Ο όρος «φάντασμα» παραπέμπει ετυμολογικά σε δημιούργημα της φαντασίας. Είναι άυλες μορφές οι οποίες τρομάζουν τους ανθρώπους και συνδέονται με την ζωή… μετά την ζωή.
Πόσο ψεύτικες είναι τελικά οι ιστορίες μυστηρίου με πρωταγωνιστές τέτοια πλάσματα που απλώνονται ως αστικοί μύθοι και στοιχειώνουν τις σκέψεις και τους εφιάλτες μας; Όπως και να ‘χει, η κλισέ εικόνα του φαντάσματος που είχαμε από παιδιά στο μυαλό μας ως περιπλανώμενο λευκό σεντόνι, άντε και καμία αλυσίδα να σέρνεται για να έχουμε και ηχητικό εφέ, ωχριά μπροστά στα πλάσματα που οι τοπικές παραδόσεις ανήγαγαν σε φρικιαστικές μορφές ή αλλόκοτες παρουσίες που απλώνουν ένα πέπλο μυστηρίου στα λημέρια τους. Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, ένα οδοιπορικό στηνσκοτεινή πλευράτων περιοχών της Ελλάδας, οι οποίες γέννησαν σύγχρονους Casper και προσέλκυσαν με τις ανατριχιαστικές φήμες επίδοξους ghostbusters ή έδιωξαν αντίστοιχα πολλούς ανυποψίαστους ανθρώπους με ασπρισμένα πρόσωπα και κομμένα ήπατα. Η Μαυροφορεμένη του Έβρου
Το κατάλληλο σκηνικό για κάθε τρομακτική διήγηση συνηθίζεται να είναι ένα απομονωμένο μέρος, όπου κάποιος ανυποψίαστος άνθρωπος μένει μόνος του. Έτσι συμβαίνει και με την ιστορία ενός φαντάρου, ο οποίος με έναν ακόμη φίλο του φυλάνε σκοπιά στην «πινέζα του χάρτη».
Κάποια στιγμή ο ένας από τους δύο φεύγει για λίγο και ο φαντάρος που φυλάει τη σκοπιά μένει μόνος του.
Σε λίγο ακούει βήματα και μέσα στο σκοτάδι βλέπει να ξεπροβάλλει η φιγούρα μιας μαυροφορεμένης γριούλας με το πρόσωπό της καλυμμένο από μια μαύρη μαντήλα. Τρομαγμένος ο φαντάρος, τη ρωτάει τι θέλει αλλά εκείνη δεν αποκρίνεται. Αντιθέτως, συνεχίζει να πλησιάζει προς το μέρος του. Εκείνος της φωνάζει να μην προχωρήσει αλλά εκείνη επιμένει να πλησιάζει παρόλο που πλέον τον ακούει να οπλίζει. Ξαφνικά η γιαγιά κοντοστέκεται, σηκώνει λίγο το κεφάλι της, τόσο ώστε να φαίνονται τα καταγάλανα τρομακτικά της μάτια και του λέει «Αυτό που έχεις στην δεξιά σου τσέπη, να ξέρεις… σε έσωσε». Μέχρι ο φαντάρος να καταλάβει τί γίνεται, εκείνη έχει γυρίσει την πλάτη της κι έχει εξαφανιστεί καθώς εκείνος βάζει το χέρι του στη δεξιά του τσέπη και πράγματι βρίσκει ψίχουλα από αντίδωρο.
Το Πνεύμα των γραμμών του ΟΣΕ
Ο κίνδυνος είναι το βασικό συστατικό που κάνει και τον πιο ψύχραιμο ακροατή να σκιρτήσει από αγωνία. Στην ιστορία που ακολουθεί, οι σιδηροδρομικές γραμμές και φυσικά το σκοτάδι δίνουν το έναυσμα για να αποκτήσει η διήγηση το σασπένς και την κατάλληλη ατμόσφαιρα, η οποία καμιά φορά αρκεί για να υποβάλλει κάποιον, παρόλο που ουσιαστικά πρόκειται για ένα απλό συμβάν που θα συνέβαινε στον καθένα.
Είναι Φεβρουάριος, χιονίζει ελαφρώς κι ο Ευτύχιος επιστρέφει από νυχτερινή διασκέδαση στις 03.00 το πρωί. Ξαφνικά προσπαθώντας να περάσει τις γραμμές του τρένου στα Σεπόλια και καθώς οι ράγες γλιστράνε από την υγρασία, πέφτει με το μηχανάκι του. Ξαφνικά, θα έλεγε κανείς κυριολεκτικά από το πουθενά, εμφανίζεται ένας παππούς γύρω στα 85-90 ντυμένος βαριά με παλτό, κασκόλ και καβουράκι στο κεφάλι.
Πλησιάζει, σηκώνει (!) το μηχανάκι του Ευτύχιου και τον ρωτάει αν είναι καλά. «Καλά είμαι, καλά» του λέει σοκαρισμένος, καθώς ο παππούς σέρνει το μηχανάκι έξω από τις γραμμές στην άκρη του δρόμου ώστε ο Ευτύχιος να είναι ασφαλής. «Γεια σου και πρόσεχε» του λέει και μέχρι ο Ευτύχιος να σηκώσει το κεφάλι του, ο παππούς είχε εξαφανιστεί. Μισή ώρα έκανε βόλτες ο νεαρός στα στενά για να τον βρει και να τον ευχαριστήσει αλλά μάταια…
Η «οπτασία» της Πεντέλης
Ο θρύλος λέει πως στις αρχές της δεκαετίας του ’60 μια κοπέλα για να ξεπεράσει τον χωρισμό με τον αρραβωνιαστικό της, αυτοκτόνησε πέφτοντας απ’ το βουνό της Πεντέλης. Κάπως έτσι, με έναν τραγικό θάνατο –όπως οι περισσότερες spooky διηγήσεις- ξεκινά η ιστορία της περιπλανώμενης κοπέλας στον αυτοκινητόδρομο της περιοχής.
Σύμφωνα με τον θρύλο, μετά τις 20.00 το βράδυ η κοπέλα κυκλοφορεί στους δρόμους του βουνού, ψάχνοντας για τον σύντροφό της. Μάλιστα, κάτοικοι πιο απομακρυσμένων σημείων της περιοχής αλλά και οδηγοί που απλώς υπήρξαν περαστικοί, υποστηρίζουν ότι πρόκειται για μια ψηλή φιγούρα με μακριά ξανθά μαλλιά και ευγενική φυσιογνωμία και ότι την έχουν δει να σταματάει τα διερχόμενα αυτοκίνητα και να ζητάει από τους οδηγούς να την πάνε στον αρραβωνιαστικό της. Οι οδηγοί που προθυμοποιούνται και την βάζουν στα αυτοκίνητά τους, δεν την μεταφέρουν για πολύ καθώς μόλις μερικά μέτρα πιο κάτω, εκείνη υποδεικνύοντας ένα συγκεκριμένο σημείο, τους λέει πως σε αυτό σκοτώθηκε και τους παρακαλάει να την αφήσουν εκεί.
Ο στοιχειωμένος τουρμπές της Θεσσαλονίκης Η Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης, με τα γραφικά στενά της και το έντονο άρωμα βαριάς ιστορίας που αποπνέει ήταν ανέκαθεν πηγή αστικών μύθων και θρύλων που πέρασαν από στόμα σε στόμα, ξεκινώντας από την εποχή της Τουρκοκρατίας για να στοιχειώσουν τις νύχτες των κατοίκων ακόμη και σήμερα. Μία από αυτές τις ιστορίες έχει πρωταγωνιστή τον Μουσά-Μπαμπα, έναν δερβίση ο οποίος ανακηρύχθηκε Άγιος του μουσουλμανικού κόσμου και τα οστά του φυλάσσονταν για αρκετά χρόνια στον «τουρμπέ», στο μαυσωλείο δηλαδή, το οποίο στέκει ακόμα απόκοσμο στην πλατεία Τερψιθέας. Οι μαρτυρίες των κατοίκων της περιοχής θέλουν το φάντασμα του Μουσά-Μπαμπα να «κόβει βόλτες» τα μεσάνυχτα στην πλακόστρωτη πλατεία, τρομάζοντας με την σκοτεινή του φιγούρα τους περαστικούς ή όσα παιδιά στήνουν νυχτερινά παιχνίδια κοντά στο οκταγωνικό κτίσμα. Στην βάση του μαυσωλείου έχει τοποθετηθεί εικόνισμα του Αγίου Γεωργίου, καθώς οι προληπτικοί κάτοικοι της Άνω Πόλης πιστεύουν πως το πνεύμα του Μουσά-Μπαμπα, αντίστοιχου Αγίου των Μουσουλμάνων με τον δικό μας «Τροπαιοφόρο», θα ξορκιστεί, αφήνοντας ήσυχους όσους τυχαίνει μέχρι σήμερα να συναντούν τον ρασοφόρο γέροντα, ο οποίος σέρνει τα βήματά του στην πλατεία εδώ και αιώνες. Πολλοί χριστιανοί, πάντως, σχετίζουν την παρουσία του φαντάσματος με δοξασίες, οι οποίες λένε πως ο Μουσά-Μπαμπας δεν ήταν άλλος από τον Άγιο Γεώργιο, που, μεταμορφωμένος σε Τούρκο δερβίση προσπαθούσε να εμφυσήσει τις ορθόδεξες αξίες στους μουσουλμάνους της περιοχής.
Το «μετεξεταστέο» πνεύμα
Εγκαινιάζοντας μια νέα σελίδα στους αστικούς μύθους με τρομακτικά φαντάσματα, η πανεπιστημιούπολη της συμπρωτεύουσας κρύβει άλλο ένα ένοχο μυστικό στους κόλπους της τα τελευταία χρόνια.
Λέγεται ότι μια πολύ καλή φοιτήτρια της Νομικής –τόσο καλή που πολλοί συμφοιτητές της ενοχλούνταν, βρήκε τραγικό τέλος όταν φοιτητές από το έτος της σχεδίασαν εις βάρος της μια πλάκα. Στην εξεταστική περίοδο, έσκισαν κάποιες σελίδες από το βιβλίο της. Η άτυχη φοιτήτρια είδε στην εξέταση να πέφτουν τα θέματα από την «σκισμένη» ύλη και, παίρνοντας κατάκαρδα την αποτυχία της, αυτοκτόνησε. Από τότε, σε κάθε «επέτειο» της εξέτασης , οι «ένοχοι» φοιτητές αναφέρουν ο ένας μετά τον άλλον πως το φάντασμα της κοπέλας τούς επισκέπτεται, ζητώντας κλαίγοντας τις σελίδες που της στέρησαν το πτυχίο και την ζωή. Τι μπορεί να πάθει κανείς από το πολύ διάβασμα…
Το στοιχειωμένο αρχοντικό του Πηλίου
Στα Λεχώνια του Νομού Μαγνησίας στέκεται απόκοσμο ένα αρχοντικό, το οποίο άνετα θα μπορούσε να αποτελεί το studio γυρισμάτων για τον «Εξορκιστή». Σύμφωνα με τους –φλύαρους όπως θα έχετε καταλάβει- θρύλους, το σπίτι χτίστηκε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, χωρίς να ακολουθηθεί η παράδοση της σφαγής του κόκορα στα θεμέλια για καλοτυχία. Αυτή ήταν μόνο η αρχή της ιστορίας, που θέλει το αρχοντικό, λόγω της καίριας θέσης του, να μετατρέπεται σε στρατηγείο της Γκεστάπο κατά την Κατοχή. Τα βασανιστήρια που έλαβαν χώρα στο καταραμένο σπίτι λένε ότι δεν είχαν προηγούμενο και ότι συχνά αντηχούν ακόμα οι κραυγές όσων μαρτύρησαν από τους Γερμανούς. Στη συνέχεια, πολλές οικογένειες προσπάθησαν να σπάσουν το «στοιχειό», επιδιώκοντας να ζήσουν στο γραφικό αρχοντικό. Κι όμως, αρρώστιες, μυστήριοι θάνατοι, σχιζοφρένεια και μία ζωή-κόλαση λένε ότι περίμεναν τους άτυχους ανθρώπους που θέλησαν να βρουν στο Πήλιο μια ήσυχη γωνιά για να ζήσουν. Ακόμη και τα συνεργεία που αναλάμβαναν τις ανακαινίσεις και τις επισκευές του οικήματος πάθαιναν περίεργα ατυχήματα, με αποτέλεσμα να φεύγουν τρέχοντας από το «σπίτι των πνευμάτων».
0 comments
Δημοσίευση σχολίου