Ίσως διαβάζοντας τον τίτλο του παρόντος κειμένου, να πέρασε από το νου σας η ιδέα, πως το περιεχόμενο του άρθρου μας σχετίζεται με κάποια πιθανή επέλαση ή βόλτα ή όπως θέλετε πείτε το, των θρυλικών ιπποτών του σταυρού στην Ελλάδα. Μερικοί από εσάς, που έτυχε στη ζωή σας να γνωρίσετε πολύ ή λίγο την ιστορία της Φραγκοκρατίας στη χώρα μας, θα διερωτάσθε ασφαλώς γιατί σας κουράζω με αυτόν τον πρόλογο.
Ο λόγος που το κάνω αυτό (και ελπίζω να μην αποτελεί κούραση) είναι επειδή στις μέρες μας, όπως έχω τουλάχιστον εγώ ο ίδιος διαπιστώσει, η γνώση του Έλληνα συνανθρώπου μας για την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1204-1566 μ.Χ.) είναι σε σημαντικό βαθμό ελλιπής, για πολλούς δε η λέξη Φραγκοκρατία
πιθανόν να φέρνει στη φαντασία τους οτιδήποτε άσχετο, ή μακρινό, στην πραγματικότητα της θρυλικής πλέον εποχής των Σταυροφόρων ιπποτών στην Ελλάδα.
Για τούτον το λόγω αποφάσισα να γράψω δυο λόγια για το αντικείμενο αυτό παρουσιάζοντας τα στο site μας, μιας και γνωρίζω από πρώτο χέρι -μέσα από τις σύντομες συζητήσεις που πιάνω κάθε φορά με φίλους, γνωστούς και αγνώστους, για τη μεγάλη μου αγάπη τα κάστρα - ότι τα περισσότερα εξ αυτών βαπτίζονται ανά πάσα στιγμή από τον σύγχρονο επισκέπτη τους ως Ενετικά
, ή στην καλύτερη των περιπτώσεων Βυζαντινά
.
Αυτό συμβαίνει ακόμη και στα σπουδαιότερα εξ’ αυτών σταυροφορικά κάστρα, όπως στο κάστρο του σταυροφόρου Βιλλεαρδουίνου στο Μιστρά (συχνά βαπτίζεται λανθασμένα ως βυζαντινό), το οποίο κυριολεκτικά κρύβεται πίσω απ’ αυτόν τον σύγχρονο μύθο, παρόλο που στους περιβόλους του, στους διαδρόμους του και κάτω από τους εναπομείναντες πύργους του υπάρχουν στημένοι προς ενημέρωση του καθενός οι κατάλληλοι πίνακες με την αληθινή του ιστορία . Μα θα μου πείτε μερικοί:Εμ, πως δεν είναι βυζαντινά, αφού είναι γιομάτα με ορθόδοξα εκκλησάκια
. Αυτό είναι δυστυχώς το μέγα λάθος που γίνεται στη σκέψη μας κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής στα εναπομείναντα σταυροφορικά ερείπια.
Αλλά ας μην χρονοτριβούμε άλλο. Διαβάζοντας τις παρακάτω παραγράφους όλα αυτά τα λάθη θα γίνουν καπνός, για όποιον το θέλει. Και επιπλέον, εσείς που θα ακολουθήσετε τις παρακάτω γραμμές θα έχετε ένα ακόμη «συν», το συν της περιπλάνησης και της περιήγησης στις φοβερές μα και ρομαντικές εποχές των ιπποτών και των κάστρων. Τις πιο αληθινές εποχές της ανδρείας.
Η Πτώση της Κωνσταντινούπολης και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
Ήταν Απρίλης του 1204, όταν το πλήθος των σταυροφόρων ιπποτών ξεκίνησε να σφυροκοπάει τα τείχη της βυζαντινής Κωνσταντινούπολης. Λίγα χρόνια πριν, είχε ληφθεί η απόφαση από μεγαλοβαρόνους της δύσης να κηρυχτεί η 4η σταυροφορία. Τη φορά αυτή όμως, σκοπός των ιπποτών δεν θα ήταν η αντιμετώπιση των εξ’ ανατολής και νότου μουσουλμάνων απίστων αλλά η εισβολή μέσα στο λίκνο του χριστιανισμού (τη δεύτερη Ρώμη όπως χαρακτηρίστηκε) Κωνσταντινούπολη και η κατάληψή της. Το κίνητρο τους για αυτή την αποτρόπαια πράξη δεν ήταν άλλο από το κέρδος. Κέρδος γης και χρυσού, μα συνάμα και κέρδος γοήτρου. Οι ίδιοι βέβαια ουδέποτε θα το παραδεχόντουσαν, καθώς μετά από μια σειρά γεγονότων/ αντιπαραθέσεων μεταξύ αυτών και των βυζαντινών -που χάνονταν ως και τα χρόνια της 1ης σταυροφορίας- ήτανε πλέον πεπεισμένοι πως οι εξ’ ανατολής ομόθρησκοί τους ήταν οι αληθινοί εχθροί της χριστιανοσύνης.
Για τους ιππότες δεν ήταν διόλου δύσκολο να σπάσουν τα τείχη. ’λλωστε, δεν έπρατταν μόνοι τους ετούτη την πολιορκία, αλλά μαζί με τους ανέκαθεν καιροσκόπους Ενετούς, λαό που έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στη μεσαιωνική ιστορία της πατρίδας μας. Η πόλη πέφτει και παράλληλα με τις λεηλασίες, ανεβαίνει στον αυτοκρατορικό θρόνο της ο πρίγκιπας Βαλδουίνος Θ’, ο πλούσιος Γάλλος κόμητας της Φλάνδρας και του Ενό. Και ενώ ο λαός του Βυζαντίου βρίσκεται στη χειρότερη περίοδο της έως τότε ιστορίας του, οι Φράγκοι βαρόνοι δίχως χρονοτριβή βάνουν την πλώρη για άμεση «μοιρασιά» των νεοαποκτηθέντων εδαφών.
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία Διαμελίζεται!
Οι προσωπικές κτήσεις του Βαλδουίνου περιλάμβαναν τη Θράκη ως την Τυρόπολη, τη Βιθυνία και τη Μυρσία ως τον Όλυμπο και μερικά νησιά του Αιγαίου (Σαμοθράκη, Λέσβο, Χίο, Σάμο και Κω). Αλλά η πρωτεύουσά του δε θα ήταν εξολοκλήρου δική του γιατί οι Ενετοί απαίτησαν το δικαίωμά τους στα τρία όγδοα της Κωνσταντινούπολης και πήραν το τμήμα που περιλάμβανε την Αγία Σοφία όπου ένας Ενετός, ονόματι Θωμάς Μοροζίνης, εγκαταστάθηκε ως πατριάρχης. [Ράνσιμαν Σ., Η Ιστορία των Σταυροφόρων, τ.3, σ. 131]
Η Μακεδονία καταλήγει στο Βονιφάτιο μαρκήσιο του Μομφερά (γνωστό ως Βονιφάτιο «Μομφερατικό») που σύντομα καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας και χρήζει δούκα των Αθηνών και Θηβών το Βουργουνδό Όθωνα ντε λα Ρος. Η Πελοπόννησος κατόπιν αντιστάσεως πέφτει στα χέρια του Γάλλου άρχοντα Γουλιέλμου του Σαμπλίτη (ή αλλιώς «Καμπανέση», λόγω της καταγωγής του από την Καμπανία), ο οποίος τη χάνει όχι όμως από τους Έλληνες όπως πολύ πιθανόν να υποψιάζεστε, άλλα από έναν παμπόνηρο άρχοντα συμπατριώτη του, τον ανεψιό του Γάλλου χρονικογράφου της σταυροφορίας Γοδεφρείδο Βιλεαρδουίνο (ουσιαστικά την Πελοπόννησο δεν την έχασε ο ίδιος ο Σαμπλίτης αλλά ένα συγγενικό του πρόσωπο που ταξίδευε για να την παραλάβει από το Βιλεαρδουίνο, ο οποίος είχε τεθεί από τον Σαμπλίτη ως προσωρινός της βάιλος. Ο Βιλεαρδουίνος όμως με μια σειρά από μαεστρίες την κράτησε για τον εαυτό του).
Τέλος οι Ενετοί, μιας και ήταν όπως είδαμε οι μεγάλοι σύμμαχοι των ιπποτών, παίρνουν από το μοίρασμα την Κρήτη, τα σημαντικά από στρατηγικής άποψης λιμάνια της Κορώνης και Μεθώνης στο Μοριά και την Κέρκυρα, ενώ τοποθετούν τους κατάλληλους ανθρώπους τους ως διαφεντευτές στα νησιά του Αιγαίου.
Η Γέννηση των Φραγκικών Κάστρων
Κατόπιν, τα διάφορα κομμάτια της ελληνικής γης αρχίζουν να μοιράζονται σε τιμάρια και βαρονίες. Έτσι, ξεκινούν να ορθώνονται τα γαλλικά ή φράγκικα, όπως συνηθίζουμε να τα αποκαλούμε, κάστρα. Τα περισσότερα από αυτά φτιάχτηκαν επάνω στα ερείπια παλαιότερων οχυρών (βυζαντινών ή αρχαίων) όπως το κάστρο του Πλαταμώνα λόγου χάρη (χτίστηκε από τον ιππότη Ρολάνδο Πίσκια) στου οποίου τη θέση κατά τη αρχαιότητα βρισκόταν η μακεδονική πόλη Ηράκλεια. ’λλα βυζαντινά κάστρα κυριεύθηκαν και απλώς επισκευάστηκαν, ώστε στη συνέχεια να χρησιμοποιηθούν, όπως το κάστρο της Μονεμβασιάς.
Εδώ αξίζει να αναφέρουμε ότι οι σταυροφόροι της 4ης σταυροφορίας ήταν σχεδόν αποκλειστικά γαλλικής καταγωγής και ετούτο για να μην υπάρξουν έριδες μεταξύ τους όπως είχε συμβεί στις προηγούμενες τρεις σταυροφορίες μεταξύ Γαλλικών και Γερμανικών (ή άλλων) φύλων. Όλη όμως ετούτη η γαλλική κληρονομιά στην Ελλάδα πραγματώθηκε με δυσκολία και ακόμη δυσκολότερα κρατήθηκε -όπου κατάφερε να κρατηθεί- καθώς οι έλληνες μετά το σοκ της κατάκτησης άρχισαν να ορθοποδούν και να διεκδικούν τα χαμένα τους εδάφη.
Η Αφύπνιση των Ελλήνων και το Θάρρος των Ιπποτών.
Μάχες μεταξύ Ελλήνων και Γάλλων, όπως η μάχη της Πελαγονίας (1259) στην Ήπειρο ή η μάχη στην Πρινίτσα (1263) και στο Μακρυπλάγι (1264) στην Πελοπόννησο, είναι χαρακτηριστικές. Στα χρόνια άλλωστε που ακολούθησαν η κατάσταση είχε αλλάξει. Μέσα σε αυτές τις δεκαετίες, η Κωνσταντινούπολη είχε επιστρέψει στα χέρια των Βυζαντινών οι οποίοι στέλνοντας στρατούς τώρα στα ανατολικά παράλια της Πελοποννήσου και αλλού επιχειρούσαν, όπως προείπαμε την ανακατάληψη του τόπου τους.
Αξίζει να ρίξουμε μια ματιά σε μερικές γραμμές από το χρονικό του Μορέως, ώστε να πάρουμε μια γεύση από εκείνες τις μάχες. Τα παρακάτω εγράφησαν από τον άγνωστο συγγραφέα του βιβλίου και αναφέρονται στη μάχη της Πρινίτσας. Ο χρονικογράφος μεταφέρει λόγια του γενναίου φράγκου βαρόνου Ντζιά ντε Καταβά λίγο πριν από τη σύγκρουση, αρχηγού των τριακοσίων περίπου ανδρών του στρατεύματος των Γάλλων, ο οποίος μάλιστα πολέμησε με ζηλευτή ανδρεία παρά την σοβαρή του ασθένεια (είχε ρευματικά που δεν του επέτρεπαν να κρατά στα χέρια του μήτε σπαθί μήτε κοντάρι). Ας το δούμε:
Αφέντες φίλοι κι αδελφοί, συντρόφοι ηγαπημένοι,
όλοι πρέπει να χαίρεστε και τον Θεόν δοξάζειν
όταν μας ήφερε ο Θεός ΄ς τόσα επιδέξιον τόπον,
τόσα φουσσάτα άφαντα να τα έχωμεν κερδίσει.
Προσέχετε, καλοί αδελφοί, κανείς μη τους δηλιάσει
διατό ένι πλήθος γαρ λαού διά τούτο όπου, σας λέγω,
τούτους να πολεμήσωμεν ότι καλλιόν μας ένι,
παρά να ήσα ολιγώτεροι και μιάς φυλής ανθρώποι.
Ετούτοι είναι απόξενοι από διαφόρους τόπους (ο βαρόνος χαρακτηρίζει έτσι το βυζαντινό στρατό λόγω της απάρτισής του από πληθώρα φύλων, Ελλήνων, Τούρκων, Σλάβων κτλ).απαίδευτοι να πολεμούν μετά Φράγκους ανθρώπους (τα λόγια του φράγκου βαρόνου, παρόλο που ίσως χτυπούν λίγο άσχημα σε εμάς, είναι αληθή, καθώς η πολεμική εκπαίδευση των Γάλλων ιπποτών ήταν εξαιρετικά σπουδαία, στη δε Αχαϊα, υπήρξε και η περίτρανη σχολή των ιπποτών ιδρυθείσα από τον πρίγκιπα Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο).
μηδέν οκνήσωμεν ποσώς να μας αποσκεπάσουν,
αφνίδως ας τους δώσωμεν όλοι με τα κοντάρια…
… Ιδέτε πάλιν δεύτερον, αφέντες και συντρόφοι,
ότι, αν μας δώσει ο Θεός κ’ η τύχη μας ετούτο,
τον αδελφόν του βασιλέως κ’ ετούτα τα φουσσάτα
με πόλεμον και με σπαθί να τους νικήσωμε ώδε,
έως ότου στήκει η κιβωτός στο Αραράτ το όρος,
μέλλει στήκει το έπαινος της σημερνής ημέρας,
Εγώ γαρ, ως το εξεύρετε κ’ εβλέπετε εις εμέναν,
ου δύνομαι του να κρατώ σπαθίν ούτε κοντάριν
του να σταθώ εις πόλεμον, του να έχω πολεμήσει
του πρίγκιπος το φλάμουρον θέλω να το βασταίνω,
στο χέριν μου το δέσετε να το κρατώ στερεά.
Αναμφισβήτητα, οι παραπάνω στίχοι δηλώνουν το μέγεθος του θάρρους των ιπποτών και δεν θα ήταν άδικο να πούμε ότι κάτι τέτοια ιστορικά ντοκουμέντα αποκρυσταλλώνουν σε κάποιο βαθμό τους λόγους για τους οποίους φτάνει ως και τις ημέρες μας η έννοια του «ιπποτισμού» και η θαυμαστή εικόνα του ιππότη. Για την ιστορία, η μάχη της Πρινίτσας κατόπιν του παραπάνω διαγγέλματος κατέληξε σε σφοδρή πανωλεθρία για το βυζαντινό στρατό, ο οποίος καθώς φαίνεται κοιτάζοντας τον ντε Καταβά με τους σωματώδεις ιππότες του να πλησιάζουν ενόμισε από το δέος που οι τελευταίοι ενέπνεαν ότι η επίθεση γίνεται από τον άγιο Γεώργιο (!).
Παρόμοιες συγκρούσεις έγιναν ένα σωρό, από την απαρχή της κατάκτησης μέχρι και την οριστική της λήξη στα 1566. Οι σταυροφόροι όμως, για όσο καιρό κάθισαν στην Ελλάδα, δεν πολεμούσαν μονάχα εναντίων των στρατιωτών του βυζαντίου, μα και εναντίων όλων εκείνων που περνώντας από τον ηλιόλουστο ελληνικό τόπο είχαν τη θέληση να κάνουν κατακτήσεις.
Ένα παράδειγμα σύγκρουσης σφοδρότατης μεταξύ των ιπποτών του σταυρού και ξένων επίδοξων κατακτητών αποτελεί η «μάχη του Ορχομενού», η οποία σημειώθηκε την 15η Μαρτίου του 1311 όταν ο τότε δούκας των Αθηνών Βαλθέρος Βρυένιος και οι σιδεροντυμένοι του στρατιώτες συναντήθηκαν κοντινά στον κηφισό ποταμό με εννέα περίπου χιλιάδες καταλανούς. Η μάχη τελικά εκείνη απεδείχθη ως ένα δυνατό χαστούκι στη μέχρι και τότε εξαίρετη κατά τα άλλα πολεμική πορεία των φράγκων. Κατόπιν μιας έξυπνης κίνησης της μεριάς των Αραγωνέζων, οι σταυροφόροι βρέθηκαν μαζί με τα άλογά τους μέσα στην καμουφλαρισμένη τεχνιτή λίμνη που είχανε φτιάξει ενωρίτερα ολόγυρά τους οι πρώτοι. Η ήτα για τους ιππότες ήταν αναπόφεφκτη καθώς ο όγκος των πανοπλιών τους, εκείνος που άλλοτε τους έσωζε από τα βαρύτερα χτυπήματα, τώρα φυλάκιζε τα κορμιά τους μέσα στα κρύα νερά της καταλανικής τάφρου. Οι χιλιάδες ιππείς και πεζοί σταυροφόροι βρήκαν γρήγορα το θάνατο, ενώ ο δούκας Βαλθέρος αποκεφαλίστηκε.
Οι Ιππότες Φεύγουν, οι Τούρκοι Έρχονται
Έτσι λοιπόν, με το πέρασμα των ετών τα ελληνικά εδάφη άρχισαν να επιστρέφουν στους προκατόχους τους και σε πλούσιους ξένους, ενώ οι σταυροφόροι αποσύρονταν σιωπηλά (ουσιαστικά τον 14ο αιώνα οι Γάλλοι σταυροφόροι είχαν αποσυρθεί πλήρως και η συνέχεια της λεγόμενης φραγκοκρατίας ανήκει στους διάφορους εκ δύσεως πλουσίους Γατελούζους, Ναβαραίους, κ.λπ.) κι επέστρεφαν στις πατρίδες τους, καθώς η ανατολή είχε αρχίσει να ξεφτίζει στις συνειδήσεις τους και η ανάγκη για νέες σταυροφορίες είχε σχεδόν εξανεμισθεί.
Παρά το μέγεθός του γοήτρου τους, τη σωματική τους ρώμη και τις σπουδαίες αρματωσιές τους, λόγω του μικρού τους αριθμού φάνταζαν πλέον αδύναμοι μπροστά στο νέο κύμα των ανατολικών στρατευμάτων που με γοργούς ρυθμούς γεννιόταν. Αναφερόμαστε στους Τούρκους των οποίων η φιλοδοξία θα έφτανε στα 1453 στο αποκορύφωμα με την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης και κατόπιν των υπολοίπων ελληνικών εδαφών.
Ιωαννίτες, Ναΐτες και Τεύτονες
Πέρα από τους Γάλλους ιππότες όμως της 4ης εκείνης σταυροφορίας, από τον τόπο μας πέρασαν και κάποιες άλλες ομάδες ανθρώπων που εκπροσωπούσαν και προστάτευαν μέσω του ξίφους τους τη δυτική χριστιανοσύνη. Οι «ομάδες» εκείνες δεν ήταν άλλες από τα στρατιωτικά-θρησκευτικά ιπποτικά τάγματα (Ιωαννίτες/ Οσπιταλιέροι, Ναϊτες, Τεύτονες), που άλλοτε προστάτευαν από τα ξίφη των μωαμεθανών τους προσκυνητές της ιερής πόλης (Ιερουσαλήμ) περιπολώντας στις διαδρομές γύρω και μακριά από αυτήν. Μολονότι όμως, οι Τεύτονες και οι Ναϊτες είναι καταγεγραμμένο ότι πέρασαν από την Ελλάδα, οι ιστορικές αναφορές για τη δράση τους κατά την παραμονή τους είναι ελάχιστες (ωστόσο γνωρίζουμε ότι διατηρούσαν τιμάρια στην Πελοπόννησο) και επομένως θα αναγκαστούμε να ασχοληθούμε αποκλειστικά με το τάγμα των Οσπιταλιέρων, των ιπποτών του Αγίου Ιωάννη ή αλλιώς των «ιπποτών της Ρόδου».
Οι Ιωαννίτες στην Κύπρο και τα Δωδεκάνησα
Μετά την πολιορκία και την κατάκτηση της παλαιστινιακής ’κρας από τους ’ραβες στα 1291, του τελευταίου σταυροφορικού οχυρού που αντιστάθηκε, οι Ιωαννίτες φορτώνουν την περιουσία τους και ξεκινούν μέσω θαλάσσης για την Κύπρο. Δίχως να χάνουν χρόνο, φτάνουν στη Λεμεσό, όπου διατηρούσαν κτήματα και εγκαθίστανται με σκοπό να συνεχίσουν από το μέρος εκείνο τον «ιερό» τους σκοπό, την καταπολέμηση των «απίστων».
Δεκαεννέα χρόνια έμειναν συνολικά στη διάρκεια των οποίων κατάλαβαν πως το «νησί της Αφροδίτης» δεν τους βοηθούσε στη στρατηγική τους. Έτσι, οι ιππότες ξεκινούν να πολιορκούν τα ελληνικά Δωδεκάνησα που βρίσκονταν ακόμη στην κατοχή των βυζαντινών με στόχο την κατάκτησής τους.
Στα 1306, αποβιβάζονται στη Ρόδο και πολιορκούν την πόλη για τρία χρόνια. Μετά από ισχυρή αντίσταση από τη μεριά των Ελλήνων, την καταλαμβάνουν και μεταφέρουν την έδρα τους εκεί. Κατόπιν κατακτούν και τα νησιά της Κως, Καλύμνου, Λέρου, Τήνου, Νισύρου και της γειτονικής Σύμης. Με τον τρόπο αυτό, ξεκινά στη Ρόδο η θρυλική περίοδος της «Ιπποτοκρατίας». Είναι αλήθεια ότι τα κατάλοιπα της περιόδου αυτής θα ήταν αδύνατο να τα συγκρίνουμε μεμονωμένα με κάθε άλλο κατάλοιπο των παλαιότερων στην Ελλάδα σταυροφόρων. Και μόνον το κάστρο με το παλάτι του μεγάλου Μάγιστρου στην παλιά πόλη (επισκευάστηκε τον 20ο αιώνα από τη φασιστική Ιταλία) αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα παγκοσμίως μεσαιωνικά κοσμήματα.
Η ιστορία των ιπποτών της Ρόδου
Η ιστορία των ιπποτών της Ρόδου χάνεται μέσα στην άχλη του χρόνου. Όπως πολύ εύστοχα μας ιστορεί στο σύγγραμμά του ο μεγάλος Έλληνας μεσαιωνοδίφης Ηλίας Κόλλιας:
«Με κάθε επιφύλαξη και με την πιθανότητα η μελλοντική έρευνα να φέρει στο φως νέα στοιχεία, εντοπίζουμε τα πρώτα ίχνη ενός χριστιανικού φιλανθρωπικού ιδρύματος στα μέσα πάνω-κάτω του 11ου αι. στα Ιεροσόλυμα. Αμαλφιτανοί έμποροι παίρνουν την άδεια από το Χαλίφη να κτίσουν κοντά στο ναό της Αναστάσεως την εκκλησία της Sainte Marie-Latine και έναν ξενώνα για τη φιλοξενία και την περίθαλψη των χριστιανών προσκυνητών των Αγίων Τόπων. (…) Στην αρχή του 12ου αι. εμφανίζεται στα Ιεροσόλυμα η αινιγματική μορφή του Pierre Gerard ή Gerard Tenque. Η προσωπικότητά του είναι τυλιγμένη στο θρύλο… Όλα τα μέχρι τώρα γνωστά ιστορικά στοιχεία συγκλίνουν προς την πιθανότητα ότι αυτός ο Gerard ίδρυσε το τάγμα των Ιπποτών. Ο ξενώνας των Αμαλφιτών δεν είναι παρά προδρομικό ίδρυμα. Την εποχή του Gerard είναι πολύ πιθανό ότι οι Ιππότες ήταν μόνο νοσοκόμοι (hospitalarii) και δεν είχαν ακόμα καμιά στρατιωτική ιδιότητα και οργάνωση.» [Κόλλιας Η., Οι Ιππότες της Ρόδου, το παλάτι και η πόλη]
Κατόπιν, υπεύθυνος του τάγματος γίνεται ο Raymond du Puys και χρήζεται ως ο πρώτος μεγάλος Μάγιστρος. Τότε ακριβώς είναι που το τάγμα μειώνει το φιλανθρωπικό του χαρακτήρα και μετατρέπεται σε θρησκευτικοπολεμικό τάγμα. Απαρτίζεται ως επί το πλείστον από ευγενείς. Πολεμά στη 2η και 3η σταυροφορία και στη συνέχεια καθώς είδαμε καταλήγει στη Ρόδο όπου εγκαθίσταται για 213 χρόνια. Παράλληλα με το χρόνο κυλάει και μια σπουδαία πορεία των ιπποτών στο νησί. Όμως η μοίρα τους επιφύλασσε έναν σπουδαίο αντίπαλο και διεκδικητή της προσωρινής τους πατρίδας.
Ιωαννίτες Vs Τούρκοι
Ήταν Μάιος του 1480 όταν ο μεγάλος Μάγιστρος και διαφεντευτής της Ρόδου P. d’ Aubusson, ο άνθρωπος που αγαπήθηκε περισσότερο από όλους τους παλαιότερους μαγίστρους από τον ντόπιο πληθυσμό, έδωσε ρητή εντολή μέσω των απεσταλμένων του στους χωρικούς της υπαίθρου να κινήσουν για τα μεγάλα καστέλια του νησιού και να κλειδαμπαρωθούν μέσα τους. Προ ολίγου, στη βορειοδυτική ακτή του νησιού, είχε αποβιβασθεί από τα γειτονικά Τουρκικά παράλια ένας στρατός της τάξεως των 100.000 ανδρών, που με κραυγές πολεμικές ετοιμαζόταν για την μεγάλη πολιορκία.
Μέσα στην πόλη, Ιππότες και λαός περιμένουν πανέτοιμοι τη φοβερή στιγμή. Οι Τούρκοι εμφανίζονται και με την εντολή του μεγάλου βεζίρη τους Μεσίχ Πασά Παλαιολόγου επιτίθενται στον Πύργο του Αγίου Νικολάου. Η πολιορκία της πόλης κράτησε συνολικά περίπου τρεις μήνες. Από τους ιππότες και τους ντόπιους, είχε κατορθωθεί το ακατόρθωτο. Τα πολυάριθμα τουρκικά στρατεύματα είχαν αποκρουστεί με πλήρη επιτυχία και με πεσμένο ηθικό επέστρεφαν κακήν κακώς στις ακτές της Μικράς Ασίας. Όμως θα επανέρχονταν.
άτι λιγότερο από μισό αιώνα μετά στις 26 Ιουνίου του 1522, οι Τούρκοι (αφού πρώτα ανασυγκροτήθηκαν) επιστρέφουν με διπλάσιο -σε σχέση την πρώτη πολιορκία- στρατό. Στη Ρόδο, οι Ιππότες μόλις που πλησίαζαν του τριακόσιους, ενώ οι υπόλοιποι επτά χιλιάδες περίπου πολεμιστές που θα την υπερασπίζονταν ήταν μισθοφόροι. Μαζί, στην άμυνα της πόλης και οι ντόπιοι.
Τη φορά αυτή η επίθεση ξεκινά από την ξηρά και συνεχίζεται μέρα και νύχτα μέχρι και το βαθύ χειμώνα. Όμως λόγω έλλειψης πυρομαχικών και τροφίμων, αλλά και μιας προδοσίας, οι πολιορκημένοι έχοντας σφάξει 50.000(!) Τούρκους τελικά θα λυγίσουν (οι χριστιανοί νεκροί ανέρχονταν μόλις στις 3000).
Για να σταματήσει η πολιορκία ακολουθεί συμφωνία. Το πλούσιο Τάγμα των Ιπποτών της Ρόδου, επιβιβάζεται στα καράβια του και φεύγει, και ταξιδεύει για την Ιταλία. Τελικά, εγκαθίσταται στη Μάλτα ώστε να συνεχίσει από εκεί τον ιερό του αγώνα.
Συγγραφέας: Μιλτιάδης Τσαπόγας (ΚΑΝΕ)[Βιβλιογραφία:]
- Ουίλιαμ Μίλλερ: Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα, ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
- Αγνώστου: Το χρονικόν του Μορέως, ΕΚΑΤΗ
- Ηλία Κόλια: Οι Ιππότες της Ρόδου, το παλάτι και η πόλη, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
- Νικόλαου Κουμαρτζή: Κάστρα και Θρύλοι στη Ελλάδα, ΑΡΧΕΤΥΠΟ
- Στρατή Μολινού: Θρύλοι των Κάστρων μας, ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ
- Γεωργίου Κλαδάκη: Τα ιπποτικά Τάγματα, ΕΛΕΥΣΙΣ
- Στήβεν Ράνσιμαν: Η ιστορία των Σταυροφοριών, ΓΚΟΒΟΣΤΗ
0 comments
Δημοσίευση σχολίου