έρωτα και στη σχέση

Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι, σε κάποια ή κάποιες φάσεις της ζωής τους, βιώνουν αυτό που ονομάζουμε έρωτα. Κατά μέσω όρο ερωτευόμαστε 3-5 φορές στη ζωή μας.

Kατά τη διαδικασία του έρωτα γυναίκες και άντρες αισθάνονται και συμπεριφέρονται διαφορετικά. Ποια είναι η αιτία για τη διαφορά αυτή; Στην εργασία αυτή γίνεται μια προσπάθεια προσέγγισης του θέματος αυτού που αφορά σ’όλους μας και που συχνά γίνεται αφορμή για έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις. Στη συνέχεια δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στα ασυνείδητα κίνητρα που οδηγούν ή διατηρούν μια προβληματική σχέση .

Μια εξήγηση της διαφορετικής συμπεριφοράς αντρών και γυναικών έχει να κάνει με τα στερεότυπα και το ρόλο των φύλων, που ορίζουν το σωστό τρόπο προσέγγισης που πρέπει να ακολουθείται, τόσο από τους άντρες όσο και από τις γυναίκες. Στη διάρκεια των αρχικών σταδίων της γνωριμίας, οι άντρες υποτίθεται ότι πρέπει να παίρνουν την πρωτοβουλία. Οι γυναίκες μπορούν να υπαινιχθούν το ενδιαφέρον τους με το φλερτ αλλά χωρίς να κάνουν εκείνες το πρώτο βήμα. Μια μελέτη έδειξε πενήντα δύο τρόπους βουβής ερωτικής συμπεριφοράς γυναικών όταν θέλουν να τραβήξουν την προσοχή ενός άντρα. Παρά τη σ@ξουαλική επανάσταση, την ειλικρίνεια και την ανοχή που χαρακτηρίζει σήμερα τις ερωτικές σχέσεις, οι γυναίκες που παίρνουν την πρωτοβουλία κρίνονται πολύ συχνά αρνητικά.

Σύμφωνα με μαρτυρίες νέων σχετικά με το πρώτο ραντεβού, οι άντρες φαίνεται ότι επηρεάζονται περισσότερο από την εξωτερική εμφάνιση των γυναικών και οι γυναίκες επηρεάζονται περισσότερο από τη συναισθηματική εγγύτητα και την έκφραση τρυφερότητας εκ μέρους των αντρών. Η σ@ξουαλική έλξη είναι σημαντική και για τα δύο φύλα. Όλες αυτές οι προσδοκίες είναι μέρος ενός πολύ συγκεκριμένου κοινωνικού σεναρίου. Το σενάριο αυτό είναι τόσο γνωστό σε όλους, ώστε, όταν ζητείται από νέους άντρες και γυναίκες να περιγράψουν τη σειρά των γεγονότων του πρώτου τους ραντεβού, η ομοιότητα των περιγραφών τους είναι εκπληκτική.

(οδηγείς πατάτε στον τίτλο με το μαύρο φόντο!)

Το γυναικείο σενάριο του φλερτ δίνει έμφαση στην ελκυστική εξωτερική εμφάνιση,

στην ικανότητα συζήτησης και στον έλεγχο στο σ@ξ, συνήθως με την άρνηση. Το αντρικό σενάριο εμπεριέχει την οργάνωση του ραντεβού εάν θα είναι δείπνο, συναυλία ή ταινία στον κινηματογράφο, την οικονομική κάλυψη της εξόδου και την πρωτοβουλία στο σ@ξ. Για παράδειγμα, οι γυναίκες που χαλάνε το σενάριο παίρνοντας την πρωτοβουλία στο σ@ξ θεωρούνται επιθετικές και κάπως αρσενικές. Οι άντρες που χαλάνε το σενάριο απαιτώντας από τις γυναίκες να καλύψουν τα μισά έξοδα του δείπνου θεωρούνται τσιγκούνηδες και αγενείς. Αυτά τα σενάρια δομούν και επιδεινώνουν τις διαφορές μεταξύ αντρών και γυναικών. Οι κυρώσεις που αναμένεται να επέλθουν όταν χαλάνε αυτά τα σενάρια πιέζουν τις γυναίκες και τους άντρες να συμμορφώνονται με αυτά.

Οι διαφορές των φύλων είναι υπαρκτές στο στάδιο του φλερτ και στο στάδιο της σχέσης. Ενώ οι γυναίκες τείνουν να είναι περισσότερο επιφυλακτικές στη διάρκεια του φλερτ, οι άντρες τείνουν να ερωτεύονται γρηγορότερα και πιο βαθιά. Όταν το φλερτ περάσει στο στάδιο της δεσμευτικής σχέσης, οι γυναίκες τείνουν να κινούνται γρηγορότερα, ενώ οι άντρες τείνουν να είναι πιο επιφυλακτικοί.

Όσον αφορά στο σ@ξ, η επιφυλακτικότητα των γυναικών ιδίως υπάρχει όχι μόνο ως μέρος του σεναρίου αλλά και ως μέρος του κοινωνικού κανόνα. Μια έρευνα που έγινε σε Αμερικανίδες φοιτήτριες, για παράδειγμα, έδειξε ότι το 30% από αυτές τις νεαρές, μορφωμένες γυναίκες μερικές φορές αρνήθηκαν το σ@ξ, ενώ στην ουσία το ήθελαν. Η αντίσταση των γυναικών, όσον αφορά στο σ@ξ είναι μια πολιτιστικά επιβαλλόμενη ένδειξη και είναι μέρος του όλου κύκλου της διαδικασίας του ζευγαρώματος.

Μια άλλη εξήγηση για τις διαφορές μεταξύ των δύο φύλων στη διαδικασία του έρωτα προσδιορίζεται από τη διαφορά του εγγενούς προγραμματισμού που διαθέτουν οι άντρες και γυναίκες για την επιλογή συντρόφου. Αυτή η διαφορά είναι ένα μεγάλο θέμα της εξελικτικής θεωρίας. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, διαφορετικές εξελικτικές διερευνήσεις όρισαν διαφορετικές στρατηγικές όσον αφορά στο στάδιο του φλερτ, τόσο για τους άντρες όσο και για τις γυναίκες. Ενώ οι άντρες δίνουν έμφαση στην εξωτερική ελκυστικότητα, οι γυναίκες προσέχουν περισσότερο την κοινωνική και οικονομική κατάσταση του άντρα, τις φιλοδοξίες, τη δύναμη του χαρακτήρα και την εξυπνάδα. Η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ των φύλων σημειώθηκε στην έλξη που προκαλεί η οικονομική και κοινωνική θέση, κάτι που έχει σχέση με την επάρκεια του άντρα ως προμηθευτή. Ενδείξεις ότι οι άντρες ελκύονται ερωτικά κυρίως από την ομορφιά και οι γυναίκες κυρίως από την κοινωνική θέση αποδείχθηκαν έγκυρες σε μελέτες πάνω σε εκατοντάδες υποκειμένους, διαφορετικών ηλικιών και διαφορετικών πολιτισμών. Δε σημειώθηκε καμιά διαφορετικότητα μεταξύ των φύλων σε ό,τι αφορά τα γνωρίσματα του χαρακτήρα όπως ευχάριστη προσωπικότητα και καλή αίσθηση του χιούμορ: τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες εκτιμούν αυτές τις ιδιότητες στον ίδιο βαθμό.

Οι γυναίκες είναι πολύ πιο πρόθυμες από τους άντρες να παντρευτούν κάποιον που δεν έχει ελκυστικό παρουσιαστικό ή κάποιον που είναι μεγαλύτερος κατά πέντε ή παραπάνω χρόνια από αυτές, εάν αυτός ο κάποιος έχει μεγαλύτερο εισόδημα ή είναι περισσότερο μορφωμένος από τις ίδιες.

Οι άντρες ψάχνουν για «ενδείξεις ικανότητας αναπαραγωγής» – εμφάνιση και νεότητα – , ενώ οι γυναίκες ψάχνουν για «ενδείξεις ικανότητας απόκτησης εισοδήματος» – ωριμότητα και πραγματική ή ενδεχόμενη οικονομική ασφάλεια. Οι γυναίκες ζητούν επίσης την επιβεβαίωση της πρόθεσης από την πλευρά του άντρα να προσφέρει χρόνο, συναίσθημα, χρήματα και κοινωνική θέση. Οι άντρες με ένδειξη προτίμησης για περιστασιακές/πρόσκαιρες σχέσεις τείνουν να είναι πιο απελευθερωμένοι σ@ξουαλικά από τις γυναίκες, οι οποίες προτιμούν τις μακροπρόθεσμες μονογαμικές σχέσεις.

Σύμφωνα με άλλες μελέτες, οι άντρες, πολύ πιο συχνά από τις γυναίκες, επιδίδονται σε σ@ξουαλικές φαντασιώσεις για κάποια άλλη γυναίκα εκτός της συντρόφου τους και μπορεί να επιδιώξουν τη γνωριμία κάποιας άλλης γυναίκας ενώ βρίσκονται ακόμη στο στάδιο της ερωτοτροπίας στον ήδη υπάρχοντα δεσμό τους. Ενώ η ελκυστικότητα της εξωτερικής εμφάνισης είναι πιο σημαντική για τους άντρες, η ποιότητα της επικοινωνίας είναι πιο σημαντική για τις γυναίκες.

Μια άλλη παρατήρηση αποτελεί το γεγονός ότι η πλειοψηφία των γυναικών προτιμά τον άντρα ψηλότερο από τις ίδιες, οι περισσότεροι άντρες προτιμούν γυναίκες κοντύτερες από τους ίδιους. Η αλήθεια είναι ότι το χαμηλό ύψος σε έναν άντρα είναι πολύ μεγαλύτερο μειονέκτημα απ’ό,τι το αντίθετο είναι προτέρημα. Οι γυναίκες δεν προτιμούν μόνο να έχουν τον άντρα τους ψηλά, αλλά τείνουν επίσης να παντρεύονται άντρες που κατέχουν υψηλές κοινωνικές θέσεις, ενώ οι άντρες τείνουν να παντρεύονται γυναίκες από χαμηλές κοινωνικές τάξεις: μένουν έτσι ανύπαντρες οι γυναίκες που κατέχουν υψηλά αξιώματα στην πολιτική, στην επιστήμη και στον επιχειρησιακό κόσμο, και ανύπαντροι οι ευρισκόμενοι στη χαμηλότερη βαθμίδα της κοινωνικής πυραμίδας ή στη φυλακή.

Οι άντρες και οι γυναίκες ελκύονται από διαφορετικά γνωρίσματα του χαρακτήρα. Ένα τέτοιο γνώρισμα του χαρακτήρα είναι η αυταρχικότητα. Τέσσερις διαφορετικές μελέτες έδειξαν ότι το γνώρισμα της αυταρχικότητας στους χαρακτήρες των αντρών αύξησε τη δύναμη της σ@ξουαλικής έλξης που σημείωναν στις γυναίκες. Η αυταρχικότητα ως γνώρισμα του χαρακτήρα των γυναικών δεν προσθέτει τίποτα στη σ@ξουαλική έλξη που προξενούν ως γυναίκες. Είναι ενδιαφέρον όμως το ότι η σ@ξουαλική έλξη που μπορεί να νιώθουν οι άντρες προς το αντίθετο φύλο μπορεί μεν να αυξάνεται από το χαρακτηριστικό της αυταρχικότητας, αλλά δεν τους κάνει πιο αρεστούς. Για να προσελκύσουν τις γυναίκες, οι άντρες πρέπει, επίσης, να επιδείξουν άλλα γνωρίσματα του χαρακτήρα τους, όπως προθυμία συμπαράστασης, ικανότητα κατανόησης και προθυμία συμμετοχής. Ενδεχομένως, τέτοιοι τύποι αντρών είναι πιθανότερο να επενδύσουν στους απογόνους τους.

Οι γυναίκες θεωρούν τους στοργικούς και εξυπηρετικούς άντρες πολύ πιο ελκυστικούς σωματικά και σ@ξουαλικά, όπως και πολύ πιο επιθυμητούς κοινωνικά ως πιθανούς συντρόφους. Οι αυταρχικοί άντρες είναι πολύ πιο επιθυμητοί από τους υποχωρητικούς αλλά μόνο όταν παρουσιάζουν προθυμία συμπαράστασης και συμμετοχής. Οι εγωιστές, αυταρχικοί άντρες δεν έχουν καμιά απήχηση στις γυναίκες.

Για τις διαφορές αυτές που αναφέρθηκαν πιο πάνω, αλλά και για πολλές άλλες, υπάρχουν διαφορετικές επιστημονικές προσεγγίσεις ή εξηγήσεις.
Δύο θεωρίες – η εξελικτική και η ψυχαναλυτική – απαντούν σε αυτό το ερώτημα και θεωρούν τη διαφορετικότητα των φύλων υπαρκτή. Αντίθετα, οι απαντήσεις δύο κοινωνικών θεωριών παρουσιάζουν τη διαφορετικότητα των φύλων ως ανύπαρκτη. Μια κοινωνική θεωρία εξηγεί τη διαφορετικότητα ως μια λειτουργία των στερεότυπων του ρόλου των φύλων, η άλλη θεωρία υποστηρίζει τη σημαντικότητα της ατομικής διαφορετικότητας και τη θεωρεί ισχυρότερο παράγοντα επιρροής στην ερωτική έλξη από τη διαφορετικότητα των φύλων.
Σύμφωνα με την εξελικτική θεωρία, η διαφορετικότητα των φύλων στην ερωτική έλξη είναι αποτέλεσμα της βιολογικής διαφορετικότητας μεταξύ αρσενικών και θηλυκών θηλαστικών. Εφόσον μόνο τα θηλυκά γεννούν, η επένδυσή τους στον απόγονό τους στη διάρκεια της κυοφορίας, της γέννας και της ανατροφής είναι μεγαλύτερη από εκείνη των αρσενικών. Επιπλέον, οι γυναίκες μπορούν να παράγουν πολύ μικρότερο αριθμό απογόνων και σε περιορισμένο χρονικό διάστημα, ενώ οι άντρες μπορούν να παράγουν απογόνους από την εφηβεία τους μέχρι το θάνατό τους.

Στους άντρες η εξέλιξη καθορίζει την προτίμηση ιδιοτήτων που επιδεικνύουν την ικανότητα της γυναίκας να αναπαράγει,

δηλαδή τη νεότητα και την ομορφιά. Στις γυναίκες, η εξέλιξη καθορίζει την προτίμηση ιδιοτήτων που επιδεικνύουν την ικανότητα του άντρα να εξασφαλίζει το μέλλον, δηλαδή να προμηθεύει τα αναγκαία και να παρέχει την κοινωνική θέση. Οι σύγχρονοι κοινωνιοβιολόγοι προσθέτουν σε αυτές τις βασικές δαρβινικές έννοιες τον όρο «γονική επένδυση» εννοώντας την ενέργεια που επενδύεται από τους γονείς στη γέννηση και στην ανατροφή του απογόνου. Η άποψη των κοινωνιοβιολόγων είναι ότι όσο μεγαλύτερη είναι η διαφορετικότητα των φύλων σχετικά με τη γονική τους επένδυση τόσο μεγαλύτερη διαφορετικότητα συναντάται στα κριτήρια που χαρακτηρίζουν την ερωτική τους έλξη. Στους ανθρώπους, η διαφορετικότητα μεταξύ των φύλων αρχίζει με τη διαφορετικότητα μεταξύ του σπέρματος και του ωαρίου. Το αργοκίνητο ωάριο είναι 50.000 φορές μεγαλύτερο από το γοργοκίνητο σπέρμα. Κάθε μήνα η γυναίκα ελευθερώνει ένα ωάριο, σε αντίθεση με την κίνηση που υπάρχει στο σπέρμα του άντρα, εκατομμύρια σπέρματα, καθημερινά. Σύμφωνα με την εξελικτική ψυχολόγο Ada Lumpert (1998), αυτός είναι ο λόγος που η γυναίκα είναι πολύ προσεκτική με το ωάριό της, ενώ ο άντρας είναι απρόσεκτος με το σπέρμα του. Το σπέρμα είναι φτηνό και ο άντρας δεν έχει τίποτα να χάσει. Όσο πιο γρήγορα τριγυρίζει ο άντρας και όσο πιο ευρύ είναι το «κυνηγετικό» του πεδίο τόσο πιο πολλές πιθανότητες επιτυχίας έχει. Η γυναίκα έχει το μωρό στη μήτρα της για εννέα μήνες, το τρέφει και το φροντίζει μετά τη γέννα. Ο άντρας περνά κάπου δέκα ευχάριστα λεπτά στη διάρκεια των οποίων θα στείλει το σπέρμα του στη μήτρα, ακόμη κι αν προσθέσουμε την ώρα που θα αφιερώσει για να μεταφέρει τη σύντροφό του στο μαιευτήριο, η διαφορά στο συνολικό χρόνο που αφιερώνεται είναι πολύ μεγάλη. Εφόσον η γονική επένδυση που αφιερώνει η γυναίκα είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από αυτή του άντρα, η επιφύλαξη, από τη δική της πλευρά, είναι η καλύτερη εγγύηση για μεγαλύτερο αριθμό απογόνων, από τη δική του την πλευρά είναι η ταχύτητα. Αφού η γυναίκα πρόκειται να αφιερώσει τόσο πολύ χρόνο και ενέργεια στον απόγονό της, πρέπει να είναι βέβαιη για την επιβίωσή του.

Η διαφορά μεταξύ της δικής της επιφύλαξης και της δικής του ταχύτητας τους τοποθετεί στην κατάσταση εκείνη των στερεότυπων δυνάμεων, όπου εκείνος την πιέζει να ενδώσει στη σ@ξουαλική πράξη και εκείνη του αντιστέκεται λέγοντας «περίμενε». Εκείνος περιμένει κι εκείνη υπολογίζει το μέγεθος της πίστης του. Θα μείνει δίπλα της αφού κάνουν έρωτα; Θα της προσφέρει βοήθεια για την ανατροφή του απογόνου τους; Εκείνος της δίνει την υπόσχεση. Κάνουν έρωτα κι εκείνη βρίσκεται έκθετη στον κίνδυνο της εγκατάλειψης εκ μέρους του. Η ανειλικρίνεια είναι κοινή πρακτική και ο οποιοσδήποτε μπορεί να δώσει την υπόσχεση της αιώνιας αγάπης.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος από τον οποίο πρέπει να φυλάγεται κάθε γυναίκα είναι η εγκατάλειψη της ίδιας και του παιδιού της από τον άντρα. Έτσι, η γυναίκα φυλάγεται με τη μέγιστη προσοχή, οδηγώντας το ένστικτό της προς τον εντοπισμό ψευτών. Ψάχνει να βρει τον άνθρωπο εκείνο που θα της είναι πιστός, εκείνον που δε θα την εγκαταλείψει, εκείνον που θα μείνει και θα τη βοηθήσει. Η γυναίκα ελκύεται από εκδηλώσεις αγάπης όπως επίσης και από ακριβά δώρα και γεύματα σε ακριβά ρεστοράν, στοιχεία που υποδηλώνουν την οικονομική ευχέρεια του άντρα. Από την άλλη πλευρά, εκείνη των αντρών, εφόσον ο άντρας μπορεί να παράγει παιδιά από την εφηβεία μέχρι τα γεράματα, εκτιμά τη γυναίκα σύμφωνα με χαρακτηριστικά όπως νεότητα, υγεία και ομορφιά και ελκύεται από δείγματα τρυφερότητας τα οποία συμβολίζουν τη γονιμότητά της.
Δεν είναι καθόλου παράξενη η ύπαρξη διαφορετικότητας των φύλων όσον αφορά στα «είδη απάτης» και στους «τρόπους ζευγαρώματος». Όταν οι άντρες μιλάνε μεταξύ τους, τείνουν να υπερβάλουν για τις επιτυχίες τους γενικά, και για τις ερωτικές τους κατακτήσεις ειδικότερα. Απ’την άλλη πλευρά, όταν οι άντρες μιλάνε σε γυναίκες, τείνουν να υπερβάλλουν σε ό,τι αφορά τα θέματα δέσμευσης, ειλικρίνειας, ικανότητας εξασφάλισης αποδοχών. Οι γυναίκες, στην προσπάθειά τους να προσελκύσουν ερωτικά, προσπαθούν να τονίσουν χαρακτηριστικά της εξωτερικής τους εμφάνισης. Σύμφωνα με μια εξήγηση, η διαφορετικότητα των φύλων σχετικά με την ερωτική έλξη είναι αποτέλεσμα της λειτουργίας των δυνάμεων κάθε κοινωνίας, όπως είναι τα ήθη και τα έθιμα, οι κοινωνικοί ρόλοι, τα στερεότυπα των ρόλων και η διαφορετικότητα της κοινωνικής δύναμης.

Σύμφωνα με μια άλλη κοινωνική εξήγηση, η οποία βασίζεται στη θεωρία της κοινωνικής δομής, η πραγματικότητα είναι κοινωνικά κατασκευασμένη. Οι ομοιότητες μεταξύ αντρών και γυναικών, στα περισσότερα σημεία, συμπεριλαμβανομένης και της ερωτικής έλξης, είναι πολύ περισσότερες από τις διαφορές. Επομένως, οι ατομικές διαφορές, όπως και οι κοινωνικές, σχετικά με την ερωτική έλξη πρέπει να θεωρηθούν και να τονιστούν ως κάτι παραπάνω από μια απλή διαφορετικότητα των φύλων.
Εφόσον όλοι μας επηρεαζόμαστε από τα αρσενικά και θηλυκά στερεότυπα του πολιτισμού μας, τείνουμε να επιλέγουμε συντρόφους οι οποίοι ταιριάζουν με αυτά τα στερεότυπα.

Ποια είναι η λειτουργία, εάν υπάρχει, την οποία υπηρετούν τα στερεότυπα; Και γιατί δημιουργήθηκαν; Απλά και μόνο για να μας βοηθήσουν να επεξεργαστούμε γρηγορότερα τις κοινωνικές πληροφορίες. Το πρόβλημα είναι ότι, ενώ ταξινομούμε και επεξεργαζόμαστε όλες αυτές τις πληροφορίες, κάνουμε λάθη. Και αυτά τα λάθη τείνουν να είναι σταθερά και αμετάβλητα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι τείνουμε να βλέπουμε μεγαλύτερη ομοιογένεια στις ομάδες στις οποίες δεν ανήκουμε παρά σε αυτές στις οποίες ανήκουμε. Έτσι, οι γυναίκες τείνουν να υποθέτουν ότι οι άντρες είναι πολύ πιο κοντά στο αρσενικό στερεότυπο απ’ότι είναι στην πραγματικότητα, και οι άντρες τείνουν να υποθέτουν ότι οι γυναίκες είναι πολύ πιο κοντά στο θηλυκό στερεότυπο απ’ότι είναι στην πραγματικότητα.

Από τη φύση τους, τα στερεότυπα διαιωνίζονται και αποκτούν την ισχύ των αυτοεκπληρούμενων προφητειών. Σε μια ερωτική σχέση είναι σημαντικό να κάνουμε καλή εντύπωση στο πρωταρχικό στάδιο της γνωριμίας. Αυτό ασκεί πίεση τόσο στους άντρες όσο και στις γυναίκες, με αποτέλεσμα να ακολουθούν μια συμπεριφορά στα πρότυπα του ρόλου των φύλων με μεγαλύτερη αφοσίωση απ’ότι θα την ακολουθούσαν εάν δεν υπήρχε αυτή η πίεση.

Η Martin έδειξε πως όταν ζήτησε από τους φοιτητές να περιγράψουν τα γνωρίσματα του χαρακτήρα που προσδιορίζουν τους άντρες και τις γυναίκες, περιέγραψαν τα γνωστά στερεότυπα. Όταν τους ζητήθηκε να περιγράψουν τους εαυτούς τους, τα στερεότυπα εξαφανίζονταν ως δια μαγείας.

Τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες παίζουν τους ορισμένους / επιβαλλόμενους ρόλους των φύλων τους και μετά παραπονιούνται για το αποτέλεσμα.

Σε ένα ζευγάρι οι σύντροφοι ελκύονται ο ένας από τον άλλον διότι ο καθένας ανταποκρίνεται στο στερεότυπο του φύλου του. Εκείνη ελκύεται από εκείνον διότι είναι δυνατός, ανδροπρεπής, ήρεμος, ειλικρινής και έμπειρος. Εκείνος ελκύεται από εκείνη διότι είναι ευαίσθητη, στοργική, ειλικρινής και εκφραστική. Αργότερα εκείνος θα παραπονιέται ότι εκείνη είναι γκρινιάρα, κι εκείνη ότι εκείνος είναι λιγομίλητος. Άλλη μια κοινωνική μεταβλητή – η ισχύς – είχε χρησιμοποιηθεί για την ερμηνεία της διαφορετικότητας των φύλων στην ερωτική έλξη. Οι γυναίκες επιλέγουν άντρες που είναι μεγαλύτεροι στην ηλικία από τις ίδιες, ψηλότεροι, ωριμότεροι και περισσότερο μορφωμένοι διότι με αυτό τον τρόπο είναι πιο «φυσιολογικό» για εκείνες να οικειοποιούνται το ρόλο του αδύναμου. Με το ίδιο σκεπτικό, οι άντρες επιλέγουν γυναίκες που είναι νεότερες, κοντύτερες, λιγότερο έξυπνες και λιγότερο μορφωμένες από τους ίδιους, διότι με αυτό τον τρόπο μπορούν να διατηρούν πιο εύκολα την κοινωνική τους ισχύ.

Ασυνείδητες επιλογές – ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις «Όλοι από γυναίκα ήρθαμε»!! Τις περισσότερες φορές, είναι γυναίκα, η μητέρα, το πρόσωπο που μας φροντίζει στους πρώτους μήνες της ζωής μας, γυναίκα είναι το πρώτο «αντικείμενο του έρωτα», τόσο για τα αγόρια όσο και για τα κορίτσια. Με εκείνη δημιουργούν την πρώτη σχέση τρυφερότητας και αφοσίωσης, τον πρώτο συμβιωτικό δεσμό, το δεσμό εκείνο που αργότερα θα προσπαθήσουν να επαναδημιουργήσουν στις ερωτικές σχέσεις της ενήλικης ζωής τους. Στην διάρκεια αυτών των πρώτων σταδίων της ανάπτυξής τους η αγάπη τους για εκείνη είναι συναισθηματική και ερωτική. Όταν αναπτύξουν την ικανότητα να διαχωρίζουν τον εαυτό από το άλλο, η μητέρα είναι και για τα δύο φύλα, αγόρια και κορίτσια, το πρώτο αντικείμενο ταύτισης. Η ώριμη προσωπικότητα, τόσο για τα αγόρια όσο και για τα κορίτσια, ολοκληρώνεται με (α) την ανάπτυξη της αίσθησης του εαυτού που πρέπει να έχει ξέχωρο και αυτόνομο χαρακτήρα, και (β) την ανάπτυξη της ικανότητας συσχετισμού με τους άλλους.

Η ολοκλήρωση αυτών των δύο υποχρεώσεων σχετίζεται με την ανάπτυξη της ταυτότητας του φύλου, η οποία αρχίζει από την ηλικία των 18 μηνών. Αυτή η διαδικασία ανάπτυξης διαφέρει στα αγόρια και στα κορίτσια. Για την ανάπτυξη της αρσενικής ταυτότητας, τα αγόρια πρέπει να καταστείλουν τη συναισθηματική τους δέσμευση με τη μητέρα και να αλλάξουν την πορεία διαδικασίας ταυτισμού τους με την εικόνα του πατέρα.

Τα κορίτσια δεν αισθάνονται την ανάγκη να διαχωριστούν από τη μητέρα για να αναπτύξουν τη γυναικεία ταυτότητα. Ως αποτέλεσμα, για τις περισσότερες γυναίκες, είναι πιο εύκολο να αναπτύξουν την ταυτότητα του φύλου τους, να γίνουν σαν τη μητέρα και να είναι στοργικές και ευαίσθητες, αλλά τους είναι δύσκολο να ανεξαρτητοποιηθούν. Εφόσον οι γυναίκες πρέπει να καταπνίξουν τη σ@ξουαλική έλξη προς τη μητέρα, αλλά όχι το συναισθηματικό δεσμό, ο συναισθηματικός δεσμός είναι κυρίαρχος στις ερωτικές τους εμπειρίες. Έτσι, δεν υπάρχει ικανοποιητική σ@ξουαλική σχέση χωρίς συναισθηματικό δεσμό.

Από την άλλη πλευρά, εφόσον οι άντρες πρέπει να καταστείλουν τη συναισθηματική προσήλωση προς τη μητέρα αλλά όχι τη σ@ξουαλική έλξη, ο σ@ξουαλικός δεσμός είναι κυρίαρχος στις ερωτικές τους σχέσεις. Γι’αυτό «για τους άντρες η ερωτική πλευρά κάθε σχέσης παραμένει πάντα η πιο ακαταμάχητη, ενώ για τις γυναίκες η συναισθηματική συνισταμένη θα είναι πάντα η πιο σημαντική».
Αποτέλεσμα αυτών των διαφορετικών διαδικασιών είναι ο χορός της οικειότητας, όπου ο ένας παρτενέρ – τις περισσότερες φορές η γυναίκα – είναι ο κυνηγός και ο άλλος – τις περισσότερες φορές ο άντρας – είναι ο φυγάς. Ένα ακραίο παράδειγμα του φυγάδα σε αυτόν το χορό της οικειότητας, είναι ο άντρας που διακατέχεται από το φόβο της δέσμευσης.

Ακόμη και μετά από μια λεπτομερή σκιαγράφηση των περιστασιακών και συνειδητών παραγόντων του συναισθήματος του έρωτα, συχνά μένουμε με την αίσθηση του ανολοκλήρωτου. Ίσως αυτό που λείπει από τις μελέτες και τις θεωρίες, όσο ενδιαφέρουσες και διασκεδαστικές μπορεί να είναι αυτές, είναι το πιο βασικό, σημαντικό και μυστηριακό στοιχείο – η μαγεία του έρωτα. Οι μελέτες δεν εξηγούν τους λόγους που μας ωθούν να ερωτευθούμε κάποιον συγκεκριμένο άνθρωπο και όχι κάποιον άλλο. Πώς μας κάνει κάποιος να «πετάμε στα σύννεφα;» Ποιος είναι ο λόγος που κάποιος άλλος, ο οποίος, σύμφωνα με όλα τα σχετικά κριτήρια, είναι πολύ πιο κατάλληλος σύντροφος για εμάς μας αφήνει αδιάφορους; Μια κυρίαρχη εξήγηση δίνεται από τη θεωρία της προσήλωσης, η οποία πρωτοδιατυπώθηκε από το Βρετανό παιδοψυχολόγο John Bowly. Για τον Bowly, η λέξη – κλειδί είναι η «προσκόλληση», η πρώτη σταθερή σχέση αγάπης που αναπτύσσει ένα παιδί.

Οι βασικές προτάσεις της θεωρίας της προσκόλλησης έχουν ως εξής:
Οι ιδιαίτερες σχέσεις των ενηλίκων προσδιορίζονται από πρότυπα μιας εσωτερικής διεργασίας που οικοδομούνται μέσα από εμπειρίες σχέσεων της βρεφικής ηλικίας.
Αυτά τα πρότυπα καθορίζουν τα πιστεύω του ανθρώπου, εάν είναι ή όχι άξιος να λάβει αγάπη και εάν μπορεί να υπολογίζει στην προσφορά της αγάπης και υποστήριξης των άλλων.
Αυτά τα πρότυπα επηρεάζουν, επίσης, τα είδη της αλληλεπίδρασης που έχουν οι άνθρωποι με τους άλλους και την ερμηνεία που τους αποδίδουν.

Οι εμπειρίες που έχει το βρέφος με το φροντιστή μετατρέπονται σε πνευματικά πρότυπα για τον εαυτό τους και τους άλλους. Αυτά τα πρότυπα εσωτερικευμένης διεργασίας γενικεύονται σε άλλες σχέσεις. Το εσωτερικό πρότυπο αλλάζει καθώς το βρέφος αναπτύσσεται διότι, παρά την εκ γενετής ύπαρξή του, είναι ευάλωτο σε περιβαλλοντολογικές επιρροές. Το εσωτερικό πρότυπο είναι υπεύθυνο για όλα τα είδη προσκόλλησης, συμπεριλαμβανομένης, πρωταρχικά και βασικά, της ερωτικής. Η Ainsworth προσδιόρισε τρεις διαφορετικούς τύπους αντίδρασης μωρών σε ένα γεμάτο από παιχνίδια δωμάτιο απέναντι στην αναχώρηση της μητέρας και στην επιστροφή της.
Η ασφαλής προσήλωση: περίπου τα δύο τρίτα των μωρών ήταν έτοιμα να εξερευνήσουν το δωμάτιο μόνα τους, αλλά γυρνούσαν να δουν κάθε τόσο εάν η μητέρα ήταν παρούσα. Αντιδρούσαν ή έκλαιγαν στην αποχώρησή της, αλλά στην επιστροφή της την καλωσόριζαν χαρούμενα, υψώνοντας συχνά τα χεράκια τους για να τα σηκώσει και να χωθούν στην αγκαλιά της. Σχετικά, ήταν εύκολο να τα παρηγορήσεις.

Η αγχώδης ή αμφιθυμική προσήλωση: το 10% περίπου φάνηκαν ανήσυχα και ανασφαλή. Έτειναν να προσκολλώνται στη μητέρα τους και φοβόντουσαν να εξερευνήσουν το δωμάτιο μόνα τους. Φαίνονταν πολύ ανυπόμονα, ταράζονταν με το χωρισμό και πολύ συχνά, έκλαιγαν ασταμάτητα. Στην επιστροφή της μητέρας ήθελαν την επαφή αλλά ταυτόχρονα ήθελαν να ξεφύγουν από την αγκαλιά της θυμωμένα, και αντιστέκονταν στις προσπάθειες της να τα παρηγορήσει.
Η προσήλωση με διχασμό: περίπου 20% με 25% έδωσαν την εντύπωση της ανεξαρτησίας. Εξερεύνησαν το περιβάλλον χωρίς να δείχνουν ανάγκη για την ασφάλεια της παρουσίας της μητέρας και δε γύριζαν να διαπιστώσουν την παρουσία ή απουσία της. Όταν η μητέρα έφευγε, το μωρό δε φαινόταν να επηρεάζεται, αλλά μια εξέταση των χτύπων της καρδιάς του έδειχνε έντονη αντίδραση. Στην επιστροφή της, το βρέφος την αγνοούσε ή την απέφευγε.

Η Ainsworth και η ομάδα της παρατήρησαν τα ζευγάρια μητέρας – βρέφους στα σπίτια τους. Έτσι, ήταν δυνατόν να προσδιοριστούν συγκεκριμένοι τύποι προσκόλλησης του βρέφους και γονικής φροντίδας της μητέρας. Οι μητέρες των ασφαλώς προσηλωμένων μωρών είχαν αμεσότερη αντίδραση στο κλάμα του μωρού τους και στα σινιάλα πείνας που εκείνο έδινε και ήταν πρόθυμες να ανταποδώσουν το χαμόγελό του. Οι μητέρες των αγχωδών ή αμφίθυμων μωρών παρουσίαζαν ασταθή αντιμετώπιση και σχετική απάθεια έναντι των αναγκών του μωρού. Οι μητέρες των μωρών της τρίτης κατηγορίας απέρριπταν τα μωρά τους είτε σωματικά είτε συναισθηματικά. Οι τύποι προσκόλλησης που έχουν σχηματιστεί στη βρεφική ηλικία παραμένουν και στην ενήλικη.

Οι ασφαλείς. Οι ενήλικες με ασφαλή προσκόλληση αισθάνονται άνεση όταν εξαρτώνται από άλλους, όπως και όταν άλλοι εξαρτώνται από αυτούς. Με αυτό τον τρόπο τους είναι ευκολότερο να πλησιάσουν τον άλλο. Αισθάνονται ότι είναι πολύτιμοι και ότι αξίζουν την αγάπη και το σεβασμό του άλλου. Εμπιστεύονται τους ανθρώπους: πιστεύουν ότι όλοι έχουν καλές προθέσεις και ότι μπορούν να υπολογίζουν σε αυτούς για ένα χέρι βοήθειας όταν παραστεί η ανάγκη. Δημιουργούν ιδιαίτερες σχέσεις ευκολότερα και δεν ανησυχούν για τη μοναξιά τους ή για την προσέγγισή τους από κάποιον. Δεν τους απασχολεί η εγκατάλειψη ή η εξάρτηση, τείνουν να δίνουν πολύ καλή εντύπωση όσον αφορά την ευαισθησία και όχι τόσο καλή όσον αφορά τη μανιώδη προσφορά.

Οι διχασμένοι. Οι ενήλικες με διχασμένη συμπεριφορά προσκόλλησης τείνουν να είναι απομονωμένοι.

Δεν αισθάνονται άνετα όταν βρίσκονται στην παρέα των άλλων, είναι πολύ δύσκολο γι’αυτούς να εξαρτώνται από τους άλλους ή να τους εμπιστεύονται απόλυτα. Γίνονται νευρικοί όταν κάποιος τους πλησιάσει συναισθηματικά. Έχουν πολλούς χωρισμούς στο ενεργητικό τους, αλλά υποφέρουν λιγότερο όταν η σχέση φτάνει στο τέλος της. Είναι μοναχικοί, αισθάνονται άβολα όταν η σχέση τους εμπεριέχει τρυφερότητα και ευαισθησία, έχουν πολλές ευκαιριακές σχέσεις και είναι πολύ πιθανό γι’αυτούς να είναι άπιστοι στη σχέση τους. Είναι δε, πολύ πιθανό να απολαμβάνουν τις σ@ξουαλικές επαφές όταν αυτές δε χαρακτηρίζονται από αγάπη.

Οι αγχώδεις ή αμφίθυμοι. Οι ενήλικες με τύπο αγχώδους – αμφίθυμης προσκόλλησης θεωρούν ότι οι άλλοι δεν αποζητούν τον τύπο των ενήλικων στενών επαφών. Συχνά ανησυχούν μήπως ο/η σύντροφός τους δεν τους αγαπά πραγματικά ή ότι δε θέλει να είναι μαζί τους. Αποζητούν τόσο υψηλά επίπεδα εγγύτητας και δέσμευσης, που φοβίζουν το/τη σύντροφό τους, από τον/την οποίο/α, πολύ συχνά, θεωρούνται προσκολλημένα και φορτικά άτομα. Είναι ανασφαλείς και επενδύουν πολλά σε κάθε σχέση. Τείνουν να πιστεύουν ότι οι άλλοι δεν τους υπολογίζουν όσο θα έπρεπε και ότι γενικά, δεν πρέπει να εμπιστεύονται τους ανθρώπους. Τείνουν να χωρίζουν ξανά και ξανά με το/τη σύντροφό τους και είναι πολύ ζηλιάρηδες/ζηλιάρες. Έχουν χαμηλό επίπεδο αυτοεκτίμησης και αποκαλύπτουν πολλά για τον εαυτό τους. Ανησυχούν μήπως εγκαταλειφθούν και μήπως ο έρωτάς τους δε βρει ανταπόκριση, επίσης, φοβούνται την πολλή οικειότητα και εξάρτηση. Τείνουν να δίνουν πολύ καλή εντύπωση όσον αφορά τη μανιώδη προσφορά και όχι τόσο καλή όσον αφορά την ειλικρίνεια.
Οι ασφαλείςτύποι είναι πρόθυμοι να πειραματιστούν σ#ξουαλικά, αλλά μόνο όταν η σχέση είναι διαρκής. Απολαμβάνουν κάθε τύπου σ@ξουαλική επαφή, από το αγκάλιασμα έως το στοματικό έρωτα. Αποφεύγουν τις ευκαιριακές ερωτικές επαφές, όπως και τις σ@ξουαλικές σχέσεις εκτός της κύριας σχέσης. Οι διχασμένοι δεν απολαμβάνουν τις απλές σωματικές επαφές, τείνουν να αρέσκονται στις ευκαιριακές ερωτικές επαφές, έχουν ερωτικές σχέσεις εκτός γάμου, και είναι πολύ πιθανό να πιστεύουν ότι η ερωτική πράξη χωρίς συναίσθημα είναι πολύ πιο ευχάριστη. Οι αγχώδεις ή αμφίθυμοι απολαμβάνουν τη φυσική επαφή, την τρυφερότητα της ερωτικής σχέσης, αλλά βρίσκουν λιγότερη απόλαυση στην ερωτική πράξη.

Για να αγαπήσουμε τους άλλους, πρέπει πρώτα να αγαπάμε και να σεβόμαστε τον εαυτό μας. Μελέτες πάνω στην προσκόλληση δείχνουν πράγματι ότι οι άνθρωποι που ανήκουν στον ασφαλή τύπο έχουν όντως περισσότερη αυτοπεποίθηση, είναι λιγότερο νευρωτικοί, περισσότερο εξωστρεφής, περισσότερο δεκτικοί και είναι πιο ανοιχτοί σε καινούργιες εμπειρίες από τους διχασμένους ή τους αγχώδεις – αμφίθυμους τύπους ανθρώπων.
Όταν άνθρωποι με χαμηλή αυτοεκτίμηση ερωτεύονται, ο έρωτάς τους είναι ιδιαίτερα δυνατός, έχει πολύ συχνά τον απόλυτο έλεγχο πάνω τους και γίνεται ο κύριος σκοπός της ζωής τους. Το αποτέλεσμα είναι ένας παθολογικός, καταστρεπτικός, απελπισμένος έρωτας.

Ο Kernberg περιγράφει την ικανότητα του ανθρώπου να αγαπά με μια κλίμακα με πέντε σημεία: Απόλυτη ανικανότητα να αγαπήσουμε. Αυτό το ακραίο σημείο της κλίμακας αντιπροσωπεύει την ανικανότητα δημιουργίας διαπροσωπικών σχέσεων στις οποίες ενέχονται σ@ξουαλικές επαφές. Χαρακτηρίζει τα ακραία παραδείγματα δόμησης μιας ναρκισσιστικής, σχιζοφρενικής προσωπικότητας. Μια ναρκισσιστική προσωπικότητα χαρακτηρίζεται από μια μη ρεαλιστική αίσθηση μεγάλης σπουδαιότητας του εαυτού και μια ακατεύναστη ανάγκη θαυμασμού. Η απόλυτη ενασχόληση του ατόμου με τον εαυτό του διαταράσσει τη δημιουργία διαπροσωπικών σχέσεων.

Σ@ξουαλική σύγχυση. Το δεύτερο σημείο συμβαίνει συνήθως, αλλά όχι πάντα, σε ετερόφυλες σχέσεις. Είναι ένας λιγότερο ακραίος τύπος ναρκισσιστικής διαταραχής της προσωπικότητας και εκείνοι που υποφέρουν από αυτή έχουν την ικανότητα δημιουργίας διαπροσωπικών σχέσεων. Όμως, εφόσον τείνουν να θεωρούν τους άλλους όργανα της δικής της ικανοποίησης, οι διαπροσωπικές τους σχέσεις τείνουν να είναι ανώριμες, ατελείς και, πολύ συχνά, σ@ξουαλικά εστιασμένες. Απλοϊκή εξιδανίκευση του αγαπημένου και παιδική εξάρτηση. Ο τρίτος τύπος αφορά τη συναισθηματική εξάρτηση και χαρακτηρίζεται από τη μεταιχμιακή διαταραχή της προσωπικότητας. Οι άνθρωποι με αυτού του τύπου τη διαταραχή διακρίνονται από αστάθεια στις διαπροσωπικές σχέσεις και κυμαίνονται παρορμητικά μεταξύ απόλυτης εξιδανίκευσης και ολικής απόρριψης του άλλου. Τείνουν επίσης να έχουν απρόβλεπτη και παρορμητική συναισθηματική συμπεριφορά και να διακατέχονται από το φόβο της πραγματικής ή φανταστικής εγκατάλειψης.

Ικανότητα δημιουργίας σταθερών σχέσεων και ανικανότητα απόλαυσης της σ@ξουαλικής ικανοποίησης. Ο τέταρτος τύπος χαρακτηρίζει τις πιο ήπιες μορφές διαταραχής της προσωπικότητας και τις νευρώσεις. Οι νευρώσεις, σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία, είναι ψυχικές διαταραχές οι οποίες διαμορφώνονται από ασυνείδητες συγκρούσεις που δημιουργούν άγχος. Το άγχος ωθεί το άτομο στη λειτουργία διαφόρων αμυντικών μηχανισμών που διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα. Υγιής συνδυασμός σ@ξουαλικότητας και ευαισθησίας προς τον άλλον και βαθιά εγγύτητα σχέσης. Αυτό ο πέμπτος τύπος βρίσκεται στην αντίθετη, θετική, άκρη της κλίμακας.

Η θεωρία των αντικειμενότροπων σχέσεων, περισσότερο από τις άλλες θεωρίες, εστιάζεται στην ψυχολογική κατάσταση του ερωτευμένου. Το αντικείμενο είναι μια εσωτερική αναπαράσταση ενός προσώπου, ενός πράγματος, μιας σχέσης ή ενός γεγονότος που έχει γίνει τμήμα του ψυχικού κόσμου του ατόμου. Το πεινασμένο μωρό δεν έχει εσωτερική εικόνα της μητέρας, γι’αυτό και κλαιει. Μόλις η μητέρα «εσωτερικευθεί» το μωρό μπορεί να αντιμετωπίσει την παροδική απουσία της. Η εσωτερικευμένη εικόνα της δηλώνει ότι θα επιστρέψει. Στους ενήλικους το εσωτερικευμένο αντικείμενο της μητέρας εμπεριέχει τη συγκεκριμένη αναπαράσταση της μητέρας τους, πώς ήταν σε διαφορετικά στάδια της ζωής της, όπως και μια αφηρημένη εικόνα η οποία επηρεάζεται από πολιτισμικά στερεότυπα και σπουδές, συλλογές μύθων περί μητρότητας. Οι θεωρητικοί των αντικειμενότροπων σχέσεων υποθέτουν ότι ο εσωτερικός μας κόσμος αποτελείται από αντικείμενα και αντικειμενότροπες σχέσεις – την εσωτερική μας αντίληψη για τις σχέσεις μεταξύ διαφόρων αντικειμένων. Οι σχέσεις μεταξύ εραστών, όπως και άλλες προσωπικές σχέσεις, είναι πάντα «αντικειμενότροπες». Για να θεωρηθούμε έτοιμοι να αγαπήσουμε και να κάνουμε σχέση με κάποιο άλλο άτομο και όχι με την αντανάκλαση του εαυτού μας σε αυτό το άτομο, πρέπει να είμαστε εξατομικευμένοι. Όλοι πασχίζουμε να καταφέρουμε να ισορροπήσουμε μεταξύ μιας ενότητας – ζευγάρι – και της ανάγκης μας να είμαστε μονάδα. Είναι μια μάχη μεταξύ συνοχής και εξατομίκευσης.

Τι συμβαίνει όταν η αρχική εμπειρία με τη μητέρα δεν είναι τρυφερή ή στοργική; Όταν το παιδί αντιλαμβάνεται ότι θεωρείται εγκαταλελειμμένο ή κατατρεγμένο ή απορριπτέο από το γονιό, δεν μπορεί να απαλλαγεί ή να αλλάξει το «απογοητευτικό αντικείμενο», δηλαδή το γονιό. Το παιδί αντιμετωπίζει την απογοήτευση εσωτερικεύοντας μέρη του αγαπημένου/μισητού γονιού, προσπαθώντας να τον ελέγχει στον εσωτερικό του κόσμο. Το απογοητευτικό αντικείμενο υφίσταται διάφορους «διχασμούς», οι οποίοι καταπνίγονται και παραμένουν ασυνείδητες προβολές και, έτσι, τμήματα της δόμησης της προσωπικότητας του ατόμου.

Οι προβολές εμπεριέχουν τα κατάλοιπα των βρεφικών αναγκών, όπως και την αντίδραση του γονιού σε αυτές. Το εγώ αναπτύσσει αυτές τις προβολές και οργανώνεται σχετικά με αυτές, με διαφορετικούς τρόπους. Μπορεί να αναπτύξει αίσθηση κατωτερότητας και ευτέλειας, κάτι που αντικατοπτρίζει την αδυναμία του μωρού, όπως και την αίσθηση του στομφώδους και της παντοδυναμίας – την αντίληψη του μωρού, σχετικά με την παντοδυναμία του γονιού. Ο εαυτός αναπτύσσεται γύρω από αυτές τις ασυνείδητες προβολές και η ύπαρξη και των δύο άκρων πιθανόν να εμφανιστούν σε αυτόν. Όταν βλέπουμε την υπεροπτική και κενόδοξη συμπεριφορά ενός ατόμου – αποδείξεις της ύπαρξης μιας στομφώδους προβολής – μπορούμε να υποθέσουμε με ασφάλεια ότι θα βρούμε και μια προβολή ανασφάλειας και αίσθησης κατωτερότητας η οποία ήταν καταπιεσμένη. Όταν συναντάμε ένα άτομο που αισθάνεται συνέχεια ότι οι άλλοι το εκμεταλλεύονται και το χρησιμοποιούν, το πιθανότερο είναι ότι, εκτός από αυτή την προβολή του θύματος, θα συναντήσουμε επίσης μια εχθρική, επιθετική και καταστρεπτική προβολή, ή οποία είχε καταπιεστεί.

Στις περισσότερες περιπτώσεις το άτομο έχει επίγνωση μόνο της μιας πλευράς αυτής της δυαδικότητας: στην τελευταία περίπτωση το άτομο είναι πιθανό να έχει επίγνωση της πλευράς του θύματος και να είναι ανύποπτο για την ύπαρξη του εχθρικού, επιθετικού εαυτού. Στο γνωστό παράδειγμα του παρανοϊκού, η προβολή του καταδιωκόμενου θύματος ελέγχει την εσωτερική οργάνωση του εαυτού, ενώ η απογοητευμένη και καταπιεσμένη προβολή του επιθετικού διώκτη προβάλλεται σε άλλα άτομα.

Ο έρωτας είναι μια ασυνείδητη επιλογή του συντρόφου εκείνου που ταιριάζει στο καταπιεσμένο τμήμα του εαυτού

Μόλις ο σύντροφος βρει τρόπο έκφρασης ή θεωρήσει ότι βρήκε τρόπο έκφρασης του καταπιεσμένου τμήματος του εαυτού, δεν υπάρχει λόγος να παραδεχτεί την ύπαρξή του. Μια γυναίκα που δεν αισθάνεται αγαπητή, διότι έτσι ένιωθε όταν ήταν παιδί, είναι πολύ πιθανό να επιλέξει έναν άντρα που δεν εκφράζει την αγάπη. Με αυτό τον τρόπο μπορεί εκείνη να κατηγορεί εκείνον για την άσχημη αίσθηση που έχει η ίδια για τον εαυτό της. Ένα άντρας που αισθάνεται κατώτερος, διότι έτσι αισθανόταν όταν ήταν παιδί, είναι πολύ πιθανό να επιλέξει μια αυστηρή και επικριτική γυναίκα. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να κατηγορεί εκείνη για το συναίσθημα κατωτερότητας που νιώθει. Ενώ η γυναίκα θα συνεχίσει να παραπονιέται ότι ο σύντροφός της δεν της δείχνει αγάπη και ο άντρας θα συνεχίσει να παραπονιέται για την αυστηρή κριτική της συντρόφου του, το πιθανότερο είναι να παραμείνουν και οι δύο με τους συντρόφους τους. Ο λόγος; Μας είναι πολύ πιο εύκολο να είμαστε με ένα/μια σύντροφο ο/η οποίος/α παρέχει μια εξωτερική δικαίωση των κακών συναισθημάτων που τρέφουμε για τον εαυτό μας, παρά να έρθουμε αντιμέτωποι με αυτά τα συναισθήματα μέσα μας, στον εαυτό μας.

Επίσης, όταν οι σύντροφοι είναι αδιαφοροποίητοι, αποτέλεσμα κάποιων τραυματικών εμπειριών απόρριψης, εγκατάλειψης ή κατατρεγμού που βίωσαν στην παιδική τους ηλικία, τα συναισθήματά τους σε σχέση με αυτά τα καταπιεσμένα και απορριπτέα μέρη του εαυτού τους είναι ιδιαίτερα αρνητικά ή αλληλοσυγκρουόμενα / αμφίθυμα. Εφόσον η ανάγκη άρνησης της ύπαρξης αυτών των καταπιεσμένων τμημάτων είναι ιδιαίτερα ισχυρή, με τον ίδιο τρόπο η ανάγκη εύρεσης ενός/μιας συντρόφου ο/η οποίος/α τα εκφράζει είναι το ίδιο ισχυρή.

Όταν ανακαλύψουν αυτό το κομμάτι σε έναν πιθανό σύντροφο, τον ερωτεύονται «τρελά». Μπορεί η αγάπη τους να είναι, στα μάτια των άλλων, υπερβολική, καταστροφική ή ακόμα και παρανοϊκή, αλλά είναι απόλυτα λογική για εκείνους, εάν λάβουμε υπόψη τις υποσυνείδητες ανάγκες τους. Αφού έχουν ερωτευθεί, ενθαρρύνουν ασυνείδητα το/τη σύντροφό τους να εκφράσει αυτά τα καταπιεσμένα και απορριπτέα σημεία. Έτσι, καθίσταται δυνατή για εκείνους/ες η κριτική και η προσπάθεια ελέγχου αυτών των απογοητευμένων τμημάτων στο/στη σύντροφό τους, όχι στον εαυτό τους. Όταν οι δύο σύντροφοι είναι διαφοροποιημένοι και λογικά ολοκληρωμένοι ως άτομα, οι διαφορές στις προσωπικότητές τους θεωρούνται συμπληρωματικές, αξιόλογες και ευχάριστες. Σε ένα τέτοιο ζευγάρι, ο ελαφρώς καταπιεστικός σύζυγος είναι πιθανό να απολαμβάνει τον αυθορμητισμό και παρορμητισμό της συζύγου του και η σύζυγος να εκτιμά την προσήλωση του συζύγου της στη λεπτομέρεια και στον προσεκτικό προγραμματισμό.

Αντίθετα με τη γνωστή ρήση πως, για να μπορέσουμε να αγαπήσουμε τους άλλους, θα πρέπει πρώτα να αγαπήσουμε τον εαυτό μας, ο ψυχαναλυτής Theodor Reik παρατήρησε ότι όσο πιο αρνητική είναι η εκτίμηση που έχουμε για τον εαυτό μας τόσο πιο πιθανό είναι να ερωτευτούμε. Οι άνθρωποι αισθάνονται την έλλειψη κάποιων στοιχείων στον εαυτό τους και ψάχνουν να τα βρουν στο/στη σύντροφο. Όταν ερωτεύονται, προβάλλουν στον/στην αγαπημένο/η τις ανεκπλήρωτες φαντασιώσεις τους. Η προβολή των αποσχισμένων τμημάτων του εαυτού, αποσχισμένη προβολή, συμβαίνει και στους δύο συντρόφους, με τον καθένα να προσπαθεί να εκφράσει τα σημεία που έχει απαρνηθεί ή καταπιέσει μέσω του συντρόφου. Για παράδειγμα, μια γυναίκα η οποία έχει εσωτερικεύσει τραυματικές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, κάποιας βίαιης αντιπαράθεσης μεταξύ θύματος και θύτη, τοποθετεί τον εαυτό της στη θέση του θύματος. Έχει διαχωρίσει τα δύο μέρη της σύγκρουσης, έχει καταπνίξει το βίαιο μέρος, του θύτη, και το έχει προβάλει στο σύντροφό της. Η εσωτερικευμένη σύγκρουση, σε αυτή την περίπτωση, μεταξύ της κακομεταχείρησης και του κατατρεγμού, γίνεται μια ασταμάτητη σύγκρουση μεταξύ των συντρόφων. Ο διαιρεμένος εαυτός γίνεται διαιρεμένο ζευγάρι. Η γυναίκα έχει ανάγκη από έναν αγενή και προσβλητικό άντρα, έτσι ώστε να προβάλλει σε αυτόν την ασυνείδητη, απολίτιστη, βίαιη, καταπιεσμένη αποσχισμένη πλευρά του εαυτού της. Η εσωτερικευμένη σύγκρουση την ωθεί στην εύρεση ενός συντρόφου που θα μπορέσει να καλύψει αυτή την ανάγκη, προς μεγάλη έκπληξη και ανησυχία της οικογένειάς της και των φίλων της, οι οποίοι δεν μπορούν να καταλάβουν τι βρίσκει μια γλυκιά και ευγενική γυναίκα σε έναν βίαιο και αγενή τύπο. Η απάντηση είναι απλή. Σε εκείνον βρίσκει το αποσχισμένο / αποθυμένο τμήμα του εαυτού της.

Ο εραστής της έχει επίσης εσωτερικεύσει μια βίαιη σύγκρουση μεταξύ θύτη και θύματος από την παιδική του ηλικία. Όμως, στην περίπτωσή του, το τμήμα που αποσχίστηκε και καταπιέστηκε είναι το τμήμα του θύματος. Στη σχέση του με αυτή τη γυναίκα μπορεί να έχει την εμπειρία αυτού του τμήματός του και να το αντιμετωπίσει. Με αυτό τον τρόπο οι μη διαφοροποιημένοι σύντροφοι φέρνουν προβληματικές αντικειμενότροπες σχέσεις των πρώτων εμπειριών της ζωής τους στις ερωτικές τους σχέσεις.

Εφόσον η προβολή αντιπροσωπεύει μια ασυνείδητη, πρωτόγονη ανάγκη, πολύ συχνά το άτομο που την προβάλλει «δε βλέπει» τις συμπεριφορές που είναι ασύμφωνες με αυτή την προβολή. Επομένως, η γυναίκα είναι πιθανό να θεωρήσει αγενή και επιθετική τη συμπεριφορά του άντρα, ακόμα κι όταν δεν είναι. Παρομοίως, ο άντρας είναι πολύ πιθανό να δει τη γυναίκα ως θύμα ακόμα κι όταν εκείνη δεν είναι.
Όπως φαίνεται από το παράδειγμα, οι σύντροφοι τείνουν να έχουν τις ίδιες εσωτερικευμένες συγκρούσεις και, σε μια αμοιβαία διαδικασία, προβάλουν ο ένας στον άλλο τα συμπληρωματικά, ασυνείδητα και καταπιεσμένα, αποσχισμένα μέρη του εαυτού τους. Ακόμη, κάθε σύντροφος ταυτίζεται με τα μέρη που ο/η άλλος σύντροφος προβάλει σε αυτόν/αυτήν. Το αποτέλεσμα ονομάζεται προβλητική ταυτοποίηση.

Η προβλητική ταυτοποίηση είναι ίσως η πιο σημαντική συνεισφορά της αντικειμενότροπης θεωρίας στην κατανόηση της διαδικασίας του έρωτα και της δυναμικής του ζευγαριού. Ο άντρας του οποίου η σύζυγος προβάλλει σε αυτόν την επιθετική, δυναμική, γονική, κυριαρχική, αποσχισμένη πλευρά της εσωτερικεύει αυτή την προβολή, ταυτοποιείται με αυτή και θεωρεί τον εαυτό του έτσι όπως θεωρείται από τη σύζυγό του. Παρομοίως, η γυναίκα ταυτοποιείται με την προβολή του συζύγου της και θεωρεί τον εαυτό της έτσι όπως θεωρείται από εκείνον, το υποταγμένο, παθητικό ή ανώριμο, αδύναμο και αποσχισμένο τμήμα του. Με αυτό τον τρόπο εσωτερικά, ασυνείδητες συγκρούσεις του/της συντρόφου εξωτερικεύονται στο ζευγάρι ως τύποι σύγκρουσης. Χρησιμοποιώντας διαφορετική φρασεολογία, οι συγκρούσεις ενός ζευγαριού είναι μια επανέκδοση των εσωτερικών συγκρούσεων που υπάρχουν στον κάθε σύντροφο. Όσο λιγότερο ολοκληρωμένα είναι τα ζευγάρια τόσο πιο παιδιάστικες είναι οι ανάγκες τους και τόσο πιο έντονες είναι οι συγκρούσεις τους.

Όταν δύο άνθρωποι ερωτεύονται, προβάλλουν ο ένας στον άλλο τις αποσχισμένες και καταπιεσμένες πλευρές τους. Μια γυναίκα που έχει μάθει να καταπιέζει την ανάγκη αυτονομίας και ανεξαρτησίας προβάλλει αυτή την απουσία (αποτέλεσμα της καταπίεσης) στο σύζυγό της. Έτσι, εκείνος εμφανίζεται πιο ανεξάρτητος απ’ότι είναι στην πραγματικότητα. Ο άντρας που έχει μάθει να καταπιέζει την εξάρτησή του και την ανάγκη του για τρυφερότητα προβάλλει αυτές τις πλευρές στη γυναίκα του, με αποτέλεσμα εκείνη να φαίνεται πιο εξαρτημένη και αδύναμη απ’ότι είναι στην πραγματικότητα. Η προβλητική ταυτοποίηση ωθεί και τους δύο να συνταυτιστούν με τις αντίστοιχες προβολές. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό που βλέπουμε είναι ένας παραδοσιακός τύπος ζευγαριού, όπου ο άντρας και η γυναίκα παίζουν πολύ άνετα τους λεγόμενους φυσιολογικούς ρόλους των φύλων. Σε αρκετές περιπτώσεις, όμως, μπορεί αυτοί οι στερεότυποι ρόλοι των φύλων να έχουν μεγάλο αντίτιμο για τον έναν ή και τους δύο συντρόφους. Ένα παράδειγμα είναι η γυναίκα που, ως αποτέλεσμα μιας τέτοιας προβλητικής ταυτοποίησης, χάνει την ικανότητά της να κρίνει τι συμβαίνει γύρω της, ιδίως τη συμπεριφορά του συζύγου της.

Οι άνθρωποι τείνουν να ερωτεύονται άτομα που βρίσκονται σε παρόμοια επίπεδα διαφοροποίησης αλλά αντίθετα επίπεδα άμυνας ή χαρακτήρα ή ύφους. Το αμυντικό ύφος είναι είδος συμπεριφοράς που προστατεύει τον εαυτό από τη συνειδητοποίηση του άγχους: τα ζευγάρια τείνουν να επικροτούν ο ένας τον άλλον για το ύφος που έχουν. Ας πάρουμε για παράδειγμα έναν άντρα που αντιμετωπίζει το άγος του καταποντισμού του από συναισθήματα, καταστέλλοντας τα συναισθήματά του. Σύμφωνα με τη θεωρία του Bowen, αυτός ο άντρας πρόκειται να ελκύεται από γυναίκες με παρόμοια επίπεδα διαφοροποίησης. Όμως οι αμυντικοί μηχανισμοί αυτών των γυναικών, που έχουν την υστερική τάση να δραματοποιούν τα πάντα και να είναι
υπερεκδηλωτικές, είναι αντίθετοι από τους δικούς του. Μια γυναίκα η οποία αντιμετωπίζει τα άγχη της με το να γίνεται φοβική είναι πιθανό να ελκύεται από άντρες που υπερασπίζονται τους εαυτούς τους κατά του άγχους τους με την άρνηση ή την ασχολία τους με ριψοκίνδυνα σπορ και παράτολμες περιπέτειες. Η διαφορετική άμυνα ή ύφος του χαρακτήρα καλύπτουν την εμφατική ομοιότητα. Έτσι, ο ένας σύντροφος μπορεί να εμφανίζεται ανεξάρτητος και ο άλλος εξαρτώμενος, ο ένας ενεργητικός και άλλος παθητικός, ο ένας λογικός και ο άλλος συναισθηματικός. Τα πιο συνηθισμένα συμπληρωματικά πρότυπα, σύμφωνα με την πρωτοποριακή εργασία του Μittelman είναι:

Ο ένας σύντροφος είναι κυριαρχικός και επιθετικός, ενώ ο άλλος είναι υποχωρητικός και μαζοχιστής.
Ο ένας σύντροφος είναι συναισθηματικά απόμακρος, ενώ ο άλλος έχει την ανάγκη στοργής και τρυφερότητας.
Ο ένας σύντροφος έχει την ανάγκη φροντίδας, ενώ ο άλλος είναι παντοδύναμος.
Και οι δύο σύντροφοι βρίσκονται σε έναν αδιάκοπο και εχθρικό αγώνα επιβολής ελέγχου.

Μια αποτυχία διαφοροποίησης μπορεί επίσης να οδηγήσει σε ανικανότητα απεξάρτησης από την πρωτογενή οικογένεια και έχει σοβαρές επιπτώσεις στις ερωτικές σχέσεις. Εφόσον η αίσθηση του ξέχωρου και ανεξάρτητου εαυτού είναι ανύπαρκτη, όλη η συναισθηματική ενέργεια επικεντρώνεται στην οικογένεια. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως μια αόρατη πίστη προς την οικογένεια, μια «επιτύμβια πλάκα απλήρωτων χρεών» ενώνει το άτομο με τους γονείς, έτσι που μια καθολική επένδυση στο σύντροφο θεωρείτο απιστία στην οικογένεια. Για παράδειγμα, ένας άντρας μπορεί να αισθάνεται υποχρέωση να επισκέπτεται καθημερινά τη μητέρα του, να της τηλεφωνεί αρκετές φορές την ημέρα, να γευματίζει στο σπίτι της, παρά τις διαμαρτυρίες της συζύγου του. Το γεγονός ότι η σύζυγός του διαμαρτύρεται αλλά μένει μαζί του υποδεικνύει ότι το επίπεδο διαφοροποίησής της είναι παρόμοιο με το δικό του, αλλά, στη δική της περίπτωση, επιδεικνύεται περίτρανα με τη διακοπή της επαφής της με τη δική της οικογένεια. Με άλλα λόγια, έχει μια καλή αίτία, ακόμη κι αν είναι ασυνείδητη, να παραμένει μαζί του.

Προβληματικά εσωτερικευμένα αντικείμενα, παθογενείς ενδοβολές μπορεί να είναι αποτελέσματα των σχέσεων και με τους δύο γονείς, όπως και της μεταξύ τους σχέσης. Για παράδειγμα, μια γυναίκα που στην παιδική της ηλικία έγινε μάρτυρας της απιστίας του πατέρα της και της σιωπηλής οδύνης και οργής της μητέρας της, εσωτερικεύει και τους δύο ρόλους, του «προδομένου θύματος» και του «άπιστου κακού». Ως ενήλικη, οι δύο αυτές ενδοβολές θα παίξουν σημαντικό ρόλο στις ερωτικές της σχέσεις. Μπορεί να παίξει τον ένα ρόλο σε μια σχέση, τον άλλο σε μια άλλη σχέση, ή να παίξει και τους δύο ρόλους σε μια σχέση χωρίς να συνειδητοποιεί την παραδοξότητα του να είναι άπιστη στο σύντροφό της από τη μία και να επιδεικνύει ξεσπάσματα οργής και ζήλιας σε υποτιθέμενες απιστίες του από την άλλη.

Οι παθογενείς ενδοβολές και τα ασυνείδητα κίνητρα βοηθούν στην εξήγηση της συμπεριφοράς, που, αλλιώς, θα ήταν δύσκολο να κατανοήσουμε – όπως το λόγο που ωθεί τους ανθρώπους να ερωτεύονται άτομα που φαίνονται να είναι τόσο ακατάλληλα γι’αυτούς. Γιατί; Ο σύντροφος αντιπροσωπεύει ένα καταπιεσμένο τμήμα του εαυτού. Ή ποιος είναι ο λόγος που κάποιος παραμένει με το σύντροφό του όταν η ζωή μαζί του δεν είναι παρά ένας εφιάλτης. Γιατί; Είναι ευκολότερο να κατηγορήσουμε την οδύνη εξαιτίας του συντρόφου παρά να ερευνήσουμε σε βάθος και ν’αγγίξουμε τον πόνο. Και οι δύο αυτές έννοιες είναι βοηθητικές στην εξήγηση του έμμονου έρωτα, όπου ο ένας σύντροφος γίνεται η δόση του χρήστη. Τέτοιο είδος έμμονου έρωτα δημιουργεί μια ένταση συναισθημάτων και ένα φαινομενικό παραλογισμό της ρομαντικής επιλογής. Παρά την αδυσώπητη οδύνη, την οργή, την απογοήτευση και τις ατέλειωτες συγκρούσεις, οι εραστές επιμένουν ότι είναι τρελά ερωτευμένοι και ότι απλά δεν μπορούν να τερματίσουν τη σχέση.

Follow Share:

Post A Comment: 0

Blog

Disqus

O ιστότοπος χρησιμοποιεί cookie,για να διασφαλίσουμε ότι έχετε την καλύτερη δυνατή εμπειρία,με τη χρήση αυτού του ιστότοπου αποδέχεστε τη χρήση των cookie.Περισσότερα

_ Εγγραφείτε στις ενημερώσεις Notifications