Κορυφαία Ελληνίδα τραγουδίστρια και ηθοποιός, δυναμική, ακούραστη, με πείσμα, με φιλοδοξίες και όνειρα, μια ντίβα που λατρεύτηκε, μια γυναίκα που μίλησε στις καρδιές με την φωνή της, που αγάπησε παράφορα, αγαπήθηκε(;), διώχθηκε, τιμήθηκε και αναπαύτηκε με δόξα και τιμή. Κυρίες και κύριοι η "Τραγουδίστρια της Νίκης" Σοφία Βέμπο.
Το ημερολόγιο έδειχνε 10 Φεβρουαρίου 1910. Η Σοφία Μπέμπο, γεννιέται στην Καλλίπολη της Θράκης. Ο πατέρας της Θανάσης, εργάζεται ως καπνεργάτης και κοπιάζει να μεγαλώσει τα παιδιά του, την Σοφία, την Αλίκη, τον Τζώρτζη και τον Ανδρέα, μετά την μετανάστευσή τους στην Πόλη. Το 1914 στα πλαίσια της ανταλλαγής πληθυσμών με την Τουρκία, επί Κυβερνήσεως Ε. Βενιζέλου, η οικογένεια έρχεται στο Βόλο.
Τα χρόνια δύσκολα, φτώχεια και πείνα. Η Σοφία μεγαλώνοντας λίγο, ψάχνει για δουλειά. Ξεκινάει να εργάζεται ως ταμίας σε γνωστό κατάστημα της περιοχής και επειδή της αρέσει η μουσική, αγοράζει μια κιθάρα και μαθαίνει να παίζει τις πρώτες νότες. Έτσι κάπως ξεκινάει η ιστορία της ζωής της.
Το μεγάλο της ταλέντο, ανακάλυψε ένας ιμπρεσάριος, ο Κωνσταντίνος Τσίμπας, όταν την άκουσε να τραγουδά στην πλώρη του πλοίου Α/Π ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑ, με το οποίο η Σοφία ταξίδευε από τον Βόλο προς την Θεσσαλονίκη, για να συναντήσει τον αδελφό της Τζώρτζη.
Η πρώτη της εμφάνιση έγινε στο κοσμικό κέντρο της συμπρωτεύουσας ΑΣΤΟΡΙΑ. Ο κόσμος την αποθεώνει κάθε βράδυ και η φήμη της ταξιδεύει μέχρι την Αθήνα. Με την σύμφωνη γνώμη των γονιών της, η Μπέμπο, αποδέχεται την πρόταση μεγαλοεπιχειρηματία να κατεβεί στην πρωτεύουσα. Ήταν 10 Οκτωβρίου του 1933.
Όλα ήταν έτοιμα για να την υποδεχτεί τον αθηναϊκό κοινό. Ντυμένη τσιγγάνα, η Μπέμπο εμφανιζόταν με την κιθάρα της και ερμήνευε το "Μια γυναίκα πέρασε". Στην πρεμιέρα μάλιστα, όπως αναφέρεται στην βιογραφία της, μόλις ολοκλήρωσε το πρόγραμμά της υποκλίθηκε και χάθηκε πίσω στα παρασκήνια. Στο ενθουσιασμένο κοινό, που την χειροκροτούσε, επίμονα εκείνο το βράδυ, εμφανίσθηκε 4 φορές! Στις πρώτες θέσεις κάθονταν ο Ορέστης Μακρής, ο Φώτης Αργυρόπουλος και η Μαρίκα Νέζερ.
Υπέγραψε το πρώτο της συμβόλαιο, ύψους 10.000 δραχμών! Το καλλιτεχνικό όνομα Βέμπο, της δόθηκε από τον Πόλ Νορ.
Η δισκογραφική εταιρία Κολούμπια, αρνήθηκε να ηχογραφήσει τραγούδια της, επειδή η φωνή της δεν είχε το "στυλ" της εποχής. Δέχτηκε όμως η εταιρία Παρλοφόν και μετά την επιτυχία του δίσκου της "Μη ζητάς φιλιά", η Κολούμπια προσέγγισε την Βέμπο, με συμβόλαιο μεγάλης περιόδου.
Η πρώτη της κινηματογραφική δουλειά, έγινε στην Αίγυπτο το 1937. Προσκεκλημένη να τραγουδήσει στο "Γκράν Τριανόν" ως σούπερ Ελληνίδα ντίβα της εποχής, δέχεται την πρόταση ενός μεγάλου κινηματογραφικού παραγωγού του Τόγκο Μιζράχι, να γίνει η μούσα του στην νέα ταινία που ετοιίμαζε με τίτλο "Η προσφυγοπούλα".
Ακολούθησαν γυρίσματα για λογαριασμό αμερικανικής εταιρίας που ήθελε την Ελληνίδα στάρ, οπωσδήποτε στα πλάνα του. Με θέα την Ακρόπολη και τον Εθνικό κήπο, η Σοφία Βέμπο έγραφε ιστορία!
Αργότερα, θα παίξει και θα τραγουδήσει, στην ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη "Στέλλα". Υποδύεται την Μαρία που έχει τον "Παράδεισο" κι εμφανίζεται εκεί η Στέλλα.
Την 28η Οκτωβρίου 1940 ο εκφωνητής του ραδιοφωνικού προγράμματος του Ζαππείου, Κώστας Σταυρόπουλος, διακόπτει ξαφνικά το τραγούδι της Βέμπο που ερμηνεύει ζωντανά το "Μας χωρίσει ο πόλεμος" και ανακοινώνει την επίθεση του Ιταλικού στρατού εναντίων της Ελλάδας. Ο πόλεμος ξεκινούσε και εκείνη σαν τρελή, βγαίνει στους δρόμους τρέχοντας και βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι μιας φίλης της.
Προσφέρει, εκείνη την εποχή, στο Ελληνικό Ναυτικό 2.000 χρυσές λίρες για να στηρίξει τον αγώνα εναντίων των κατακτητών. Η δική της αντίσταση είναι να συνεχίσει να τραγουδά. Μόνο που τα νέα της τραγούδια δεν μιλούν για την αγάπη, αλλά κρύβουν ειρωνεία και αστεϊσμούς για τον Ιταλό Μουσολίνι, μιλούν με περηφάνια για τα παιδιά της Ελλάδας.
Φτιάχνει μια μικρή ορχήστρα και τραγουδά στα νοσοκομεία, δίνοντας κουράγιο στους πληγωμένους στρατιώτες. Κάθε μέρα γινόταν αυτό , από τις 11 το πρωί μέχρι την 1 το μεσημέρι. Μετά τον άγριο ξυλοδαρμό της στο δρόμο, μετά από συστάσεις της Κομαντατούρ και έρευνες στο σπίτι της, οι Γερμανοί της αφαιρούν την άδεια εργασίας, για να μην τραγουδά. Η ζωή της πλέον κινδυνεύει. Διαφεύγει στην Μέση Ανατολή, με το υποβρύχιο "Λάμπρος Κατσώνης" με ένα άκρως καλά οργανωμένο σχέδιο, του ταγματάρχη Γιάννη Τσιγόντε.
Στην Συρία, ζητά από την εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση, να εργαστεί άμισθη, ως νοσοκόμα στον Ελληνικό στρατό. Ο υπουργός Π. Κανελλόπουλος, έκανε δεκτό το αίτημα αλλά με την διαφορά να της δίνει έναν μισθό. 28 λίρες τον μήνα. Εκείνη τα αρνήθηκε λέγοντας πως είναι πολλά, την στιγμή που ο κόσμος στην πατρίδα, πεινάει.
Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, δύο χρόνια αφού είχε τελειώσει ο πόλεμος, εκτός από την βαλίτσα με τα προσωπικά της είδη, έφερε μαζί της και άλλες δύο. Μια με αναμνηστικά δώρα και μια άλλη με ευχαριστήριες κάρτες. Αλλά δυστυχώς, χωρίς δραχμή στην τσέπη. Η Σοφία όσο διάστημα έμεινε στο εξωτερικό, εμφανιζόταν αφιλοκερδώς στο ξένο κοινό για να το αφυπνίσει. Για να μην αφήσει ημέρα να περάσει που να μην υπενθυμίσει τον αγώνα της χώρα της για ελευθερία.
Το 1946 κι ενώ βρίσκεται στην Κύπρο, λαμβάνει ένα τηλεγράφημα από το συμμαχικό στρατηγείο " «Ο συμμαχικός αγών σας οφείλει πολλά. Τιμής ένεκεν το συμμαχικό στρατηγείο επιθυμεί να είσθε ο πρώτος επίσημος Έλλην πολίτης που θα υποδεχθούν τα ελεύθερα Δωδεκάνησα. Ελληνικόν πολεμικόν αεροσκάφος θα σας μεταφέρει την 16ην Φεβρουαρίου 1946 και ώραν 8 εις την ελευθέραν Ρόδον». Η υποδοχή της από τον κόσμο, στο νησί, μοναδική!
Τον τίτλο "Η τραγουδίστρια της Νίκης" της τον απένειμε, ο ραδιοφωνικός σταθμός του BBC στην διάρκεια της κατοχής. Το "Βάζει ο Ντούτσε την στολή του" είναι παρωδία του δημοτικού τραγουδιού "Πλέκει η Μάρω το προικιό της" του Γιώργου Θίσβιου.
Ο αμερικανικός Τύπος της εποχής, είχε συγκρίνει την Σοφία Βέμπο με την Μάρλεν Ντήτριχ. Το 1959 σε μια συνέντευξή της στην ΥΕΝΕΔ και στον δημοσιογράφο Ανδρέα Μαμάκη είχε δηλώσει πως δεν είχε προσφέρει τίποτα σημαντικό στον πόλεμο, αφού συνάνθρωποι της είχαν χάσει χέρια και πόδια. "Δεν έδωσα τίποτα απολύτως. Μια φωνή μόνο που εξακολουθώ να έχω".
Την δεκαετία του '60 κουρασμένη και καταβεβλημένη από τα προβλήματα της υγείας της, αραιώνει τις εμφανίσεις της. Το 1970 βάζει τέλος ακόμα και σε κοινωνικές εμφανίσεις. Το βράδυ των αιματηρών γεγονότων του Πολυτεχνείου, η Σοφία, ανοίγει την πόρτα του διαμερίσματός της σε κυνηγημένους φοιτητές και τους κρύβει. Μένει σε μια πολυκατοικία, στη γωνία Πατησίων και Στουρνάρη. Και δεν την ξανανοίγει, όσο κι αν άντρες της Κρατικής Ασφάλειας χτυπούσαν απ΄ έξω μανιασμένα και την απειλούσαν. "Δεν φοβήθηκα τους Ιταλούς, θα φοβόμουν αυτούς;" δήλωνε σε συνέντευξή της, αργότερα.
Έναν άντρα αγάπησε και αυτός ήταν ο Μίμης Τραϊφόρος. Παντρεύτηκαν το 1957, μετά από πολλά χρόνια σχέσης και η Σοφία δήλωνε ερωτευμένη μαζί του, μέχρι το τέλος της ζωής της, όπως την πρώτη ημέρα που τον συνάντησε. Όμως εκείνος, την είχε πληγώσει πολλές φορές με τις… εξωσυζυγικές του ερωτικές περιπέτειες. Αυτή ήταν και η αιτία που η Βέμπο τσακωνόταν πολλές φορές με νεαρές ηθοποιούς του εκάστοτε θιάσου. Γιατί ήξερε …καταλάβαινε...
Η μεγάλη κυρία, πέθανε από εγκεφαλικό στις 11 Μαρτίου του 1978. Ο θάνατος της συγκλόνισε το Πανελλήνιο και τα τηλεοπτικά προγράμματα μετέδωσαν την είδηση με έκτακτα δελτία ειδήσεων. Την ημέρα της κηδείας της, αν και ήταν Καθαρά Δευτέρα, χιλιάδες κόσμου είχαν συγκεντρωθεί στο νεκροταφείο. Και ο τίτλος της εφημερίδας Βραδυνής έγραφε: " Πρέπει να ξέρεις πως το δημόσια δαπάνη το εξασφαλίζουν μόνο οι τίμιοι και οι φτωχοί». (σ.σ. πληροφορίες από το βιβλίο "Η γυναίκα Θρύλος" του Ανδρέα Μοντέζ)
Δήμητρα Δάρδα πηγή
0 comments
Δημοσίευση σχολίου