«...Η δασκάλα μας σήμερα, μας ρώτησε πως περάσαμε το καλοκαίρι και όλα τα παιδιά είχαν να της πούνε πολύ ωραία πράγματα από τα μέρη πουπήγανε διακοπές εφέτος, εκτός από κάνα δυο, που οι γονείς τους δεν είχανε λεφτά και δεν πήγανε διακοπές άλλα καθισανε εδώ και πηγαίνανε για μπάνιο με τα πούλμαν του Χαλουλου,
με τα οποία πηγαίνει και η γιαγιά μου, όχι για να κάνει μπάνιο άλλα για να κάνει λέει αμμόλουτρα, να της περάσει η μέση της που την πονάει.
Έμενα όμως η δασκάλα όταν ήρθε η σειρά μου δεν με ρώτησε γιατί ξέρει, όπως το ξέρουνε όλοι στη γειτονιά μου, στου Γκύζη, ότι ο μπαμπάς μου έπεσε το καλοκαίρι από την ταράτσα της πολυκατοικιας μας και έφυγε πολύ-πολύ μακριά, πολύ πιο μακριά από εκεί που μπορούν να φτάσουν τα πούλμαν του Χαλουλου ή οποία άλλα πούλμαν.
Αν ομως με ρωτουσε θα ειχα να της πω ένα σωρό πράγματα, γιατι πριν να φύγει ο μπαμπας μου, μας ειχανε κοψει το ρευμα και η μαμα μαγειρευε ταχα μου στο πετρογκαζι, κατι φαγητά που τα εφερνε κρυφα από την εκκλησιά. Όμως ο χαζουλιακας ο αδερφος μου, που είναι μικρος ακομα και δεν καταλαβαίνει τι παναπει να ζητας ελεημοσύνη, της ειπε μια μέρα, γιατι μαμα μαγειρευεις ξανα το φαγητο, αφου είναι μαγειρευμενο και η μαμα μου έβανε τα κλαμματα, επειδή νόμιζε πως ουτε εγω, ουτε ο αδερφος το ειχαμε καταλαβει και νομίζαμε πως τα αγόραζε και τα μαγειρευε από μονη της, όχι πως στεκοτανε στην ουρα να παρει ένα πιατο φαί, σαν να ήτανε ζητιάνα.
Τοτε ομως εγω εσωσα την κατάσταση και του εξηγησα του χαζου, πως η μαμα δουλευε καπου σαν μαγείρισσα και πως μαγειρευε εκει και τα δικα μας φαγητά άλλα επειδή κρυωνανε μεχρι να μας τα φερει, καθοτανε και τα ξαναζεσταινε
Και θα της έλεγα ακομα της δασκάλας, ότι ο μπαμπάς μου ηταν ένας πολύ περηφανος και μορφωμενος άνθρωπος κι όταν αναγκαστηκαμε να μετακομισουμε στο σπιτι της γιαγιάς, επειδη μας έδιωξαν από το δικο μας το σπιτι, δεν μπορούσε να το αντεξει, που η γιαγια τον κατηγορούσε διαρκώς ότι ηταν ανίκανος και ηλίθιος και τεμπελης και γι αυτό έπαιρνε ένα από τα λιγα βιβλια που του είχαν απομείνει, αφου μετα που έκλεισε το μαγαζί μας, αναγκαστηκε να τα πουλησει και πήγαινε στο πάρκο, να διαβάσει ολομόναχος.
Εγω όμως που τον έβλεπα να γυρίζει αργα το βραδυ κατακοπος, επεφτα στην αγκαλια του και τον παρακαλούσα να μου πει τις ιστορίες που ήξερε να αφηγείται όπως κανενας άλλος και του ελεγα, μπαμπα μην δινεις σημασία που σε λέει αυτή τεμπελη, γιατί εγω δεν ξέρω κανεναν αλλον ανθρωπο που να φερνει στο σπιτι του τοσες ιστορίες, αντιθετα όλοι οι μπαμπάδες των φιλενάδων μου, βαριούνται ακομα και να χασμουρηθουν όταν τελειωνουν τα δελτία ειδήσεων.
Όμως κανένας δεν δινει λεφτά για να ακουει ιστορίες και ετσι ο μπαμπας μου δεν ειχε να πληρωσει το κρατος που του ζηταγε ένα σωρό λεφτα και επιπλέον δεν του εδινε ουτε το ρεύμα, ουτε το νερο που φαινεται ότι ανηκουν στο κρατος και έτσι ο μπαμπάς μου αναγκαστηκε να έρθει μαζι μας, να μείνουμε ολοι μαζι στη γιαγια και μπορει μεν να γλιτωσε από το κράτος, δεν γλιτωσε όμως απο τη γιαγια.
Κι ακόμα θα της ελεγα ότι την ημερα του δεκαπενταυγουστου που φευγουνε όλοι από την Αθηνα για να πανε σε καποια παραλια, ο μπαμπας μου εφυγε μια και καλη, για να ταξιδεψει στις παραλιες του Θεο, με εισιτηριο χωρις επιστροφή, όπως βγαζουνε οι αλβανιδες στα πουλμαν του Χαλουλου, επειδη μετα ερχονται οι αντρες τους και τις παίρνουνε με τα αυτοκίνητα τους. Και θα της έλεγα επίσης ότι λίγες ήμερες πριν να φύγει ο μπαμπάς μου διάβαζε ένα βιβλίο, που το λένε: «Ο Χρίστος σταμάτησε στο Εμπολι» και από αυτό μου αφηγούνται ένα σωρό ιστορίες, για παιδιά σαν εμάς, που ζούσανε σε κάποια άλλη χωρά του κόσμου άλλα που κι εκείνα σαν εμάς, άνηκαν σε έναν άλλο θεό, πολύ κατώτερο από τον Χριστουλη, ο οποίος δυστυχώς δεν έχει τη δύναμη να εξασφαλίσει στα δικά του παιδιά ούτε ένα μπουκάλι γάλα.
Όλα αυτά θα της έλεγα της δασκάλας, αν με ρώταγε και είμαι βέβαιη ότι θα της φαίνονταν πολύ πιο ενδιαφέροντα από οσα της είπανε τα άλλα παιδιά, που έκαμαν κι αυτό το καλοκαίρι ότι κάμουν συνήθως τα καλοκαιριά όλα τα παιδια του κόσμου άλλα που δεν τους περνάει από το μυαλό πως το επόμενο καλοκαίρι ή κάποιο άλλο καλοκαίρι, μπορεί και αυτά να βρεθούν σε μια θέση σαν τη δίκη μου.
Όμως η δασκάλα δεν με ρώτησε και εγώ δεν της είπα τίποτα.
Αλλα μετα που τελειώσαμε το μάθημα με πηρε παραμερα και με αγκαλιασε, γιατι η δασκαλα μας είναι πολύ τρυφερη και μου ειπε ότι ηθελε να μου δείξει κατι που ήτανε μόνο για μενα.
Κατεβηκαμε μαζι στο γραφειο των δασκαλων και εκει μου εδωσε μια ωραια καινουρια τσαντα που ειχε μεσα όλα τα σχολικα ειδη και μου εξηγησε ότι αυτά μου τα εκαμαν δωρο οι δασκαλοι, επειδη ημουνα η πωτη μαθητρια της ταξης μου, την περασμενη χρονια. Εγω δεν την πιστεψα γιατί ξερω καλα ότι η δασκαλα μου και οι αλλοι δασκαλοι ως και η διευθυντρια του σχολειου, που είναι πολυ αυστηρη και της αρεσει το κρατος, με λυποντουσαν και από λυπηση μου τα χαριζαν.
Γι αυτό γυρισα μετα και της ειπα - κυρια αμα τα ειχα αναγκη πραγματικα θα τα επαιρνα και δεν με πολυνοιαζει εμενα αν με λυπουνται, ωστοσο να ξερετε ότι τωρα πια εχουμε αρκετα χρηματα για να αγοραζουμε πραγματα και επιπλεον να πληρωνουμε και το κρατος, πόυ μας ζηταει ολοενα και περισσοτερα.
Αυτο της ειπα και της γυρισα πισω την ωραια τσαντα, για να τη δωσει σε καποιο άλλο παιδι, που ισως την ειχε περισσοτερη αναγκη από μενα.
Φυσικα δεν εκατσα να της εξηγησω πως μετα που εφυγε ο μπαμπας μου, η μαμα μου που είναι πολυ ομορφη και τον αγαπουσε παρα-παρα πολύ, ουτε εκλαψε, ουτε παραπονεθηκε, ουτε εβγαλε μια κουβεντα, παρα μαζεψε λιγα πραγματα και αφου μας φιλησε εμενα και τον αδερφο μου, μας ειπε ότι θα εφευγε να βρει καποια δουλεια, για να μην ξανακουσει να της μιλαει η γιαγια μου ετσι για τον μπαμπα.
Και ενώ ηταν ακομα στην πορτα, εμεις ακουσαμε τη γιαγια που ωρυονταν και της φώναζε - τρελαθηκες μωρη, τι πας να κανεις?
Όμως η μαμα μου ουτε που γυρισε να της απαντησει και εκλεισε πισω της την πορτα με βροντο.
Τωρα ερχεται που και που να μας δει και μας λεει πως εχει βρει μια πολύ καλη δουλεια σε μια αλλη πολη και οποτε μας επισκεπτεται τα χερια της είναι γεματα δωρα.
Λεφτά μας στέλνει συνεχεία και η γιαγια μας αγοράζει αρκετά πράγματα και βαζει και καποια στην ακρη, γιατι λεει οτι έτσι όπως πάμε, ούτε ο διάβολος δεν θα βρισκει δουλειά σε λίγο καιρο.
Ο αδερφός μου ο μπούρδας τη ρώτησε, αν η μαμά είναι πιο εξυπνη από τον διάβολο και γι αυτο βρήκε δουλειά άλλα η γιαγια έβαλε τα κλάματα και μουρμούρισε πως η μαμά μας αναγκάζεται να κάμει χειρότερα πράγματα κι από τον διάβολο, για να μας στέλνει αυτά τα λεφτά, να πληρώνουμε το κράτος, που είπαμε ότι τα θέλει όλα δικά του και δεν δίνει δεκάρα για το τι αναγκάζεται να κάμει ο κοσμάκης για να τα βρει…
Όχι, δεν της τα είπα αυτά, γιατί δεν μου αρέσει να κουβεντιαζουνε τη μαμα μου, ανθρωποι που δεν έμαθαν πότε ποσο ερωτευμένη ήτανε με τον μπαμπά μου και ποσο ξετρελαινονταν να της αφηγειται και αυτηνης ιστοριες και πολλές νύχτες περίμενε να αποκοιμηθώ εγώ, για να πάρει αυτή τη σειρά της να τον ακουει…
Όμως νομίζω πως η δασκάλα μου τα ξέρει όλα αυτά, οπως τα ξέρουνε όλοι στη γειτονιά του Γκύζη και ίσως να ξέρει και περισσότερα από έμενα, γιατί όταν της είπα ότι χάρη στη μαμά μου έχουμε αρκετά λεφτά και δεν μου χρειάζεται η τσάντα, γύρισε άλλου το πρόσωπο της και δάκρυσε.
Κι εγώ την τράβηξα από το μανίκι και της είπα – μην κλαις κυρία, γιατί μπορεί ο Χρίστος να σταμάτησε στου Γκύζη, εγώ όμως θα συμμετέχω και θα πάω παραπέρα.
Ακόμα και αν είναι να το κάνω σαν τη μαμά μου…»
Για την αναμεταδοση: Λευτερης Πανουσης…
ΝΑΙ ΡΕ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΚΛΑΨΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΚΛΑΙΝΕ!!!!!!
Ἔκλαψα, πραγματικά φοβάμαι, όχι τὸ μέλλον, μὰ ἐμᾶς τούς ίδιους, που δὲν έχουμε τὴ δύναμη νὰ λυτρώσουμε τὴ Πατρίδα καὶ νὰ δώσουμε μια ελπίδα στα παιδιά μας. Ντροπή μας!!!!!!!!!!
ΤΟ ΕΣΤΕΙΛΕ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ
2 comments
Απέραντη Θλίψη.......
ΓΙΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΥΡΙΟ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΤΙΣΤΑΘΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΑΓΩΝΙΣΤΟΥΜΕ
Δημοσίευση σχολίου