Ο αρχαίος κόσμος, ως ένα σημείο, χαρακτηρίζεται από μια πραγματικά εντυπωσιακή ενότητα των εθίμων, εκδηλώσεων πένθους, ακόμα και μεταθανάτιων δοξασιών. Θα λέγαμε μάλιστα πως αυτή η ενότητα, που ξεκινάει από τα προομηρικά χρόνια, απλώνεται σε ένα μεγάλο βάθος χρόνου και στοιχεία της επιβιώνουν, λάθρα ίσως τις περισσότερες φορές, ακόμα και ως τις μέρες μας. Ο Ν. Σταμπολίδης επιλογίζει το βιβλίο του για τα αντίποινα με μια ενδιαφέρουσα ιστορία:
Αφού εξηγούσα κάθε φορά τα ευρήματά μας στους φοιτητές και τους εργάτες της ανασκαφής, τη χρονιά που βρήκαμε την ταφική πυρά Α, ρώτησα τους Ελευθερνιώτες αν είχαν καταλάβει τη σημασία του ευρήματος. Ένας από αυτούς, ο εβδομηντάxρονος Ν. Τζανιδάκης, μου είπε αυτήν την ιστορία, που σημειώνω με τα ίδια του τα λόγια: "Και βέβαια κατάλαβα τι βρήκατε. Στα 1944, ένα στρατιωτικό απόσπασμα των κατακτητών έπιασε έναν από τους αρχηγούς των ανταρτών απ’ τ’ Ανώγεια (κοντά στην Άξο, ανατολικότερα και ψηλότερα από την Ελεύθερνα) , τον περίφημο Στεφανογιάννη και τον σκότωσαν. Αργότερα, οι σύντροφοί του και δικοί του άνθρωποι έπιασαν τον αρχηγό του αποσπάσματος, τον έσυραν πάνω απ’ τον τάφο του Στεφανογιάννη και τον έσφαξαν. Και καθώς σήκωναν το κομμένο κεφάλι πάνω από τον τάφο, καλούσαν το νεκρό και φώναζαν " Σήκω, Στεφανογιάννη, να δεις τι γίνεται".
Για να γυρίσουμε, όμως, σε εποχές οικείες στη δική μας μελέτη, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν θα μπορούσε να εξαιρείται από αυτήν την ενότητα εθίμων και δοξασιών, στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω. Η έκθεση του νεκρού σώματος, ο θρήνος, η κηδεία που συνιστά δημόσια εκδήλωση -δεν πρόκειται απλώς για την ταφή και την προσφορά τιμών αλλά και την πιστοποίηση πως ένα μέλος της ομάδας δεν υπάρχει πια, η κοινωνία της οποίας υπήρξε μέλος δεν μπορεί να στηρίζεται στην προσφορά του, πως πρέπει οι απόγονοί του να προστατευτούν και η περιουσία του να μοιραστεί. Το νεκρό σώμα είναι ένα πολύπλοκο πεδίο σημασιών που ορίζεται από την οικονομική και κοινωνική θέση του κατόχου του, όταν ήταν εν ζωή, τον τρόπο αλλά και τον τόπο θανάτου του, το θρησκευτικό πλαίσιο. Έτσι, αν και ένα άταφο πτώμα, απογυμνωμένο από τα σημάδια της κοινωνικής του θέσης (ρούχα, κοσμήματα, δερματοστιξίες κάποτε), μπορεί να ανήκει στον οποιοδήποτε, μάλλον κανείς αναγνώστης του Σουητώνιου δεν φαντάστηκε ποτέ ότι το άταφο πτώμα πάνω στο οποίο σκόνταψε το άλογο του Νέρωνα την ώρα της φυγής του, ανήκε σε κάποιο μεγαλόσχημο μέλος της κοινωνίας.
Αντίθετα οι ταξιδευτές στην παράξενη ιστορία που καταγράφει ο Θεοδώρητος Κύρρου -κι εμείς μαζί τους που δανειζόμαστε τη ματιά τους- οι οποίοι μέσα στην έρημο αντίκρισαν από μακριά δυο χέρια να ξεχωρίζουν μέσα απ’ την άμμο, θα μπορούσαν να θεωρήσουν πως ανήκουν στον καθένα – σ’ ένα κοινωνικό παρία που προσπάθησε να διασχίσει την έρημο ζητώντας αλλού την τύχη του, σε ασκητή που πέθανε υμνώντας το θεό του αλλά και σε εύπορο έμπορο που ξεγέλασαν και σκότωσαν κακοί σύντροφοι του ταξιδιού του.
Με δεδομένο, λοιπόν, την πληθωρική αναφορά στο θάνατο και ειδικά στην ώρα του θανάτου, ήταν εύκολο να οδηγηθούμε στο ερώτημα: γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί σταδιακά η ώρα του θανάτου αποκτά τόσο μεγάλη σημασία, ακόμα κι όταν δεν πρόκειται για θάνατο ηρωικό ή παραδειγματικό, εν πάση περιπτώσει; Γιατί αυτή η εμμονή να έρχεται ο θάνατος ενός ανθρώπου, και ας μου επιτραπεί το οξύμωρο, τόσο ζωντανός, μπροστά στα μάτια του εκάστοτε αναγνώστη; Γιατί αυτός να θεάται τον θνήσκοντα άνθρωπο, να τον παρακολουθεί να πεθαίνει, μαζί με ό,τι προηγείται και ό,τι έπεται; Γιατί ο θάνατος αποτελεί άξιο θέαμα για τους συγγραφείς της εποχής; Γιατί έτσι τελικά τον προσλαμβάνουμε: ως θέαμα . Ως θέαμα, το οποίο, όταν αφορά πρόσωπα υψηλά ιστάμενα, και ειδικά τον αυτοκράτορα, έχει, συχνά, μια εντυπωσιακή πληρότητα. Περιλαμβάνει ακόμα και το ζήτημα της διαδοχής, ως να ήταν -αν είναι δυνατόν- ένα θέμα, που τότε ακριβώς απασχόλησε τον αυτοκράτορα και τότε αυτός επιζήτησε να το λύσει.
Τα παραπάνω ερωτήματα όρισαν και την ευρύτερη περιοχή του θέματος: το θέαμα του θανάτου και ο θάνατος ως θέαμα. Έδειξαν επίσης μια ακόμη πλευρά: όσες παραλλαγές θανάτων κι αν συναντούμε, όποιες ιδιαιτερότητες κι αν έχει η κάθε περίπτωση, όποιο κι αν είναι το θρησκευτικό και φιλοσοφικό υπόβαθρο του θνήσκοντος, οι συγγραφείς μοιάζουν να θέλουν να δείξουν πως ο θάνατος ενός ανθρώπου αποτελεί μέρος της σύνολης επιμέλειας για τον εαυτό του. ακόμα περισσότερο, αποτελεί τη μεγάλη δοκιμασία αυτής της επιμέλειας.
Έτσι ιδωμένο το θέμα, μάς έβαζε μπροστά σε ένα κίνδυνο: να φανεί πως ταυτίζουμε την ιστορική πραγματικότητα με την γραπτή παράστασή της, είτε στο ιστορικό κείμενο είτε, πολύ περισσότερο, στη λογοτεχνική της απόδοση. Η κοινωνική, όμως, ιστορία, όπως και η ιστορία των νοοτροπιών ειδικότερα, η ιστορία δηλαδή του πώς οι άνθρωποι κατανοούν την ίδια τους την κοινωνία, δεν μπορεί παρά να έχει ως προνομιακό, αλλά και επικίνδυνο, βοηθό της, τη λογοτεχνία, όπως και την τέχνη γενικότερα24. Η εμφάνιση ενός λογοτεχνικού τόπου σε μια εποχή είναι αδιάψευστος μάρτυρας μορφών παρουσίας του φαινομένου στην κοινωνία. Πόσο μάλλον η ίδια η ιστορική καταγραφή, που, εκτός των πληροφοριών που μας παρέχει, η ίδια ιστορική γραφή και οι επιλογές της είναι ένας ενδείκτης πολλαπλών τάσεων και εντάσεων. Δεν είναι μόνο το ίδιο το γεγονός που περιγράφεται, είναι κυρίως ότι επελέγη αυτό το συγκεκριμένο και όχι κάποιο άλλο και επελέγη να ειπωθεί τότε και όχι κάποια άλλη στιγμή, με αυτόν τον τρόπο και όχι με κάποιον άλλον25. Μπορεί τα κείμενα αυτά να μην είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας αλλά δεν παύουν να είναι προϊόντα της, να την προϋποθέτουν και να τη δείχνουν. Να φανερώνουν πλευρές της σημαντικές που κανένα "αντικειμενικό στοιχείο" δεν θα μπορούσε να φέρει ποτέ στο φως.
***
Χώρισα την εργασία μου σε πέντε ενότητες. Η πρώτη ασχολείται με ό,τι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε θανάτους και ταφές απλών ανθρώπων, ως μέτρο σύγκρισης αποκλινουσών ή εξαιρετικών περιπτώσεων. Εννοείται πως πρόκειται για θέμα το οποίο, όπως και κάθε τι που αφορά αυτή την αφαίρεση που λέγεται μέσος άνθρωπος, δεν φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα τις πηγές. Άλλωστε η ιστοριογραφία ασχολείται με το εξαιρετικό, το παράξενο . την ενδιαφέρει η εξαίρεση, όχι ο κανόνας. Αυτές τις πληροφορίες διασώζει. Τα άλλα, τα εικάζουμε, εν μέρει τα εξάγουμε διά
της εις άτοπον απαγωγής από το εξαιρετικό που καταγράφηκε και διασώθηκε. Ακόμα και τα ελάχιστα στοιχεία που μπορούμε να συγκεντρώσουμε, εν μέρει συνιστούν πλευρές μιας αντίφασης: κάθε φορά που ένα κείμενο, όποιου είδους, μιλά για έναν απλό άνθρωπο, τον παίρνει βίαια απ’ τον κόσμο του και τον φέρνει στον κόσμο των επωνύμων .
Η επιλογή δεν είναι ποτέ τυχαία. Ακόμα και αυτός ο απλός άνθρωπος κάτι έκανε πάνω από το μέσο όρο και αξίζει την αναφορά. Περισσότερα μας λένε πηγές καλλιτεχνικές, αλλά κι αυτές χρειάζονται προσοχή. Ανάμεσα στα πορτραίτα Φαγιούμ, για παράδειγμα, πόσοι είναι πραγματικά απλοί άνθρωποι; Όλος αυτός ο πλούτος των κομμώσεων και των κοσμημάτων μας βάζει σε υποψίες. Ας το δεχτούμε όμως. Άλλωστε αυτά τα νεκρικά πορτραίτα, εκτός απ’ τη γαλήνια ομορφιά τους είναι κι ένας έξοχος δείκτης: μεταθέτουν τον τόνο απ’ το θάνατο στη φθορά. Σκεπάζουν το θάνατο με την αιώνια αφθαρσία, εγκλωβίζουν το νεκρό σε μια εικόνα του που δεν θα αλλάξει ποτέ, ευχάριστη, λαμπερή, ένα θέαμα ζωής πάνω από τη βία του θανάτου. Ίσως, τελικά, τα μόνα πραγματικά μνημεία των απλών ανθρώπων να είναι μερικά επιτύμβια -αυτά που άλλοτε από αγάπη κι άλλοτε από ματαιοδοξία έβαλαν να χαράξουν για χατήρι τους οι οικείοι τους.
Η δεύτερη παρουσιάζει το θέμα των ατάφων ή των πλημμελώς ταφέντων νεκρών. Θεώρησα ότι έπρεπε να εντάξω την ενότητα αυτή στην εργασία μου, επειδή οι περιπτώσεις αυτές δείχνουν πως το ταμπού της αταφίας ήταν λιγότερο δυνατό απ’ ότι γενικότερα φαίνεται με μια πρώτη ματιά πάνω στις περιθανάτιες δοξασίες του αρχαίου κόσμου. Άλλωστε η συχνή παρουσία άταφων η κακοθαμμένων πτωμάτων στα κείμενα το επιβεβαιώνει. Απ’ την άλλη, φαίνεται πως μια τέτοια πιθανότητα, προϊόν κακής τύχης, αδιαφορίας ή τιμωρίας, έκανε τους ανθρώπους να σκέφτονται πολύ το ζήτημα της ταφής τους και να λαμβάνουν πρόνοια γι’ αυτό αλλά και ενίσχυε τις δοξασίες για τη μεταθανάτια τύχη τέτοιων νεκρών, δηλαδή τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες για τα φαντάσματα, που τόσο ωραία χρησιμοποίησαν στο έργο τους συγγραφείς, όπως ο Λουκιανός, ο Πλαύτος ή ο Απουλήιος. Άλλωστε, το ζήτημα θέτει επί τάπητος το μεγάλο θέμα του καλού και κακού θανάτου, μια αντίληψη που διαμορφώνεται περισσότερο αυτήν την εποχή και που υπονοεί πως ο τρόπος του θανάτου σχετίζεται, εν πολλοίς, με τον τρόπο που διαχειρίστηκε κανείς τη ζωή του και τον εαυτό του.
Η τιμωρία της αταφίας είναι συνήθως μια επιπρόσθετη σε άλλες τιμωρία, η εκδίκηση για μια ζωή βλαπτική για τους άλλους, για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας τους, για τη σταθερότητα της πολιτείας, αλλά και προσβλητική για τον ίδιο που την έζησε, αφού με τις πράξεις του έθιξε και τον εαυτό του, δεν ήταν αυτός που έπρεπε να είναι.
Εν συνεχεία, σχολιάζεται το θέμα της αυτοκτονίας. Η αλήθεια είναι ότι με προβλημάτισε ιδιαίτερα αν έπρεπε να αποτελέσει ανεξάρτητο κεφάλαιο. Η αυτοκτονία, κάτω από τις πολλαπλές μορφές που παίρνει την περίοδο αυτή, υπεισέρχεται με διάφορους τρόπους στην προβληματική και άλλων τρόπων και τύπων θανάτου (π.χ. μπορεί να αναρωτηθεί κανείς, όπως πολλοί μελετητές ήδη έχουν κάνει, αν είναι αυτοκτονία η κάθοδος των εκπαιδευμένων μονομάχων στις αρένες ή αν αυτοκτονούν συνειδητά οι χριστιανοί που τρέχουν με λαχτάρα προς το μαρτύριο για να κερδίσουν μια θέση το συντομότερο κοντά στο Θεό τους). Κατέφυγα σε μία λύση που, ενδεχομένως, βάζει σε κίνδυνο τη δομή. Αυτονόμησα μερικές παρατηρήσεις για τις θεαματικότερες από τις περιπτώσεις αυτοκτονιών. Αυτό βοήθησε, πάντως, στο να υπάρχει μια συνέπεια ως προς ένα από τα βασικά σκέλη της προβληματικής της εργασίας αλλά και έφερε στο φως τις μεγάλες δυσκολίες ορισμού και διάκρισης της έννοιας από παρεμφερείς έννοιες εκούσιου θανάτου ή αυτοθανάτωσης που μόνο φαινομενικά μπορεί να χαρακτηριστούν ως εκούσιοι (π.χ.οι επιβεβλημένες από τους αυτοκράτορες αυτοθανατώσεις πολιτικών τους αντιπάλων).
Στην επόμενη ενότητα το θέμα είναι ο κατ’ εξοχήν ίσως θεαματικός θάνατος: ο θάνατος στις αρένες. Εδώ ήταν ιδιαίτερα προκλητικό το γεγονός πως η ρωμαϊκή κοινωνία, απροκάλυπτα και σε ένα βαθμό που εκπλήττει ακόμα και ένα μελετητή που προσπαθεί να είναι νηφάλιος και να τοποθετεί τα φαινόμενα εντός του πλαισίου που τα γεννά, μετατρέπει την απονομή δικαιοσύνης σε αιματηρό δημόσιο θέαμα. Σκηνοθετεί ως παραστάσεις τις εκτελέσεις και μάλιστα χρησιμοποιεί μια μεγάλη γκάμα παραλλαγών πάνω σε γνωστούς και αγαπητούς μύθους που χρησιμεύουν ως πλαίσιο για τη σκηνοθεσία της εκτέλεσης. Απ’ την άλλη, υπάρχει μια εντυπωσιακή αντίφαση στον τρόπο αντιμετώπισης μιας ειδικής κατηγορίας μετεχόντων στα θεάματα της αρένας: των εκπαιδευμένων μονομάχων. Την ίδια στιγμή αντιμετωπίζονται ως οι έσχατοι κοινωνικοί παρίες αλλά και ως σύμβολα θάρρους και αντικείμενα θαυμασμού. Στο κεφάλαιο, λοιπόν, αυτό, γίνεται μια προσπάθεια από τη μια να σκιαγραφηθεί το φαινόμενο της θεαματικής απόδοσης της δικαιοσύνης και, από την άλλη, να εξεταστεί το φαινόμενο της αντίφασης που περιβάλλει το μονομάχο. Άλλωστε, ο θάνατος του μονομάχου προσφέρει το κατ’ εξοχήν θέαμα θανάτου.
Στην ενότητα αυτή επίσης εντάχθηκαν και κάποιοι προβληματισμοί σχετικοί με το χριστιανικό μαρτύριο που αντιμετωπίζεται ως μέρος των τιμωρητικών πρακτικών που απορρέουν από το ρωμαϊκό δίκαιο. Η τελευταία ενότητα εξετάζει το θάνατο και την ταφή του αυτοκράτορα. Αν για το μονομάχο, το ενδιαφέρον είναι η διαδικασία του θανάτου του, για τον αυτοκράτορα αυτό που προκαλεί το ενδιαφέρον είναι η κηδεία του. Σε κάθε περίπτωση η συμμετοχή του πλήθους είναι καθοριστικός παράγοντας. Η αυτοκρατορική κηδεία είναι είδος του funus publicum, της δημόσιας κηδείας. Μετά την έκθεση του νεκρού σώματος, αυτό μεταφερόταν πάνω στους ώμους τιμητικού αγήματος στο ειδικά καθορισμένο σημείο, όπου γινόταν η αποτέφρωση, διαδικασία που συνήθως συνδέεται με την αποθέωση των αυτοκρατόρων. Λαμπροί επικήδειοι, λαϊκός θρήνος, διοργάνωση αγώνων συνόδευαν τις νενομισμένες νεκρικές τιμές. Η κηδεία μετατρεπόταν έτσι σε πένθιμη γιορτή. Το τελετουργικό είναι κοινό σχεδόν σε όλες τις αυτοκρατορικές κηδείες για τις οποίες έχουμε πληροφορίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλά στοιχεία του διατηρήθηκαν και μετά την επικράτηση του χριστιανισμού, ενώ οι επιφανείς χριστιανοί, (επίσκοποι, ηγούμενοι μοναστηριών κ.ά), θάβονται με τρόπους που εν πολλοίς μοιάζουν στην αυτοκρατορική κηδεία -εννοείται, στην αναμενόμενη κλίμακα.
Από το πρώτο μέρος αυτού του εισαγωγικού κειμένου φάνηκε ήδη πως οι πηγές που χρησιμοποιήθηκαν είναι κυρίως γραπτές, παρ’ ότι, κατά τη διάρκεια της έρευνας, συχνά ήρθα σε επαφή με αρχαιολογικό υλικό -και ιδιαιτέρως με έργα τέχνης και αρχιτεκτονικά μνημεία, από τα οποία αποκόμισα, ως είναι φυσικό και αναμενόμενο, σημαντικά στοιχεία. Τέτοιο υλικό ήταν, για παράδειγμα, τα πορτραίτα Φαγιούμ και τα ταφικά μνημεία των αυτοκρατόρων στη Ρώμη. Τα κείμενα που χρησιμοποιήθηκαν δεν ανήκουν σε ένα και μοναδικό είδος αλλά σε μια ποικιλία ειδών, από ιστορίες, όπως αυτή του Δίωνα μέχρι παραδοξολογικά συμπιλήματα, όπως αυτά του Φλέγοντος Τραλλιανού. Ο λόγος είναι προφανής: μια εμμονή σε ένα και μοναδικό είδος θα έδινε την εικόνα του θανάτου όπως τη θέλει αυτό το συγκεκριμένο είδος που θα είχε επιλεγεί, με τους περιορισμούς που θέτει το είδος καθ’ αυτό και το κοινό στο οποίο απευθύνεται. Άλλωστε βασική μου θέση είναι πως η εικόνα μιας κοινωνίας εμπεριέχεται σε μεγάλο βαθμό στο σύνολο των κειμένων της. Μικρά ή μεγαλύτερα κομμάτια αυτής της εικόνας κρύβονται από τα πρόχειρα γκράφιτι των τοίχων μέχρι τα πιο περισπούδαστα θεωρητικά και επιστημονικά κείμενα. Γι’ αυτό πολλές φορές μια πληροφορία από ένα ιστορικό κείμενο ή μια νομική πηγή ενισχύθηκε με ένα συμπέρασμα από πηγή λογοτεχνική και αυτό πάλι με μια θέση που προσπορίστηκα από τα ιατρικά κείμενα της περιόδου.
Δυο αρχαίοι συγγραφείς είχαν τη μερίδα του λέοντος στις παραπομπές, ο έλληνας ιστορικός Δίων Κάσσιος και ο ρωμαίος βιογράφος Σουητώνιος. Η προτίμηση αυτή δεν κρύβει, βεβαίως, καμιά αξιολογική θέση και πώς θα μπορούσε άλλωστε; Το πρώτο που θα είχε κανείς να αντιπαραθέσει είναι το όνομα του Τάκιτου και η ποιότητα του έργου του.
Ο Δίων Κάσσιος ωστόσο παρουσιάζει ένα παράξενο ενδιαφέρον. Δεν είναι σπουδαίος ιστορικός, ακόμα και μια πρόχειρη ανάγνωση της δουλειάς του δείχνει πως δεν έλεγξε καλά το υλικό του, δεν φρόντισε να διασταυρώσει τις πληροφορίες του, η αιτιολόγηση, όπου υπάρχει, πάσχει από μια ενοχλητική μερικές φορές υποκειμενικότητα. Χωρίς να μπορεί να δαμάσει το υλικό του, με ανεπαρκή εποπτεία και μια τάση για δραματοποίηση που κάποτε φτάνει να ενοχλεί τον αναγνώστη των καιρών μας (ίσως και του δικού του καιρού), κι όμως η ιστορία του είναι ίσως η πιο ειλικρινής συγκλητική ιστορία της αυτοκρατορικής Ρώμης (μιλάμε πάντα για την περίοδο και τα ειδικά σημεία που ενδιέφεραν περισσότερο αυτήν την έρευνα). Διεξήλθε, με επιτυχία μάλλον αν και με άδοξο τέλος, υψηλούς βαθμούς της ρωμαϊκής διοίκησης. Έγινε συγκλητικός, πραίτορας, ανθύπατος της Αφρικής, διοικητής των επαρχιών της Δαλματίας και της Πανονίας, τακτικός ύπατος συνδιοικητής του αυτοκράτορα, το 229.
Όταν αποσύρθηκε στη Βιθυνία, ολοκλήρωσε τη συγγραφή του φιλόδοξου έργου του, που είχε ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν και για το οποίο ο ίδιος μας πληροφορεί πως μελετούσε και συγκέντρωνε υλικό πάνω από δέκα χρόνια26. Η βασική φιλοσοφική γραμμή που διαρρέει το έργο του είναι η πίστη σε μια πρόνοια που κυβερνά, ενώ είναι επιρρεπής στην αποδοχή οιωνών, ονείρων, προμηνυμάτων, μ’ ένα λόγο, εξωλογικών στοιχείων που προετοιμάζουν αλλά και προδικάζουν την εξέλιξη των πραγμάτων. Η πολιτική του άποψη είναι δεδομένη: ένας νομιμόφρων οπαδός της μοναρχίας, και σαφώς εκπεφρασμένη με ένα λίγο θουκυδίδειο τέχνασμα: στο LII βιβλίο, ο Μαικήνας εκφωνεί ένα λόγο υπέρ της μοναρχίας τόσο πολύ κοντά στο πνεύμα της εποχής του Δίωνα και του ίδιου του συγγραφέα, που μόνο ως πολιτική διακήρυξη μπορούμε να το διαβάσουμε. Ακριβώς, λοιπόν, αυτά τα στοιχεία για τα οποία μπορούμε να τον ψέξουμε, είναι και εκείνα που τον κάνουν χρήσιμο. Ο Δίων παρέδωσε μια εικόνα της εποχής του πολύ ζωντανή, με τη μεροληψία του λογοκριμένου ημερολογίου (το ξέρει και δικαιολογείται στο LXXII βιβλίο). Μολονότι ως ιστορικό τον χρησιμοποιούμε με προσοχή, το έργο του αποτελεί μια έκφρασιν της εποχής, που αποκαλύπτει μια ενδιαφέρουσα πραγματικότητα.
Οι βιογραφίες του Σουητώνιου είναι συστηματικές: ακολουθούν τη χρονολογική σειρά των γεγονότων και σχολιάζουν το χαρακτήρα του προσώπου που βιογραφούν, κάποτε περισσότερο από το έργο του.
Οι προσωπογραφίες του δεν χαρακτηρίζονται από μεγάλη διεισδυτικότητα. Ο Σουητώνιος έλκεται από το παράδοξο, το ανεκδοτολογικό στοιχείο, είναι συντηρητικός και προσκολλημένος στις παραδοσιακές ρωμαϊκές αρετές που χρησιμοποιεί ως κριτήριο για την προσέγγιση των προσώπων που βιογραφεί ενώ συχνά το υποκειμενικό στοιχείο επιπολάζει. Σύμφωνα με τον Momigliano «Ο Σουητώνιος έγραψε βιογραφίες των Καισάρων στις οποίες εφάρμοσε στους αυτοκράτορες περιγραφικές και αποδεικτικές μεθόδους που περισσότερο αποσκοπούσαν στο να ικανοποιήσουν την περιέργεια των κοινών ανθρώπων για τη ζωή διανοητών»27. Ο Σουητώνιος ούτε Πλούταρχος είναι ούτε Τάκιτος, περιορίζεται να αποδελτιώνει πληροφορίες και να τις παραθέτει, συχνά χωρίς να κάνει καν τον κόπο να τις εντάξει σε μια προσεγμένη πλοκή που θα οδηγούσε φυσικά και αβίαστα από τη μια στην άλλη. Κι όμως, όπως και στον Δίωνα Κάσσιο προηγουμένως, αυτή η αδυναμία αποβαίνει εξαιρετικά ενδιαφέρουσα: δεν ήταν αυτό που έγραφε ο Σουητώνιος το σημαντικό αλλά η απόδοση της εποχής μέσα από το ύφος και τις επιλογές του, η τάση να φεύγει από το ουσιώδες και να επικεντρώνει την προσοχή του στο σκανδαλώδες, στο εξωλογικό, στο παράδοξο.
Αλλά και για τους χριστιανούς συγγραφείς θα μπορούσε να διακρίνει κανείς μια κάποια μεροληψία, με την κατά κόρον χρήση του ιστορικού Ευσέβιου και του έργου του Εκκλησιαστική Ιστορία. Οι λόγοι, βεβαίως, είναι και εδώ προφανείς: είναι το πρώτο τόσο εκτεταμένο και ολοκληρωμένο έργο χριστιανικής ιστοριογραφίας, στο οποίο διασώζονται μακροσκελή αποσπάσματα προγενέστερων συγγραφέων, μερικούς από τους οποίους μόνο στον Ευσέβιο μπορούμε πια να βρούμε. Η Εκκλησιαστική Ιστορία είναι μια οικουμενική ιστορία στην οποία έχει επιβληθεί η χριστιανική οπτική. Από τη δευτερογενή βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε, και που μέρος της παρουσιάζεται, ως είναι σύνηθες, στο τέλος της μελέτης, κάποια βιβλία στάθηκαν περισσότερο πολύτιμα. Είναι προφανές, από την εισαγωγή ήδη, πως συχνά κατέφυγα στους προβληματισμούς του Μ. Foucault, με του οποίου τις απόψεις για το τιμωρητικό σύστημα και την ποινή στις προβιομηχανικές κοινωνίες συμφωνώ σε μεγάλο βαθμό.
H K.M. Coleman (1990) μου προμήθευσε ένα βασικό μοντέλο για τη λειτουργία της ρωμαϊκής δικαιοσύνης και το ρόλο που παίζει η έννοια του ευτελισμού και της ταπείνωσης στο τιμωρητικό σύστημα, πράγμα που με βοήθησε να καταλάβω πολλά πράγματα για τα θεάματα της αρένας -και μεγάλου μέρους του χριστιανικού μαρτυρίου συμπεριλαμβανομένου. Άλλο ένα σημείο στο έργο της Coleman που βρήκα σημαντικό είναι η χρήση του μύθου και του μυθικού στα ρωμαϊκά θεάματα και η ανακατασκευή της ιστορίας που επιχειρείται μέσα από αυτά ("Fatal Charades"(1990) και "Launching into history" (1993)). Αποδέχθηκα τη βασική θέση του T. Wiedemann, ότι τα αιματηρά θεάματα παίζουν σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση της ιδιαίτερης ταυτότητας των Ρωμαίων (Romanitas) (Wiedemann, Emperors and Gladiators). Βρήκα ενδιαφέρουσα, αν και άνιση σε πολλά σημεία, την προσπάθεια της C. Barton (The Sorrows of the Ancient Romans και "Savage Miracles") να δώσει μια ψυχολογική εξήγηση στα αιματηρά θεάματα. Η συγγραφέας υποστηρίζει ότι η αποπνικτικά ιεραρχική κοινωνία της Ρώμης έβρισκε ως σημεία αποφόρτισης, όχι λύσεις βεβαίως, την καταφυγή σε αρνητικές ακρότητες, στην ανάπτυξη ενός φαντασιακού όπου σημαντική είναι η θέση του τερατώδους, του προκλητικού, του πρόστυχου και του βίαιου.
Για τη δομή των θεαμάτων, τη σχέση τους με την πολιτική και την εξουσία, το ρόλο του κοινού και άλλα τέτοια ζητήματα, εν πολλοίς καταφεύγω στις θέσεις που έχουν διατυπώσει ο D. Potter και η J.C. Edmondson στα μακροσκελή άρθρα που έχουν κατά καιρούς δημοσιεύσει. Μέσα από τους προαναφερθέντες συγγραφείς επιχείρησα να ερευνήσω το μέρος της εργασίας μου που περιγράφει το θάνατο ως θέαμα. Σχετικά με το θεαματικό θάνατο των αυτοκρατόρων, πολύτιμο ήταν το μελέτημα της P. Davies (Death and the Emperor) για τα ταφικά μνημεία των αυτοκρατόρων.
Στο ζήτημα της αυτοκτονίας, συμβουλεύθηκα την πολύτιμη ως προς την συγκέντρωση υλικού και την κατάταξή του σε επιμέρους ενότητες που καλύπτουν σχεδόν ολόκληρο το φάσμα της έννοιας "αυτοθανάτωση" με όλες τις παραλλαγές της έρευνα του A. Van Hoof, From Autothanasia to Suicide. Η μελέτη αυτή ωστόσο μπορεί να εγείρει αρκετές μεθοδολογικές διαφωνίες -κυρίως σε ό,τι αφορά τη σχέση του χριστιανικού μαρτυρίου με την αυτοκτονία (και το υλικό είναι ελλιπές και η ερμηνεία της αναφοράς κάποιων περιπτώσεων και απάλειψης άλλων δεν είναι ικανοποιητική) αλλά και την χωρίς κριτήριο συμπερίληψη φανταστικών και πραγματικών περιπτώσεων αυτοκτονίας. Σημαντικό για τα ίδια θέματα ήταν το βιβλίο του P. Plass, The game of death in Ancient Rome, το οποίο μάλιστα συμμελετά την πολιτική αυτοκτονία και τα θεάματα της αρένας, βλέποντας και τα δύο ως συνιστώσες ενός κοινωνικού και πολιτικού συστήματος, που επιβιώνει με το να "επιβεβαιώνει την κοινωνική τάξη δια της αταξίας, ελέγχει τη βία με μέσα βίαια, ενδοβάλλει το φόβο στη διασκέδαση και μετατρέποντας το τελετουργικό (ritual) σε πραγματικότητα μέσω του θανάτου".
Σε ό,τι αφορά την κοινωνική και πολιτική δομή του ρωμαϊκού κράτους, πολύτιμος αρωγός στάθηκε η σχετική μελέτη του P.Garnsey και του R. Saller. Για θέματα που έχουν να κάνουν με τον χριστιανισμό, συμβουλεύθηκα τη μελέτη του Δ. Κυρτάτα για τη δομή των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων, που με βοήθησε να αποσαφηνίσω πολλές απορίες σχετικά όχι μόνο με την κοινωνική θέση των χριστιανών αλλά και τη διαπλοκή των κοινοτήτων αυτών με τα ευρύτερα ρωμαϊκά περιβάλλοντα. Στις αναλύσεις του ίδιου συγγραφέα για το χριστιανικό μαρτύριο κατέφυγα συχνά. Όσον αφορά στο θέμα των διωγμών, κατά τη γνώμη μου, οι απόψεις του G. E. M. de Ste. Croix εξακολουθούν να είναι αξεπέραστες.
Για τις παραπομπές σε βιβλία και άρθρα, την πρώτη φορά που αναφέρεται το έργο ενός συγγραφέα, καταγράφεται το μικρό όνομα του συγγραφέα, πολύ συχνά μόνο το αρχικό του, το επώνυμό του, και ο πλήρης τίτλος του βιβλίου, μαζί με τον υπότιτλο, αν υπάρχει. για τα άρθρα καταγράφεται επίσης το περιοδικό με τον αριθμό τεύχους και το έτος. Τις επόμενες φορές αναφέρεται μόνο ο συγγραφέας και ένα ενδεικτικό μέρος του τίτλου και, εννοείται, όταν πρόκειται για άρθρο δεν επαναλαμβάνονται άλλα στοιχεία της ταυτότητάς του. Tα αποσπάσματα των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων δίνονται μόνο στο πρωτότυπο, αντίθετα για τους Λατίνους, εκτός από το πρωτότυπο, έδωσα σε υποσημείωση μια δική μου, ως επί το πλείστον μετάφραση, εκτός των αποσπασμάτων του Σουητώνιου, για τον οποίο χρησιμοποίησα τη μετάφραση του Ν. Πετρόχειλου, και δεν παρέθεσα καν το λατινικό κείμενο. Το ίδιο και για τις Εξομολογήσεις του Αυγουστίνου, τα παραθέματα από τις οποίες είναι από τη μετάφραση της Φρ. Αμπατζοπούλου. Στη βιβλιογραφία που παρατίθεται στο τέλος, δεν συμπεριλαμβάνονται όλα τα βιβλία που αναφέρονται στις υποσημειώσεις. Για τις περιπτώσεις αυτές, προτίμησα στην οικεία υποσημείωση να καταγράψω την πλήρη ταυτότητα του βιβλίου ή του άρθρου.
Προτίμησα, επίσης, να αποφύγω τις πολλές συντομογραφίες, ακόμα κι αν επρόκειτο για τις πλέον γνωστές και καθιερωμένες, εξαιτίας μιας γενικότερης αρχής για τη γλώσσα. Παρ’ όλ’ αυτά, σε μερικά σημεία, επειδή σε κάποια σημεία ήταν αναπόφευκτες, παραθέτω το σχετικό πίνακα:
CIL, Corpus Incriptionum Latinarum
Gr. Inscr. Br. Mus., Greek Inscriptions of the British Museum
GVI: W. Peek, Griechische Vers-Inschriften: Grab-Epigramme
ILS, Inscriptiones Latinae Selectae
Inscr. It., Inscriptiones Italicae
JRS, Journal of Roman Studies
PBSR, Papers of the British School at Rome
0 comments
Δημοσίευση σχολίου