονός έμεινε στην ιστορία. Ένα ντελίριο φρίκης, τρόμου και αιμοσταγούς κτηνωδίας με ανελέητες σφαγές,
κατακρεουργημένα πτώματα, λεηλασίες και εμπρησμούς. Οι πάντες και τα πάντα βουτήχτηκαν στις φλόγες και στο αίμα.
Μετά από το μακάβριο συμβάν οι ληστές έστειλαν επιστολή στον Όθωνα που έλεγε ότι εάν δεν τους δώσει την πολυπόθητη γι’ αυτούς αμνηστία (γιατί για αυτό το σκοπό γινόντουσαν όλα) εντός δέκα ημερών, θα έκαναν παρόμοια εισβολή με εκείνη της Λειβαδιάς, στην Αθήνα. Ο Νταβέλης τόνισε στην επιστολή ότι δεν θα πήγαινε με 70 άτομα αλλά με 200. Πάλι όμως οι προτάσεις των ληστών απορρίφθηκαν και πάλι αποσπάσματα βγήκαν στο κατόπιν τους αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Φεύγοντας από τη Λειβαδιά και πηγαίνοντας για Παρνασσό, η συμμορία εισέβαλε στη Μονή Πελαγίας όπου έκλεψαν τα πάντα.
Ο Νταβέλης όμως δεν είχε ξεχάσει και εκείνο τον πρόεδρο από το χωριό του στα Στύρα. Μια ωραία πρωία Κυριακή ήτανε, μπήκε μέσα στο χωριό συνέλαβε τον πρόεδρο και του ‘κοψε το κεφάλι μπροστά στα μάτια όλων.
Σαν το άγριο ζώο που γλυκαίνεται στο ανθρώπινο αίμα, ο Νταβέλης και η συμμορία του διαπράττουν σφαγές ελπίζοντας ότι θα ανάγκαζαν την Κυβέρνηση να τους δώσει αμνηστία. Έτσι συνέχισαν το αιματηρό έργο τους.
Ο Νταβέλης είχε ήδη απαγάγει τα δύο παιδιά κάποιου Βουδούρη και ζητούσε 60.000 δραχμές συν την αμνηστία. Όμως η κυβέρνηση δεν υποχωρούσε.
Πήγαιναν σε διάφορα χωριά, όπου οι ληστές είχαν να ξοφλήσουν παλιούς λογαριασμούς με τους χωρικούς και τους κατάσφαζαν. Τότε ο Νταβέλης μαζί με άντρες του διέμενε στον Ελικώνα. Σε εκείνες τις επιθέσεις ο Καλαμπαλίκης έκανε τις πιο αποτρόπαιες πράξεις εις βάρος των χωρικών, γεγονός που τον κατέστησε ως τον πιο φρικτό και αιμοδιψή λήσταρχο της συμμορίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα όταν ξεγύμνωσε κάποιον δυστυχή ρίχνοντας πάνω του λάδι καυτό. Ήταν αυτός που έβαλε φωτιά σε ολόκληρο το χωριό Στήρσι του δήμου Θερμοπυλών. Το περίεργο είναι ότι παρά το ολοκαύτωμα οι ληστές μπήκαν σε μια εκκλησία και προσκύνησαν την εικόνα του Αγ. Ελευθερίου!!
Λέγεται όμως ότι ο Καλαμπαλίκης μετάνιωσε γι’ αυτό που έκανε και εξαφανίστηκε ξαφνικά από τους συντρόφους του για κάμποσο καιρό χωρίς να ξέρουν που πήγε!
ο Νταβέλης και 70 ληστές περικύκλωσαν ολόκληρο απόσπασμα
Μια ακόμα σύγκρουση, έγινε στην κοιλάδα της Σούρπης όπου ο Νταβέλης και 70 ληστές περικύκλωσαν ολόκληρο απόσπασμα εξαπολύοντας ανελέητο πυρ. Πολλοί από τους άντρες του αποσπάσματος σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν αλλά κανείς από τους συντρόφους του Νταβέλη δεν έπαθε ούτε γρατζουνιά. Με αυτά και άλλα η Κυβέρνηση ένιωθε τελείως αδύναμη μπροστά στους ληστές. Οι καταδιώξεις δεν ήταν μόνο μάταιες αλλά και ολέθριες γι’ αυτούς.
Από την άλλη ο τύπος της εποχής εξαπολύει δριμύ κατηγορώ και ζητά αποτελέσματα. «...Πως είναι δυνατόν να μη διατηρώνται λησταί εις Αττικήν, Μεγαρίδα, Βοιωτίαν και αλλαχού, όταν εν τη πρωτευούση διατηρή η Κυβέρνησις 2.000 στρατού; Πότε η Κυβέρνησις έστειλεν εκατό άνδρας να καταδιώξουν ληστρικήν συμμορίαν; Η κατά την Αττικήν συμμορία Νταβέλη, ποσάκις του μηνός έρχεται εις Πεντέλην και αλλαχού; Πόση δύναμις απεστάλη κατ' αυτής: Ποτέ πλείονες των είκοσι. Καταδιώκεται λοιπόν ούτως η ληστεία; όχι βέβαια».Μετά από τη μάχη στη Σούρπη η συμμορία με επικεφαλής τον Κακαράπη λήστεψε τον ταμία Μεγάρων. Την ίδια ημέρα εισέβαλλαν και στο χωριό Μπάλτσα. Εκεί πέρα από το πλιάτσικο, υποχρεώθηκαν οι χωρικοί να συρθούν γονατιστοί μπροστά τους και να δηλώσουν υποταγή!
Η δύναμη της συμμορίας ήταν κάτι το ασαφές, πότε ενωνόταν και πότε έσπαγε.
Έτσι, κάποια στιγμή η αρχική συμμορία διαιρέθηκε σε τρείς συμμορίες μικρότερες. Του Κακαράπη του Καλαμπαλίκη και του Νταβέλη και οι μικροί αιχμάλωτοι, τα παιδιά του Βουδούρη (που είπαμε παραπάνω), τέθηκαν στην δικαιοδοσία του Νταβέλη. Οι δύο συμμορίες Κακαράπη – Καλαμπαλίκη εισέβαλαν στο χωριό Τοπόλια της Παρνασσίδος το οποίο μετατράπηκε σε θέατρο φρικτής αιματοχυσίας. Δεν έγινε εξαίρεση σε κανέναν. Γυναίκες, παιδιά και γέροντες σφάχτηκαν. Τα παιδιά του δημάρχου, δύο κοριτσάκια τα πήραν μαζί τους. Ήταν η πρώτη μάχη στην οποία πληγώθηκε στο αριστερό χέρι ο Καλαμπαλίκης. Τις επόμενες ημέρες έφτασε επιστολή στους ληστές από τον πατέρα των δύστυχων παιδιών που έλεγε ότι τελικά η Κυβέρνηση θα τους δώσει την αμνηστία εφόσον δεν ήταν ικανή να τα βάλει πια μαζί τους. Τους θερμοπαρακαλούσε να αφήσουν τα παιδιά του ελεύθερα.
Οι ληστές όμως δεν τον πίστεψαν, και διεστραμμένα σκότωσαν τα άτυχα κορίτσια. Το ένα στραγγαλίστηκε αφού πρώτα λιθοβολήθηκε και το άλλο κατακρεουργήθηκε. Το έγκλημα αυτό το διέπραξε ο Τσιμπουκλάρας.
Η σφαγή των παιδιών συγκλόνισε ολόκληρη την Ελλάδα. Το απαίσιο αυτό κακούργημα διαδόθηκε παντού προκαλώντας την αγανάκτηση του πλήθους και της κυβερνήσεως. Ολόκληρη η Στερεά Ελλάδα είχε γίνει τόπος σφαγής. Αργότερα η συμμορία του Καλαμπαλίκη εμφανίστηκε στην Αττική και στρατοπέδευσαν στον Μαραθώνα.
το σύνθημα φυγής
Η Κυβέρνηση μαθαίνοντας την άφιξη τους εκεί, έστειλε αμέσως ισχυρό στρατιωτικό σώμα. Ταυτόχρονα ο ναύαρχος του Γαλλικού στόλου διέταξε το λόχο –που βρισκόταν λόγω ανάρρωσης στην Ιερά Μονή Πεντέλης– να προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια. Η σύγκρουση δεν άργησε να γίνει. Οι πυροβολισμοί αντηχούσαν μέσα από τα πυκνά δάση του Πεντελικού. Ο Τσιμπουκλάρας παραδόθηκε (!) ενώ τρείς από τους ληστές έπεσαν νεκροί. Για πρώτη φορά στην ιστορία της συμμορίας δόθηκε το σύνθημα φυγής από τον Καλαμπαλίκη. Το απόσπασμα, βλέποντας ότι οι ληστές υποχωρούσαν άρχισαν την καταδίωξη. Σκοτώθηκαν 9 ληστές και συνελήφθησαν άλλοι 5. Ο Καλαμπαλίκης μαζί με 22 συντρόφους του χώθηκε μέσα στα δάση της Πεντέλης και χάθηκε. Ο Τσιμπουκλάρας αποκεφαλίστηκε, ενώ τα πτώματα των νεκρών λήσταρχων, θάφτηκαν σε ένα μεγάλο λάκκο κάτω από μια γέρικη ελιά, ο οποίος ονομάστηκε «Λάκος του Καλαμπαλίκη».
Ο Νταβέλης όταν έμαθε το κακό της σφαγής και την καταστροφή που υπέστησαν οι άλλοι σύντροφοί του, άφησε ελεύθερα τα παιδιά του Βουδούρη και αποσύρθηκε λίγο από την δράση… για λίγο όμως!
Κάποια στιγμή που η συμμορία βρισκόταν στις Πλαταιές, ο Νταβέλης στέλνει επιστολή στο δήμαρχο του χωριού Καπαρέλι που τον απειλεί ότι αν δεν του δώσει 1000 τάλαρα θα πυρπολήσει ολόκληρο το χωριό. Αφού οι ληστές πήραν αμέσως τα χρήματα μετέβησαν στους Αγ. Θεοδώρους των Θηβών όπου απαγάγουν τρία παιδιά από τα καλύτερα σπίτια της περιοχής ζητώντας 10.000 δραχμές για να τα απελευθερώσουν.
Επόμενος στόχος του Νταβέλη ήταν κάποιος πολύ πλούσιος ονόματι Σύρμας, κάτοικος του χωριού Βίλια της Αττικής. Αυτός καυχιόνταν σε όλους ότι μονάχα εκείνος μπορούσε να πιάσει τον Νταβέλη. Δυστυχώς γι’ αυτόν όμως οι κουβέντες του αυτές, έφτασαν μέχρι τα αυτιά του λήσταρχου. Το αποτέλεσμα ήταν να απαγάγουν τον εξάχρονο γιo του ζητώντας λύτρα τα οποία φυσικά και πήραν.
επιδρομή στη Θήβα
Μετά ο Νταβέλης έκανε επιδρομή στη Θήβα όπου σημειώθηκαν και άλλες ληστείες.
Ο Νταβέλης είχε πάρει μια μεγάλη απόφαση. Να εισβάλλει στην Αθήνα και να πιάσει αιχμάλωτο τον υπουργό των Στρατιωτικών γιατί αυτός ήταν που έστελνε τα αποσπάσματα εναντίον του. Όταν τον ρώτησαν οι σύντροφοι του σε τι αποσκοπούσε η απαγωγή εκείνος τους απάντησε: «Ή αμνηστία θα μας δώσουν, ή εμείς θα τους δώσουμε το κεφάλι του υπουργού».
Πολύ απλά τα πράγματα.
Έμαθε από σύντροφο του, τον Στράτσο, ότι ο υπουργός των Στρατιωτικών Σμολένσκης τον οποίο είχε από καιρό βάλει στο μάτι ο Νταβέλης, θα πήγαινε στον Πειραιά. Όμως αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν αρκετά δύσκολα. Μια συμμορία μόλις 70 ατόμων ήταν έτοιμη να συγκρουστεί με 2000 (!!!!) στρατιώτες έτοιμους να τους υποδεχθούν με λόγχες και σφαίρες. Ο Καλαμπαλίκης προσπάθησε ν’ αλλάξει γνώμη στον Νταβέλη να μην εισβάλλουν στην Αθήνα γιατί τα αποτελέσματα θα ήταν οδυνηρά γι’ αυτούς, αλλά ο Νταβέλης επέμεινε.
Έτσι και έγινε. Λίγο πριν το ξημέρωμα, η συμμορία εγκατέλειψε το λημέρι της και κατευθύνθηκε προς την Αθήνα. Η συμμορία στρατοπεύδευσε επί της οδού Ερμού χωρίς να γίνει αντιληπτή από κανένα! Αυτό είναι κάτι το παράξενο αλλά βέβαια μιλάμε για την Αθήνα του 1850, ένα μεγάλο χωριό δηλαδή.
Ολόκληρη την ημέρα εκείνη η συμμορία έμεινε μέσα σε ένα αχυρώνα. Ύστερα ήρθε η νύχτα. Ο Νταβέλης τοποθέτησε την συμμορία στα κατάλληλα σημεία. Το ξημέρωμα, δέκα άμαξες από τα βάθη της οδού Πειραιώς άρχισαν να πλησιάζουν. Την πρώτη επίθεση προς τους αμαξηλάτες την έκανε ο Νταβέλης ενώ αμέσως μετά έκαναν την εμφάνιση τους μέσα από το δάσος (της οδού Πειραιώς!!!) οι υπόλοιποι, με κραυγές, ουρλιαχτά και βρισιές. Ούτε ένας από τους επιβάτες δεν τόλμησε να αντισταθεί στους ληστές. Ούτε στο ελάχιστο. Στη θέα του ληστή μαρμάρωσαν οι πάντες από τον τρόμο.
Ο Νταβέλης τους διέταξε να κατέβουν όλοι κάτω. Για κακή του τύχη όμως, ο υπουργός δεν βρισκόταν σε καμία άμαξα. Οργισμένος ο Νταβέλης πήρε μαζί του 27 αιχμαλώτους, όλοι άνθρωποι της υψηλής κοινωνίας, τους έβαλε στις άμαξες και όλοι μαζί κατευθύνθηκαν προς το Δαφνί. Καθώς οι άμαξες πήγαιναν προς το Δαφνί, ο αμαξηλάτης σταμάτησε και είπε στον Νταβέλη ότι μπροστά τους βρισκόταν ένα Γαλλικό περίπολο. Ακολούθησε ένα ακόμα λουτρό αίματος με γιαταγάνια, λόγχες και ντουφέκια να θερίζουν κορμιά. Η συμμορία αναγκάστηκε να υποχωρήσει προς την πεδιάδα των Σεπολίων αφήνοντας αμανάτι τους ομήρους.
Το τέλος Η προδοσία έρχεται σιγά σιγά.
Ο λαός λέει την παροιμία «μια του κλέφτη, δύο του κλέφτη, τρείς και η κακή του μέρα» και μπορεί στην περίπτωση του Νταβέλη να άργησε αυτή η ημέρα αλλά φαίνεται ότι πλησίαζε.
Το ποτήρι ξεχείλιζε και οι πάντες θέλουν το κεφάλι του Νταβέλη.
Η προδοσία έρχεται σιγά σιγά.
«Εν τω μεταξύ, ο κάλλιστα περί όλων πληροφορούμενος Νταβέλης, έμαθεν ότι ο Ζαφείρης ελθών εις συνεννοήσεις με τον Μέγαν, ανέλαβε να υποδείξει εις αυτόν το λημέρι του ληστάρχου» λέει ο Καμπούρογλου.
Ο Ζαφείρης, στέλεχος της συμμορίας του Νταβέλη, πέφτει στα χέρια των αρχών και για να γλυτώσει το κεφάλι του, τα κελαηδάει όλα του Μέγα (εκείνου του παλιόφιλου που λέγαμε και που τσακωθήκανε για τα μάτια της πανέμορφης Ιταλίδας Κόμισσας Μπανκόλι και που από τότε άσβεστο μίσος επικρατούσε).
Τα πράγματα στενεύουν. Τα αποσπάσματα βρίσκονται πλέον ένα βήμα πίσω. Ο Νταβέλης νοιώθοντας την πίεση αποφασίζει να κινηθεί προς στην περιοχή της Βοιωτίας. Κάποιοι είπανε πως έλαβε γράμμα από την κόμισσα Μπανκόλι που τον καλούσε κοντά της στην Ιταλία στέλνοντας πλοιάριο να τον παραλάβει και βρίσκονταν στην περιοχή αναμένοντας το. Άλλοι πάλι ότι δέχθηκε πρόταση από κάποιον ληστή ονόματι Πανούση να κάνουν μαζί δουλειές.
Περίληψη αναφοράς του γραφείου χωροφυλακής
Περί της ληστρικής συμμορίας του Νταβέλη
Στα τέλη Ιουνίου 1856, συνελήφθη από απόσπασμα Χωροφυλακής Βοιωτίας ο λήσταρχος Μπαρμπαγιάννης με συντρόφους του και επρόκειτο να μεταφερθούν στη Λιβαδειά για ανακρίσεις. Ο Νταβέλης, που εν τω μεταξύ είχε ενωθεί με τις συμμορίες των αρχιληστών Κακαράπη, Φουντούκη και Πανούση αποφάσισε να στήσει ενέδρα για να τους ελευθερώσει, αλλά χάρις στα μέτρα που έλαβε ο Μοίραρχος Βακάλογλου η απελευθέρωση των κρατουμένων ληστών απετράπη.
Και, όπως προκύπτει από σχετική του έκθεση με ημερομηνία 3-7-1856, διέταξε αμέσως τους υπολοχαγούς Μέγα, Αυγέρη και Μέρμηγκα να ερευνήσουν τις ύποπτες θέσεις των περιφερειών Κυριακίου, Λιβαδειάς και Οσίου Λουκά και τον δε ανθυπολοχαγό Στρίμπερη να κάνει το ίδιο στη περιοχή Ζερικίου. Τελικά, οι ληστές ανακαλύφθηκαν από τους αποσπασματάρχες Μέγα και Αυγέρη στη θέση Ρόγκια, μεταξύ Κυριακίου και Οσίου Λουκά, οι οποίοι όμως, τράπηκαν σε φυγή με κατεύθυνση το Μετόχι της Μονής Οσίου Λουκά. Αμέσως άρχισε η καταδίωξη τους από τα αποσπάσματα των οποίων επικεφαλής ήταν ο μοίραρχος Βακάλογλου, αναγκάζοντας τους να καταφύγουν σε ορεινό και απρόσιτο συγκρότημα, όπου κατέλαβαν θέσεις, αφού προηγουμένως δύο απ' αυτούς τραυματίσθηκαν σοβαρά από τα αποσπάσματα και συνελήφθησαν κατόπιν. Από τους άνδρες των αποσπασμάτων τραυματίσθηκε ένας χωροφύλακας.
Παρά τις προσπάθειες των αποσπασμάτων να κυκλώσουν τους ληστές δεν κατέστη δυνατό, γιατί η δίοδος που έπρεπε να περάσουν, ήταν στενή. Μόλις βράδιασε οι ληστές κατάφεραν να διαφύγουν, βοηθούμενοι από έναν μοναχό που γνώριζε καλά την περιοχή.
σημείωμα στον Μοίραρχο Βακάλογλου
Ο Νταβέλης, κατά το χρονικό διάστημα που καταδιώκονταν από τα αποσπάσματα δεν δίστασε σε κάποια στιγμή να στείλει το ακόλουθο σημείωμα στον Μοίραρχο Βακάλογλου:
Ρε μοίραρχε, Σαν σου βαστά, δεν έρχεσαι να παίξωμε δύο τουφεκιές; Νταβέλης.
Το παιγνίδι «της γάτας με το ποντίκι» μεταξύ διωκτικών αποσπασμάτων και της συμμορίας του Νταβέλη συνεχίστηκε για μερικές ημέρες ακόμη έως ότου την 12 Ιουλίου 1856 στο Ζεμενό Βοιωτίας η συμμορία περικυκλώθηκε και μάχη φοβερή ξεκίνησε.
Ακολουθεί απόσπασμα αναφοράς του δημάρχου Χαιρωνίας προς το Επαρχείον Λειβαδιάς.
Περί δε την 4ην ώραν μ.μ. έφθασεν εκ Στειρίου ο διοικητής του μεταβατικού, μοίραρχος Βοιωτίας Π.Βακάλογλου, προς το μεσημβρινόν και επικινδυνώδες μέρος, με απόσπασμα της γραμμής, με επικεφαλής τον υπολοχαγόν της γραμμής Δ. Τσίρον, τον υπομοίραρχον των επικουρικών Πρωτόπαππαν και άλλους στρατιωτικούς της Επικουρικής Χωροφυλακής όστις, διανείμας πολεμεφόδια, διέταξε γενικήν έφοδον, της σάλπιγγος ή ηχησάσης το πολεμικόν της εφόδου σημείον.
Ο Μοίραρχος Π. Βακάλογλου, ξιφήρης, επετέθη έξωθεν των προμαχώνων με τους λοιπούς στρατιωτικούς, όπου απειράριθμοι σφαίραι των ληστών έπιπτον κατ’ αυτού. Τότε δε αρχίσαντος του ιδίου την έφοδον, ο αξιωματικός Ιωαννης Μέγας, φιλοτιμηθείς από την παρουσίαν του Μοιράρχου, εισεπήδησε μόνον εις δύο προμαχώνας των ληστών, και αφού εφόνευσε ένα τούτων, έπεσε και αυτός ενδόξως πυροβοληθείς υπό του Νταβέλη δια πιστολιού, εις τον θώρακα.
Όμως στην αναφορά του, ο δήμαρχος παράλειψε να πει ότι ο Μέγας, λίγο πριν σκοτωθεί από τον Νταβέλη, πρόλαβε να τον λαβώσει θανάσιμα έτσι οι δύο άσπονδοι εχθροί πέθαναν ταυτόχρονα.
Ο λαϊκός μύθος περιγράφει καλύτερα την μονομαχία:
Ο Νταβέλης που έβλεπε τα παλικάρια του να πέφτουν νεκρά το ένα πίσω από το άλλο, κατάλαβε ότι και το δικό του τέλος ήταν κοντά. Ζήτησε τον Μέγα σε μονομαχία. Ο Νταβέλης τότε ούρλιαξε:Ωρέ Μέγα! Ωρέ θρασύμι και φοβητσιάρη. Που είσαι ωρέ μπαμπέση; Που είσαι κρυμμένος ωρέ άτιμε και δεν φαίνεσαι;
Ο Μέγας όρμησε να τον βρει στο λόφο φωνάζοντας:Νταβέλη! Έ ωρέ Νταβέλη! Που είσαι κρυμμένος ωρέ ψευτοπαλληκαρά;
Είχε έρθει επιτέλους η στιγμή που περίμεναν και οι δύο. Όταν ο Μέγας πλησίασε τον Νταβέλη έτοιμος να του ορμήσει οι χωρικοί που βοηθούσαν τα αποσπάσματα όρμησαν και αυτοί πυροβολώντας τον. Ο Νταβέλης τραυματίστηκε ελαφρά και έπεσε στο έδαφος προσποιούμενος τον νεκρό μέχρι να πάει κοντά του ο Μέγας. Ο Μέγας βλέποντας το «νεκρό» Νταβέλη πήγε να του κόψει το κεφάλι ο λήσταρχος έβγαλε την κουμπούρα φωνάζοντας «ούτε ο Νταβέλης στα βουνά ούτε και ο Μέγας στα παλάτια» και τον πυροβόλησε. Έπεσε και ο Μέγας αλλά όχι νεκρός. Έβγαλε ένα τεράστιο μαχαίρι. Το ίδιο έκανε και ο Νταβέλης και άρχισε η αιματοχυσία. Οι άλλοτε αγαπημένοι φίλοι τώρα αλληλοσφάζονταν. Το θέαμα ήταν αποτρόπαιο. Οι μαχαιριές ήταν αμέτρητες και το αίμα χυνόταν ασταμάτητα. Ο Νταβέλης έμπηξε την τελευταία μαχαιριά στο λαιμό του Μέγα. Ταυτόχρονα, ο ίδιος, πνιγμένος μέσα στο ίδιο του το αίμα και το σώμα του κατασφαγμένο δεν μπόρεσε να αντέξει άλλο και άφησε την τελευταία του πνοή.
Οι στρατιώτες έκοψαν όλα τα κεφάλια των νεκρών ληστών
Κατέφθασαν οι στρατιώτες οι οποίοι έγιναν μάρτυρες του πιο μακάβριου θεάματος. Ο Νταβέλης και ο Μέγας νεκροί, κατακρεουργημένοι, σχεδόν αγκαλιασμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, μέσα σε μια τεράστια λίμνη αίματος. Οι στρατιώτες έκοψαν όλα τα κεφάλια των νεκρών ληστών και συνέλαβαν αυτούς τους ελάχιστους που επέζησαν. Και έτσι τελείωσε η μεγάλη τραγωδία. Η μάχη του Ζεμενού είχε λάβει πια τέλος..»
Κατακαημένη Αράχοβα, Νταβέλη, Νταβέλη
Και Δίστομο και Δαύλεια, αχ μωρέ Χρήστο Νταβέλη
Τους κλέφτες τι τους κάματε και τους Κακαραπαίους
Αχ στο Ζεμενό τους έχουμε, τους πολεμάει ο Μέγας
ο Μέγας απ’τη Ράχοβα και ο Δούκας απ’ τη Δαύλεια».
Εις τα ταμπούρια πήδηξε (ο Μέγας) με το σπαθί στο χέρι
Και τον Φουντούκην έκοψε και τον Χρήστο Νταβέλη.
Εκείνο το καλοκαίρι του 1856 για πολλές ημέρες, το κεφάλι του Νταβέλη καρφωμένο σε ένα κοντάρι, στήθηκε στην Πλατεία Συντάγματος να το βλέπει ο κόσμος. Ο Χρήστος Νταβέλης ή Χρήστος Νάτσος πέρασε στην ιστορία. Όλα του τα παλικάρια σκοτώθηκαν στην μάχη ή αιχμαλωτίστηκαν και αργότερα οδηγήθηκαν στην κρεμάλα εκτός από τον «αποτρόπαιο Κακαράπη» (Λουκά Μπελούλια από το Κυριάκι Λιβαδειάς) που κανένας δεν έμαθε τι απέγινε και μέχρι και σήμερα οι κυνηγοί των θησαυρών ακολουθούν τις φήμες που λένε ότι ο Κακαράπης σώθηκε και λίγο πριν πεθάνει από βαθιά γεράματα άφησε χάρτες με τα μέρη που ο Νταβέλης έκρυβε τους θησαυρούς του.
Ο Νταβέλης στο σύντομο σχετικά χρονικό της δράσης του σημάδεψε βαθιά την ελληνική κοινωνία ιδίως στην ύπαιθρο έξω από την πόλη των Αθηνών. Πολλοί ληστές αργότερα, σφετερίστηκαν την φήμη του και κυρίως το όνομά του και με την δράση τους μεγέθυναν την φήμη του μπερδεύοντας και του επίδοξους ερασιτέχνες ερευνητές σαν τα μούτρα μου. Θεωρώ ότι ο Καμπούρογλου στην ιστορία των Αθηνών είναι ή μόνη σοβαρή πηγή, κι όλα τα άλλα για τον Νταβέλη ήταν παραμυθάκια από βιβλιαράκια λαϊκής φαντασίας και κατανάλωσης.
Η Δούκισσα της Πλακεντίας και η σπηλιά του Νταβέλη.
Το 1785 γεννιέται στη Φιλαδέλφεια της Αμερικής η Σοφία Ντε Μπαρμπουά, Δούκισσα της Πλακεντίας, κόρη Γάλλου διπλωμάτη. Επηρεασμένη από το Φιλελληνισμό που επικρατεί εκείνη την εποχή στο Παρίσι, έρχεται στην Ελλάδα και εγκαθίσταται το 1830 στο Ναύπλιο, ενώ βοηθάει τον αγώνα των Ελλήνων για την απελευθέρωση. Στα χρόνια που ακολουθούν, η κόρη της Ελίζα καταπονείται από φυματική νόσο.
Το 1836 η Σοφία και η Ελίζα επιχείρησαν ένα ταξίδι στην Βηρυτό, χάριν στηθικού νοσήματος που έπασχε η κόρη της, η οποία και τελικά πέθανε στη Βηρυττό το 1837. Τέτοιος ήταν ο πόνος της μάνας που ταρίχευσε το σώμα της, το μετέφερε στην Αθήνα και το τοποθέτησε στο υπόγειο της προσωρινής κατοικίας της στην οδό Πειραιώς που το είχε μετατρέψει σε παρεκκλήσιο, έχοντας υπ’ όψη να το θάψει σε μεγαλοπρεπή Ναό που θα έκτιζε στη Πεντέλη.
Το 1840 περιήλθε στην κυριότητα της έκταση 1738 στρεμμάτων στην περιοχή της Πεντέλης αντί τιμήματος 7512 δραχμών. Στην προαναφερόμενη έκταση το 1841 ολοκληρώθηκε η κατασκευή του πύργου της από τον διάσημο αρχιτέκτονα της εποχής Σταμάτη Κλεάνθη. Ο ίδιος αρχιτέκτονας κατασκεύασε μετά από λίγα χρόνια τη Villa Ilissia (1848) στο οποίο σήμερα στεγάζεται το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. Επίσης είχε αναλάβει να κατασκευάσει και το «Καστέλο της Ροδοδάφνης», έργο το οποίο η Δούκισσα δεν πρόλαβε ποτέ να το δει ολοκληρωμένο. Όμως στις 19 Δεκεμβρίου 1847 η προσωρινή εκείνη οικία αποτεφρώθηκε από πυρκαγιά μαζί και το ταριχευμένο σώμα της κόρης της. Το γεγονός αυτό συνετέλεσε στη μεταβολή του χαρακτήρα της ώστε να καταστεί δύστροπη και ακοινώνητη. Η Δούκισσα Σοφία άρχισε να γερνάει απότομα.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής της δεν δεχόταν καμία επίσκεψη εκτός από τη Δεσποινίδα των Τιμών της Βασίλισσας Αμαλίας την Φωτεινή Μαυρομιχάλη, την οποία και η ίδια είχε αναθρέψει, και την κόρη του ήρωα του Μεσολογγίου Χρήστου Καψάλη. Απεβίωσε το 1854 σε ηλικία 64 χρονών. Ετάφη μαζί με την κόρη της στον Πύργο της στη Πεντέλη. Ο δε κληρονόμος αυτής ανεψιός της ερχόμενος από Γαλλία πούλησε τα περισσότερα των κτημάτων της στο Ελληνικό Δημόσιο.
Η Σπηλιά λέγεται των «Αμώμων» ή «Πεντέλης». Δεν έχει καμία σχέση με τον Νταβέλη, ο οποίος ΜΑΛΛΟΝ ούτε που έχει πατήσει το πόδι του εκεί.
Όσο για τη Δούκισσα της Πλακεντίας, ουδέποτε την επισκέφτηκε ο Λήσταρχος στην κρεβατοκάμαρα του μισοτελειωμένου ανακτόρου της Ροδοδάφνης. Εξάλλου, ο Νταβέλης, όταν σκοτώθηκε σε ενέδρα στον Παρνασσό (και όχι Πεντέλη!) το 1856, ήταν 24 χρονών, ενώ η Δούκισσα 70…
Ο λήσταρχος Νταβέλης δεν αναφέρεται να έχει σχέση με το Σπήλαιο της Πεντέλης. Σίγουρα όχι, και τουλάχιστον σίγουρα όχι σαν Λήσταρχος. Οι ιστορίες περί υπόγειων περασμάτων προς το ανάκτορο της Δούκισσας δεν έχουν καμία επαλήθευση, ούτε καν συμπίπτουν χρονολογικά!
Η Δούκισσα της Πλακεντίας, πιθανόν ουδέποτε άκουσε για τον Νταβέλη, η δε κόρη της ήταν ήδη νεκρή όταν ο Χρήστος (Νταβέλης) Νάτσος ήταν… μωρό.
Πάντως η Δούκισσα πρέπει να είχε ένα «νταραβέρι» με ληστές.
Τον Ιούνιο του 1846 η Σοφία φέρεται να αιχμαλωτίστηκε από τον Λήσταρχο Μπίμπιση που είχε κάποιο ορμητήριο στον Υμηττό, αλλά ελευθερώθηκε ύστερα από επέμβαση των Χαλανδριωτών!
Αυτής ακολούθησαν άλλες ιστορίες αναδιαρθρώνοντας κάθε φορά ιστορικά γεγονότα.
0 comments
Δημοσίευση σχολίου