Η ΛΕΙΨΑΝΟΛΑΤΡΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΦΕΤΙΧΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ
Η ΛΕΙΨΑΝΟΛΑΤΡΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΦΕΤΙΧΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ

Ιερά λείψανα υπήρχαν από θεούς και ήρωες. Ήδη οι «πρωτόγονοι» διατηρούσαν λείψανα ανθρώπων που είχαν ανώτερες δυνάμεις, συγγενών, φυλάρχων, πολεμιστών, εχθρών, όπως παραδείγματος χάρη τα κρανία που αποκτούσαν οι κυνηγοί κεφαλών. Ή φόραγαν τα λείψανα ως φυλαχτό. Η λατρεία των λειψάνων βασίζεται στην πίστη ότι μέσα στους ήρωες, τους προφήτες, τους μεσσίες· και τους αγίους δρα μια ιδιαίτερη δύναμη η οποία παραμένει ενεργή και μετά το θάνατο τους. Ευρεία λατρεία λειψάνων υπήρχε σε αρκετές προχριστιανικές «ανώτερες θρησκείες».

Στον Ινδουισμό, λείψανα έχουν μόνο μερικές μεταρρυθμιστικές αιρέσεις, οι ραντασβάμις τα ρούχα αρχαίων γκουρού, οι καμπιρπάνθις τις παντόφλες του δασκάλου τους. Αντιθέτως, στον Ζαϊνισμό ή τον Βουδισμό αυτή η λατρεία είναι πολύ ανεπτυγμένη. Λατρεύονται υπολείμματα του σώματος βουδιστών αγίων (sharirika) και χρηστικά αντικείμενα (paribhogika). Και η στάχτη και τα οστά του Βούδα, όπως αργότερα εκείνα πολλών χριστιανών αγίων, μοιράστηκαν ανάμεσα στους κοσμικούς οπαδούς του, σε πολλούς τόπους των Ινδιών εξέθεταν τα δόντια του, τα μαλλιά του, το ραβδί, το παγούρι, όπως και λείψανα των μαθητών του. Σήμερα ακόμη η πόλη Κάντι της Κεϊλάνης ισχυρίζεται ότι έχει στην κατοχή της ένα δόντι του Βούδα (μήκους 5 εκ.), η παγόδα Σουέ Ντάγκον στη Ρανγκούν (Βιρμανία) οχτώ τρίχες του Γκαουτάμα μαζί με ό,τι άφησαν οι μυθικοί προγονοί του. Πολλά τζαμιά διατηρούν τις τρίχες από το γένι του Μωάμεθ σε γυάλινα μπουκάλια. Αλλά και στον κινέζικο Βουδισμό διατηρούν ιερά οστά, όπως και πλήθος άλλων πραγμάτων που φτάνουν μέχρι μικροσκοπικούς κόκκους σκόνης πτωμάτων.

Ο Ιουδαϊσμός δεν έχει λατρεία λειψάνων. Πώς θα μπορούσε να αναπτυχθεί σ' ένα λαό, στον οποίο η «Αγία Γραφή» (Δ' Μωυσής 19,11 κ.εξ.) επιτάσσει: «Όποιος αγγίξει νεκρό, θα είναι ακάθαρτος για εφτά ημέρες». Όποιος μάλιστα δεν καθαριστεί την τρίτη και την έβδομη ημέρα, «όποιος μολύνει και την κατοικία του Κυρίου», «πρέπει να αποκόπτεται από το λαό του Ισραήλ». Ωστόσο η καθολική θεολογία βρίσκει στην Παλαιά Διαθήκη, εκτός πολλών άλλων χριστιανικών στοιχείων, και τη λατρεία των λειψάνων, π.χ. στα σημεία: «Τα κόκκαλα του Ιωσήφ, τα οποία έφεραν τα παιδιά του Ισραήλ από την Αίγυπτο, τα έθαψαν στην πόλη Συχέμ...». Ή «Τα οστά τους (των δικαίων) ας αναδώσουν νέα ζωή από τον τόπο τους» (Σοφ. Σειρ. 46, 12).

Η μαγεία των χριστιανικών λειψάνων έχει επομένως τόση σχέση με τον Ιουδαϊσμό, όση και με τον Ιησού και τους Αποστόλους του. Αντιθέτως υπάρχουν εκπληκτικές ομοιότητες με μια ευρέως διαδεδομένη ειδωλολατρική λατρεία.

Για τους Έλληνες, οι ήρωες ήταν οι γενναίοι του πανάρχαιου παρελθόντος, νικητές σε μάχες, σε αγωνίσματα, ήταν ηγεμόνες, βασιλείς, τις περισσότερες φορές μυθικά πρόσωπα τα οποία ωστόσο σχεδόν όλοι θεωρούσαν πραγματικούς ανθρώπους. Σε αυτούς απέδιδαν την ίδρυση ναών και πόλεων, όλους τους σημαντικούς θεσμούς· σε αυτούς απέδιδαν την καταγωγή τους γένη ευγενών, ο Όμηρος τους ύμνησε και παντού πίστευαν ότι είχαν στην κατοχή τους τα λείψανα τους. Καθώς μάλιστα είχαν και τάφους θεών, του Δία, του Ουρανού, του Διόνυσου, του Απόλλωνα και άλλων, γνώριζαν και λάτρευαν φυσικά και πλήθος μνημείων ηρώων, θρυλικούς τάφους, πηγές, δέντρα, πέτρες, σπήλαια τα οποία έδειχναν οι ξεναγοί.

Τα λείψανα των ηρώων τα διατηρούσαν συνήθως σε τάφους που συχνά ήταν και ο αποκλειστικός τόπος λατρείας τους. Κι όπως έκαναν αργότερα οι χριστιανοί με τα οστά των αγίων τους, έτσι ενταφίαζαν ήδη οι Έλληνες τα οστά των ηρώων τους σε διακεκριμένες θέσεις, παραδείγματος χάρη στο κέντρο της πόλης, αν και κατά τα άλλα δεν έθαβαν σχεδόν καθόλου νεκρούς μέσα στην πόλη λόγω του κινδύνου της μόλυνσης. Κι αν ανέχονταν ακόμη λιγότερο να τους θάβουν στα ιερά, πάλι αποτελούσαν οι ήρωες εξαίρεση, αφού υπήρχαν πολλοί ναοί ή άλση ναών με τάφους ηρώων, ως επί το πλείστον μυθικών, αλλά και ιστορικών προσώπων Ωστόσο, στην ειδωλολατρική αρχαιότητα η λατρεία των σαρκικών λειψάνων ήταν σχεδόν πάντα ταφική λατρεία· μόνο σε μερικές εξαιρετικές περιπτώσεις διατηρούσαν οστά ηρώων εκτός τάφου, σε λειψανοθήκη, παραδείγματος χάρη στην περίπτωση της Ευρώπης στην Κρήτη. Και τα οστά του Πέλοπα στην Ολυμπία και του Τάνταλου στο Άργος αναπαύονταν σε ορειχάλκινο δοχείο. Πάντως, τα περισσότερα τμήματα λειψάνων ήταν τις πιο πολλές φορές σε τάφο. Και όπως η ηρωολατρεία, έτσι και η χριστιανική λατρεία λειψάνων ήταν αρχικά ταφική λατρεία. Οι μάρτυρες των πρώτων αιώνων θάβονταν από τους χριστιανούς σε τάφους και λατρεύονταν εκεί. Χωρίς τάφο κάποιου μάρτυρα δεν υπήρχε λατρεία. Όπως και στους ειδωλολάτρες, έτσι και στους χριστιανούς λειψανοθήκη ήταν αρχικά η σαρκοφάγος. Είτε την τοποθετούσαν στον τάφο είτε παρέμενε θεατή στη θολωτή είσοδο του τάφου, ώστε οι περαστικοί μπορούσαν να τη δουν και να την αγγίξουν, όπως συνέβαινε και σε πολλά ειδωλολατρικά ηρώα.

Στην ηρωολατρεία όπως και στην αγιολατρεία απεικόνιζαν τους τιμώμενους συχνά σε νομίσματα, αν και τους αγίους μόλις κατά τον Μεσαίωνα. Κι όπως οι χριστιανοί έπαιρναν συχνά ονόματα αγίων, ιδιαίτερα από τα τέλη του 3ου αιώνα και μετά, έτσι καθοριζόταν ήδη για τους ειδωλολάτρες η επιλογή ονόματος από κάποιο ήρωα. Ιδιαίτερη δύναμη περνάει μερικές φορές και στα αντικείμενα τα οποία χρησιμοποιούσαν οι ήρωες. Κι αυτή δύναμη μπορεί να μεταδοθεί περαιτέρω. Γενικά όμως κάνει ο ίδιος ο ήρωας θαύματα, ενώ στη χριστιανική πίστη θαύματα κάνουν και τα λείψανα, μεταδίδοντας τη δύναμη την οποία έχουν μέσα τους. Αυτό ισχύει ακόμη και για τμήματα λειψάνων. Όποιος αγγίξει τα οστά μάρτυρα, διδάσκει ο Άγιος Βασίλειος, αποκτά μέσω της δύναμης τους μερίδιο στην αγιοσύνη.

Ωστόσο, τα αρχαία λείψανα δεν μοιράζονταν. Δεν εκχωρούνταν κομμάτια λειψάνων. Ούτε υπήρχε παραγωγή τεχνητών λειψάνων -αδιανόητο για τους Έλληνες. Και πρώτα από όλα δεν γνώριζαν καθόλου το εμπόριο λειψάνων, όπως το διεξήγαγαν οι χριστιανοί από τον 4ο αιώνα. Οι ειδωλολάτρες λάτρευαν τα σαρκικά λείψανα, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, στον τάφο. Θα το θεωρούσαν ασέβεια να διαταράξουν τη γαλήνη του νεκρού. Ναι μεν διαμέλισαν στην αρχαία Αίγυπτο τα οστά του θεού Όσιρη και τα σκόρπισαν στη χώρα- αλλά μόνο στον μύθο. Η μάλλον μοναδική ιστορική εξαίρεση σε προχριστιανική εποχή, το σκόρπισμα των λειψάνων του Μένανδρου, ενός ηγεμόνα της Ινδίας της ελληνιστικής περιόδου, ενός βουδιστή, δεν αφορούσε το σκελετό αλλά την τέφρα.

Η πρώτη μαρτυρία για την αρχή της χριστιανικής λειψανολατρείας είναι η πολλαπλά πλαστογραφημένη αναφορά στο μαρτύριο του Πολύκαρπου, και αυτή η λατρεία αρχίζει στον τάφο του μάρτυρα. Σε αυτόν οδηγούν τα αρχαιότερα ίχνη – «όπως και στην ηρωολατρεία στον τάφο του ήρωα» (Pfister). Από τα μέσα του 3ου αιώνα ο τάφος των μαρτύρων δεν είναι μόνο τόπος της νέας αρχαίας λατρείας, αλλά μεταβάλλεται ο ίδιος σε λατρευτικό αντικείμενο, μεταβάλλεται, πριν τη γένεση της τότε ακόμη απαγορευμένης χριστιανικής εικονολατρίας, σε σημείο αποκρυστάλλωσης της αγιολατρείας. Στον τάφο καλούν τον άγιο, παρακαλούν για τη διαμεσολάβησή του, πιστεύουν ότι θα τους δοθεί βοήθεια και ευχαριστούν ήδη με αφιερωματικές πλάκες. Πάνω από μερικούς από τους ημοφιλέστερους τάφους χτίζουν μάλιστα και εκκλησίες, πράγμα με το οποίο δημιουργούνται οι απαρχές του μελλοντικού κύματος των προσκυνητών.

Οι χριστιανοί πίστευαν τώρα ότι η δύναμη που δρούσε στον άγιο, όταν ζούσε, συνεχίζει να είναι αποτελεσματική και στο άψυχο σώμα του. Συμπέραναν ότι, εάν τα ρούχα του Αποστόλου Παύλου έκαναν θαύματα, τότε πόσο μάλλον το σώμα των αγίων. Όποιος άγγιζε αυτά τα λείψανα, σε αυτόν μεταβιβαζόταν η δύναμή τους. Και πίστευαν ότι χάρη στην υπερφυσική δύναμη τους, με τη θεία χάρη τους, τα ιερά λείψανα κάνουν θαύματα, εξορκίζουν τα δαιμόνια των ειδωλολατρών γι' αυτό το λόγο και τα χρησιμοποιούσαν στους εξορκισμούς, τα έπαιρναν μαζί τους σε λιτανείες ή τα εναπόθεταν σε ειδικούς βωμούς.

Αλλά καθώς στον καθολικισμό τα πάντα είναι ιεραρχημένα, όπως ο Πάπας έχει μεγαλύτερο κύρος από ό,τι ο επίσκοπος, ο επίσκοπος μεγαλύτερο από του ιερέα, εκείνος με τη σειρά του μεγαλύτερο από του λαϊκού, έτσι και τα λείψανα, όσο ιερά κι αν είναι, έχουν διαφορετική αξία, τα εξέχοντα κομμάτια (Reliquiae insignes), ολόκληρη η σορός, το κεφάλι, το χέρι, το πόδι, έχουν μεγαλύτερο κύρος από τα «Reliquiae non insignes» (μη εξέχοντα κομμάτια) στην περίπτωση των οποίων κάνουν και τη διάκριση σε «notabiles» (σημαντικά), όπως η παλάμη και το πέλμα, και σε «exiguae» (κατώτερα), π.χ. τα δάχτυλα των χεριών ή τα δόντια. Εκτός από αυτά, υπάρχουν τα αποκαλούμενα πρωταρχικά και τα δευτερεύοντα λείψανα, τα οποία με τη σειρά τους χωρίζονται σε αντικείμενα, όπως ρούχα, όργανα του μαρτυρίου κ.λπ., και σε ευλογίες, δηλαδή αντικείμενα με τα οποία αγγίχτηκαν οι σοροί ή τα απομεινάρια των αγίων.

Μετά τον ίδιο τον άγιο, το πρωταρχικό αντικείμενο, τη μεγαλύτερη αξία καταλαμβάνουν τα αντικείμενα με τα οποία ήρθε σε επαφή όταν ζούσε, και ανάμεσα σε αυτά πάλι τη μεγαλύτερη έχουν τα όργανα του μαρτυρίου. (Ο άγιος Λαυρέντιος αποκεφαλίστηκε μάλλον. Αυτό φάνηκε πολύ «απλοϊκό» στους μεταγενέστερους χριστιανούς. Γύρω στο 400 τον έβαλαν να «ψηθεί» σε σχάρα, και τώρα, φυσικά, σύντομα ξαναβρήκαν και το περίφημο όργανο του μαρτυρίου και το λάτρευαν ως λείψανο – παρεμπιπτόντως δεν είναι η μοναδική τιμώμενη σχάρα). Μετά τα όργανα βασανισμού ακολουθούσε η γκαρνταρόμπα των αγίων προσώπων, π.χ.

της Παναγίας (στο Βυζάντιο μάλωναν δύο Εκκλησίες σε ποιο από τα ρούχα της Παναγίας άξιζε η πρώτη θέση). Στα λείψανα δευτέρου βαθμού συγκαταλέγονται και αντικείμενα από το κοντινό περιβάλλον των τάφων των αγίων: λουλούδια, σκόνη την οποία οι πιστοί έτρωγαν, χάδι από τον τάφο, από τα καντήλια που άναβαν εκεί, ή και πράγματα που είχαν έρθει σε επαφή με τον τάφο, μαντήλια, αφιερώματα. Με την ευρύτερη και υψηλότερη έννοια του όρου, λείψανα θεωρούνταν και θεωρούνται όλα όσα βρίσκονταν δήθεν σε στενότερη σχέση με τον Ιησού και έτσι καθαγιάστηκαν στον ίδιο βαθμό, η φάτνη, ο σταυρός, το αγκάθινο στεφάνι, τα καρφιά, τα ρούχα του κ.ο.κ.

Και το κοινό αίσθημα του λαού ήξερε να κάνει τον λεπτό διαχωρισμό. Γερά κομμάτια της σορού μετρούσαν φυσικά περισσότερο από ένα δόντι ή τρίχες από το γένι. Αλλά κι αυτά εξακολουθούσαν να καταλαμβάνουν υψηλότερη θέση από ό,τι ενδύματα ή άλλα πράγματα με τα οποία είχε έρθει σε επαφή ο τιμώμενος. Επίσης ιεράρχησαν βέβαια πολύ καλά και τους θαυματουργούς αγίους, χτίζοντας στους μεγαλύτερους μεγαλύτερες εκκλησίες ή μνήματα, στους μικρότερους μικρότερα, και τους πρώτους τους γιόρταζαν φυσικά και με μεγαλύτερες γιορτές.

ΤΕΛΟΣ-ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

Post A Comment:

Εγγραφείτε στις ενημερώσεις Push Notifications